Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Μικρὴ πραγματεία περὶ κουρᾶς καὶ μεγάλων κορόιδων





Εσαι μεγάλο Κορόιδο πο δν τ πρες τ λεφτ …  Εσαι μεγάλο κορόιδο πο πγες κα τ πλήρωσες…  Εσαι μεγάλο κορόιδο πο περίμενες στν ορά…  Εσαι μεγάλο κορόιδο πο δν γινες δημόσιος πάλληλος κα τώρα…
                                                                                               Σταχυολογ μερικς μόνο π τς φράσεις πο κουσα σ μία συζήτηση περ τς ν γένει κατάστασης κα γενικότερα τς προάλλες π τν τηλεόραση το MEGA. Κι πειδ δ κα κάμποσο καιρ ασθάνομαι κα γ μεγάλο κορόιδο, επα ν τ ψάξω λιγάκι τ πράγμα.

Κορόιδο: Πασίγνωστο κα κοινότατο πίθετο ες βάρος μ μυημένων νθρώπων, ετε στς καθημερινς στικς συναλλαγς (δήλ. ο γαθούληδες / πειροι / καθαρο / γνοί, πο φείλεται σ παράγοντες πως: λικία, τ πίπεδο μόρφωσης, , δυνατότητα ντίληψης, τ συναίσθημα, τν κοινωνικ καταγωγ κλπ), ετε στ σωτερικ μιάς ξεχωριστς συντεχνίας (καταχρηστικ βέβαια, φο κανες δν εναι ποχρεωμένος ν γνωρίζει τ –οτως λλως λοσφράγιστα- μυστικ κάθε σιναφιο. ν κφραση χρησιμοποιεται κα στν καθομιλουμένη, στν ργκ χρήση της εχε κα χει τν κρως ποτιμητικ ννοια/σημασία το θύματος κα τώρα τελευταία παρατηρεται μία ναβίωση τς κφρασης στν νεοελληνικ "ρολογία" λόγω τς οκονομικς κατάστασης πο πικρατε, μ τν ννοια τι ο μισο λληνες θεωρον αυτος κορόιδα, πχ ο ργαζόμενοι στν διωτικ τομέα, που λόγω τς κατάστασης φίστανται τ πάνδεινα (πολύσεις βεβαιότητα, μισθο πείνας, ράριο κτλ) σ ντίθεση μ κάποιους ξύπνιους ο ποοι, ξιοκρατικ βέβαια, (λλοίμονο! μ φανταστετε τίποτα λλο), πιασαν μία θεσούλα στ δημόσιο, κα δώθε πνε ο λλοι…

Συντάσσεται πάντοτε τόσο μ τν νεργητικ λλ κα μ τν παθητικ φωνή, το ρήματος "πιάνω"  
 
Σν διωματικ μετάβατο σ μέση (περιποιητικ ωφελιμιστική !) διάθεση, μπορε μερικς φορς ν παντηθε στν σπάνια σο κα κραία περίπτωση, κατ τν ποία προειδοποιεται θύμας περ το κορόιδου, κριβς κατ τν στιγμ τς ξαπάτησης:
"Πιάνομαι (= οκονομάω) κορόιδο! "

H ννοιολογικ νάλυση τς φράσης τν "πιασε κορόιδο"   "πιάστηκα κορόιδο"  χει τν σημασία τς κατάληψης ξαπίνης κα τς συνεπαγόμενης ξαπάτησης το θύματος π τν θύτη.

Γι τν τυμολογία τώρα, λέξη πιθανς ν βγκε π τν κουρ (<κείρω) τν μνοεριφίων (κατ τν γλωσσολόγο συνταγματάρχη στ κπληκτικ "λούφα καί παραλλαγ"), κα ς:

< *κουρόγιδο κουρεμένο γίδι (αρχικώς για διαπομπευμένη
γυναίκα) < κουρά + -γιδο < γίδι}. Κατά Μπαμπινιώτη.

Κατ πάσαν πιθανότητα ο ετυχες θεατς το κουρέματος κα τς διαπόμπευσης χαρακτήριζαν ς κουρόγιδο, κουρεμένο γίδι, τν κακόμοιρο τν κακόμοιρη πο τν σερναν πάνω στν γαίδαρο, κα πιθανς ν προλθε π κε τ ρμα κοροϊδεύω.

Σ πολλς χρες κτς π τν λλάδα, κώμη κα πώγωνας ποτελοσαν σχυρ σημεο τς προσωπικότητας, τς ρώμης κα τς μορφις. Τ κούρεμα κα εδικότερα τ ναγκαστικ κούρεμα θεωρεται σχυρ πλγμα γι τν ξιοπρέπεια το τόμου. ξ ο κα λέξις "κουράζω/κουράζομαι " = πιφέρω (σ κάποιον) κόπωση, προκαλ κάποιον) νόχληση.

[ΕΤΥΜ. μεσν., αρχική σημ. τιμωρώ με καταναγκαστικό
κούρεμα, < αρχ. κουρά (βλ.λ.). Η σημερινή σημ. είναι μεσν.].
Μπαμπινιώτης.

Ο ρχαοι μν πρόγονοι, συντηροσαν πλούσια κώμη τν ποία κοβαν σ περιόδους πένθους.

Στ Βυζαντιν χρόνια, κούρευαν βίαια λύντσαραν τος διαπομπευόμενους.

Ο Ερωπαοι κούρευαν βγαζαν τν περούκα, πρ το δημίου, σ σους εχαν καταδικάσει σ θάνατο ( σμεράλδα το Β. Ογκ, Ζν ντ' ρκ, Μαρία Στιούαρτ, κλπ).

Τ παλικάρια το ’21 κούρευαν κα ξύριζαν μ τ μαχαίρα τος κιοτδες κα τος μπαγαπόντηδες.

Μπαϊρακτάρης, ς γνωστόν, ξευτέλιζε τος κούτσαβους, κόβοντάς τους τ τσουλούφι κα τ μουστάκα.

σους καταδίκαζαν μ τ Νόμο 4.000, τος κούρευαν μ τν ψιλ κα τος διαπόμπευαν δημοσία.

Ο ντάρτες το ΕΛΑΣ στν κατοχ (πως κα ο Μακι (Maquis) στν Γαλλία) κούρευαν τς πουτάνες μ τν ψιλή, πειδ (κουσον-κουσον) πήγαιναν μ Γερμανος μετ μ τος γγλους.

Λαδς π Χούντας, στελνε τος μπάτσους στος δρόμους, κα κουρεύανε τος μαλλιάδες κα τος χίπηδες.

Στν στρατ (κα μέχρι πρόσφατα στ σχολεα κα στ φυλακή), τ ξαναγκαστικ κούρεμα σοδυναμοσε μ τν πάλειψη τς τομικότητας. 

λλωστε, μέχρι πρόσφατα (καμι 25 χρόνια), ταν κάποιο παιδ ρχόταν στ σχολεο κοντοκουρεμένο, ετε λόγω πακος στ σχολικ παράδοση (παλιότερα τ γόρια στ σχολεο σαν παντα "εν χρώ κεκαρμένα "), γι κάποιον λλο λόγο, τ πόλοιπα παιδι τ κραζαν "κουρεμένο γίδι!" μέχρι ν ξεσπάσει καυγς ν βαρεθονε κα ν τν κοπανήσουνε.

φίσταται, πως λοι γνωρίζεται παιδιόθεν, κα τ παίγνιον: "τ κορόιδο", που καλεται κάποιος ν μπε στ μέση νς κύκλου παιχτν κα ν κυνηγάει τν μπάλα πο τν λλάζουν γρήγορα ο λλοι μεταξύ τους κι ταν τν πιάσει, ναλαμβάνει ν κάνει τ κορόιδο ατς πο τν χασε κ.ο.κ.

Τώρα γι τ ποις κριβς εναι "κορόιδο" στν σύγχρονη λλάδα, πιφυλάσσομαι ν παντήσω, λλωστε σκοπεύω ν συνεχίσω μ πρωθύστερον πόνημα  μ τν ντίθετο, το δίκην ρvητικo ρισμo, γουν: Περί του ξύπvιου.

Πάντως, τ κορόιδα εναι ο ποδιοπομπαοι κα διαπομπευόμενοι τράγοι τς κοινωνίας, πο δν ποδέχεται νδιάμεση κατάσταση τόσο π τν πλευρ το θύματος σον κα π τν πλευρ το θύτη. Ο συνάνθρωποί μας, μ περισσ γενναιοδωρία παραχωρον στος λλους τν διότητα το κορόιδου, φο λλωστε τ δικαστήριο τς νθρώπινης νόησης δέχεται a priori τν μολογία κάποιου γι νοχή, ν γι τν πίκληση θωότητας κελεύει ποδείξεις.

Παρόμοιες φράσεις μ ντίστοιχη σημασία: "Πιάστηκα Κτσος" (μετωνυμικ κ το επιστου παρχιώτη μ τ ποιοσδήποτε νομα "Κώστας"), "ξευτίλας", "ρόμπα", "μερκανάκι", "πιάστηκα Τζόνης", "γελνε κι ο πέτρες μ τ χάλι σου", "σ κλανε κα ο ρέγκες", "σ πήρανε χαμπάρι" κλπ.

Δετε κοστε: "Κορόιδο γαμπρ" μ τν Σταυρίδη κα τν Αλωνίτη, "Τ κοροϊδάκι τς δεσποινίδας" μ τν λιοπουλο, τ ρεμπέτικο "Κορόιδο άδικα γυρνάς", τ "θα κάνωντού βρέ πονηρή" του Β. Τσιτσάνη (χαρακτηρίζει κορόιδο τν νταγωνιστή του),  Διαβάστε: "Τά κορόιδα οι αρχαίοι" (Γιργος Μαρμαρίδης).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου