Ὁ πόλεμος κατὰ τῆς βρόμας στὰ χρόνια
του ‘50 καὶ τοῦ ‘60
Εἶναι μεγάλο σφάλμα νὰ κάνουμε τὴν γνωστὴ προβολὴ τοῦ σήμερα πάνω στὸ χθές. Τὸ χθὲς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ χθές. Ὅσο περισσότερο ξεσκαλίζουμε τὸ παρελθὸν ὅμως, τόσο περισσότερο θὰ τὸ καταλάβουμε. Οἱ σημερινοὶ νέοι λοιπὸν πρέπει νὰ λησμονήσουν τὶς σημερινὲς προσλαμβάνουσες των καὶ νὰ θυμοῦνται διαρκῶς ὅτι μόλις πρὶν λίγες δεκαετίες δὲν ὑπῆρχαν τὸ μίξερ, τὸ ἠλεκτρικὸ πλυντήριο, ὁ μπιντές, τὰ ἀπορρυπαντικά, ἡ πληθώρα τῶν φαρμάκων κτλ. κτλ. Ἡ βρόμα εἶχε χίλιες ὄψεις ποὺ τὶς ἀντανακλοῦσαν μύριες λέξεις: λέτσος, λιγδιάρης, γλίτσης, κοπρόλακος, σκουπιδαριό, ἀλουσιά, λεκές, λέρα, μαγάρισμα, μουντζούρα, λαδιά, γάριασμα, σκουριὰ κτλ.
Ἡ βρόμα λοιπὸν μὲ ὄμικρον καὶ ὄχι ἡ βρῶμα μὲ ω ὅπως τὴν γράφουν ἀρκετοί. Γιὰ τὴν ἐτυμολογία καὶ τὴν ὀρθογραφία δεῖτε ἐδῶ.
Οἱ δόλιες οἱ μανάδες μας –μὴ διαθέτοντας τὸ σημερινὸ ἠλεκτρικὸ ἐργοστάσιο ποὺ λέγεται ἀκόμα κουζίνα- τοὺς ἔφευγε ὁ κῶλος στὸ σφουγγάρισμα, στὸ ἄσπρισμα, στὴ μπουγάδα, στὸ ἅπλωμα, στὸ σιδέρωμα (μὲ κάρβουνο), στὸ ράψιμο, στὸ φλιτάρισμα, στὸ ξετίναγμα, στὸ μάζεμα βροχόνερου, στὸ ἀσβέστωμα, στὸ τρίψιμο, στὸ ζεμάτισμα τῶν ρούχων κτλ. Ὅλα αὐτὰ γιὰ λόγους ὑγιεινῆς (τὸ κορμὶ καὶ τὸ σπίτι δὲν ἔπρεπε νὰ πιάσει παράσιτα) καὶ ὑποτυπώδους καθαριότητος.
Τὸ κόψιμο τῶν νυχιῶν ἦταν σκέτη ταλαιπωρία. Ἔκοβαν τὰ νύχια μὲ τὸ μεγάλο ψαλίδι. Νυχοκόπτες καὶ τέτοια δὲν ὑπῆρχαν τότε ἢ κι ἂν ὑπῆρχαν δύσκολα ἔφταναν στὰ φτωχόσπιτα. Τὸ κόψιμο τῶν νυχιῶν ἰδίως τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ ἤτανε μία δύσκολη ἐπιχείρηση ποὺ συνήθως, τὴν ἐπιτελοῦσε ἡ μάνα μέχρι τὰ ἐφηβικὰ χρόνια τῶν παιδιῶν της. Μετὰ ἀναλάμβανε ἡ σύζυγος. Στὰ χωριὰ οἱ περισσότεροι ἄντρες ἔκοβαν τὰ νύχια τους μὲ τὸν κωλοκοτρονέικο σουγιά. Μιλᾶμε γιὰ τὰ νύχια τῶν χεριῶν. Γιὰ τὰ νύχια τῶν ποδιῶν οὔτε συζήτηση, τὰ ἔκοβαν δυὸ φορὲς τὸ χρόνο, καὶ πολὺ εἶπα. Τὰ νύχια ἤτανε γεμάτα λίγδα. Θυμᾶμαι τὴν ἔκφραση ποῦ λέγαν τότε γὶ αὐτὴ τὴν περίπτωση: "τὰ νύχια σου ἔχουν πένθος! " Σήμερα στοὺς μάγκες ἡ ἐρώτηση: ἔχεις νύχια; εἶναι ἄκρως προσβλητική, διότι τὸ ἀληθινό της νόημα εἶναι: "ἂν ἔχεις μεγάλα νύχια ἔλα νὰ μοῦ ξύσεις τ΄ἀρχίδια". Τὰ νύχια δὲν τὰ κόβανε Παρασκευή. Μία παροιμιώδης ἔκφραση λέει: "στοῦ ἐχθροῦ σου τὸ σπίτι κόψε τὰ νύχια σου κι ἄστους νὰ γκρινιάζουν! " Ἐπίσης ὑπάρχει καὶ τὸ λαϊκὸ δίστιχο ποὺ λέει:
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις
και Κυριακή μή χτενιστείς, αν θέλεις να προκόψεις.
Παρεμπιπτόντως, τὸ νυχοφάγωμα ἐθεωρεῖτο μεγάλη γρουσουζιά. Νὰ ἀναφέρω ἐδῶ καὶ τὴν συνήθεια ποὺ ὑπῆρχε τότε (κάποιοι τὴ συντηροῦν ἀκόμα) ἄφηναν μακρὺ τὸ νύχι στὸ μικρὸ δάχτυλο τῶν χεριῶν. Ξενόφερτη συνήθεια, (μᾶλλον τὴν εἰσήγαγαν οἱ ἕλληνες ναυτικοὶ ὄντας πολυταξιδεμένοι καὶ μὲ ἀρκετὰ χρήματα, ἔπρεπε μὲ κάποιο τρόπο νὰ ξεχωρίσουν...) γιὰ νὰ ὑποδηλώνει κάποιον ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ χειρονακτικὴ ἐργασία γιὰ νὰ ἐπιβιώσει καὶ εἶχε μεγαλύτερο κύρος ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον ποὺ λόγω δουλειᾶς χειρονάκτη δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀφήσει νύχι. Κάπου ἀναφέρεται σχετικὰ σὲ κάποιο βιβλίο της ἡ Πὲρλ Μπὰκ δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς σὲ ποιό.
![]() |
η τρόμπα του φλίτ |
Στὴν καθημερινὴ μάχη μὲ τὴν καθαριότητα χρησιμοποιοῦσαν τότε: τὸν ἀσβέστη, τὴν ναφθαλίνη, τὸ φλίτ καὶ ἀργότερα τὸ DDT, φάκες γιὰ τὰ ποντίκια, τὴ σκούπα βέβαια, τὴν ταβανόσκουπα, τὸ φτερό, καὶ κυρίως τὸ σαπουνάκι τοῦ θεοῦ, ποὺ ἐφτίαχναν οἱ νοικοκυρὲς μόνες τους.
Τὸ σφουγγάρισμα ἦταν ἑξαιρετικῶς ἐπίπονη δουλειά. Μέσα στὴ λεκάνη μὲ τὸ νερὸ ἔριχναν καὶ μία χούφτα σόδα, ἔτσι τὸ σφουγγάρισμα γινόταν πιὸ ἀποδοτικό. Τὴν σόδα τὴν χρησιμοποιοῦσαν καὶ στὸ πλύσιμο τῶν πιάτων. Τὸ πλύσιμο τῶν πιάτων, ( μὲ καυτὸ νερὸ παρακαλῶ) ἦταν ἡ κατάρα τῆς νοικοκυρᾶς. Στὸ χωριό μου ποὺ δὲν εἴχαμε νερό, οὔτε φῶς, τὰ πράγματα ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολα. Τὰ λαμπόγιαλα τὰ καθάριζαν ἀπὸ τὶς μουτζοῦρες μ΄ἕνα κουρέλι. Τὸ τίναγμα τῶν ρούχων ὅσες δὲν εἶχαν τὸ εἰδικὸ ξετιναχτήρι τὸ ἔκαναν μὲ τὸν πλάστη. Τὰ βαριὰ ροῦχα τὰ ἐπλεναν στὸ ποτάμι, ὁλόκληρη ἱστορία… Γιὰ νὰ προφυλάξουν τὰ τρόφιμα ἀπὸ τὶς μύγες, τὰ ποντίκια καὶ τὶς γάτες τὰ ἔβαζαν στὸ φανάρι τῆς κουζίνας. Ἡ γάτα ποὺ ἅρπαξε τὴν συκωταριὰ ἦταν ἕνα κλασικὸ θέαμα τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ (σκατά).
![]() |
Φανάρι για τα τρόφιμα |
Θυμᾶμαι θαυμάσια τὶς τσίμπλες καὶ τὶς μύξες ποὺ ἔτρεχαν ἀπὸ τὶς μύτες τῶν συμμαθητῶν μου στὸ δημοτικό. Τὰ ἀφτιὰ τῶν παιδιῶν, συχνά, ἤτανε ἄπλυτα τόσο καιρό, ὥστε ἡ κυψέλη πέτρωνε. Τότε (τὸ ἔχω δεῖ) οἱ μανάδες ἔκαναν ἕνα χωνάκι ἀπὸ χαρτί, τὸ ἔχωναν στὸ ἀφτὶ τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ ἀναβαν! Ἀποτέλεσμα : ὁ ζεστὸς ἀέρας ἔλιωνε τὴν κυψέλη, καὶ τὸ ἀφτὶ ξεβούλωνε. Πολὺ καλὰ θυμᾶμαι τὸ ποντικόλαδο ποὺ ἔσταζαν στὰ αὐτιὰ τῶν παιδιῶν. Τὰ ἀφτιὰ τὰ καθάριζαν μ΄ἕνα μπαμπακάκι κολλημένο στὴν ἄκρη ἑνὸς σπιρτόξυλου. Τὴν πιτυρίδα ἢ πιτερίδα τὴν καθάριζαν μὲ διάφορα ὑγρὰ μὲ βάση τὸ κιάφι (θειάφι), τὰ δόντια ἁπλούστατα δὲν τὰ καθάριζαν.
Νὰ πῶ καὶ μερικὰ πράγματα γιὰ τὸ λούσιμο. Μὲ τὴν λέξη λούσιμο, κυρίως ἐννοοῦμε τὸ λούσιμο τῆς κεφαλῆς. Ἐν πάσει περιπτώσει στὰ σπίτια μας τότε δὲν ὑπῆρχε μπάνιο, οὔτε καμπινές, (γιὰ τὸ ἀποχωρητήριο θὰ μιλήσω παρακάτω). Οἱ μανάδες λοιπὸν ἔλουζαν τὰ παιδιὰ τοὺς μέσα σ΄ἕνα λεβέτι ἢ στὴν σκάφη τοῦ πλυσίματος, εἰδικὰ δὲ τὰ ἀγόρια μέχρι ποὺ μάλλιαζαν τὰ ἀρχίδια τους. Ἡ παλιοκαιρίσια μάνα εἶχε σχέσεις ἐπαφῆς μὲ τὸ γιό της. Δὲν εἶμαι εἰδικὸς καὶ ἂς μὴν ἐπεκταθῶ τοῦ θέματος, ἁπλῶς τὸ παραθέτω. Στὸ λούσιμο ἔπρεπε λοιπὸν κάποιος νὰ βοηθᾶ, γιατί δὲν ὑπῆρχε τρεχούμενο νερό, ἐξ οὐ καὶ ἡ παροιμία : "λούζεις μέ, χτενίζεις μέ, ξέρω ποιὰ ΄ναὶ ἡ μάνα μου". Δὲν λουζόντουσαν τὴν μεγάλη Παρασκευή. Στὸ λούσιμο χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ τὸ νερὸ τῆς βροχῆς, ποὺ τὸ μάζευαν τοποθετώντας σούγελα γύρω ἀπὸ τὶς στέγες καὶ τὶς ξελότζες (ὑπόστεγα σκεπασμένα κυρίως μὲ τσίγκο). Ἐπίσης τὸ χρησιμοποιοῦσαν καὶ στὴν μπουγάδα ἀλλὰ καὶ στὸ βράσιμο τῶν ὀσπρίων, λόγω τῆς μικρῆς του σκληρότητας. Ἂν θυμᾶμαι καλὰ μέσα στὸ νερὸ γιὰ τὸ λούσιμο τῶν κοριτσιῶν ἔβαζαν κυπαρισσόμηλα ἢ σκίνα. Ἔτσι τὰ μαλλιὰ τοὺς γινόντουσαν στιλπνὰ καὶ μοσκομύριζαν κιόλας.
σκάφη πλυσίματος μαζί με την ξύλινη σκάφη
γιά το ζύμωμα του ψωμού.
Ἔγραψα κάτι λίγα γιὰ τὴν πιτυρίδα. Ὑπῆρχε καὶ ἡ φθειρίαση ὄχι στὰ δικά μου χρόνια ἀλλὰ παλιότερα. Ἐκεῖνο ποὺ θυμᾶμαι ἐγὼ εἶναι ἡ κασίδα, γιατί ὑπῆρξα κασιδιάρης. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ πιτσιρικάδες τρώγανε τὸ ξύλο τῆς ἀρκούδας ἀπὸ τὶς μανάδες τους ἔτσι καὶ πλησιάζανε κάνα φίλο τους κασιδιάρη. Ἡ ἐπίσημη ὀνομασία τῆς κασίδας εἶναι ἄχωρ -τριχόπτωσις καὶ τριχοφάγος. Τὴν κασίδα τὴν θεράπευαν μὲ κάτι λαϊκὰ γιατροσόφια. Ἐγὼ ὑπῆρξα τυχερὸς γιατί ὁ μπάρμπας μου ὁ Φώτης, μὲ πῆγε σὲ ἕναν δερματολόγο καὶ μοῦ ἔδωσε θεραπεία μὲ ἀντιμυκητιασικά, τὰ ὁποία τότε δὲν ὑπῆρχαν στὴν Ἑλλάδα (θυμᾶμαι τὰ ἔφερναν ἀπὸ τὸ Λονδίνο), ἀλλιῶς ἔπρεπε νὰ μείνω 40 μέρες στὸ Συγγροὺ νὰ μοῦ κάνουν ριζικὴ ἀποτρίχωση στὸ κεφάλι καὶ ἄλλα τέτοια βασανιστήρια, μιλᾶμε γιὰ τὸ 1958 τώρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κασίδα ὑπῆρχε καὶ ἡ ψώρα. Τὸ πόσο διαδεδομένη ἦταν ἡ ψώρα ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς πάμπολλες σχετικὲς λέξεις : ψωριάρης, ψωραλέος, ψώρας, ψωριασμένος, ψωριάρικος, ψωρόγατα, ψωρόσκυλο, ψωροπερήφανος κλπ. Ὑπάρχει καὶ ἡ περίφημη ψωροκώσταινα ἡ ὁποία ἦτο "γυνὴ πτωχοτάτη ἐκ Ναυπλίου πρὸς τὴν ὁποίαν προσωμοιώθη ἡ ἑλληνικὴ πολιτεία, ἐπὶ Καποδίστρια, λόγω τῆς οἰκτρῆς καταστάσεως τῶν δημοσίων οἰκονομικῶν", διαβάζω στὴν Μεγάλη ἐγκυκλοπαίδεια. Ἡ ψώρα καὶ βεβαίως τὰ εὐγενέστατα παράσιτα ὅπως οἱ ψύλλοι, προκαλοῦσαν μία δυσβάστακτη φαγούρα. Γιὰ τὴ φαγούρα, εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ χρήση τοῦ ρήματος "τρώει" ἀπροσώπως. Σχετικὴ εἶναι καὶ ἡ παροιμία: "Εἶσαι ἐλεύθερος καὶ σειέσαι, μὰ θὰ παντρευτεῖς νὰ ξυέσαι! " Τὸ ξύσιμο γινότανε κυρίως μὲ τὰ νύχια. Θυμᾶμαι τὸ μακαρίτη τὸ Βασίλακα νὰ ξύνει τὰ πόδια του καὶ νὰ πέφτουν σωρὸς τὰ λέπια στὸ ἔδαφος.
Τὸ ἁπλούστερο ἀποχωρητήριο εἶναι ἡ ὕπαιθρος. Τὰ χωριάτικα ἀποχωρητήρια εἶχαν μία τριγωνικὴ τρύπα πάνω ἀπὸ τὸν σκατολάκκο φτιαγμένη ἀπὸ τρεῖς πλάκες ἢ ξύλα. Ἔτσι λοιπὸν τὸ ἀποχωρητήριο ἦταν ἀνοιχτὸ καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸ περιβάλλον. Νὰ τονίσω ἐδῶ ὅτι τὸ σιφόνι ὑπῆρξε σωτήρια ἀνακάλυψη, τόσο γιὰ τὴν ὑγεία ὅσο καὶ γιὰ τὴν αἰσθητική.
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου