Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Χρωστάγαμε στόν μανάβη τό μπακάλη τό χασάπη…







ς γνωστόν τα παλιά τα χρόνια τόσον ες τάς πόλεις λλά καί ες τήν παρχίαν κόσμος διαβιοσε μέ δυσκολία καί φτώχια ταν τό κύριο χαρακτηριστικό πο κυριαρχοσε τότε στό μεγαλύτερο μέρος τς κοινωνικς διαστρωμάτωσης το λαο. εκόνα ποτυπώνεται μέ κρίβεια στίς δεκάδες ταινίες τς δεκαετίας το 50 λλά καί το 60 πο προβάλλονται κατά κόρον πό τήν τηλεόραση καί βλέπονται φανατικά πό ψηλό θεατήριο δεδομένου τι τούς θυμίζουν γνωστές καί οκεες εκόνες πό τό παρελθόν τους. (Τώρα πιά  καί πό τό μέλλον πολλν ξ μν). τσι λοιπόν γιά τίς σκηνές πο θά περιγράψω παρακάτω φορμή ταν μία ταινία πο πρόβαλε τηλεόραση καί πο μου δωσε τήν εκαιρία νά παντήσω σήμερα σέ μία πορία πο μου γεννήθηκε σχεδόν πενήντα χρόνια πρίν ταν κουσα τήν δια φράση καί ρώτησα τόν πατέρα μου γιατί τό επε κάποιος ατό, καί πως θά καταλάβετε πάντηση δέν πρα.

ς γνωστόν παλαιόθεν μόλις γεννοβολοσε τό τέκνον μητέρα σπευδαν συγγενες καί φίλοι νά τό σημώσωσι (καλς!) λλά καί νά διαγνώσωσι (κακς!) ς παΐοντες πλήν ατόκλητοι καί ρασιτέχναι ντί-ν-ϊτζδες, ες ποον κ τν μελν τς οκογενείας εχεν μοιότητα περισσότερόν το βρέφος.

Μετά τόν καταιονισμόν ( καταιονιστήρ λληνιστί: ντουζιέρα) πτυέλων πί τς μούρης το δυστήνους μωρο, ο προσφιλες του ζεύγους ρχίζανε τήν κολοκυθιά:

Μήν εν’ τά μάτια τς γιαγις;
Μήν εν’ τς κουκουβάγιας;
Μήν τό πηγούνι εν΄το παππο;
Μήπως τς μάνας φέρνει;
Μπς κι χει το πατέρα το τό μπόι.

Καί τά λοιπά καί τά λοιπά.

Βεβαίως, λα ατά φοροσαν κυρίως επεν ες τήν πιστοποίησιν καί ταυτοποίησιν τς κ πατρός ρίζας, δεδομένου τι "mater certa pater semper incertus" ( μητέρα εναι πάντοτε βεβαα, πατέρας εναι βέβαιος)
ξ λλου, ταν τό τέκνον μεγαλώσει, θά κληθε πλεστες σες φορές νά λάβει θέσιν ες τήν (φ’ πάντων σχεδόν τν συγγενν τεθεσαν) τραυματική ρώτησιν:

Ποιόν γαπς περισσότερο; Τή μαμά τόν μπαμπά;

σωστή καί ελικρινής πάντησις δέον πως χει: «Δέν γαμιέστε;»
(λλά τά καλά παιδάκια τότε δέν λεγαν κακές λέξεις).

Τά σόγια λληλοϋπονομεύονταν (κρυφίως-λλά καί φανερά) καί ξραν σεαυτούς, καί ο φίλοι γελοσαν συγκεκρατημένα (ποφεύγοντας τό τόπημα νά διατυπώσωσι τήν γνώμη των) καί τό ζεγος προσδοκοσε τήν ρα πο παντες θά ξεκουμπίζονταν…

κφρασις χρησίμευε ς πυροσβεστήρας τν κατέρωθεν ντιδικούντων, συνήθως πό το πατρός (δίκην θυμόσοφου), στις λεγε εφυολογώντας (!) τι κατά τόν χρόνον τς συλλήψεως το τέκνου, τάχατες (;) χρεωστοσαν βερεσέδες ες τόν πωροπώλη τόν δωδιμοπώλη τόν κρεοπώλη λλαχο (ντιστοίχως), ποτε (πονοετο τι) τό παιδίον μλλον φέρει τά γνωρίσματα νός (;) ξ ατν, μεθ’ ο συνουσιάσθη νύμφη, να πατσίσει τά φειλόμενα...

λλως τέ τοιούτου εδους in nature συμψηφισμοί φειλν, σαν ες τήν μερησίαν διάταξιν τόσον ες τάς πόλεις σον καί ες τήν γνήν παρχίαν κατά τούς χρόνους κείνους [π.χ. βινοσε (βιν, παρανόμως συνουσιάζομαι) σπιτονοικοκύρης τή ζουμπουρλούδικη πλήν μως μπαταξού νοικιάστρια, πτωχός πλήν τίμιος φοιτητής τήν θαλερή δωδιμοπώλισσα, κολομπαράς ποδηλατάς «χάριζε» βόλτες  κ.ο.κ.] λλά κόμη καί ς τίς μέρες μς κάποιες  μπαταξοδες καί κφυλες πιβάτισσες ξοφλον τόν ταρίφα σέ ρήτρα high pipidelity (!)

Φυσικά, τά νωτέρω περιγραφόμενα λάμβανον χραν παλαιόθεν, διότι τώρα δέν κάμνουμε τέτοια πράγματα φο γινήκαμεν βρωπέη (τίς συνέπειες καλούμεθα νά ξοφλήσωμεν λοι σήμερα) καί φ’ σον λλωστε καί ν τ γηραιά λβιόνα ες ντίστοιχες περιπτώσεις, πατήρ πάντων των Βρετανοπαίδων πάλαι ποτέ φέρετο περιώνυμος γαλατάς (The milkman's here and wants paying …) 

(Πενθερά π’ το πατρός τό σόι):
! π ! να ραο μωράκι!
(Μπαμπάς):
δες;
(Πενθερά π’ το πατρός τό σόι):
-Κοιταξέ το! χει τά μάτια το μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μά τί λέτε τώρα καλέ μητέρα; δια τς μαμς μου εναι...
(Πενθερά π’ το μπαμπά τό σόι):
ς μάνας σου; καλά, λλά χι καί στήν κφραση...
(Μπαμπάς):
-γώ λέγω τι μοιάζει το Μπακάλη πο το χρωστούσαμε κιόλας!

(Μάνα κατάχλωμη):
-στε τό ξερες λοιπόν...

( συνέχεια σέ Βίπερ)

 Δρ Γεώργιος Βούς

Υ.γ
Τό κείμενο ατό γράφτηκε πρίν ξεσπάσει κρίση τόν Σεπτέμβριο το 2009 καί περιγράφει στιγμιότυπο τν χαλεπν κείνων χρόνων δηλ. τς δεκαετίας το 50 καί το 60. Χρειάστηκε νά περάσουν πάνω πό τριάντα χρόνια γιά νά ξεχάσουμε τίς εκόνες τς φτώχιας καί τς δυστυχίας, τς ταπείνωσης καί τς προσφυγις τς στυφιλίας καί τς μετανάστευσης, καί νά νέβη τό βιοτικό πίπεδό των λλήνων μέ λα τα πακόλουθα. λλά πουτάνα στορία κδικεται. ς γνωστόν παναλαμβάνεται ς τραγωδία καί νίοτε ς φάρσα. Χρειάστηκαν σαράντα χρόνια νά ξεφύγουμε πό τίς εκόνες ατές, λλά μόλις τρία γιά νά κατρακυλήσουμε πάλι στήν βεβαιότητα τή φτώχια καί τήν ξαθλίωση…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου