Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα χρόνια τα παλιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα χρόνια τα παλιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Ένας αιώνας, ένας κόσμος, μια στιγμή




Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν
Πειραιάς, Ζεϊμπέκικο σε καφενείο. 1953.


Ο φακός γοητεύεται, είναι φυσικό, από την χορευτική κίνηση του σκυμμένου χορευτή στο πρώτο πλάνο. Διαθέτει την κατατομή φιγούρας του θεάτρου σκιών και μπριγιόλ στο μαλλί. Είναι αποστεωμένος έφηβος, παιδί της Κατοχής και του Εμφυλίου. Είναι αγυιόπαιδο αλλά όχι μάγκας. Κρατάει κομπολόι και χαμηλώνει για να ακουμπήσει στο χώμα. Χώματα; Από τη γης παίρνει δύναμη σε αυτό το μοναχικό του ταξίδι. Η επιτήδευση στη χορευτική φιγούρα του, παρά την σεμνότητα της, φανερώνει την μίμηση παλαιότερων προτύπων που έρχονται από το βάθος του χρόνου. Τον έχει καταλάβει η αοιδός με τον χρυσό (!) σταυρό και συσπά ελαφρά το πρόσωπο της μειδιώντας. Κρατάει το ρυθμό με τα δάχτυλα. Το αιώνιο θηλυκό. Ο μπουζουξής με το σκαρπίνι είναι πιο αυθεντικός ενώ ο μουσικάντης πίσω του παίζει εκστασιασμένος. Με ακορντεόν!                                                                                                               
Προσέξτε στο φόντο της εικόνας τον καθρέφτη και την ενέργεια του: μεγαλώνει το χώρο συνθέτοντας μία νεκρή φύση με το από τερακότα ανθοδοχείο. Χους, και εις χουν απελεύσει. Επιθυμίες, νταλκάδες, μερακλίκια ερωτισμός, κοινωνικό υπόβαθρο, ιεροτελεστία αλλά και η ανυπόφορη παρουσία του θανάτου. Ανάμεσα στο μαύρο μοτίβο και το γκρίζο. Στα σφραγισμένα μάτια που κοιτάνε χωρίς να βλέπουν.                  
Και βέβαια όλοι καταλαβαίνουμε σε ποιόν ανήκει το φαλακρό κεφάλι που αντικατοπτρίζεται στον καθρέφτη. Τι ακούει, τι περιμένει. Γιατί γύρω του το φόντο έγινε μαύρο. Η μουσική υπάρχει, κατά τ' άλλα στην εικόνα, μέσω της εκκωφαντικής σιωπής.                                                                                                                           
Στιγμιότυπο –μάθημα, νατουραλισμός που παραπέμπει στα καλογυρισμένα κινηματογραφικά πλάνα της δεκαετίας του '50. Ροσελίνι και Βιττόριο ντε Σίκα και Κούνδουρος και ο μάγος Φελίνι. Τότε που οι αστοί ανίχνευαν τον υπόγειο κόσμο του λούμπεν προλεταριάτου. Την γάθεη λαϊκότητα πριν καταντήσει παραμορφωμένο κακέκτυπο.                                                                                                                      
Νεορεαλισμός και μαγευτικά υπονοούμενα. Τέχνη ...Με χωμάτινα, γήινα υλικά.

Λεξιλόγιο:
Μπριγιόλ: Η μπριγιαντίνη.
Αγυιόπαις: Παιδί του δρόμου, αλάνι, αρχ. Ελλ. γυιά:  δρόμος, δρομάκι, σοκάκι.
Σκαρπίνι: Παπούτσι με χαμηλό τακούνι.
γάθεος: Αγιτατος, ευλογημνος

















Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

κι ύστερα… ήρθε η τηλεόραση







Θυμάμαι τότε που ήμουνα παιδί… Εκείνα τα χρόνια, τα χωρίς τηλεόραση, την εποχή του ραδιοφώνου με τα δελτία ειδήσεων, την εποχή της βεγγέρας και των μαζώξεων, της κουβέντας των μεγάλων στη σάλα και στα καφενεία, επί παντός του επιστητού ή όχι… Κυριαρχούσε το κουτσομπολιό, συγκεκαλυμμένες συζητήσεις περί σεξ, αναμνήσεις από τον εμφύλιο και την πείνα της Κατοχής, και ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις… Τότε που κρυφακούγαμε εμείς οι πιτσιρικάδες, μπας και "πιάσουμε " τίποτα από όλα αυτά τα… μαγευτικά και σπουδαία, που αφορούσαν μόνο τους μεγάλους… Και "πιάναμε " ακαθόριστες έννοιες, την …έξαψη των μεγάλων, με λέξεις ακαταλαβίστικες για εμάς τότε… όπως "εκλογές", "λαομίσητος " , "βία και νοθεία ", "ένα ένα τέσσερα ", "επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων ", "Σύνταγμα " και… "Ανένδοτος "

Μετά ήρθε η χούντα και άρχισε ένα απίστευτα άγριο ταξίδι μέσα στη νύχτα και η σιωπή κάλυψε τα πάντα, ούτε να κρυφακούσουμε δεν μπορούσαμε…

Κι ύστερα… ύστερα κάπου εκεί ήρθε και η τηλεόραση.

Μυσταγωγία, όλη η οικογένεια μαζί με φίλους και γείτονες που δεν είχαν τηλεόραση, με τα φώτα χαμηλωμένα η σβηστά, και με την σιωπή να κυριαρχεί, και τον παράξενο ταξιδιώτη με το μικρό βαλιτσάκι στο χέρι να περιδιαβαίνει στην φωσφορίζουσα οθόνη.


Μετά μεγαλώνοντας σιγά σιγά ζήσαμε το κυπριακό δράμα το πολυτεχνείο, τις διαδηλώσεις και όλη εκείνη την πανηγυρική εποχή της μεταπολίτευσης.

Κι ύστερα… το "ένα ένα τέσσερα ", έγινε… "αλλαγή" και μετά από κάμποσα χρόνια… "λεφτά …υπάρχουνε". Κι ώσπου να έλθει το πλήρωμα το χρόνου και να γίνουν όλα αυτά, βρεθήκαμε εμείς, μεγάλοι πια, να είμαστε καθισμένοι στον καναπέ, και τα παιδιά να μην νοιάζονται πια για κρυφακούσματα στους μεγάλους παρά μόνο για κάτι διαγωνισμούς τραγουδιού, κάτι χορούς των αστέρων ξέρω και γω πως τους λένε, της τηλεόρασης… και εμείς χωρίς ελπίδα, βουβοί, και προπαντός χωρίς παρέα, και χωρίς… "έξαψη" να βουρκώνουμε μόνοι… κατάμονοι… παρέα μόνο με μια φωσφορίζουσα οθόνη.

Κι ύστερα, ήρθε η ανατριχίλα της Κρίσης

Και τότε… τότε, η φωσφορίζουσα οθόνη της τηλεόρασης, έγινε τρομακτική… τόσο ανατριχιαστική, κάτι σαν ταινία τρόμου, σαν ο πνεύμα του κακού " (Poltergeist), σαν όλα τα κακά και τρομαχτικά στοιχειά του σύμπαντος, να ξεφυτρώνουν από την φωσφορίζουσα οθόνη και να απειλούν την τόσο εύθραυστη ψυχική ισορροπία μου.

Και δεν ήθελα άλλο πια να είμαι μπροστά της, αλλά ήθελα να το βάλω στα πόδια… να φύγω μακριά…  πολύ μακριά κι αγύριστα…

Κι ύστερα ξύπνησα… απότομα και μούσκεμα στον ιδρώτα…

Τι καλά να ήταν όνειρο… Να ήταν απλά και μόνο ένα ακόμη  τρομακτικό όνειρο… ένας εφιάλτης.

Σας μελαγχόλησα… συγνώμη, παρενέργειες της ηλικίας ίσως…

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Χρωστάγαμε στόν μανάβη τό μπακάλη τό χασάπη…







ς γνωστόν τα παλιά τα χρόνια τόσον ες τάς πόλεις λλά καί ες τήν παρχίαν κόσμος διαβιοσε μέ δυσκολία καί φτώχια ταν τό κύριο χαρακτηριστικό πο κυριαρχοσε τότε στό μεγαλύτερο μέρος τς κοινωνικς διαστρωμάτωσης το λαο. εκόνα ποτυπώνεται μέ κρίβεια στίς δεκάδες ταινίες τς δεκαετίας το 50 λλά καί το 60 πο προβάλλονται κατά κόρον πό τήν τηλεόραση καί βλέπονται φανατικά πό ψηλό θεατήριο δεδομένου τι τούς θυμίζουν γνωστές καί οκεες εκόνες πό τό παρελθόν τους. (Τώρα πιά  καί πό τό μέλλον πολλν ξ μν). τσι λοιπόν γιά τίς σκηνές πο θά περιγράψω παρακάτω φορμή ταν μία ταινία πο πρόβαλε τηλεόραση καί πο μου δωσε τήν εκαιρία νά παντήσω σήμερα σέ μία πορία πο μου γεννήθηκε σχεδόν πενήντα χρόνια πρίν ταν κουσα τήν δια φράση καί ρώτησα τόν πατέρα μου γιατί τό επε κάποιος ατό, καί πως θά καταλάβετε πάντηση δέν πρα.

ς γνωστόν παλαιόθεν μόλις γεννοβολοσε τό τέκνον μητέρα σπευδαν συγγενες καί φίλοι νά τό σημώσωσι (καλς!) λλά καί νά διαγνώσωσι (κακς!) ς παΐοντες πλήν ατόκλητοι καί ρασιτέχναι ντί-ν-ϊτζδες, ες ποον κ τν μελν τς οκογενείας εχεν μοιότητα περισσότερόν το βρέφος.

Μετά τόν καταιονισμόν ( καταιονιστήρ λληνιστί: ντουζιέρα) πτυέλων πί τς μούρης το δυστήνους μωρο, ο προσφιλες του ζεύγους ρχίζανε τήν κολοκυθιά:

Μήν εν’ τά μάτια τς γιαγις;
Μήν εν’ τς κουκουβάγιας;
Μήν τό πηγούνι εν΄το παππο;
Μήπως τς μάνας φέρνει;
Μπς κι χει το πατέρα το τό μπόι.

Καί τά λοιπά καί τά λοιπά.

Βεβαίως, λα ατά φοροσαν κυρίως επεν ες τήν πιστοποίησιν καί ταυτοποίησιν τς κ πατρός ρίζας, δεδομένου τι "mater certa pater semper incertus" ( μητέρα εναι πάντοτε βεβαα, πατέρας εναι βέβαιος)
ξ λλου, ταν τό τέκνον μεγαλώσει, θά κληθε πλεστες σες φορές νά λάβει θέσιν ες τήν (φ’ πάντων σχεδόν τν συγγενν τεθεσαν) τραυματική ρώτησιν:

Ποιόν γαπς περισσότερο; Τή μαμά τόν μπαμπά;

σωστή καί ελικρινής πάντησις δέον πως χει: «Δέν γαμιέστε;»
(λλά τά καλά παιδάκια τότε δέν λεγαν κακές λέξεις).

Τά σόγια λληλοϋπονομεύονταν (κρυφίως-λλά καί φανερά) καί ξραν σεαυτούς, καί ο φίλοι γελοσαν συγκεκρατημένα (ποφεύγοντας τό τόπημα νά διατυπώσωσι τήν γνώμη των) καί τό ζεγος προσδοκοσε τήν ρα πο παντες θά ξεκουμπίζονταν…

κφρασις χρησίμευε ς πυροσβεστήρας τν κατέρωθεν ντιδικούντων, συνήθως πό το πατρός (δίκην θυμόσοφου), στις λεγε εφυολογώντας (!) τι κατά τόν χρόνον τς συλλήψεως το τέκνου, τάχατες (;) χρεωστοσαν βερεσέδες ες τόν πωροπώλη τόν δωδιμοπώλη τόν κρεοπώλη λλαχο (ντιστοίχως), ποτε (πονοετο τι) τό παιδίον μλλον φέρει τά γνωρίσματα νός (;) ξ ατν, μεθ’ ο συνουσιάσθη νύμφη, να πατσίσει τά φειλόμενα...

λλως τέ τοιούτου εδους in nature συμψηφισμοί φειλν, σαν ες τήν μερησίαν διάταξιν τόσον ες τάς πόλεις σον καί ες τήν γνήν παρχίαν κατά τούς χρόνους κείνους [π.χ. βινοσε (βιν, παρανόμως συνουσιάζομαι) σπιτονοικοκύρης τή ζουμπουρλούδικη πλήν μως μπαταξού νοικιάστρια, πτωχός πλήν τίμιος φοιτητής τήν θαλερή δωδιμοπώλισσα, κολομπαράς ποδηλατάς «χάριζε» βόλτες  κ.ο.κ.] λλά κόμη καί ς τίς μέρες μς κάποιες  μπαταξοδες καί κφυλες πιβάτισσες ξοφλον τόν ταρίφα σέ ρήτρα high pipidelity (!)

Φυσικά, τά νωτέρω περιγραφόμενα λάμβανον χραν παλαιόθεν, διότι τώρα δέν κάμνουμε τέτοια πράγματα φο γινήκαμεν βρωπέη (τίς συνέπειες καλούμεθα νά ξοφλήσωμεν λοι σήμερα) καί φ’ σον λλωστε καί ν τ γηραιά λβιόνα ες ντίστοιχες περιπτώσεις, πατήρ πάντων των Βρετανοπαίδων πάλαι ποτέ φέρετο περιώνυμος γαλατάς (The milkman's here and wants paying …) 

(Πενθερά π’ το πατρός τό σόι):
! π ! να ραο μωράκι!
(Μπαμπάς):
δες;
(Πενθερά π’ το πατρός τό σόι):
-Κοιταξέ το! χει τά μάτια το μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μά τί λέτε τώρα καλέ μητέρα; δια τς μαμς μου εναι...
(Πενθερά π’ το μπαμπά τό σόι):
ς μάνας σου; καλά, λλά χι καί στήν κφραση...
(Μπαμπάς):
-γώ λέγω τι μοιάζει το Μπακάλη πο το χρωστούσαμε κιόλας!

(Μάνα κατάχλωμη):
-στε τό ξερες λοιπόν...

( συνέχεια σέ Βίπερ)

 Δρ Γεώργιος Βούς

Υ.γ
Τό κείμενο ατό γράφτηκε πρίν ξεσπάσει κρίση τόν Σεπτέμβριο το 2009 καί περιγράφει στιγμιότυπο τν χαλεπν κείνων χρόνων δηλ. τς δεκαετίας το 50 καί το 60. Χρειάστηκε νά περάσουν πάνω πό τριάντα χρόνια γιά νά ξεχάσουμε τίς εκόνες τς φτώχιας καί τς δυστυχίας, τς ταπείνωσης καί τς προσφυγις τς στυφιλίας καί τς μετανάστευσης, καί νά νέβη τό βιοτικό πίπεδό των λλήνων μέ λα τα πακόλουθα. λλά πουτάνα στορία κδικεται. ς γνωστόν παναλαμβάνεται ς τραγωδία καί νίοτε ς φάρσα. Χρειάστηκαν σαράντα χρόνια νά ξεφύγουμε πό τίς εκόνες ατές, λλά μόλις τρία γιά νά κατρακυλήσουμε πάλι στήν βεβαιότητα τή φτώχια καί τήν ξαθλίωση…