Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Φαλλοκρατικὴ ἐτυμολογία



  



Δν πάρχουν τυμολογικς δυσκολίες γι τν λέξη ρχίδι. Προλθε π τ ρχαο ποκοριστικ ρχιδιον τς ρχαίας λληνικς λέξις όρχις. λέξη ρχις ναφέρεται στν ρόδοτο. ("κα ο ρχιες ατοίσι εσ χρήσιμοι", Μελπομένη 109) νδριώτης ποδίδει τ λέξη ρχίδι σ να μεταγενέστερο τύπο ρχίδιον.

ρχις –εως , κ. μσν. Κ. νεωτ. Ιων γεν. ρχιος, ατ. ρχιν πληθ. ρχιες ατ. ρχεις: κάτερος τν διδύμων γεννητικν δένων το ρρενος.

ΕΤΥΜ. μεσν. <:μτγν. ρχίδιον, ποκ. το ρχ. ρχις (βλ.λ.). Τ ρχικ α- φείλεται στ  συνεκφορ το πληθ. τ ρχίδια > τ 'ρχίδια > τ' ρχίδια > ρχίδι]. Η  ΙΕ ρίζα δ εναι *orgbi- (*rghi-) = ρχεις.
Δν πάρχουν πίσης τυμολογικς δυσκολίες γι τς λέξεις πέος, φαλλός, ψωλή. Εναι κα ο τρες ρχαιοελληνικές. Μάλιστα λέξη φαλλς διεθνοποιήθηκε. ντίθετα ψωλ παραμένει λαϊκ λέξη. Ο λέξεις πέος, καυλός, φαλλός, εναι ο γνωστς π τν ρόδοτο κα κυρίως π τν ριστοφάνη. λοι δ ξέρουμε τί σημαίνουν σήμερα ο λέξεις καυλί, καυλώνω. Διάφοροι γλωσσολόγοι  συσχετίζουν τς λέξεις πέος κα πόσθη μ τ ρμα πτίσσω: κοπανάω λέθω τρίβω, κα γενικότερα μ τν σανσκριτικ ρίζα *pe π τ ποο κατάγεται κα τ λατινικ penis. (ορ, πέος). λέξις φαλλς θεωρεται πς εναι απετικς καταγωγς κα ρχικ  σήμαινε ξόγκωμα.

Πέος,-εος, τ νδρικν αδοον" : κ το ΙΕ *pesos = ρχ. Ινδ,  rasah ουδ.= πόσθη, νδρικν αδοον  πβ. σανσκρ. pasas-. λάτ. penis (< *pes-nis)

Φαλλός: [ΕΤΥΜ. αρχ. λ. τς καθημερινς γλώσσας, < *bhl-jo- (μ πίθημα -jo-(, συνεσταλμ. βάθμ. το I.E. *bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι, διογκώνομαι», πβ. Αρμ. Belnawor φαλλός, λατ. λάτ. foUis σκί, σωλήνας, γερμ. διαλεκτ. bille πέος κ.α. μόρρ. φλ(λ)-αινα (βλ.λ.)].

Τ λέξη φαλλς τν συσχετίζουν μ τς λέξεις: φλέψ, φλύω, φάλαινα.

λέξη ψωλή δν εναι παρ τ θηλυκό του ψωλός πο σημαίνει μ ποκεκαλυμμένη τ βάλανο πέος ν στύση. νδριώτης ποδέχεται ατ τν τυμολογία.

Τέλος λέξη καυλ  ρχεται π τ ρχαο καυλίον ποκ. το οσιαστικο καυλς πο σήμαινε "βλαστάρι, κοτσάνι, μίσχος" κα κατ προέκτασιν σήμαινε τιδήποτε μακρουλοειδς -τ κρον το δόρατος, γι παράδειγμα, πεκαλετο "καυλός".

[ΕΤΥΜ ρχ., ρχικ σήμ. στέλεχος φυτού, κοτσάνι, < I.E. *kau-l-βλαστός, κοτσάνι,  πβ. λάτ. caulis, γάλλ. chou  λάχανο, σπ. col, γγλ. Hole τρύπα, γερμ. Hohle σπηλιά κ.α.].

Παρεμπιπτόντως δ "καυλοπώλης" πεκαλετο μανάβης τότες.

τυμολογία τς λέξης ποτσος/πούτσα παραμένει σκοτεινή. Κάποιοι σχυρίζονται τι προέρχεται π τ ρχαιοελληνικ πόσθη. νδριώτης στ λεξικ του προσανατολίζεται στ σλάβικο butsa: ξόγκωμα. Τ πράγματα δ δν εναι κα τόσο πλά. Πρτα πρτα  δν ξέρουμε τν ρχικ μορφ τς λέξης ποτσος πούτσα, μποτσος μπούτσα. πάρχει κα ταλικ λέξη puzzo/ puzza  βρώμικος βρμα.

[ΕΤΥΜ βεβ. τύμου, πίθ. < σλάβ. butsa ξόγκωμα, προεξοχή , κατ' λλη κδοχή, < ρχ. πόσθη (βλ.λ.). χει προταθε κόμη σύνδεση μ τούρκ. puc σχισμ τν γλουτν]. 

Τ θέμα τς τυμολόγησις το πούτσου παραμένει νοιχτό. 



                                                   να κπληκτικ βουνν τς φροδίτης.

Μέγιστος Πετροπουλος γράφει τι τ θέμα  μ τν τυμολογία τς λέξης μουν χει λυθε. Χατζιδάκις εχε προτείνει μία λληνοπρεπ τυμολογία π τ εννίον κα Φιλήντας μία λλη λληνοπρεπ τυμολογία π τ μνος/μνίον, αλλά όπως λέει ο Πετρόπουλος μάλλον είναι λάθος. νδριώτης δέχεται τν τυμολογία π τ βενετσιάνικο mona κα στ βιβλίο το Gerhard Rohlfs στ λμμα μονος παρατίθεται τ βενετσιάνικο mona κα τ λληνικ βουν (:ρος τς φροδίτης). Παρόμοια εναι ποψη τν Carlo Battisti καί Giovanni Alessio στ κλασσικ τος τυμολογικ λεξικ τς ταλικς που ναφέρονται τ λληνικ μουν κα βουνή. νδριώτης προφανς γνοοσε τν παρξη ατο του ταλικο λεξικο, συμπληρώνει Πετροπουλος.

Να εξηγήσω εδώ ότι στ Λατινικ πάρχει φράση Mons Veneris (:ρος τς φροδίτης, φήβαιον), π τν ποία μλλον προλθε λληνικ μεσαιωνικ κφραση τ βουνν τς φροδίτης.

Κορας μς λέει τι λέξη ρχετε π τν ρχαία λληνικ λέξη μύλλω= βινέω.

ΜΟΫΝΗ, Δ. ΜΟΥΝΙ, Σ. τ  γυναικεΐον αδοιονλλ. νομα σεμνον π χρηςον κα σεμνον λέξιν πάλαιαν Μύλλον συγγεν το ρήμ. Μύλλω, λλ. λέξεως τν Σικελν λλήνων σημαινούσης τ  Μύλλει, πλησιάζει το συχίου ς τ σημειωσε κα πίσκοπός της Θεσσαλονίκης. Κα τ Μύλλειν παρ Θεοκρίτω λέχθη π μίξεως ο σεμνς.

Κάμνοντας κλκ δ δετε τν ποψη το Κορα καθς κα τν προέλευση τς πίκαιρης τελευταία λέξης ργομουνιάτικο.

To μουνν εναι μεσαιωνικ λέξη. Τν πρωτοσυναντμε τν 12ον αώνα στ ργο (αν δεν είναι μεταγενέστερη προσθήκη) το ωάννη Τζέτζη, "Θεογονία". (κλικ εδώ προς το τέλος).

"οκ ασχύνεσαι, αθέντριά μου, ν γαμ τ μουνίν σου παπάς; "
 
Τ δεύτερη ναφορ τν βρίσκουμε στ κπληκτικό: "Διήγησις Παιδιόφραστος τν Ζώων τν Τετραπόδων" (κλκ δ στ. 467), σατυρικ πόνημα γνώστου δημιουργο του 14ου αώνα.

"δι v σηκώvης τν οράv, v δείχvης τ μουvίν σου"

Διαβάστε λόκληρο τ ργο, γι ν δετε τι ο βυζαντινο διέθεταν κα χιομορ

{ETYM. < μέσν. μουνίν, βεβ. τύμου. χουν προταθε ο ξς τυμολογίες:
 (α) < μέσν. μουνν < *ενιον (μ τροπ το συμφωνικο συμπλέγματος[-ν-] > [-mn-], πβ. λαύνω - λάμνω, ενοχος - μουνοχος), ποκ. το ρχ. εύνή συζυγικό κρεβάτι, γαμήλια κλίνη

 (β) <μέσν. μουνν < *μνίον (μ νάπτυξη εφωνικο -ου-), πο προέρχεται π τ ρχ. πρφ. βινείν το ρ. βιν συνουσιάζομαι (παράνομα), χεύω

  (γ) < μέσν. μουνίν, ποκ. το βέν. mona (δια σήμ.(, πίθ. < ρχ. βυν πληρ, γεμίζω (πβ. κ. βυζαίνω), ποτε θ πρόκειται γι ντιδάνειο (δ) < μέσν. μουνν < μνίον (πβ. τ γλώσσατο συχίου μνοιν μαλακόν), ποκ. το ρχ. μνοϋς χνούδι, παλ μαλλί ( πβ. κ.χνοϋς)].
  Μπαμπινιώτης.

βυσσος κα τυμολογία το μουνιο, πού κτς π καράβια σέρνει κα τυμολόγους.

λέξη πούστης όπως και η λέξη μπινές ναφέρονται στος μοφυλόφιλους. Η λέξη πούστης δν εναι παρ λληνικ μορφ τς κριβς ντίστοιχης ταυτόσημης  τουρκικς λέξης  pust.

[ΕΤΥΜ.  < τούρκ. pu§t < πέρσ. puSt παιδ πο χρησιμοποιεται γι διεστραμμένους σκοπούς, ντικείμενο παιδεραστίας]. 

Κατ τν νδριώτη λέξη μπινς προλθε π τ ρμα μπινεύω (: ππεύω) λληνικ πόδοση το τουρκικο binmek, κατ Πετροπουλον εναι λάθος φο πάρχει τουρκικ λέξη ibne πο μ ναγραμματισμ μς δίνει τ μπινές. Μ τν τυμολογία ατ συμφωνε κα Μπαμπινιώτης.

λοι σχεδν ο τυμολόγοι δέχονται τι λέξη μαλακία εναι λληνικότατη κα τι σημεριν σημασία της χει πίσω μία ρκετ μακρόχρονη στορία.

Συναντμε τ πανάρχαιο ρμα γαμέω στν μηρο. ρχικ σημασία νυμφεύομαι. Τ διο σήμαινε κα μετ π χίλια χρόνια. Στν συνέχεια λαβε τν σημερινή του σημασία.

Τί πέμεινε; λτε καλέ! κλος. κλος εναι π μόνος του λόκληρο κεφάλαιο συνεπς θ μς πασχολήσει ες επόμενον πόνημα.

2 σχόλια:

  1. Σχετικά με την λέξη πούτσα: προέρχεται από την Ιταλλική "puzza" από την εποχή που οι Ιταλίδες πόρνες ήρθαν στην Ελλάδα. Ως γνωστόν τα η προσωπική υγιεινή δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ανάμεσα στους Έλληνες βλάχους. Κατά συνέπεια όταν πήγαιναν στα πορνεία και κατέβαζαν τα παντελόνια, οι Ιταλίδες πόρνες έλεγαν "ma que puzza" δηλαδή "μα τι βρώμα". Οι βλάχοι καταλάβαιναν ότι μιλάγαν για τον καυλό τους αλλά νόμιζαν ότι σχολίαζαν, λανθασμένατο, μέγεθός του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ σωστός φίλε μου! Στα ιταλικά συγκεκριμένα με ακριβή λόγια είναι: "Ma che Puzza !!!" Και μετά το "πούτσα" οι καράβλαχοι το βγάλανε και σε αρσενικό και λέγανε "ο πούτσος"... και κυκλοφορούν και ένα ανέκδοτο δήθεν ότι ο Πούτσος ήταν αρχαίος Έλλην ανθοπώλης.. Η ελληνική ημιμάθεια και μαλακία σε όλο της το μεγαλείο !!!

      Διαγραφή