Δὲν ὑπάρχουν ἐτυμολογικὲς δυσκολίες γιὰ τὴν λέξη ἀρχίδι. Προῆλθε ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ὑποκοριστικὸ ἀρχιδιον τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς λέξις όρχις. Ἡ λέξη ὄρχις ἀναφέρεται στὸν Ἡρόδοτο. ("καὶ οἱ ὄρχιες αὐτοίσι εἰσὶ χρήσιμοι", Μελπομένη 109) Ὁ Ἀνδριώτης ἀποδίδει τὴ λέξη ἀρχίδι σὲ ἕνα μεταγενέστερο τύπο ὀρχίδιον.
Ὄρχις –εως ὁ, κ. μσν. Κ. νεωτ. Ιων γεν. ὄρχιος, αἴτ. Ὄρχιν πληθ. ὄρχιες αἴτ. Ὄρχεις: ἑκάτερος τῶν διδύμων γεννητικῶν ἀδένων τοῦ ἄρρενος.
ΕΤΥΜ. μεσν. <:μτγν. ὀρχίδιον, ὑποκ. τοῦ ἄρχ. ὄρχις (βλ.λ.). Τὸ ἀρχικὸ α- ὀφείλεται στὴ συνεκφορὰ τοῦ πληθ. τὰ ἀρχίδια > τὰ 'ρχίδια > τ' ἀρχίδια > ἀρχίδι]. Η ΙΕ ρίζα ἐδῶ εἶναι *orgbi- (*rghi-) = ὄρχεις.
Δὲν ὑπάρχουν ἐπίσης ἐτυμολογικὲς δυσκολίες γιὰ τὶς λέξεις πέος, φαλλός, ψωλή. Εἶναι καὶ οἱ τρεῖς ἀρχαιοελληνικές. Μάλιστα ἡ λέξη φαλλὸς διεθνοποιήθηκε. Ἀντίθετα ἡ ψωλὴ παραμένει λαϊκὴ λέξη. Οἱ λέξεις πέος, καυλός, φαλλός, εἶναι οἱ γνωστὲς ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν Ἀριστοφάνη. Ὅλοι δὲ ξέρουμε τί σημαίνουν σήμερα οἱ λέξεις καυλί, καυλώνω. Διάφοροι γλωσσολόγοι συσχετίζουν τὶς λέξεις πέος καὶ πόσθη μὲ τὸ ρῆμα πτίσσω: κοπανάω ἀλέθω τρίβω, καὶ γενικότερα μὲ τὴν σανσκριτικὴ ρίζα *pe ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατάγεται καὶ τὸ λατινικὸ penis. (οὐρὰ, πέος). Ἡ λέξις φαλλὸς θεωρεῖται πὼς εἶναι Ἰαπετικῆς καταγωγῆς καὶ ἀρχικὰ σήμαινε ἐξόγκωμα.
Πέος,-εος, τὸ "τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον" : ἐκ τοῦ ΙΕ *pesos = ἄρχ. Ινδ, rasah ουδ.= πόσθη, ἢ ἀνδρικὸν αἰδοῖον πβ. σανσκρ. pasas-. λάτ. penis (< *pes-nis)
Φαλλός: [ΕΤΥΜ. αρχ. λ. τῆς καθημερινῆς γλώσσας, < *bhl-jo- (μὲ ἐπίθημα -jo-(, συνεσταλμ. βάθμ. τοῦ I.E. *bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι, διογκώνομαι», πβ. Αρμ. Belnawor ≪φαλλός≫, λατ. ≪λάτ. foUis ≫ ≪ἀσκί, σωλήνας≫, γερμ. διαλεκτ. bille ≪πέος≫ κ.α. Ὁμόρρ. φὰλ(λ)-αινα (βλ.λ.)].
Ἡ λέξη ψωλή δὲν εἶναι παρὰ τὸ θηλυκό του ψωλός ποὺ σημαίνει μὲ ἀποκεκαλυμμένη τὴ βάλανο ἢ πέος ἐν στύση. Ὁ Ἀνδριώτης ἀποδέχεται αὐτὴ τὴν ἐτυμολογία.
Τέλος ἡ λέξη καυλὶ ἔρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο καυλίον ὑποκ. τοῦ οὐσιαστικοῦ καυλὸς ποῦ σήμαινε "βλαστάρι, κοτσάνι, μίσχος" καὶ κατὰ προέκτασιν σήμαινε ὁτιδήποτε μακρουλοειδὲς -τὸ ἄκρον τοῦ δόρατος, γιὰ παράδειγμα, ἀπεκαλεῖτο "καυλός".
[ΕΤΥΜ ἀρχ., ἀρχικὴ σήμ. ≪στέλεχος φυτού, κοτσάνι≫, < I.E. *kau-l-≪βλαστός, κοτσάνι≫, πβ. λάτ. caulis, γάλλ. chou ≪λάχανο≫, ἰσπ. col, ἀγγλ. Hole ≪τρύπα≫, γερμ. Hohle ≪σπηλιά≫ κ.α.].
Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης ποῦτσος/πούτσα παραμένει σκοτεινή. Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ πόσθη. Ὁ Ἀνδριώτης στὸ λεξικὸ του προσανατολίζεται στὸ σλάβικο butsa: ἐξόγκωμα. Τὰ πράγματα ἐδῶ δὲν εἶναι καὶ τόσο ἁπλά. Πρῶτα πρῶτα δὲν ξέρουμε τὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῆς λέξης ποῦτσος ἡ πούτσα, μποῦτσος ἢ μπούτσα. Ὑπάρχει καὶ ἡ Ἰταλικὴ λέξη puzzo/ puzza βρώμικος βρῶμα.
[ΕΤΥΜ Ἀβεβ. ἐτύμου, πίθ. < σλάβ. butsa ≪ἐξόγκωμα, προεξοχή≫ ἤ, κατ' ἄλλη ἐκδοχή, < ἄρχ. πόσθη (βλ.λ.). Ἔχει προταθεῖ ἀκόμη ἡ σύνδεση μὲ τούρκ. puc ≫ ἡ σχισμὴ τῶν γλουτῶν≫].
Ὁ Μέγιστος Πετροπουλος γράφει ὅτι τὸ θέμα μὲ τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξης μουνὶ ἔχει λυθεῖ. Ὁ Χατζιδάκις εἶχε προτείνει μία ἑλληνοπρεπῆ ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ εὐνὴ/εὐνίον καὶ ὁ Φιλήντας μία ἄλλη ἑλληνοπρεπῆ ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ μνοὺς/μνίον, αλλά όπως λέει ο Πετρόπουλος μάλλον είναι λάθος. Ὁ Ἀνδριώτης δέχεται τὴν ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ βενετσιάνικο mona καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Gerhard Rohlfs στὸ λῆμμα μοῦνος παρατίθεται τὸ βενετσιάνικο mona καὶ τὸ Ἑλληνικὸ βουνὴ (:ὅρος τῆς Ἀφροδίτης). Παρόμοια εἶναι ἡ ἄποψη τῶν Carlo Battisti καί Giovanni Alessio στὸ κλασσικὸ τοὺς ἐτυμολογικὸ λεξικὸ τῆς ἰταλικῆς ὅπου ἀναφέρονται τὰ ἑλληνικὰ μουνὶ καὶ βουνή. Ὁ Ἀνδριώτης προφανῶς ἀγνοοῦσε τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ του ἰταλικοῦ λεξικοῦ, συμπληρώνει ὁ Πετροπουλος.
Να εξηγήσω εδώ ότι στὰ Λατινικὰ ὑπάρχει ἡ φράση Mons Veneris (:ὅρος τῆς Ἀφροδίτης, ἐφήβαιον), ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶλλον προῆλθε ἡ ἑλληνικὴ μεσαιωνικὴ ἔκφραση τὸ βουνὶν τῆς Ἀφροδίτης.
ΜΟΫΝΗ, Δ. ΜΟΥΝΙ, Σ. τὸ γυναικεΐον αἴδοιον, Ἔλλ. ὄνομα ἄσεμνον ἀπὸ ἄχρηςον καὶ ἄσεμνον λέξιν πάλαιαν Μύλλον συγγενῆ τοΰ ρήμ. Μύλλω, Ἔλλ. λέξεως τῶν Σικελῶν Ἑλλήνων σημαινούσης τὸ Μύλλει, πλησιάζει τοΰ Ἠσυχίου ὡς τὸ ἔσημειωσε καὶ ὃ ἐπίσκοπός της Θεσσαλονίκης. Καὶ τὸ Μύλλειν παρὰ Θεοκρίτω ἐλέχθη ἐπὶ μίξεως οὐ σεμνῆς.
Κάμνοντας κλὶκ ἐδῶ δεῖτε τὴν ἄποψη τοῦ Κοραῆ καθὼς καὶ τὴν προέλευση τῆς ἐπίκαιρης τελευταία λέξης ἀργομουνιάτικο.
To μουνὶν εἶναι μεσαιωνικὴ λέξη. Τὴν πρωτοσυναντᾶμε τὸν 12ον αἰώνα στὸ ἔργο (αν δεν είναι μεταγενέστερη προσθήκη) τοῦ Ἰωάννη Τζέτζη, "Θεογονία". (κλικ εδώ προς το τέλος).
"οὐκ αἰσχύνεσαι, αὐθέντριά μου, νὰ γαμῆ τὸ μουνίν σου παπάς; "
Τὴ δεύτερη ἀναφορὰ τὴν βρίσκουμε στὸ ἐκπληκτικό: "Διήγησις Παιδιόφραστος τῶν Ζώων τῶν Τετραπόδων" (κλὶκ ἐδῶ στ. 467), σατυρικὸ πόνημα ἀγνώστου δημιουργοῦ του 14ου αἰώνα.
"διὰ vὰ σηκώvης τὴν οὐράv, vὰ δείχvης τὸ μουvίν σου"
Διαβάστε ὁλόκληρο τὸ ἔργο, γιὰ νὰ δεῖτε ὅτι οἱ βυζαντινοὶ διέθεταν καὶ χιοῦμορ…
{ETYM. < μέσν. μουνίν, ἀβεβ. ἐτύμου. Ἔχουν προταθεῖ οἱ ἑξῆς ἐτυμολογίες:
(α) < μέσν. μουνὶν < *εὔνιον (μὲ τροπὴ τοῦ συμφωνικοῦ συμπλέγματος[-νὴ-] > [-mn-], πβ. ἐλαύνω - λάμνω, εὐνοῦχος - μουνοῦχος), ὑποκ. τοῦ ἄρχ. εύνή ≪συζυγικό κρεβάτι, γαμήλια κλίνη≫
(β) <μέσν. μουνὶν < *μνίον (μὲ ἀνάπτυξη εὐφωνικοῦ -ου-), ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄρχ. ἀπρφ. βινείν τοῦ ρ. βινῶ ≪συνουσιάζομαι (παράνομα), ὀχεύω≫
(γ) < μέσν. μουνίν, ὑποκ. τοῦ βέν. mona (ἴδια σήμ.(, πίθ. < ἄρχ. βυνῶ ≪πληρῶ, γεμίζω≫ (πβ. κ. βυζαίνω), ὅποτε θὰ πρόκειται γιὰ ἀντιδάνειο (δ) < μέσν. μουνὶν < μνίον (πβ. τὴ ≪γλώσσα≫τοῦ Ἠσυχίου μνοιὸν μαλακόν), ὑποκ. τοῦ ἄρχ. μνοϋς ≪χνούδι, ἁπαλὸ μαλλί≫ ( πβ. κ.χνοϋς)].
Μπαμπινιώτης.
Ἄβυσσος καὶ ἡ ἐτυμολογία τοῦ μουνιοῦ, πού ἐκτὸς ἀπὸ καράβια σέρνει καὶ ἐτυμολόγους.
Ἡ λέξη πούστης όπως και η λέξη μπινές ἀναφέρονται στοὺς ὁμοφυλόφιλους. Η λέξη πούστης δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἑλληνικὴ μορφὴ τῆς ἀκριβῶς ἀντίστοιχης ταυτόσημης τουρκικῆς λέξης pust.
[ΕΤΥΜ. < τούρκ. pu§t < πέρσ. puSt ≪παιδὶ ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ διεστραμμένους σκοπούς, ἀντικείμενο παιδεραστίας≫].
Κατὰ τὸν Ἀνδριώτη ἡ λέξη μπινὲς προῆλθε ἀπὸ τὸ ρῆμα μπινεύω (: ἱππεύω) ἑλληνικὴ ἀπόδοση τοῦ τουρκικοῦ binmek, κατὰ Πετροπουλον εἶναι λάθος ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ τουρκικὴ λέξη ibne ποὺ μὲ ἀναγραμματισμὸ μᾶς δίνει τὸ μπινές. Μὲ τὴν ἐτυμολογία αὐτὴ συμφωνεῖ καὶ ὁ Μπαμπινιώτης.
Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐτυμολόγοι δέχονται ὅτι ἡ λέξη μαλακία εἶναι ἑλληνικότατη καὶ ὅτι ἡ σημερινὴ σημασία της ἔχει πίσω μία ἀρκετὰ μακρόχρονη ἱστορία.
Συναντᾶμε τὸ πανάρχαιο ρῆμα γαμέω στὸν Ὅμηρο. Ἀρχικὴ σημασία νυμφεύομαι. Τὸ ἴδιο σήμαινε καὶ μετὰ ἀπὸ χίλια χρόνια. Στὴν συνέχεια ἔλαβε τὴν σημερινή του σημασία.
Τί ἀπέμεινε; Ἐλᾶτε καλέ! Ὁ κῶλος. Ὁ κῶλος εἶναι ἀπὸ μόνος του ὁλόκληρο κεφάλαιο συνεπῶς θὰ μᾶς ἀπασχολήσει εἰς επόμενον πόνημα.
Σχετικά με την λέξη πούτσα: προέρχεται από την Ιταλλική "puzza" από την εποχή που οι Ιταλίδες πόρνες ήρθαν στην Ελλάδα. Ως γνωστόν τα η προσωπική υγιεινή δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ανάμεσα στους Έλληνες βλάχους. Κατά συνέπεια όταν πήγαιναν στα πορνεία και κατέβαζαν τα παντελόνια, οι Ιταλίδες πόρνες έλεγαν "ma que puzza" δηλαδή "μα τι βρώμα". Οι βλάχοι καταλάβαιναν ότι μιλάγαν για τον καυλό τους αλλά νόμιζαν ότι σχολίαζαν, λανθασμένατο, μέγεθός του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σωστός φίλε μου! Στα ιταλικά συγκεκριμένα με ακριβή λόγια είναι: "Ma che Puzza !!!" Και μετά το "πούτσα" οι καράβλαχοι το βγάλανε και σε αρσενικό και λέγανε "ο πούτσος"... και κυκλοφορούν και ένα ανέκδοτο δήθεν ότι ο Πούτσος ήταν αρχαίος Έλλην ανθοπώλης.. Η ελληνική ημιμάθεια και μαλακία σε όλο της το μεγαλείο !!!
Διαγραφή