Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Περι-κλέους Ἀσπασίας Μέρος β΄


.

                  
                      
Μαρμάρινη προτομ τς σπασίας, πο φέρει πιγραφ
μ τ νομά της. Ρωμαϊκ ντίγραφο, λληνιστικο γάλματος.
Μουσεο το Βατικανο, Ρώμη



                                               Για το πρώτο μέρος πατήστε εδώ.


κοβε κα τίς βόλτες της στ μαγαζι Μιλήσια, ψώνιζε κα καν φορεματάκι σινι κα καν πατούμενο μουσουδάτο κα κυλοσε καιρς ζάχαρη. σπου, ξω π να μαγαζί, τν περιέλαβε μία Λουκ τς ρχαίας, τν ρχισε στ μπινελίκια - τί κυνόη, τί χαμαιτύπη, τί δεικτηριάδα τν επε- κα πολ κλαψε σπασία δι τ κακν κα τ δικον της ιστορίας. Τν παρηγόρησε λύμπιος, τς επε πς τσι γίνεται ταν εσαι φίρμα, τς θύμισε κα τ φάση μ τ Μιμ κα τν μπάτσο πο τς χωσε μία μισοπάλαβη, σύχασε σπασία, εχε κα μία ψιλοκαθυστέρηση, κάτι λιγωμάρες κα κάτι ναυτίες, κατάλαβε πς τς τν εχε φυτέψει τ σπόρο γέτης κα σταμάτησε ν χολοσκάει γι ψιλοπράγματα, καθόσον νεμένετο παιδίον νδόξων γονέων κα τ γεγονς δν ταν κα δι περ σκασίλαν. Τ περ σκασίλαν ταν, πς λίγο πι πρν εχε προτείνει Περεκλς να νόμο πο λεγε πς θηναοι πολίτες θ λέγονταν μόνο τ τέκνα πο εχαν κα τος δύο γονες Γκάγκαρους θηναίους κι τσι τ κυοφορούμενον δν θ βλεπε ποτ το ψηφοφορίες κα ξιώματα. Δν τν παιρνε τν Περικλέα ν’ λλάξει τ νόμο, σκέφτηκε πς χει Δίας -στν λλάδα ς γνωστν ο νόμοι λλάζουνε σν τ πουκάμισα- νηγκαλήσθη τν σπασία, θώπευσε τν καρπν στν κοιλία της κα δάκρυσαν μφότεροι δι τ ετυχς γεγονς πο ρχόταν.

Κι πειδ τ μεγαλεία φέρνουν κα μεγαλεπήβολες δέες, ρίχνει τν σκέψη Φειδίας ν χτίσουνε μία κκλησία πο θ βγάζει μάτια. Κα δίκην ρχαίου Μπόμπολα ναλαμβάνει τ ργο το Παρθεννος, παίρνει γι βοηθος κάποιον κτίνο κα κάποιον Καλλικράτη κα ξεκινον ο μπίζνες. Κα πρε πίσω κα μ τόκο κουφαλίτσα Φειδίας τ τάλαντα πο σταξε γι τν προίκα τς σπας. Διότι α ποχα μπορε ν λλάζουν, α μίζαι μως, παραμένουσι διαχρονικαί.φαγε ο Άδης πολλος ργάτες στ χτίσιμο. λλ τσι εναι α μεγάλαι δέαι. χουνε κα τ θύματά τους. Ετυχς πο δν πρχε τότε νόμος γι τ ργατικ τυχήματα, οτε κα οκολογικς νησυχίες, γιατί τ ργο θ τελείωνε το γίου Πάνα νήμερα.

Κι εδε γύφτος τ γενιά του κι ναγάλιασε καρδιά του. Κα κάπου κε ν τ περνούσανε ζάχαρι, ρχισε ν στραβώνει τ πράμα. ζημι ρχισε ταν ρθαν κλαψουρίζοντας κάτι Μιλήσιοι στ στυ, δαρμένοι π’ τος Σαμιτες, ν ζητήσουν βοήθεια. (Πλουτάρχου, Περικλής XXV) Τν σαπίζει στ κρεβατομουρμούρα σπασία τν Περεκλή, «ο πατριτες μου εναι κα γαμ τ παιδι κα δημοκράτες», τν πιάσανε τάχα μου κα κάτι πονοκέφαλοι, τ βγάζει στ χειροκίνητο  Περικλες κάτι νύχτες, τσιμπάει, κα τραβάει μία κστρατεία ναντίον τν Σάμιων, καταφέρνει ν νικήσει μέν, λλ το γινε κλος τάληρο. Σκληρ καρύδια ο Σάμιοι το βγάλανε τον πάτο γι ν λυγίσουν. Κι ρχισαν τς γκρίνιες ο θηναοι πς λλος γαμάει, κα λλοι πληρώνουν.

Κι εναι φοβερ πράμα γκρίνια. Κα μεταδοτικ σν τν γρίπη τν χοίρων. Μ δον ετυχισμένο νθρωπο, ν πέσουνε ν τν φάνε. Κι μα δν μπορες ν βαρέσεις τ γαϊδούρι, κοπανς τ σαμάρι. Γαϊδούρι Περικλς, δν καταλάβαινε Δία, βρήκανε τν ρμο τν Φειδία ν ξεσπάσουν. Κι ν πιανε τ κόλπο, θ περιλάβαιναν κα τν λύμπιο. Στήσανε, λοιπόν, μία μηχαν πς τάχατέ μου Φειδίας βούτηξε κάτι τάλαντα π’ τ χρυσάφι μ τ ποο εχε κοσμήσει τ χρυσελεφάντινο γαλμα τς θηνς. «Κι ντε τώρα ν’ποδείξει λούγκρα τι δν εναι λέφαντας», σκέφτηκαν ο νάγωντες.Τί θ κάνει Φείδιας; Πς θ’ ποδείξει πς λο τ χρυσίον ερίσκεται π το γάλματος;». Λογαριάζανε μως χωρς τν ξενοδόχο Περικλέας, γαλ μέλανα μως, το εχε πε πως μς λέει Πλούταρχος (Πλούτ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΧΧΧΙ παρ. 2 και 3, κα Θουκυδίδης ΙΣΤΟΡΙΑΙ 2.13.5) ν κρύψει καλο κακο κάτι χρυσς πλάκες μεσ’ τ γαλμα. Έτσι σηκώνεται πάνω ν μέση της λιαίας, «μα θέλετε ρ κουφάλες, να πάτε ν δετε τ χρυσάφι, μεσ’ τ γαλμα εναι!». ( Θουκυδίδης μς λέει τι: Τ γαλμα, ς σχυριζετο, εχε καθαρν χρυσν βάρους σαράντα ταλάντων, ποος λόκληρος το μετακινητός.) Κα ξάπλα ο συκοφάντες, οτε πο τόλμησαν ν πνε ν τ ζυγίσουνε μπς κα τος πάρουν στ ψιλό. Τώρα  μπλόφα τανε, λήθεια λεγε, χο νόους; πάντως στν φρ Φειδίας.

λα μως πο Περεκλς δν πολόγισε τ ματαιοδοξία το κολλητο του. Νέα πρόσκληση τι, Φειδίας χει χαράξει πάνω στν σπίδα τς Παλλάδας το σκατόμουτρό του, τν κεφαλ το Περικλέους κα τ γλυκ προσωπάκι τς σπασίας. εροσυλία! Στν ψειρο Φείδιας, χωρς μισόγυμνες αλητρίδες, κα κλάααμα γαλματοποιός, που «τελεύτησε νοσήσας πως λένε κάποιοι» μς λέει Πλούταρχος.(Πλούτ.ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΧΧΧΙ παρ. 5)

πόμενος στόχος ναξαγόρας. «Τί παπαρις λέει ατός; Πς σως τ’ στέρια κι ορανς διέπονται π φυσικος νόμους κα δν βολτάρουν κατ’ ντολ τν λυμπίων; Κα πς λιος δν εναι τίποτ’ λλο παρ φλόγα :  Διογ. ο Λαέρτιος παρ 12 Στάσου ν τοιμάσουμε να νόμο ν παγορεύει τέτοιες μαλακίες κι ν μπορε ς συνεχίσει τρελλοπαντιέρα ν λέει τς παπαρδέλες του!». Το τ σφυρίξανε το ρχαίου, σκέφτεται ατς «ρέ, μο τν χουνε στημένη ο πισωγλέντηδες!» κα τν κάνει σν τν μακαρίτη στ Παρίσι. (ναξαγόραν δ φοβηθες ξέπεμψεν κ τς πόλεως, μς λέει πλούταρχος, Περικλης XXXII,3)  

Κι τσι φτασεν ραν της, (πο λένε κα ο κουμπάροι) κα τς σπάσως πο τς ρεσαν τ παρτάκια. «Γιατί τόσα συμπόσια, κυρά μου; Κα καλά, θς ν ντερλικώνεσαι μ τος φίλους σου, τ γκομενάκια τί τ χρειάζεσαι στς συνεστιάσεις σου; πειδ τ γουστάρει μερακλς Περεκλς κα το ρέσουν ο παρτοζες, σ θ κάνεις τν πονοβοσκό;». Κα το θαύματος, κυρίες κα κύριοι! Νάσου κυρία στ δώλιο. «Δν πιστεύει στος λύμπιους λλ μελετάει και τ φυσικ φαινόμενα, κύριοι λιαστές! φστε, πο κάθε τρες κα πέντε μαζεύει κάτι γκομενάκια στ σπίτι της ν χαϊδεύουν τ χαμνά του Περικλ κα τν κολλητν του! τσι τν κρατάει, μ πάρτι μ οζα κι λλαξοκωλιές! Ασχος!».  (Πλουτ. Περικλης ΧΧΧΙΙ). Γάτα λύμπιος, σκέφτεται πς δν τ βγάζει καθαρ σπα μόνο πιχειρηματολογώντας, ξέρει πς λαουτζίκος τν αγαπάει, σηκώνεται τ λεπν κα τος ρίχνει μία δακρύβρεχτη στορία περ γάπης, λατρείας, φοσίωσης κα τ τοιατα, ρίχνει κα κάτι δάκρια στλ Βροχοπούλου, τος παίρνουνε τ ζουμι τος λιαστς κα τσκ γν κι μόλυντη τσατσά η σπασία.

Παρεμπιπτόντως τώρα, τ μεγάλωμα τν θηναίων πολύ τους πείραζε τος Σπαρτιάτες. Βάλανε τσιγλιές, λοιπόν, σ κάτι γείτονες πο δν τος πολυαρέσανε ο θηναοι, τος τάξανε πς θ βοηθήσουν ν χρειαστε, κι ρχισαν τ ργανα. Βγάζει μία διαταγή Περικλς κα παγορεύει στος Μεγαρετες τν εσοδο στν θήνα, τ παίρνουν στ κρανίο ο λλοι, κι ρχίζει τ πανηγύρι. λλο πο δν θελε κενο τ ζουλάπι ριστοφάνης, σκαρώνει μία στορία πς δθεν δύο καυλοπυρέσσοντες ψωλέττες θηναοι βούτηξαν το ραιότερο πουτανάκι τν Μεγάρων, νόματι Σιμαίθα, το ποίο κανε κα ραο τζιβιτζιλίδικο λεσβιακ, κα πς σ’ νταπόδοση ο Μεγαραοι βουτήξανε δύο πουτανάκια τς σπασίας. Κα πς πατρόνα η σπασία, πολ τσαντίστηκε κα επε κάτι  κουβέντες στν Περικλ ν τιμωρήσει τος Μεγαρες. 
 

πόρνην δ Σιμαίθαν όντες Μεγαράδε
νεανίαι κλέπτουσι μεθυσοκότταβοι…
(χαρνες στ. 523-534)

Κα κάπως τσι ρχισε Πελοποννησιακς ο πόλεμος. Πρ, γυν κα θάλαττα τ τρία κακά της μοίρας μας κα κακς κατηγορομε τν Εα γι τ να, καθόσον σπα το μεγαλυτέρα καριόλα.

Γνωστ τ παρακάτω, πεσε κα να θανατικό, ξεκληρίστηκαν ο θηναοι, τ τίναξαν κα τ δύο παιδι το Περεκλ π’ τν πρώτη του γυναίκα, δν εχε προλάβει ν στήσει κα τ ΕΣΥ Περικλς, κόλλησε κι ατς τν πανούκλα  κα τον πγανε ν βλέπει τ ραδίκια νάποδα. Κα βαλε πλερέζες μαντάμ, κα πολ στενοχωρήθη λλ στς ννιά του μακαρίτη λλον βαλλε στ σπίτι. (Πλούταρχος, Περικλς, XXIV) Λυσικλής λεγόταν, αγοπρόβατα βοσκε, τν περιέλαβε μως προκομμένη κα σ κάτι μνες τν κανε ν βγάζει κάτι λόγους στν κκλησία το δήμου, τύφλα νάχει μακαρίτης. Κα τν κανε γέτη τς θήνας κα τν Λυσικλ κι κανοποιήθηκε κα ματαιοδοξία της ποδεικνύοντας πς ξερε ν τν φτιάχνει τν νδρα. Γι τ πρόβατα το Λυσικλέους στορικ ρευνα το Γεωργίου το Βος δν βρκε ν ναφέρει κάτι στορία, λλ π κάτι φμες πο διασώθηκαν ς τς μέρες μας, μλλον γίνανε μεζέδες γι τ συμπόσια τς σπασίας, καθότι, ς γνωστόν, πρτα σου βγαίνει ψυχ κα μετ τ χούι





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου