Μετά τό προχθεσινό
του Σαμαρά ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι θωρακισμένη, ἔπεσα νά κοιμηθῶ ἥσυχος μετά ἀπό πολύ καιρό ἀλλά μερκές φορές βλέπω κάτι ὄνειρα...
Φῶς – σκότος, ἀληθές – ψευδές, γvώση – ἄγvοια εἶναι τά βασικά μοτίβα πάvω στά ὁποῖα οἰκοδομεῖται ἡ ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωvα.
Δὲν
μπορῶ νὰ εἰπῶ
μὲ βεβαιότητα ἂν
ἦταν ὁ Πλάτωνας αὐτὸς
ποὺ ἦρθε, ἢ
ἂν τὸν ἐπισκέφτηκα
ἐγώ. Ὅπως καὶ
νὰ 'χει, πιάσαμε τὴν
κουβέντα γιὰ τὴν επικρατούσα
κατάσταση, τα πρόσφατα γεγονότα, κάτι συγκεντρώσεις, κάτι διαμαρτυρίες καὶ
τὰ τοιαῦτα.
Ρωτάω
ποὺ λέτε τὸν μπάρμπα Πλάτωνα καὶ
τοῦ λέω:
Ρέ
σύ μπάρμπα, ἐσύ ποῦ εἶσαι
καί μεγάλο κεφάλι, καί σπουδαῖος φιλόσοφος ἀλλά
παρ' ὅλα αὐτά, σ’ ἔχει
ἀγκαλιάσει τό πιό συντηρητικό (μή σού πῶ
καί τό πιό ἀντιδραστικό) κομμάτι τῆς
κοινωνίας, θέλω τή γνώμη σου:
Μπορεῖς
νά μοῦ πεῖς τί στό καλό ἔχουμε
πάθει ὅλοι μας καί οὔτε
καν μποροῦμε νά ὀνειρευτοῦμε
ἕνα μέλλον χωρίς ἐξουσία
καί ἐκμετάλλευση; Σά μαλάκες, κάθε φορᾶ
ἐγκλωβιζόμαστε στήν ἑκάστοτε
ἡμερησία διάταξη τῶν
ζητημάτων πού θέτει ἡ ἐξουσία καί οἱ
ἔμισθοι προπαγανδιστές της. Καί ἀκούγονται
συνθήματα καί κραυγές "ὄχι στή λιτότητα"
καί "ὄχι στό μνημόνιο" καί
"ξυπνήσαμε, ὡς ἐδῶ
ἦταν" καί τέτοιες παρλαπίπες, χωρίς
νά ἀγγίζουμε στόν πυρήνα τοῦ
ὅλου θέματος, ὁ
ὁποῖος καταφανῶς
εἶναι ἡ ἴδια
ἡ ὕπαρξη κυριαρχίας καί ἐκμετάλλευσης.
Ἐρρέτω ἔς κόρακας, τίς πταίει
ποῦ ἔχουμε ἐξεφτελιστεῖ
τόσο πολύ καί οὔτε ποῦ μποροῦμε
νά ὁραματιστοῦμε ἀκόμα
καί ὡς ψευδαίσθηση τήν ἐλευθερία;
Ὁ γέροντας, ἔξυσε
πέντε δευτερόλεπτα τό κεφάλι του κι ἄλλα πέντε το μούσι
του, μέ κοίταξε στοχαστικά καί μοῦ εἶπε:
Κοίτα
ρέ μάγκα Βούς, ἡ ψυχή σᾶς ἔχει
ἔχει γίνει κομματάκια. Ἔχει
χωριστεῖ σέ τέσσερα κομμάτια. Καί κάθε κομμάτι
τραβάει τά δικά του ζόρια, τά δικά του παθήματα. Φαντάσου τό σχηματικά: τό πρῶτο
κομμάτι τό ἀποπάνω νά εἶναι
ἡ νόηση, ἀποκάτω νά εἶναι
τό πνεῦμα, ἡ διάνοια, λίγο
παρακάτω ἡ πίστη καί τελευταία ἡ
γνώμη, ἡ εἰκασία.
Τόν
κοίταξα μέ τήν ἀπορία στό βλέμμα. Τί σχέση εἶχαν
αὐτά ποῦ ἔλεγε;
Ἀλλά δέν μίλησα τόν ἄφησα
νά συνεχίσει –σεβάστηκα τά 2000 τόσα χρόνια του.
Συνέχισε,
ἀλλά γιά νά μέ δυσκολέψει ὁ
σκατόγερος τό γύρισε στά ἀρχαῖα
ἑλληνικά:
"ἀπείκασον
τοιούτω πάθει τὴν ἡμετέραν φύσιν παιδείας τὲ περὶ καὶ ἀπαιδευσίας. ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἶον ἐν καταγείω οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούση μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτη ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τὲ αὐτοὺς εἷς τὲ τὸ προσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλω δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἢν ἰδὲ τειχίον παρωκοδομημένον,
ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα
δεικνύασιν".
Τὸν κοίταξα μὲ ἀπορία καὶ τοῦ εἶπα:
-Ὡραία αὐτὰ πού μου λές. Καὶ λοιπόν;
Πῆρε τὸ γνωστὸ ὕφος τοῦ δασκάλου καὶ συνέχισε:
…τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους σκεύη τὲ παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας καὶ ἄλλα ζῶα λίθινα τὲ καὶ ξύλινα καὶ παντοία εἰργασμένα, οἶον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγώντας τῶν παραφερόντων…
ἐδῶ ἔκρινα
σκόπιμο νὰ τὸν διακόψω λέγοντάς
του:
-Σιγὰ
ρὲ γερομπάρμπα, δὲν
ὑπάρχουν τέτοιοι δεσμῶτες
στὶς μέρες μας... μπορεῖ
στὰ χρόνια σου…
ἀνθυποχαμογέλασε καὶ
μοῦ εἶπε:
Ὁμοίους ἠμίν, σκέψου νὰ τοὺς λέμε ρὲ Βούς! τοὺς γὰρ τοιούτους πρῶτον μὲν ἑαυτῶν τὲ καὶ ἀλλήλων οἴει ἂν τί ἐωρακέναι ἄλλο πλὴν τὰς σκιᾶς τὰς ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὸ κατάντικρυ αὐτῶν τοῦ σπηλαίου προσπιπτούσας;
Εἰ οὒν διαλέγεσθαι οἶοι τ' εἶεν πρὸς ἀλλήλους, οὐ ταῦτα ἠγὴ ἂν τὰ ὄντα αὐτοὺς νομίζειν ἄπερ ὀρῶεν; Τί δ' εἰ καὶ ἠχὼ τὸ δεσμωτήριον ἐκ τοῦ κατάντικρυ ἔχοι; ὅποτε τὶς τῶν παριόντων φθέγξαιτο, οἴει ἂν ἄλλο τί αὐτοὺς ἠγεῖσθαι τὸ φθεγγόμενον ἢ τὴν παριοῦσαν σκιάν; Παντάπασι δή, ἢν δ' ἐγώ, οἱ τοιοῦτοι οὐκ ἂν ἄλλο τί νομίζοιεν τὸ ἀληθὲς ἢ τὰς τῶν σκευαστῶν σκιᾶς.
Ἐδῶ ἀρχίζω
νὰ μπαίνω στὸ
νόημα, καὶ ἀρχίζω νὰ
καταλαβαίνω τί ἔλεγε ὁ παππούλης.
-Μπαγάσα
παππού, τελικὰ κι ἐσὺ
δικός μας εἶσαι... τοῦ εἶπα.
Χαμογέλασε
καὶ συνέχισε:
Σκόπει δή, μαγκάκο Βούς, αὐτῶν λύσιν
τὲ καὶ ἴασιν τῶν τὲ δεσμῶν καὶ τῆς ἀφροσύνης, οἴα τὶς ἂν εἴη, εἰ φύσει τοιάδε συμβαῖνοι αὐτοῖς· ὅποτε τὶς λυθείη καὶ ἀναγκάζοιτο ἐξαίφνης ἀνίστασθαι τὲ καὶ περιάγειν τὸν αὐχένα καὶ βαδίζειν καὶ πρὸς τὸ φῶς ἀναβλέπειν, πάντα δὲ ταῦτα ποιῶν ἀλγοὶ τὲ καὶ διὰ τὰς μαρμαρυγᾶς ἀδυνατοὶ καθορᾶν ἐκεῖνα ὧν τότε τὰς σκιᾶς ἐώρα, τί ἂν οἴει αὐτὸν εἰπεῖν, εἰ τὶς αὐτῶ λέγοι ὅτι τότε μὲν ἐώρα φλυαρίας, νῦν δὲ μᾶλλον τί ἐγγυτέρω τοῦ ὄντος καὶ πρὸς μᾶλλον ὄντα τετραμμένος ὀρθότερον βλέποι, καὶ δὴ καὶ ἕκαστον τῶν παριόντων δεικνὺς αὐτῶ ἀναγκάζοι ἐρωτῶν ἀποκρίνεσθαι ὅτι ἔστιν; οὐκ οἴει αὐτὸν ἀπορεῖν τὲ ἂν καὶ ἠγεῖσθαι τὰ τότε ὀρώμενα ἀληθέστερα ἢ τὰ νῦν δεικνύμενα;
Εἶχα ἀρχίσει πλέον νὰ μπαίνω γιὰ τὰ καλὰ στὸ νόημα:-
-Ἔτσι
δουλεύει ἡ γαμημένη
ἡ ἀλλοτρίωση ρὲ μπάρμπα... καλὰ τὰ λές...
Ὁ γέροντας
πῆρε θάρρος
καὶ
συνέχισε:
Οὐκοῦν κὰν εἰ πρὸς αὐτὸ τὸ φῶς ἀναγκάζοι αὐτὸν βλέπειν, ἀλγεῖν τὲ ἂν τὰ ὄμματα καὶ φεύγειν ἀποστρεφόμενον πρὸς ἐκεῖνα ἃ δύναται καθορᾶν, καὶ νομίζειν ταῦτα τῷ ὄντι σαφέστερα τῶν δεικνυμένων; Εἰ δέ, τέκνον Βούς, ἐντεῦθεν ἔλκοι τὶς αὐτὸν βία διὰ τραχείας τῆς ἀναβάσεως καὶ ἀναντούς, καὶ μὴ ἀνείη πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, ἄρα οὐχὶ ὀδυνάσθαι τὲ ἂν καὶ ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον, καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι, αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ' ἂν ἓν δύνασθαι τῶν νῦν λεγομένων ἀληθῶν; Συνηθείας δὴ οἶμαι δέοιτ' ἄν, εἰ μέλλοι τὰ ἄνω ὄψεσθαι. καὶ πρῶτον μὲν τὰς σκιᾶς ἂν ράστα καθορῶ, καὶ μετὰ τοῦτο ἐν τοῖς ὕδασι τὰ τὲ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα, ὕστερον δὲ αὐτά· ἐκ δὲ τούτων τὰ ἐν τῷ οὐρανῶ καὶ αὐτὸν τὸν οὐρανὸν νύκτωρ ἂν ράον θεάσαιτο,
προσβλέπων τὸ τῶν ἄστρων τὲ καὶ σελήνης φῶς, ἢ μεθ' ἡμέραν τὸν ἥλιον τὲ καὶ τὸ τοῦ ἡλίου.
Μὲ
παρακολουθεῖς ρὲ Βοὺς
Τοῦ
ἀπάντησα:
-Μπάρμπα,
μὴν ἀνησυχεῖς,
σὲ πιάνω. Συνέχισε.
Τελευταῖον δὴ οἶμαι τὸν ἥλιον, οὐκ ἐν ὕδασιν οὐδ' ἐν ἀλλοτρία ἕδρα φαντάσματα αὐτοῦ, ἀλλ' αὐτὸν καθ' αὐτὸν ἐν τὴ αὐτοῦ χώρα δύναιτ' ἂν κατιδεῖν καὶ θεάσασθαι οἶος ἐστιν. Καὶ μετὰ ταύτ' ἂν ἤδη συλλογίζοιτο περὶ αὐτοῦ ὅτι οὗτος ὁ τὰς τὲ ὥρας παρέχων καὶ ἐνιαυτοὺς καὶ πάντα ἐπιτροπεύων τὰ ἐν τῷ ὀρωμένω τόπω, καὶ ἐκείνων ὧν σφεῖς ἐώρων τρόπον τινὰ πάντων αἴτιος. Τί οὔν; ἀναμιμνησκόμενον αὐτὸν τῆς πρώτης οἰκήσεως καὶ τῆς ἐκεῖ σοφίας καὶ τῶν τότε συνδεσμωτῶν οὐκ ἂν οἴει αὐτὸν μὲν εὐδαιμονίζειν τῆς μεταβολῆς, τοὺς δὲ ἐλεεῖν;
Καὶ
τόδε δὴ ἐννόησον, τέκνον
Γεώργιε.
εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θάκον καθίζοιτο, ἂρ' οὐ σκότους ἂν ἀναπλεως σχοίη τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξαίφνης ἤκων ἐκ τοῦ ἡλίου; Τὰς δὲ δὴ σκιᾶς ἐκείνας πάλιν εἰ δέοι αὐτὸν γνωματεύοντα
διαμιλλάσθαι τοῖς ἀεὶ δεσμώταις ἐκείνοις, ἐν ὢ ἀμβλυώττει, πρὶν καταστῆναι τὰ ὄμματα, οὗτος δ' ὁ χρόνος μὴ πάνυ ὀλίγος εἴη τῆς συνηθείας, ἂρ' οὐ γέλωτ' ἂν παρασχοι, καὶ λέγοιτο ἂν περὶ αὐτοῦ ὡς ἀναβὰς ἄνω διεφθαρμένος ἤκει τὰ ὄμματα, καὶ ὅτι οὐκ ἄξιον οὐδὲ πειράσθαι ἄνω ἰέναι; καὶ τὸν ἐπιχειροῦντα λύειν τὲ καὶ ἀναγειν, εἰ πὼς ἐν ταῖς χερσὶ δύναιντο λαβεῖν καὶ ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἄν;
Θεώρησα
τὸ πρέπον νὰ τὸν
διακόψω λέγοντάς του:
Κατάλαβα
μπάρμπα... Μία ζωὴ θὰ μὲ
λένε προβοκάτορα... Φτοὺ γαμῶτο! Φεῦ!,
γιατί ἐγὼ περίμενα τὰ
λεγόμενά σου νὰ μοῦ ἀνοίξουν
νέες επιλογές συλλογικῆς δράσης... Ἐνῶ
ἐσὺ ὅλο
τὸ ζήτημα τὸ αντιλαμβάνεσαι
διαφορετικά, το τοποθετείς καθαρά σε προσωπικὸ ἐπίπεδο...
Ά, ρὲ μπάρμπα, μὲ
ἀπογοητεύεις...
Τσαντίστηκε
καὶ μοῦ ἀπάντησε:
Κοίτα
ρὲ σὺ Βούς, βασικὰ
ὅλα αὐτὰ
πού σου ἀνάφερα εἶναι ἀποσπάσματα
ἀπὸ τὸ
514 καὶ μετά, τῆς Πολιτείας. Μὰ
τόσο στούρνος εἶσαι; Δὲν ἀναγνώρισες
τὰ λόγιά μου;
Ε,
λοιπὸν δὲν περίμενα ἀπὸ
σένα νὰ πέσεις στὴ
λακκούβα τῶν χαζὸ - ἀνόητων
νομίζοντας ὅτι τὰ λόγια μου εἶναι
κατάλληλα μόνο γιὰ προσωπικό ὑπερβατικό
διαλογισμό και χρήση. Πρέπει νὰ εἶσαι
πολὺ βλάκας τελικά.
