Ὡς γνωστόν τα παλιά τα χρόνια τόσον εἰς
τάς πόλεις ἀλλά καί εἰς
τήν ἐπαρχίαν ὁ κόσμος διαβιοῦσε
μέ δυσκολία καί ἡ φτώχια ἦταν τό κύριο
χαρακτηριστικό ποῦ κυριαρχοῦσε
τότε στό μεγαλύτερο μέρος τῆς κοινωνικῆς
διαστρωμάτωσης τοῦ λαοῦ. Ἡ
εἰκόνα ἀποτυπώνεται μέ ἀκρίβεια
στίς δεκάδες ταινίες τῆς δεκαετίας τοῦ
50 ἀλλά καί τοῦ
60 ποῦ προβάλλονται κατά κόρον ἀπό
τήν τηλεόραση καί βλέπονται φανατικά ἀπό ὑψηλό
θεατήριο δεδομένου ὅτι τούς θυμίζουν γνωστές καί οἰκεῖες
εἰκόνες ἀπό τό παρελθόν
τους. (Τώρα πιά καί ἀπό
τό μέλλον πολλῶν ἐξ ἠμῶν).
Ἔτσι λοιπόν γιά τίς σκηνές ποῦ
θά περιγράψω παρακάτω ἀφορμή ἦταν μία ταινία ποῦ
πρόβαλε ἡ τηλεόραση καί ποῦ
μου ἔδωσε τήν εὐκαιρία
νά ἀπαντήσω σήμερα σέ μία ἀπορία
ποῦ μου γεννήθηκε σχεδόν πενήντα χρόνια
πρίν ὅταν ἄκουσα τήν ἴδια
φράση καί ρώτησα τόν πατέρα μου γιατί τό εἶπε κάποιος αὐτό,
καί ὅπως θά καταλάβετε ἀπάντηση
δέν πῆρα.
Ὡς γνωστόν παλαιόθεν μόλις γεννοβολοῦσε
τό τέκνον ἡ μητέρα ἔσπευδαν συγγενεῖς
καί φίλοι νά τό ἀσημώσωσι (καλῶς!)
ἀλλά καί νά διαγνώσωσι (κακῶς!)
ὡς ἐπαΐοντες πλήν αὐτόκλητοι
καί ἐρασιτέχναι ντί-ἐν-ἐϊτζῆδες,
εἰς ποῖον ἐκ
τῶν μελῶν τῆς
οἰκογενείας εἶχεν ὁμοιότητα
περισσότερόν το βρέφος.
Μετά
τόν καταιονισμόν ( καταιονιστήρ ἑλληνιστί:
ντουζιέρα) πτυέλων ἐπί τῆς μούρης τοῦ
δυστήνους μωροῦ, οἱ προσφιλεῖς
του ζεύγους ἀρχίζανε τήν κολοκυθιά:
Μήν
εἴν’ τά μάτια τῆς
γιαγιᾶς;
Μήν
εἴν’ τῆς κουκουβάγιας;
Μήν
τό πηγούνι εἶν΄τοῦ παπποῦ;
Μήπως
τῆς μάνας φέρνει;
Μπᾶς
κι ἔχει τοῦ πατέρα τοῦ
τό μπόι.
Καί
τά λοιπά καί τά λοιπά.
Βεβαίως,
ὅλα αὐτά ἀφοροῦσαν
κυρίως εἰπεῖν εἰς
τήν πιστοποίησιν καί ταυτοποίησιν τῆς ἐκ
πατρός ρίζας, δεδομένου ὅτι "mater certa pater semper
incertus" (ἡ μητέρα εἶναι
πάντοτε βεβαῖα, ὁ πατέρας εἶναι
ἀβέβαιος)
Ἐξ ἄλλου, ὅταν
τό τέκνον μεγαλώσει, θά κληθεῖ πλεῖστες
ὅσες φορές νά λάβει θέσιν εἰς
τήν (ὑφ’ ἁπάντων σχεδόν τῶν
συγγενῶν τεθεῖσαν) τραυματική ἐρώτησιν:
Ποιόν
ἀγαπᾶς περισσότερο; Τή
μαμά ἤ τόν μπαμπά;
Ἡ σωστή καί εἰλικρινής
ἀπάντησις δέον ὅπως
ἔχει: «Δέν γαμιέστε;»
(Ἀλλά
τά καλά παιδάκια τότε δέν ἔλεγαν κακές
λέξεις).
Τά
σόγια ἀλληλοϋπονομεύονταν (κρυφίως-ἀλλά
καί φανερά) καί ἐξῆραν σεαυτούς, καί οἱ
φίλοι γελοῦσαν συγκεκρατημένα (ἀποφεύγοντας
τό ἀτόπημα νά διατυπώσωσι τήν γνώμη των)
καί τό ζεῦγος προσδοκοῦσε
τήν ὥρα ποῦ ἅπαντες
θά ξεκουμπίζονταν…
Ἡ ἔκφρασις χρησίμευε ὡς
πυροσβεστήρας τῶν ἑκατέρωθεν ἀντιδικούντων,
συνήθως ὑπό τοῦ πατρός (δίκην
θυμόσοφου), ὅστις ἔλεγε εὐφυολογώντας
(!) ὅτι κατά τόν χρόνον τῆς
συλλήψεως τοῦ τέκνου, τάχατες (;) χρεωστοῦσαν
βερεσέδες εἰς τόν ὀπωροπώλη ἤ
τόν ἐδωδιμοπώλη ἤ
τόν κρεοπώλη ἤ ἀλλαχοῦ
(ἀντιστοίχως), ὅποτε
(ὑπονοεῖτο ὅτι)
τό παιδίον μᾶλλον φέρει τά γνωρίσματα ἑνός
(;) ἐξ αὐτῶν,
μεθ’ οὐ ἐσυνουσιάσθη ἡ
νύμφη, ἴνα πατσίσει τά ὀφειλόμενα...
Ἄλλως τέ τοιούτου εἴδους
in nature συμψηφισμοί ὀφειλῶν, ἤσαν
εἰς τήν ἡμερησίαν διάταξιν
τόσον εἰς τάς πόλεις ὅσον
καί εἰς τήν ἁγνήν ἐπαρχίαν
κατά τούς χρόνους ἐκείνους [π.χ. βινοῦσε
(βινῶ, παρανόμως συνουσιάζομαι) ὁ
σπιτονοικοκύρης τή ζουμπουρλούδικη πλήν ὅμως μπαταξού ἐνοικιάστρια,
ὁ πτωχός πλήν τίμιος φοιτητής τήν
θαλερή ἐδωδιμοπώλισσα, ὁ
κολομπαράς ποδηλατάς «χάριζε» βόλτες
κ.ο.κ.] ἀλλά ἀκόμη καί ὡς
τίς μέρες μᾶς κάποιες μπαταξοῦδες καί ἔκφυλες
ἐπιβάτισσες ἐξοφλοῦν
τόν ταρίφα σέ ρήτρα high pipidelity (!)
Φυσικά,
τά ἀνωτέρω περιγραφόμενα ἐλάμβανον
χῶραν παλαιόθεν, διότι τώρα δέν κάμνουμε
τέτοια πράγματα ἀφοῦ ἐγινήκαμεν
Ἐβρωπέη (τίς συνέπειες καλούμεθα νά ἐξοφλήσωμεν
ὅλοι σήμερα) καί ἐφ’
ὅσον ἄλλωστε καί ἐν
τῇ γηραιά Ἀλβιόνα εἰς
ἀντίστοιχες περιπτώσεις, πατήρ ἁπάντων
των Βρετανοπαίδων πάλαι ποτέ ἐφέρετο ὁ
περιώνυμος γαλατάς (The milkman's here and wants paying …)
(Πενθερά
ἀπ’ τοῦ πατρός τό σόι):
-Πῶ!
πῶ ! ἕνα ὡραῖο
μωράκι!
(Μπαμπάς):
-Εἶδες;
(Πενθερά
ἀπ’ τοῦ πατρός τό σόι):
-Κοιταξέ
το! Ἔχει τά μάτια τοῦ
μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μά
τί λέτε τώρα καλέ μητέρα; Ἴδια τῆς
μαμᾶς μου εἶναι...
(Πενθερά
ἀπ’ τοῦ μπαμπά τό σόι):
-Τῆς
μάνας σου; καλά, ἀλλά ὄχι καί στήν ἔκφραση...
(Μπαμπάς):
-Ἐγώ
λέγω ὅτι μοιάζει τοῦ
Μπακάλη ποῦ τοῦ χρωστούσαμε
κιόλας!
(Μάνα
κατάχλωμη):
-Ὥστε
τό ἤξερες λοιπόν...
(Ἡ
συνέχεια σέ Βίπερ)
Δρ Γεώργιος ὁ Βούς
Υ.γ
Τό
κείμενο αὐτό γράφτηκε πρίν ξεσπάσει ἡ
κρίση τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2009 καί περιγράφει στιγμιότυπο τῶν
χαλεπῶν ἐκείνων χρόνων δηλ.
τῆς δεκαετίας τοῦ
50 καί τοῦ 60. Χρειάστηκε νά περάσουν πάνω ἀπό
τριάντα χρόνια γιά νά ξεχάσουμε τίς εἰκόνες τῆς
φτώχιας καί τῆς δυστυχίας, τῆς
ταπείνωσης καί τῆς προσφυγιᾶς
τῆς ἀστυφιλίας καί τῆς
μετανάστευσης, καί νά ἀνέβη τό βιοτικό ἐπίπεδό
των Ἑλλήνων μέ ὅλα
τα ἐπακόλουθα. Ἀλλά
ἡ πουτάνα ἡ
ἱστορία ἐκδικεῖται.
Ὡς γνωστόν ἐπαναλαμβάνεται
ὡς τραγωδία καί ἐνίοτε
ὡς φάρσα. Χρειάστηκαν σαράντα χρόνια νά
ξεφύγουμε ἀπό τίς εἰκόνες αὐτές,
ἀλλά μόλις τρία γιά νά κατρακυλήσουμε πάλι στήν ἀβεβαιότητα τή φτώχια καί τήν ἐξαθλίωση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου