Εἶσαι μεγάλο Κορόιδο ποὺ δὲν τὰ πῆρες τὰ λεφτὰ … Εἶσαι μεγάλο κορόιδο ποὺ πῆγες καὶ τὰ πλήρωσες… Εἶσαι μεγάλο κορόιδο ποὺ περίμενες στὴν οὐρά… Εἶσαι μεγάλο κορόιδο ποὺ δὲν ἔγινες δημόσιος ὑπάλληλος καὶ τώρα…
Σταχυολογῶ μερικὲς μόνο ἀπὸ τὶς φράσεις ποὺ ἄκουσα σὲ μία συζήτηση περὶ τῆς ἐν γένει κατάστασης καὶ γενικότερα τὶς προάλλες ἀπὸ τὴν τηλεόραση τοῦ MEGA. Κι ἐπειδὴ ἐδῶ καὶ κάμποσο καιρὸ αἰσθάνομαι καὶ ἐγὼ μεγάλο κορόιδο, εἶπα νὰ τὸ ψάξω λιγάκι τὸ πράγμα.
Κορόιδο: Πασίγνωστο καὶ κοινότατο ἐπίθετο εἰς βάρος μὴ μυημένων ἀνθρώπων, εἴτε στὶς καθημερινὲς ἀστικὲς συναλλαγὲς (δήλ. οἱ ἀγαθούληδες / ἄπειροι / καθαροὶ / ἁγνοί, ποὺ ὀφείλεται σὲ παράγοντες ὅπως: ἡ ἡλικία, τὸ ἐπίπεδο μόρφωσης, ἢ, ἡ δυνατότητα ἀντίληψης, τὸ συναίσθημα, τὴν κοινωνικὴ καταγωγὴ κλπ), εἴτε στὰ ἐσωτερικὰ μιάς ξεχωριστῆς συντεχνίας (καταχρηστικὰ βέβαια, ἀφοῦ κανεὶς δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ γνωρίζει τὰ –οὕτως ἢ ἄλλως ὁλοσφράγιστα- μυστικὰ κάθε σιναφιοῦ. Ἐνῶ ἡ ἔκφραση χρησιμοποιεῖται καὶ στὴν καθομιλουμένη, στὴν ἀργκὸ χρήση της εἶχε καὶ ἔχει τὴν ἄκρως ὑποτιμητικὴ ἔννοια/σημασία τοῦ θύματος καὶ τώρα τελευταία παρατηρεῖται μία ἀναβίωση τῆς ἔκφρασης στὴν νεοελληνικὴ "ὁρολογία" λόγω τῆς οἰκονομικῆς κατάστασης ποὺ ἐπικρατεῖ, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι οἱ μισοὶ Ἕλληνες θεωροῦν ἑαυτοὺς κορόιδα, πχ οἱ ἐργαζόμενοι στὸν ἰδιωτικὸ τομέα, ὅπου λόγω τῆς κατάστασης ὑφίστανται τὰ πάνδεινα (ἀπολύσεις ἀβεβαιότητα, μισθοὶ πείνας, ὡράριο κτλ) σὲ ἀντίθεση μὲ κάποιους ξύπνιους οἱ ὁποῖοι, ἀξιοκρατικὰ βέβαια, (ἀλλοίμονο! μὴ φανταστεῖτε τίποτα ἄλλο), ἐπιασαν μία θεσούλα στὸ δημόσιο, καὶ δώθε πᾶνε οἱ ἄλλοι…
Συντάσσεται πάντοτε τόσο μὲ τὴν ἐνεργητικὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν παθητικὴ φωνή, τοῦ ρήματος "πιάνω"
Σὰν ἰδιωματικὰ ἀμετάβατο σὲ μέση (περιποιητικὴ ἢ ωφελιμιστική !) διάθεση, μπορεῖ μερικὲς φορὲς νὰ ἀπαντηθεῖ στὴν σπάνια ὅσο καὶ ἀκραία περίπτωση, κατὰ τὴν ὁποία προειδοποιεῖται ὁ θύμας περὶ τοῦ κορόιδου, ἀκριβῶς κατὰ τὴν στιγμὴ τῆς ἐξαπάτησης:
"Πιάνομαι (= οἰκονομάω) κορόιδο! "
H ἐννοιολογικὴ ἀνάλυση τῆς φράσης τὸν "ἔπιασε κορόιδο" ἢ "πιάστηκα κορόιδο" ἔχει τὴν σημασία τῆς κατάληψης ἐξαπίνης καὶ τῆς συνεπαγόμενης ἐξαπάτησης τοῦ θύματος ἀπὸ τὸν θύτη.
Γιὰ τὴν ἐτυμολογία τώρα, ἡ λέξη πιθανῶς νὰ βγῆκε ἀπὸ τὴν κουρὰ (<κείρω) τῶν ἀμνοεριφίων (κατὰ τὸν γλωσσολόγο συνταγματάρχη στὸ ἐκπληκτικὸ "λούφα καί παραλλαγὴ"), καὶ ὡς:
< *κουρόγιδο ≪κουρεμένο γίδι≫ (αρχικώς για διαπομπευμένη
γυναίκα) < κουρά + -γιδο < γίδι}. Κατά Μπαμπινιώτη.
Κατὰ πάσαν πιθανότητα οἱ εὐτυχεῖς θεατὲς τοῦ κουρέματος καὶ τῆς διαπόμπευσης χαρακτήριζαν ὡς κουρόγιδο, κουρεμένο γίδι, τὸν κακόμοιρο ἢ τὴν κακόμοιρη ποὺ τὸν ἔσερναν πάνω στὸν γαίδαρο, καὶ πιθανῶς νὰ προῆλθε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ρῆμα κοροϊδεύω.
Σὲ πολλὲς χῶρες ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἡ κώμη καὶ ὁ πώγωνας ἀποτελοῦσαν ἰσχυρὸ σημεῖο τῆς προσωπικότητας, τῆς ρώμης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς. Τὸ κούρεμα καὶ εἰδικότερα τὸ ἀναγκαστικὸ κούρεμα θεωρεῖται ἰσχυρὸ πλῆγμα γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀτόμου. Ἐξ οὐ καὶ ἡ λέξις "κουράζω/κουράζομαι " = ἐπιφέρω (σὲ κάποιον) κόπωση, προκαλῶ (σὲ κάποιον) ἐνόχληση.
[ΕΤΥΜ. μεσν., αρχική σημ. ≪τιμωρώ με καταναγκαστικό
κούρεμα≫, < αρχ. κουρά (βλ.λ.). Η σημερινή σημ. είναι μεσν.].
Μπαμπινιώτης.
Οἱ ἀρχαῖοι ἠμῶν πρόγονοι, συντηροῦσαν πλούσια κώμη τὴν ὁποία ἔκοβαν σὲ περιόδους πένθους.
Στὰ Βυζαντινὰ χρόνια, κούρευαν βίαια ἢ λύντσαραν τοὺς διαπομπευόμενους.
Οἱ Εὐρωπαῖοι κούρευαν ἢ ἔβγαζαν τὴν περούκα, πρὸ τοῦ δημίου, σὲ ὅσους εἶχαν καταδικάσει σὲ θάνατο (ἡ Ἐσμεράλδα τοῦ Β. Οὐγκῶ, Ζᾶν ντ' Ἄρκ, Μαρία Στιούαρτ, κλπ).
Τὰ παλικάρια τοῦ ’21 κούρευαν καὶ ξύριζαν μὲ τὴ μαχαίρα τοὺς κιοτῆδες καὶ τοὺς μπαγαπόντηδες.
Ὁ Μπαϊρακτάρης, ὡς γνωστόν, ἐξευτέλιζε τοὺς κούτσαβους, κόβοντάς τους τὸ τσουλούφι καὶ τὴ μουστάκα.
Ὅσους καταδίκαζαν μὲ τὸ Νόμο 4.000, τοὺς κούρευαν μὲ τὴν ψιλὴ καὶ τοὺς διαπόμπευαν δημοσία.
Οἱ ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ στὴν κατοχὴ (ὅπως καὶ οἱ Μακι (Maquis) στὴν Γαλλία) κούρευαν τὶς πουτάνες μὲ τὴν ψιλή, ἐπειδὴ (ἄκουσον-ἄκουσον) πήγαιναν μὲ Γερμανοὺς ἢ μετὰ μὲ τοὺς Ἄγγλους.
Ὁ Λαδὰς ἐπὶ Χούντας, ἔστελνε τοὺς μπάτσους στοὺς δρόμους, καὶ κουρεύανε τοὺς μαλλιάδες καὶ τοὺς χίπηδες.
Στὸν στρατὸ (καὶ μέχρι πρόσφατα στὰ σχολεῖα καὶ στὴ φυλακή), τὸ ἐξαναγκαστικὸ κούρεμα ἰσοδυναμοῦσε μὲ τὴν ἀπάλειψη τῆς ἀτομικότητας.
Ἄλλωστε, μέχρι πρόσφατα (καμιὰ 25 χρόνια), ὅταν κάποιο παιδὶ ἐρχόταν στὸ σχολεῖο κοντοκουρεμένο, εἴτε λόγω ὑπακοῆς στὴ σχολικὴ παράδοση (παλιότερα τὰ ἀγόρια στὸ σχολεῖο ἤσαν ἅπαντα "εν χρώ κεκαρμένα "), ἢ γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο, τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ τὸ ἔκραζαν "κουρεμένο γίδι!" μέχρι νὰ ξεσπάσει καυγᾶς ἢ νὰ βαρεθοῦνε καὶ νὰ τὴν κοπανήσουνε.
Ὑφίσταται, ὅπως ὅλοι γνωρίζεται παιδιόθεν, καὶ τὸ παίγνιον: "τὸ κορόιδο", ὅπου καλεῖται κάποιος νὰ μπεῖ στὴ μέση ἑνὸς κύκλου παιχτῶν καὶ νὰ κυνηγάει τὴν μπάλα ποὺ τὴν ἀλλάζουν γρήγορα οἱ ἄλλοι μεταξύ τους κι ὅταν τὴν πιάσει, ἀναλαμβάνει νὰ κάνει τὸ κορόιδο αὐτὸς ποὺ τὴν ἔχασε κ.ο.κ.
Τώρα γιὰ τὸ ποιὸς ἀκριβῶς εἶναι "κορόιδο" στὴν σύγχρονη Ἑλλάδα, ἐπιφυλάσσομαι νὰ ἀπαντήσω, ἄλλωστε σκοπεύω νὰ συνεχίσω μὲ πρωθύστερον πόνημα μὲ τὸν ἀντίθετο, τοῦ δίκην ἀρvητικoῦ ὁρισμoῦ, ἤγουν: Περί του ξύπvιου.
Πάντως, τὰ κορόιδα εἶναι οἱ ἀποδιοπομπαῖοι καὶ διαπομπευόμενοι τράγοι τῆς κοινωνίας, ποὺ δὲν ἀποδέχεται ἐνδιάμεση κατάσταση τόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ θύματος ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ θύτη. Οἱ συνάνθρωποί μας, μὲ περισσὴ γενναιοδωρία παραχωροῦν στοὺς ἄλλους τὴν ἰδιότητα τοῦ κορόιδου, ἀφοῦ ἄλλωστε τὸ δικαστήριο τῆς ἀνθρώπινης νόησης δέχεται a priori τὴν ὁμολογία κάποιου γιὰ ἐνοχή, ἐνῶ γιὰ τὴν ἐπίκληση ἀθωότητας κελεύει ἀποδείξεις.
Παρόμοιες φράσεις μὲ ἀντίστοιχη σημασία: "Πιάστηκα Κῶτσος" (μετωνυμικὰ ἐκ τοῦ εὔπιστου ἐπαρχιώτη μὲ τὸ ὁποιοσδήποτε ὄνομα "Κώστας"), "ξευτίλας", "ρόμπα", "Ἀμερκανάκι", "πιάστηκα Τζόνης", "γελᾶνε κι οἱ πέτρες μὲ τὸ χάλι σου", "σὲ κλαῖνε καὶ οἱ ρέγκες", "σὲ πήρανε χαμπάρι" κλπ.
Δεῖτε ἢ ἀκοῦστε: "Κορόιδο γαμπρὲ" μὲ τὸν Σταυρίδη καὶ τὸν Αὐλωνίτη, "Τὸ κοροϊδάκι τῆς δεσποινίδας" μὲ τὸν Ἡλιοπουλο, τὸ ρεμπέτικο "Κορόιδο άδικα γυρνάς", τὸ "θα κάνωντού βρέ πονηρή" του Β. Τσιτσάνη (χαρακτηρίζει κορόιδο τὸν ἀνταγωνιστή του), Διαβάστε: "Τά κορόιδα οι αρχαίοι" (Γιῶργος Μαρμαρίδης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου