Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἱστορίες τοῦ γιατροῦ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἱστορίες τοῦ γιατροῦ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

καλοκαιράκι...





    


Μπορεί οι ζωές μας να οδεύουν ολοταχώς και με τα φρένα σπασμένα κατά διαόλου, μπορεί να είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένοι και ετοιμόρροποι κουβαλητές του ασήμαντου, προχωρώντας ολόισια προς την μοιραία πρόσκρουση, όμως… παρά και τις δύσκολες μέρες που περνάμε και σε πείσμα των σκουντούφληδων Βορειοευρωπαίων, η θάλασσα, το ηλιοφώς, η αλμύρα η γλυκιά αποχαύνωση αλλά και ο έντονος ερωτισμός του καλοκαιριού, μας κρατάει απ’ τα μαλλιά σα να θέλει να μας πει ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα, πως ίσως και να μην πνιγούμε, ίσως και να μην υποκύψουμε μεμιάς τώρα στο μοιραίο.

Η ζωή είναι πολύχρωμη, και πανέμορφη! Μαγική. Στον κόσμο υπάρχει και χαρά, και γοητεία, και ανεμελιά και ευχαρίστηση… Ειδικά όταν ζεις ένα ακόμη καλοκαίρι! Άλλωστε πόσα καλοκαίρια μας απέμειναν…

Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι μία σπουδή στο φως και στα χρώματα. Ένας ακτινοβόλος ζωοδότης ήλιος και ένα ολόγιομο φεγγάρι, πάννυχα και φαέθοντα, βάφουν στεριές και θάλασσες ασημιές και χρυσαφιές ενώ στο μούχρωμα του δειλινού, ο ήλιος στη δύση του, περιζώνει με πορφύρα τον ορίζοντα.

Το ημίγυμνο καλοκαιράκι μας μαθαίνει λιτότητα. Άνθρωποι χαρούμενοι να τσαλαβουτούν στο νερό να μαζεύουν τζάμπα ήλιο και να τυλώνουν (εκ του αρχαίου τυλόω -) την κοιλιά τους με λίγο καρπούζι. Στην παραλία δίπλα μου, δυό χαρούμενα πιτσιρίκια παίζουν ανέμελα χτίζοντας και γκρεμίζοντας χωμάτινους πύργους με τα κουβαδάκια τους. Μπρός στα πόδια τους το κυματάκι κινείται σιγανά και σπάει φλοισβίζοντας δαντελλωτά στη χρυσή άμμο. Ξαφνικά ξεσπάει καυγάς. Η Υακίνθη, δυόμισι ετών, μαλώνει με τον Γιαννάκη που είναι τριών. «Άστο κάτω είναι δικό μου» του λέει αδράχνοντας ένα κουβαδάκι. «Όχι, είναι δικό μου» φωνάζει ο Γιαννάκης αρπάζοντάς το απ’ τα χέρια της. Για λίγα λεπτά, τα δυο παιδόπουλα είναι δυστυχισμένα και δυσφορούν καθώς παλεύουν να επιβεβαιώσουν πάνω στην άμμο το «έχειν και κατέχειν» τους. Ψηλά στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού δυο γλάροι παρακολουθούν τα πάντα και γελάνε. Έπειτα μοιράζονται ειρηνικά ένα ψάρι ακριβώς στη μέση. Σκέφτομαι πως η ψύχωση της ιδιοκτησίας είναι παιδική ασθένεια, ένα είδος σολιψισμού, της ανθρωπότητας που πάσχει από διαθλαστική υπερμετρωπία. Βλέπει δηλαδή το τίποτα σαν κάτι.

Ποιος να είναι άραγε ο σωστός τρόπος για να στιμάρης τη ζωή;  Άλλωστε εμπρός στον αΐδιο χρόνο, δεν μας ανήκει τίποτε άλλο πέρα από τα καλοκαίρια που προφτάσαμε να ζήσουμε. Τα ίχνη από τα βήματά μας στην κάθυγρη άμμο, η μόνη μας ιδιοκτησία.

Λίγο πιο πίσω και οι γονείς των παιδιών επίσης διαφωνούν σε μια ατέρμονη συζήτηση σχετικά με τα ραβασάκια της εφορίας, τον ΕΝΦΙΑ, τις συντάξεις που όλο και μειώνονται, τους πολιτικάντηδες που μας κατάντησαν έτσι, για τους παλαβούς που κάθε τόσο ανατινάζονται κι έχουν κάνει μια Ευρώπη μπάχαλο, για τον εξ ανατολής Σουλτάνο που έχει ξεφύγει τελείως, αλλά και για ένα ταξίδι τους στην Ισπανία τον Σεπτέμβριο. Από ψηλά, ένας ήλιος σαρκαστικός, ξεκαρδισμένος, τους σιγοψήνει μεθοδικά αλλά αυτοί δεν αποφασίζουν να βουτήξουν στη θάλασσα. Η αγωνία τους για τον ΕΝΦΙΑ που πρέπει να πληρώσουν, αλλά και για το εάν υπάρχει τρόπος να επωφεληθούν από την κρίση υπερισχύει. Το βράδυ στο συζυγικό κρεβάτι αντί ερωτόλογα θ’ ανταλλάσσουν κρέμες για τα εγκαύματα και θ’ αναστενάζουν για άλλους λόγους.

Οι γονείς της Αριάδνης ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και του Γιαννάκη Νέα Δημοκρατία. Μέσα από μια απόκρυφη ουράνια μηχανική το διανόημα των συγκεκριμένων ψηφοφόρων επηρεάζει τους πολιτικούς αρχηγούς. Έτσι ο Τσίπρας σε ένα μεγαλοφυές κρεσέντο θα ξανασκίσει τα μνημόνια, θα απαιτήσει τη διαγραφή του χρέους, και θα φροντίσει για την άμεση επαναφορά του δώρου Χριστουγέννων σε συνταξιούχους και μισθωτούς κάνοντας πράξη το προεκλογικό του μότο «θα τ’ αλλάξουμε όλα».

Όμως κανείς όσο και να θέλει δεν μπορεί ν’ αλλάξει κατά βάθος τον εαυτό του αφού το καλοκαίρι και η πανσέληνος παίζουν παράξενα και σιβυλλικά  παιχνίδια σε κάτι τύπους που έχουν πάρει πολύ σοβαρά τον εαυτό τους.

Ο Μητσοτάκης πάλι, παιδί οικογένειας κι αυτό… Τώρα η salus populi επαφίεται στους στιβαρούς ώμους του Κυριάκου. Τα κουλουβάχατα της ιστορίας δηλαδή και η μεταφυσική του φαιδρού, που δεν σκοτώνει απλώς την ιστορία μέσα από τον θανατερό βρόγχο της πραγματικότητας, αλλά καταργεί de facto και το μέλλον, διαστέλλοντας το παρόν ως εκεί που δεν πάει άλλο.

«Ποιος είναι αυτός;» αναρωτιούνται κάποιοι και έπειτα συνέχισαν τον ράθυμο βηματισμό τους για παρακάτω. Μήπως έφτασε η ώρα και για μας ν’ αναρωτηθούμε: Ποιοι είστε όλοι εσείς, διάολε;

Πατροκτονίες, αμαρτίες αιμομιξίες μισαδελφία κι ένας αυτοκαταστροφικός Αμλέτος που παράτησε τη Δανιμαρκία κι ήρθε εν μέσω θέρους στην Ελλάδα για ψυχοθεραπευτικά λουτρά. «Τι κάνω εγώ εδώ;» θα αναρωτηθεί αύριο σαν τον άλλο Φασουλή, τον Αλέξη.

Όμως τότε θα είναι πολύ αργά, τα μαθήματα θερινής ραστώνης και το καλοκαίρι, θα’ χουν πια τελειώσει.

Και τώρα εγώ αν θυμάμαι κάτι είναι κάποια όνειρα που έκανα στην κουπαστή αγναντεύοντας τον ωκεανό.


ΥΓ. Τι αδύναμο, τι μελαγχολικό και δύσθυμο πλάσμα ο άνθρωπος. Τι κωμικές, αλαζονικές και επηρμένες οι πόζες του. Πόσο μάταιη η πομπώδης ρητορική του μπροστά σε τάφους που χαίνουν. Κι όμως. Αυτό το αδύναμο, το φθαρτό αλαζονικό πλάσμα της καταστροφής, δικαιούται ακόμα να ονειρεύεται -σε πείσμα των καιρών, τον Παράδεισο.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Μια φορά κι έναν καιρό ή σήμερα






Ο Δόκτορας ήτανε πάντοτε χαμογελαστός. Οι ασθενείς του ήταν τις πιο πολλές φορές κατηφείς-επειδή έτσι  αρμόζει να είναι ο σωστός ασθενής- όμως σχεδόν πάντοτε έφευγαν από του Δόκτορα χαμογελαστοί. Κάποιες φορές μάλιστα, φεύγοντας τον ρωτούσαν συνωμοτικά:

"Γιατρέ, πόσες είπες Δύο ή τρείς" ή "ρε γιατρέ, πολλές είναι αυτές  που μου έδωσες" ή κάτι παρεμφερές.

Με έτρωγε η  περιέργεια και κάποια μέρα τον ρώτησα τι στα καλό συμβαίνει και τι τον  ρωτάνε όλοι αυτοί φεύγοντας.

Πήρε βαθυστόχαστο ύφος και μου αφηγήθηκε την εξής ιστορία:

Μια φορά κι έναν καιρό, στην πλατεία του χωριού γινότανε τρικούβερτο γλέντι. Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο  εκεί. Όλοι, εκτός από έναν νάνο καμπούρη. Επειδή στους χορούς και στις συγκεντρώσεις τον κορόιδευαν όλοι, αποφάσισε λοιπόν εκείνη την ημέρα να πάει κάπου, όπου δεν θα συναντούσε άνθρωπο για να κλάψει μόνος με τον πόνο του.  
  
Περπατώντας έρημος βαρύς και μόνος, έφτασε και στο νεκροταφείο του χωριού. Έτσι όπως τριγύριζε περίλυπος ανάμεσα στα μνήματα, αιφνιδίως μέσα από το καντήλι κάποιου τάφου εμφανίζεται ένα πνεύμα! 

 


"Τι έχεις και είσαι τόσο λυπημένος" τον ρωτάει το πνεύμα και ο καμπούρης νάνος σοκαρισμένος του απαντάει: "Δε με βλέπεις πως είμαι; Ε, λοιπόν, όλοι με κοροϊδεύουν για τα χάλια μου και για την καμπούρα μου και ήρθα εδώ στα μνήματα να κλάψω τη μαύρη μου τη μοίρα που με έκανε νάνο και καμπούρη..." 

Το πνεύμα τον κοιτάει συμπονετικά και του λέει: "Μη χολοσκάς για το μπόι σου και για την καμπούρα! Ορίστε, χραάααπ!  πάρε δυό μέτρα μπόι, και χράααπ! φέρτη εδώ την καμπούρα, και με μιας ο καμπούρης νάνος μεταμορφώνεται σε δυό μέτρα ευθυτενές παλληκάρι, ευχαριστεί το πνεύμα και τρέχει στην πλατεία του χωριού.

Οι συγχωριανοί του τον βλέπουν, παθαίνουν την πλάκα τους, τον ρωτάνε πως έγινε αυτό το θαύμα, και ο πρώην καμπούρης τους αφηγείται με πάσα λεπτομέρεια την περιπέτειά του. 

Στο βάθος της πλατείας, καθότανε και μπεκρόπινε ένας άλλος στραβοκάνης καμπούρης. Ακούγοντας την ιστορία που αφηγείται ο τέως νάνος και καμπούρης, ο νυν στραβοκάνης καμπούρης τινάζεται κατάπληκτος και μονολογεί: "ρε μπας και  είναι η τυχερή μου μέρα σήμερα" και αμέσως κατευθύνεται δρομαίως προς το νεκροταφείο του χωριού.  

Έτσι όπως τριγύριζε με αγωνία ανάμεσα στα μνήματα, αιφνιδίως μέσα από το καντήλι κάποιου τάφου εμφανίζεται το πνεύμα! 

 


"Τι έχεις και είσαι τόσο λυπημένος" τον ρωτάει το πνεύμα και ο στραβοκάνης καμπούρης με προσδοκία του απαντάει: "Δε με βλέπεις πως είμαι; Ε, λοιπόν, όλοι με κοροϊδεύουν για τα κανιά μου και για την καμπούρα μου και ήρθα εδώ στα μνήματα να κλάψω τη μαύρη μου τη μοίρα που με έκανε στραβοκάνη και καμπούρη..." 

Το πνεύμα τον κοιτάει συμπονετικά και του λέει: "Μη χολοσκάς για τα στραβά σου τα κανιά και για την καμπούρα! Ορίστε, χραάααπ!  με μιας του τα ισιώνει, και χράααπ! φέρτη εδώ την καμπούρα, και με μιας ο στραβοκάνης καμπούρης  μεταμορφώνεται σε ένα ευθυτενές παλληκάρι με ολόισια πόδια, ευχαριστεί το πνεύμα και τρέχει στην πλατεία του χωριού.

Οι συγχωριανοί του τον βλέπουν, παθαίνουν την πλάκα τους, τον ρωτάνε πως έγινε αυτό το θαύμα, και ο πρώην στραβοκάνης και καμπούρης τους αφηγείται με πάσα λεπτομέρεια την περιπέτειά του και μαζί με τον πρώην νάνο καμπούρη κερνούσαν όλο το χωριό. 

Σε ένα σημείο της πλατείας, καθόταν και τα έπινε ένας άνεργος και αδέκαρος φουκαράς, που η τράπεζα οσονούπω  θα του έπαιρνε το σπίτι, και η γυναίκα του τον είχε παρατήσει πριν από δύο εβδομάδες μη αντέχοντας τη δυστυχία και τη φτώχεια του. 

Ακούγοντας τις αφηγήσεις των πρώην, πλέον, καμπούρηδων, μια σπίθα ελπίδας άναψε μέσα του. "Ρε μπας και είναι η τυχερή μου μέρα σήμερα" σκέφτηκε και με  βήμα ταχύ πήρε το δρόμο  προς το νεκροταφείο του χωριού. 
Έτσι όπως τριγύριζε με αγωνία ανάμεσα στα μνήματα, αιφνιδίως μέσα από το καντήλι κάποιου τάφου εμφανίζεται το πνεύμα! 

 


"Τι έχεις και είσαι τόσο αναστατωμένος" τον ρωτάει το πνεύμα και ο φουκαράς ο άνεργος με προσδοκία του απαντάει:

"Άσε... Ζω ένα δράμα...  Είμαι 3 χρόνια άνεργος, η γυναίκα μου με παράτησε, η τράπεζα θα μου πάρει το σπίτι..." 

Το πνεύμα τον κοιτάει με συμπόνια και του λέει: "Και γι' αυτό χολοσκάς; Ορίστε, τσάκω 2 καμπούρες!!!"

Αυτή ήταν η ιστορία που μου αφηγήθηκε ο γιατρός, και πρέπει να σας πω ότι δυστυχώς χρειάστηκε να περάσουν καμιά εικοσιπενταριά περιστροφές της γης γύρω απ τον ήλιο για να καταλάβω πως ο Δόκτορας ήταν ίσως ο σημαντικότερος μεταφυσικός στοχαστής που έχω γνωρίσει .