Διότι,
ἂν διαβάσεις με προσοχή τὰ
λεγόμενά μου, θὰ διαπιστώσεις ἔμφοβος
ὅτι τελειώνουν μὲ
τὴ αποσφήνηση ὅτι
ὅσα λέω ἀφοροῦν:
"ἰδεῖν τὸν μέλλοντα ἐμφρόνως
πράξειν ἢ ἴδια ἢ δημοσία". (Πολιτεία 517c )
Μὲ
πιάνεις, ρὲ Βοὺς:
καὶ
στὴν ἰδιωτικὴ
καὶ στὴ δημόσια ζωή…
Ὅποτε, ρὲ μάγκα Βούς, κάτσε
κάτω καὶ ξαναδιάβασέ με και σκέψου…
Καί
μήν ξεχνᾶς πῶς ὅλα
ὅσα σου εἶπα ξεκίνησαν μέ τή
σημαντική παρατήρηση πῶς ἀφοροῦν
"τήν ἠμετέραv φύσιv παιδείας τέ περί καί ἀπαιδευσίας".
Ὁπότε ἐσύ ὡς
"μέλλοντας ἐμφρόνως πράξειν" τί δουλειά ἔχεις νά συναγελάζεσαι
μέ ὀππορτουνιστές τάχατες μορφωμένους (ἀλλά
στήν πραγματικότητα ἐντελῶς ἀκαλλιέργητους)
ψευτοαριστερούς –καί κάτι ἀναρχοαριστεριστές τοῦ
κώλου, πιστεύοντας ὅτι εἶναι δυνατόν μαζί τους
ν' ἀλλάξεις τόν κόσμο; Ε;
Πλακώσου
στό διάβασμα λέμε ρέ!
Καί
λέγοντας αὐτά, ἔγινε καπνός καί ἐξαϋλώθηκε.
Ἡ ἀλληγορία τοῦ
σπηλαίου τοῦ Πλάτωνα εἶναι
ἕνα τραγικά ἐπίκαιρο
κείμενο. Ὁ Κόσμος τοῦ
σπηλαίου εἶναι ὁ αἰσθητός
κόσμος, ὁ ὁποῖος
περιγράφετε σέ ἀντιστοιχία μέ τό νοητό κόσμο. Οἱ
ἄνθρωποι τοῦ
σπηλαίου ζοῦν μέσα στήν ἄγνοια.
Ἐνῶ βλέπουν τίς σκιές τῶν
πραγμάτων, ὁ κάθε ἕνας νομίζει ὅτι
ξέρει τήν ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως
δεσμευμένος στά πάθη του, στίς ψευδαισθήσεις καί στίς προκαταλήψεις του. Ἡ
πολιτική κοινωνία, τήν ὁποία συμβολίζει ἡ
κοινωνία τῶν δεσμωτῶν, δέν στηρίζεται
πάνω στή δικαιοσύνη καί στήν ἀξιοκρατία. Στήν
κοινωνία αὐτή οἱ δημαγωγοί πολιτικοί
καί ὄχι ὅσοι ἔχουν
ἄριστη παιδεία ἔχουν
τήν ἐξουσία. Οἱ λαοπλάνοι -
δημαγωγοί ἀνοίγουν τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ
στήν καταστροφή.
Καὶ
γιὰ ὅποιον θέλει τὸ
κείμενο καὶ τὴν μετάφραση τῆς
ἀλληγορίας τοῦ
Πλάτωνα, κλίκ ἐδῶ (διαβάστε τὸ
σύντροφοι εἶναι διαχρονικὸ
τὸ κείμενο)
Δρ
Γεώργιος ὁ Βοὺς