Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Φαλλικόν μέλος



θυμβος(1) ατοσχέδιος π τ φαλλ δόμενος
  



π π τος ρχαίους φαλλικος κώμους μέχρι τ σημεριν ποκριάτικα ξεφαντώματα π' εκαιρία τς ποκρις.


γ δ' κολουθν σομαι τ φαλλικόν…

«...πῶς τὸ τρίβουν τὸ πιπέρι,
πως το τρίβουν το πιπέρι
οι διαβόλoι οἱ καλογέροι.
Μὲ τὴ φτέρνα τρίβουνε,
σκορδοκοπανίζανε.
Μὲ τὸ γόνα τρίβανε...
Μὲ τὸ μποῦτσο τρίβουνε,
ψωλοκοπανίζουνε».

Εἶναιποκριάτικα βωμολοχικτραγούδια καμιμητικδρώμενα, ορίζες τος βρίσκονται στνλαρωδία καστνόβακχο 2 λλκαστοςρχαίους διθύραμβους, ποῦ ἦταννθουσιαστικποιήματα γιντιμηθεῖ ὁ Βάκχος (Διόνυσος). Καθς τραγουδνε ογιορταστς τὸ ποίημα, κάνουνε καὶ τσχετικκίνηση μκάποιο μέροςπτσμα τους στχμαστπάλκο.

Ὁ Ἀριστοτέλης στὸ ἔργο τοῦ «Περὶ Ποιητικῆς» 3 παρατηρεῖ: «και η τραγωδία και η κωμωδία προέκυψαν ἀπὸ τους αὐτοσχεδιασμούς. Η μεν (ἐννοεῖ τὴν τραγωδία) προέκυψε ἀπὸ τους προεξάρχοντες του διθυράμβου, η δε κωμωδία ἀπὸ τους προεξάρχοντες των φαλλικών τραγουδιών» τα οποία διατηρούνται και σήμερα σε πολλές πόλεις. Ὁ ἐξάρχων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ στὸ τραγούδι, ὁ ἀρχηγὸς ἑνὸς χοροῦ ποὺ ξεκινᾶ τὸ τραγούδι καὶ ὁ χορὸς τοῦ ἁπαντά. Ἔτσι, ὁ Ἀριστ. πίστευε ὅτι ἡ κωμωδία προέκυψε ἀπὸ τοὺς φαλλικοὺς κώμους, δήλ. πομπὲς ἀνθρώπων ποὺ περιέφεραν ἕναν μεγάλο φαλλὸ ἢ φαλλοὺς καὶ τραγουδοῦσαν ἀνάλογα φαλλικὰ ἄσματα, δήλ. ἄσεμνα καὶ περιπαικτικὰ τραγούδια, πρὸς τιμὴν τοῦ φαλλοῦ. 
 
Τὰ φαλλικά 4 εἶναι ποιήματα αὐτοσχέδια ἐπὶ τῷ φαλλῶ ἀδόμενα. "καὶ ποιήματα δὲ καλεῖσθαι, ἃ ἐπὶ τῷ ἰσταμένω φαλλῶ ἄδεται μετ' ὀρχήσεως",  τὰ ἔψαλαν: "οἱ τοὺς ἰθυφάλλους 5 ἐν τὴ ὀρχήστρα ὀρχούμενοι". Ἤτανε τραγούδια πειραχτικὰ καὶ βωμολοχικά, ποῦ τραγουδούσανε μπουλούκια ἀπὸ μεθυσμένους (κωμαστές). Αὐτοὶ περιέφεραν ἕναν φαλλὸ γιγάντιο, ἱερὸ σύμβολο γιὰ νὰ ἔχει γονιμότητα ἡ φύση. Μία σημερινὴ Ἀποκριά, ἀλλὰ πολὺ πιὸ ἐλευθερόστομη. Ἡ κωμωδία, ποῦ κατάγεται καὶ ἀπὸ τὰ φαλλικά, φαίνεται καὶ στὶς φοβερὲς βωμολοχίες, στὸ  "οἶον ὀνομαστὶ κωμωδεῖν"  καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ὑποκριτὲς τῆς κωμωδίας τότε ὁποιοδήποτε πρόσωπο κι ἂν ἂν ὑποκρίνοταν, ἤσαν φαλλοφόροι (ἔφεραν ἕνα δερμάτινο ὁμοίωμα φαλλοῦ ποὺ οἱ ὑποκριτὲς τὸ κρεμοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴ μέση τους, τὸ ἄφηναν ἐκεῖ νὰ κρέμεται καὶ ἔκαναν διάφορα ἀστεία μὲ αὐτὸ στὴ διάρκεια τοῦ ἔργου). Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο εἶναι τὰ προσωπικὰ σκώμματα, οἱ κοροϊδίες ποὺ ἀπηύθυναν οἱ φαλληφόροι σὲ διάφορα μέλη τοῦ κοινοῦ.




Κι ἐρχόμαστε στὶς σημεριμὲς ὀργιαστικὲς γιορτές, πρὸς τιμὴν τοῦ ψώλαρου τοῦ μέγα "ἀρχισκανταλιάρη".

Οἱ «γκαϊνταντζῆδες» παίζουν μὲ τὸ ζουρνὰ τους ὀργιαστικοὺς ρυθμούς, καταφθάνουν οἱ φαλληφόροι. Ἀνάμεσά τους ὁ «γκλαγκλᾶς» μὲ κουδοῦνες λογιῶν - λογιῶν κρεμασμένες πάνω του, χοροπηδάει, χορεύει.

«Ψωμάκι καὶ τυράκι,
τὸν Κύριον ὑμνεῖτε.
Ἂν εἶναι καὶ κρασάκι,
ψωλὴ ὑπερυψοῦτε.

Ἂν εἶναι καὶ μουνάκι,
εἰς πάντας τοὺς αἰώνας».


Aδίoυ δοξαστικv

Ἀποκριάτικο δοξαστικὸ τροπάρι γιὰ τὸ γυναικεῖο αἰδοῖο. Στὴ Λέφκη ποῦ τὴ λένε Μάβρη, στὴν Αἴγενα  καὶ στὴ Μάβρη ποῦ τὴ λένε Λέφκη, γιὰ νὰ ὀμορφύνουνε τὸν τόπο, στὴν «Καρούλα» μαζεύονται καὶ ὀργιάζουν οἱ ἀποκριάτικες μασκαρίες, μπαρμποῦτες, θαλασσομούνια καὶ θαλασσόπουτσοι:

Δοξασμένο τὸ μουνάκι
ποῦ χεῖ μπρὸς καὶ πίσω αὐλάκι,
ὅταν κάθετε γελάει
κι ὅταν περιπατάει μασάει,

ὅταν κατουρᾶ σφυρίζει
καὶ τὸ ποῦτσο φοβερίζει.
Ἂπ τὴν καύλα λιγωμένο
καὶ ἂπ τὸ χάδι μεθυσμένο

θέλει γιὰ νὰ γαμηθεῖ
μιὰ πολὺ χοντρὴ ψωλή!!!
Τὸ κεφάλι μπαίνει πρῶτα,
καὶ τ' ἀρχίδια κλειοῦν τὴν πόρτα

Εἶναι μία σιδεροπλούμιστη πόρτα, κατεβαίνεις μερικὰ σκαλοπάτια καὶ βρίσκεσαι στὴν ὑπόγα, στὸ κουτούκι, ὅπου ὁ βωμὸς ποῦ ἔστησε ὁ σύγχρονος Ἀριστοφάνης Παναζιώτης, γιὰ τὸν μπεκροκανάτα θεὸ Διόνυσο. Ὀρθόπουτσος καυλωμένος, σμιλεμένος σὲ μάρμαρο. Γύρω ἡ Καρούλα 6 ὅπου ἐκεῖ πάνω τελετουργοῦνται τ' ἀποκριάτικα ὄργια μὲ διάφορους καυλομεζέδες, χύμα κρασὶ καὶ ὄργανα:

Τὸ μουνὶ παίζει κιθάρα
καὶ ὁ ψῶλος τὸ βιολί,
καὶ τ' ἀρχίδια κομπανιάρουν
καὶ ὁ κῶλος τραγουδεῖ.

Πολὺ καιρὸ πρὶν ἡ Μάβρη τοῦ Παναζιώτη Ἀριστοφάνη ἤτανε θάλασσα, πήχτρα στὸ θαλασσομούνι. Πλακώσανε οἱ θαλασσόπουτσοι καὶ τὰ ξεπατώσανε στὰ γαμήσια. Μαύρισε ὁ τόπος καὶ τὴν ὀνομάσανε Μάβρη. Ἐδῶ μπροστὰ στὸ βωμὸ-φαλλὸ στὸ Διόνυσο μαζώνονται οἱ Ἀριστοφανικοὶ Ὀνόκωλοι 7 : Γενίτσαροι, Κουδουνάτοι, Μπαμπόγεροι, Τράγοι, Μούσκαροι, Προσώπεια, Μουτσοῦνες, Μποῦλες, Μασκαράδες, Ψωλοβρόντηδες.  Εἶναι καὶ οἱ ἀριστοφανικὲς Ὀνοσκελίδες: Μορμῶ, Ἀλφιτῶ, Βυζαρού, Γελλῶ ἡ Παιδοπνίχτρα, Μαρμάρω, Ψωλοδαγκανιάρα, Ψωλαρπάχτρα, Ψωλορουφίχτρα, Ἀρχιδογλύφτρα, καὶ ἡ Λυσιστράτη, ποῦ θέλει τὸν Ἀριστοφάνη νὰ χορεύει μὲ τὸν καυλωμένο μποῦτσο του καὶ νὰ τῆς τὸν χώνει στὸ ἀνάκλιντρο, γιατί ἀλλιῶς θὰ τόνε κουρέψει καὶ θὰ κάνει τὸ κεφάλι τοῦ κῶλο ξεβράκωτο.





Το ριστοφάνη

Στὴν ἀποκριάτικη «Καρούλα» στὴν ταβέρνα «Ο ΑΡXΙΔOΨΩΛΑPOΣ μὲ μεγάλη ποικιλία ἀπὸ μεζέδες, ὁ σὲφ Παναζιώτης  ἀρχικαυλιάρης προτείνει: κωλομέρια φούρνου ζωντοχήρας τριανταπεντάχρονης, μουνὶ φτιαγμένο στὴ σχάρα, μούναρο παπαδιᾶς πιλάφι, ψωλοκέφαλα βραστά, πούτσα καλογέρου κοκορέτσι, ψωλάκια –μουνάκια αὐγολέμονο κ.λπ. Ἐξὸν ἀπὸ κρασὶ χύμα, σερβίρονται καὶ τὰ ποτά: πορδὲς ἐμφιαλωμένες, μουνοζούμια μὲ σόδα.
Γιατί ἐδῶ:

«Ὁ θεὸς ὁ Βάκχος δὲν κάνει κρίση, στὸ φαΐ καὶ στὸ γαμήσι».

Μετὰ τὶς σπονδὲς τοῦ Παναζιώτη Ἀριστοφάνη, ἀρχίζει ἡ πομπὴ τῆς φαλληφορίας, ὀργιαστική, ἀποκριάτικη.  Τὴν ἀποτελοῦν ἰλαρωδοὶ καὶ ὀρχούμενοι Φαλλοφόροι ποῦ τραγουδᾶνε φαλλικὰ ἄσματα, καὶ ἰθύφαλλοι, ἄνδρες μασκαρεμένοι σὲ γυναῖκες.

Τές μεγάλες ἀποκρές,
κρέμονται οἱ ψωλὲς ὀρθές,
καὶ τὴν Καθαρό-Δευτέρα
παίρνουν τὰ μουνιὰ ἀέρα.

Ὁ Ἀριστοφάνης διατυμπανίζει: «Φίλος ἐπιζήμιος, ἐχθρὸς ἐπικαλεῖται», γιατί μαζώνουνται καὶ κάποιοι κωλογλύφτες. Πετάγεται ἡ Λυσιστράτη καὶ τὸν τσιγκλίζει: «Ὅλοι οἱ φίλοι σου εἶναι ἀρχίδια καὶ τὸ πιὸ μεγάλο ἀπ’  ὅλα  εἶσαι σὺ»




Καὶ οἱ ἰλαρωδοὶ τραγουδᾶνε:

Τις μεγάλες αποκριές
φέραν ένα τσβάλ' ψωλές,
τρέξαν οι αρχοντοπούλες
τρέξαν και τσ' αρπάξαν ούλες., ,

Και μια χήρα παπαδιά
δεν επρόλαβε καμιά.
Πιάνει, τνάζει τα τσβάλια,
βρίσκει μια με δυο κεφάλια,

Τούτη κάνει για τα μένα
πούν' τα μηριά μ' σγκαμένα.

Τήνε βάζει στην τσουκάλα
για να κάν' μεγάλ' κεφάλα.
Τήνε βάζει στο λαΐνι
να χοντρύνει, να μακρύνει.

Ξαφνικά πετάγεται ένας ψωλοφόρος κα ξεφωνίζει:

Το μουνί το λένε Γιώτη
και τον πούτσο Παναζιώτη.
το κεφάλι μπαίνει πρώτα.
και τ' αρχίδια κλείν' την πόρτα

Τοῦ μουνιοῦ σου τὸ γλωσσίδι,
μο ‘ριξε κλωτσιὰ στ' ἀρχίδι.

Ο Κουδουνάτος εγκωμιάζει τὴν Ἀποκριά:  

«Τὸ βρακί σου ἔχει τρύπα,
κι απομέσα τρέχει γλύκα».

Τοῦ ἀπαντάει ἡ Ἀποκριά:

«Δὲν κατεβαίνω Ψωλαρά,
γιατ' εἶσαι σκανταλιάρης,  
τα σκανταλέβεις τα μουνιά,
καὶ τὰ τρουπᾶς ἀβέρτα».

Μία καψομούνα φωνάζει, στριγγλίζει:

«Νὰ εἶχα μοίρα νὰ εἶχα τύχη
νὰ εἶχα μία ψωλὴ σὰν πῆχυ.
Τί νὰ γένω ἡ ὀρφανὴ
τὸ μουνί μου μὲ πονεῖ.
Ἂχ κὰι τί νὰ γένω ἡ δόλια
ποῦ εἶναι τὸ μουνί μου βόλια».

Μαινόμενη μιά ψωλαρπάχτρα κραυγάζει:

«Μάστορά μου στὴ ζωή σου,
 κᾶνε μιά σὰν τὴν δική σου,
να ‘χει μπούκα, να ‘χει ἀφάλι,
σὰν τοῦ γαϊδουριοῦ κεφάλι».

Ἡ ταβέρνα ΑΡXΙΔOΨΩΛΑPOΣ ἔχει καὶ «μπουρανί», τὸ ἀποκριάτικο καυλοφαγητὸ ποῦ γίνεται στὸν Τύρναβο:

«Μπρέ, μπρέ, μπρὲ τὸ μπουρανί,
κι τσ' Χαλάτσινας τὸ μνί.
Τρεῖς καλὲς νοικοκυρὲς
στὸ προσήλιο κάθονταν,
τὰ μουνιὰ τοὺς ἤλιαζαν,
μπαταριὲς τὰ τίναζαν.
Σταματίστι νὰ ἰδούμι
πχιὸ τραγούδι θελ’ νὰ πούμι
Τ’ κιαρατὰ τοῦ μπουρανὶ
κιαρατάδις τὸ ‘φκιακναν
μασκαράδις τὸ ‘τρουγαν».

Στὴν Ἀριστοφανικὴ ταβέρνα ΑΡXΙΔOΨΩΛΑPOΣ κερνᾶνε καὶ γλυκά: ψωλοχύματα κρέμα σαντιγύ, μουνάκια τοῦ κουταλιοῦ, μουνότριχες κανταΐφι, ἀρχίδια γεροντικά του ταψιοῦ, βυζόρωγες εἰκοσάρας χορεύτριας παγωτὸ φλαμπὲ (σπεσιαλιτέ). Καὶ γιὰ τὸ τέλος ψωλοχύματα φραπέ, καὶ τσιμπούκια γιὰ γλείψιμο.

Εἶναι σύγχρονοι φαλλικοὶ κῶμοι καὶ Φαλληφόριες γιορτὲς, ποῦ συνεχίζουν τὴν παράδοση ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα και δίνουν φραστική και οπτική διέξοδο σε έναν λαό καταπιεσμένο από τις φορτισμένες πολιτικά και κοινωνικά καταστάσεις και επιπλέον, (καθώς  λέει ο Αριστοτέλης) επειδή "τοῦ αἰσχροῦ ἐστι τὸ γελοῖον μόριον" προκαλούν κι ένα λυτρωτικό γέλιο.  

Νενίκηκαν οἱ Ναζωραῖοι! Ἀλλὰ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο οἱ παλιοὶ θεοὶ ζοῦν τὴ δική τους ζωή, καταχωνιασμένοι βαθιὰ μέσα στὸ συλλογικὸ ὑποσυνείδητο. Κάποιοι βρίσκονται ὑπὸ τὴν σκιά κάποιου μεγάθυμου χριστιανοῦ ἁγίου. Κάποιοι ἄλλοι ζοῦν στὶς δοξασίες καὶ τὰ λαικὰ παραμύθια. Ὅμως οἱ παλαιοὶ μυσταγωγοὶ τοῦ φαλλοῦ- δεικηλιστὲς 8 καὶ αὐτοκάβδαλοι, γεφυριστές, ἰαμβιστὲς καὶ φλύακες, ἐθελοντὲς καὶ ἰθύφαλλοι, θεσμοφοριάζουσες καὶ διονυσιάζουσες- ἐνθαρρύνουν τοὺς ἐπιγόνους στὴν Μακεδονία καὶ στὴν Μυτιλήνη, στὴν Κρήτη καὶ στὴν Κοζάνη στὸν Τύρναβο καὶ στὴν Ἑλλασόνα. Ἀκόμα, ἡ ἀκόλαστη μούσα καὶ οἱ φαλλαγωγίες τῶν σύγχρονων φαλληφόρων, θὰ φαιδρύνουν σ' αυτές τις δύσκολες μέρες, ἕναν κόσμο ποὺ σύρεται στὴ φτώχεια καὶ στὴν ἐξαθλίωση,  στὴν ἀπαισιοδοξία καὶ στὴ δυστυχία ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κατάθλιψη καὶ θὰ διαλαλήσουν πρὸς πάσαν κατεύθυνση πὼς ὅσο ὁ φαλλός, συναυτουργὸς πάσης γεννέσεως, "σηκώνεται" ψηλά,  ὑπάρχει ἀκόμα ἐλπίδα. Δὲν ἔχει ὁ θάνατος τὸν τελευταῖο λόγο. 



*1 <θυμβος> γελοιαστής. κα τ σκμμα. π τν θύμβων, τινα ποιήματα ν π χλεύ κα γέλωτι συγκείμενα. κα δ μακρ κα πόσκαιος. Ησύχιος
*2 όβακχος: " δετο δ όβακχος ν ορτας κα θυσίαις Διονύσου, βεβαπτισμένος πολλ φρυάγματι" (Ο όβακχος τραγουδιόταν σε ορτές και θυσίες του Διονύσου, με με κρασοκατάνυξη και κραυγές). Έκ της Πρόκλου Χρηστομάθειας.
*3 Περί ποιητικής:1449α 9-13 «Γενομένη δ’ ον πρχς ατοσχεδιαστικς-κα ατ κα κωμωδία, κα μν π τν ξαρχόντων τν διθύραμβον, δ π τν τ φαλλικ τι κα νν ν πολλας τν πόλεων διαμένει νομιζόμενα»
*4 <Φαλλαίκιον> ποιήμα ατοσχέδιον π τ φαλλ δόμενον. Λεξικό Σούδα κλίκ εδώ.
*5 <θύφαλλοι>· ο πίκροτοι κα κολουθοντες τ φαλλ, γυναικείαν χοντες στολήν. λέγεται δ τ μν τ ντεταμένον αδοον· τ δ τ ποίημα τ π τ σταμέν φαλλ δόμενον. Ησύχιος
*6 Καρούλα: τραπέζια τοποθετημένα γύρω γύρω π τ βωμ.
*7 νόκωλοι:νιοι δ νου σκέλος λέγουσι. δι κα παρ τισι καλεσθαι νόκωλον. γράφει ο σχολιαστής του Αριστοφάνους Βάτραχοι (κλικ εδώ σχόλιο 296) 
*8 <δεικηλισταί> μιμητα παρ Λάκωσι. Ησύχιος
     <ατοκάβδαλα>· ατοσχέδια ποιήματα. ετελ Ησύχιος
     <γεφυρισταί>· ο σκπται· πε ν λευσνι π τς γεφύρας τος μυστηρίοις καθεζόμενοι σκωπτον τος παριόντας. Ησύχιος
    <φλύαξ>· μέθυσος, μεθυ[α]στής. Γελοιαστής. Ησύχιος