Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΣΤΗΛΑΙ ΑΛΑΤΟΣ








Ιστορίες του γιατρού




ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΜΟΥΝΟΠΡΩΚΤΟ


                                                      

ΥΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟ ΤΙΤΛΟ: 

ΣΤΗΛΑΙ ΑΛΑΤΟΣ

ΚΩΜΕΙΔΥΛΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΟ
(εράνισμα ελληνικότητος, παράδοσης, βουνών και κάμπων ιερών,
 και ανίερων τραχανοπλαγιων…)

ξυγγραφέν τους χαλεπούς ετούτους χρόνους υπό του:
 
ΑΝΙΕΡΟΥ ΔΟΚΤΩΡΟΣ ΒΟΥΣ

Παρακαλούνται όσοι μου έχουν κάποια υπόληψη να μην το διαβάσουν, 
γιατί θα χάσουν πάσαν ιδέαν.





ΠΡΟΣΩΠΑ:
Δύο (2), ο Γέρων και η Γραία

ΣΚΗΝΙΚΟ:
 Ένα τραπέζι στρογγυλό, στασίδια δύο (2), ανάκλιντρο, όλα 
τοποθετημένα πλάτη προς το κοινό, στο βάθος μπερντές με βουκολική 
ελληνική φύση, ένας μισογκρεμισμένος ναός.

ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ:
 Αρχαϊκής εποχής, χιτώνες, σαντάλια, πόρπες, και διάφορα αξεσουάρ τα 
οποία βεβαίως μπορούν να αντικατασταθούν-κατά το δοκούν- 
π.χ. φουστανέλα, τσαρούχια, στολή Αμαλίας, ταγάρια.

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ.

(Ο γέρων και η γραία κάθονται στο τραπέζι)

ΓΕΡΩΝ: (τρώγοντας ελιές και φτύνοντας καταής τα κουκούτσια) Άχρηστη γυνή χαίρε, (ρεύεται). Δυό ελιές και δυό κουκούτσα, τα κορίτσια θέλουν πούτσα!
ΓΡΑΙΑ: (Αδειάζοντας το κρασοπότηρό της) Αααχ αρσενικέ, αγαθή σου τύχη, καλά φάγαμι, καλά ήπιαμι (ενώ ρεύεται) να είχαμι και κάποιον να μας… (κουνάει το μεσιανό δάχτυλο γωνιασμένο με νόημα) …του καν πισώπλατα…
ΓΕΡΩΝ: Πάντα π’τάνα είσουνα μωρή, αλλού τρώς αλλού πίνεις κι αλλού πας και το δίνεις.
ΓΡΑΙΑ: (Σηκώνεται και κουνεί πάνω κάτου γρήγορις το χέρι της με σημασία), τρεις εφτά είκοσι μία, λέει ο γέρος μαλακία…
ΓΕΡΩΝ: Αμ δεν μπορώ μωρή γριά, γιατί είν’ η πούτσα μου στραβιά.
ΓΡΑΙΑ: (Στο κοινό), ήτονε, βλέπεις το κλίμα στραβό, το ‘φαε και ο γάδαρος…
ΓΕΡΩΝ: Σώπα γριά γιατί θα στη βάλλω όλη και θα τρανταχτεί η πόλη.
ΓΡΑΙΑ: Σιγά ρε μη στραβοψουλιάσεις…
ΓΕΡΩΝ: Κι αν σου χώσω και τ’ αρχίδια θα γκρεμίσουν τα γιοφύρια.
ΓΡΑΙΑ: (Γυρισμένη στο κοινό κουνάει τη χούφτα της με νόημα). Αγαθή τύχη, ο ψωλοβρόντης πάλι ψωλοκοπανεί.
ΓΕΡΩΝ: Μωρέ σαν πετύχει η μαλακία τύφλα να ‘χει το γαμήσι.
ΓΡΑΙΑ: Απ’ το πολύ, που σε πονεί και που σε σφάζει, την έκανες σφεντόνα.
ΓΕΡΩΝ: (Σηκώνει τα χέρια ψηλά) Ω, Δία βοήθα, (την κυνηγάει γύρω-γύρω στο τραπέζι) Στάκα στάκα ευλογημένη τώρα που ‘ναι καυλωμένη (πράγματι ο χιτώνας μπροστά του είναι σηκωμένος).
ΓΡΑΙΑ: (Τρέχοντας με χάρη) σιγά τα ωά.
ΓΕΡΩΝ: Θα σου βάλω τη μισή να τραντάξει το νησί… (σταματάει λαχανιασμένος).
ΓΡΑΙΑ: Βρέ, θέλω ψωλή και πούτσα να κάνουν χλάτσα- φλούτσα!
ΓΕΡΩΝ: Όταν εγώ θέλω εσύ δεν θέλεις, τώρα που δεν θέλω, Θέλεις.
ΓΡΑΙΑ: Το μ΄νι μ΄ δεν είναι αρνί, να το δέσεις στο παχνί, το μουνί θέλει γαμήσι για να μην παραστρατήσει…
ΓΕΡΩΝ: (Συνεχίζει) …τώρα και εγώ δεν θέλω, για να θέλεις όταν θέλω…
ΓΡΑΙΑ: (Χορεύει γύρω του), ψωλαρά μου, αρχιδομούρη με το πουτσοκέφαλό σου, μια ψωλότριχα στη ρίζα, κι από κάτ’ μια μάντρα αρχίδια!
ΓΕΡΩΝ: Ζηλεύεις που δεν έχεις αρχίδια.
ΓΡΑΙΑ: Ω, Αγαθή τύχη! (δείχνει με τα δυό της χέρια χαμηλά), να τα βρε, εδώ φουσκωτά και τουρλωτά!
ΓΕΡΩΝ: Σιγά, μη σου πρηστούνε, (απομακρύνεται και τραγουδάει): ένα μουνί καθότανε σ’ ανατολή και δύση κι ευθύς επήγε ο πούτσος μου για να το γαμήσει, «έλα μουνί αγάμητο να σου φυτέψω αγγούρι, που ‘ναι στην άκρη μαλλιαρό και κόκκινο στη μούρη».
ΓΡΑΙΑ: (Περπατάει στην άλλη πλευρά σεινάμενη κουνάμενη και τραγουδάει, πότε πότε διπλώνει χορευτικά το πόδι της στον αέρα). Το μουνί το λέν Αλή και τον πούτσο Καραπλή…
ΓΕΡΩΝ: Όταν ήμουνα παιδί δεν μου δίνανε μουνί, τώρα που μεγάλωσα πλήρωσα και γάμησα.
ΓΡΑΙΑ: Το μουνί άμα αφρίζει σαν καράβι αρμενίζει.
ΓΕΡΩΝ: Ο γιαλός είναι στραβός ή στραβά ψωλαρμενίζουμε;
ΓΡΑΙΑ: Το μουνί το λεν Ριρή και τον πούτσο Παναγή.
ΓΕΡΩΝ: Ω, Θεέ μεγαλοδύναμε πούτσα που της χρειάζεται…
ΓΡΑΙΑ: Το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα κι όπου θέλεις πάνε ρώτα, το κεφάλι μπαίνει πρώτα και τ’ αρχίδια κλειούν την πόρτα.
ΓΕΡΩΝ: Να ‘χα μοίρα να ‘χα τύχη. Να ‘χα μια ψωλή σαν πήχη, να την βλέπουν τα κορίτσα, να θαρρούν πως είναι βίτσα.
ΓΡΑΙΑ: (ενώ πηγαίνει πίσω από το ανάκλιντρο και ξαπλώνει).  Μια γριά μονοδοντού, άντρα γύρευε η πορδού, κι άλλη μία ξεκωλιάρα, άντρα γύρευε η γαϊδάρα.
ΓΕΡΩΝ: (Ακολουθώντας την) μουνάρες στα κρεβάτια σας έρχεται ο δημαστυνόμος!
(Είναι κι δυό τους κρυμμένοι από το κοινό. Πίσω από το ανάκλιντρο ακούγονται μόνο οι φωνές τους και πότε πότε σηκώνονται τα ποδάρια της γριάς στον αέρα, ενώ ακούμε χλάτσα χλούτσα ήχους, όλο νόημα)
ΓΡΑΙΑ: Αγαθή τύχη (Παναγιά μου) όποιος θέλει να γαμήσει, πρέπει να χασομερήσει.
ΓΕΡΩΝ: Ω, να τα να τα τα Βυζά, νάτες νάτες οι Βυζάρες, και οι Βυζαροκουτάλες, οι Βύζοι και τα Βασταβίζιον…
ΓΡΑΙΑ: Όσο γερνάει ο άνθρωπος κι ασπρίζει το μαλλί του, μακραίνουνε τα αρχίδια του, κονταίνει η ψωλή του.
ΓΕΡΩΝ: Γραία μου το μουνάκι σου το σχιζαμυγδαλάτο είν’ από μέσα κουφωτό και ζάχαρη γιομάτο.
ΓΡΑΙΑ: Που είσαι Παναγιά μου να το ιδείς…
ΓΕΡΩΝ: Άχου, άχου τι βλέπω…
ΓΡΑΙΑ: Ακόλαστε…
ΓΕΡΩΝ: Αν θέλεις βρε πουλάκι μου, ν’ ακούσεις τη φωνή μου, γαργάλησε τ’ αρχίδια μου και κάτσε στην ψωλή μου.
ΓΡΑΙΑ: Το μουνί το πλακουτσό έχει κάμαρες οχτώ, κι από μέσα η καμάρα είναι φόβος και τρομάρα…
ΓΕΡΩΝ: Μουνάρα μου με τα 17 καπάκια!
ΓΡΑΙΑ Τι θα γένω η ορφανή, που το μ’νί μου με πονεί;
ΓΕΡΩΝ: Που σε πονεί και που σε σφάζει…
ΓΡΑΙΑ: Βάλτην μέσα για να χύσει και να ευχαριστηθείς γαμήσι!
ΓΕΡΩΝ: Αχ, πέστο μου ποιος σε γαμεί να του γλείψω την ψωλή!
ΓΡΑΙΑ: Εσύ με γαμάς Μουνίκακα και ζμπρώχνε στα γεμάτα.
ΓΕΡΩΝ: Βοϊδόπουτσα επόθησες Γραία μου πουτσοπνίχτρα!
ΓΡΑΙΑ: Ο ψώλαρος κι ο μούναρος τα δυό μεγάλα κράτη εκάμανε τον πόλεμο επάνω στο κρεβάτι.
ΓΕΡΩΝ: Μουνόψειρα, μουνόπανο και μουνοξεσκονίστρα, μ’ εμένανε φτιαχνόσουνα κι αλλού εταϊζόσουνα.
ΓΡΑΙΑ: Ω Ίσις μου θεά τούτος εδώ έχει της ψωλής του το χαβά.
ΓΕΡΩΝ: Παλιά όταν το χτένιζες πάθαινα γω μουνίλα.
ΓΡΑΙΑ: (Με σαλιωμένη τη φωνή από γλύκα) αν βάλεις τις πούτσες που χω γευτεί τη μια δίπλα στην άλλη φτάνεις στον έναστρο ουρανό και στο χλωμό φεγγάρι…
ΓΕΡΩΝ: Αχ, Γραία μου άστατη και ξελογιάστρα, απόψε θα φάγουμε μαζί τη σιτεμένη γάστρα.
ΓΡΑΙΑ: Είμαι ευφάνταστη και γιομισμένη μνήμες, είχα τους ψώλαρους εγώ γονατιστούς στις κνήμες.
ΓΕΡΩΝ: Το σώμα σου είναι ουρανός και τα βυζιά σου άστρα κι ο πούτσος μου βασιλικός και το μουνί σου γλάστρα.
ΓΡΑΙΑ: Ωραία που ‘ναι την αυγή να παίζουμε παιχνίδια, να μου χαϊδεύεις το μουνί και να σου ξιώ τ’ αρχίδια.
ΓΕΡΩΝ: Μουνάκι ζαχαρόμουνο, τρυπίτσα χαϊδεμένη, μπαίνει η ψωλή μου γελαστή και βγαίνει δακρυσμένη.
Παύση για λίγη ώρα.
ΓΕΡΩΝ: Θαυμάζομαι και απορώ πως είν’ του ανθρώπου ο κώλος. Γύρω τριγύρω τριχωτός και μέσα κούφιος όλος.
ΓΡΑΙΑ: Έκφυλε!
ΓΕΡΩΝ: Μπήγω και χώνομαι βαθιά μέσα στον αφεδρώνα…
ΓΡΑΙΑ: Γέρων πές μου. Να σκάσω ή να κλάσω;
ΓΕΡΩΝ: Γραία μου αθυρόκωλη για κάνε μου αέρα… (Ακούγεται θηριώδης κρότος πορδής)
ΓΡΑΙΑ: Ω, αγαθή τύχη παναγιά μου ανακουφίστηκα ( πέφτουν πορδές, πέφτουν βροντές, αστράφτει, κεραυνώνει).
ΓΕΡΩΝ: Ο κώλος είναι η κόλαση και το μουνί πηγάδι και όποιος κώλο δε γαμεί στραβός θα πάει στον Άδη.
(Στη σκηνή πέφτει απότομα σκοτάδι και ακούγεται η φωνή του Κυρίου, σπηλαιώδης -εκκωφαντική- εν μέσω κεραυνών, μπουμπουνητών, αστραπών και πορδών): «ΜΙΑΡΑΑΑ, ΠΟΤΑΠΑΑΑ, ΕΛΕΕΙΝΑΑΑ, ΑΝΘΡΩΠΑΡΙΑ!!!  ΣΤΗΛΕΣ ΑΛΑΤΟΣ ΘΑ ΜΕΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΩΩΝΩΝ…»
(Ανάβουν τα φώτα και βλέπουμε τον ΓΕΡΟΝΤΑ και τη ΓΡΑΙΑ κοκαλωμένους και λευκούς στη μέση της σκηνής.

Τέλος και το Θεώ δόξα.- 


 Κείμενο: Δόκτωρ
                                                              Θεατρική Διασκευή: του ιδίου
                                                                          Κουστούμια: του ιδίου
                                                                               Σκηνικά: του ιδίου
                                                                          Σκηνοθεσία: του ιδίου
                                                                               Παίζουν: του ιδίου
                                                                           Ταξιθέτρια: του ιδίου


Άκαιναμηξεχασωναναφέρω (με άλλα λόγια "υστερόγραφον")
Δια να προλάβω τυχόν σχόλια κακεντρεχών τινών, με ερωτήσεις οίτινες ήθελον εκφράσει την απορίαν εναρμονίως μετά του λαϊκού αοιδού του ψάλλοντος το άσμα: «Πες μας τι πίνεις εσύ, και δεν μας δίνεις...»
Απαντώ:
α) Όντως καπνίζω, στριφτό. Το κάπνισμα ως γνωστόν βλάφτει σοβαρά την υγείαν.
β) Πίvω. Με μέτρο. Και ως γνωστόv "παv άριστοv μέτριοv"!
γ) Έτσι είμεθα εμείς οι συγγραφούντες... δε φτάνει που σκεπτόμεθα μαλακίας τας καταγράφομεν as well.

Ταύτα και  μένω.
Ο του γιατρού δόκτορας Γεώργιος ο Βούς
Πρόεδρος και μοναδικό ιδρυτικό στέλεχος του Συλλόγου Αλληλοθαυμαζομένων και Αυτοσυγχαιρομένων (ΣΑΑ)

Υ.γ.2ον (σχετικά σχετικόν)
Ο σύλλογος αλληλοθαυμαζομένων και αυτοσυγχαιρομένων συνεδριάζει άπαξ της εβδομάδος και επί 24ώρου βάσεως. Μία από τις εξαιρετικές πρωτοπορίες του συλλόγου είναι ο τρόπος εγγραφής νέων μελών. Κάθε άνθρωπος εγγράφεται ως μέλος μετά την ενηλικίωσή του, και διαγράφεται μόνον εάν ο ίδιος το δηλώσει και υπογράψει αρμοδίως την επίσημη αίτηση της οποίας το σχετικό (εγκεκριμένο) έντυπο δεν έχει εισέτι εκδοθεί.....

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Πλουτώνια ραψωδία





Καλς ρθατε στό πιό διάσημο βιντεοπαιχνίδι. Εναι μιά εκονική περιήγηση σέ μιά θεότρελη, και μακάβρια πραγματικότητα, σ’ να ξέφρενο παιχνίδι σουρεαλιστικς ψευδαίσθησης. χουμε τή δυνατότητα νά σκοτώνουμε διακρίτως φυλς καί χρώματος, νά καταστρέφουμε, νά λεηλατομε, νά καμε, νά νατινάζουμε. Θά μς πάρει βέβαια κάποιο χρονικό διάστημα γιά νά συνηθίσουμε λον ατόν τόν σαματά καί τό χάος, κι ατό γιατί κατάσταση θά εναι πρωτόγνωρη γιά μς. Μέ μιά κπληκτική σύνθεση γραφικν καί χου, μεταφερόμαστε στήν εκονική πραγματικότητα διαφόρων ποχν. Στόχος μας εναι νά προκαλομε σο τό δυνατόν μεγαλύτερες καταστροφές στούς ντιπάλους, πού κάθε φορ εναι διαφορετικοί, μέ τά πλα πού χουμε στή διάθεσή μας.

Χέρια καί πόδια, δόντια καί νύχια, τά ρχικά μας πλα. Πέτρες κλαδιά καί ρόπαλα, μαχαίρια καί σπαθιά, δόρατα καί καταπέλτες, ρκεβούζια, γρόν πρ, κανόνια, καλάζνικοφ, βόμβες, φλογοβόλα, κτοξευτρες ρουκετν καί χειροβομβίδων, πύραυλους καί εροπλάνα. λα ατά θά τά βρίσκουμε παντο στό δρόμο μας καί θά ναβαθμιζόμαστε συνεχς μέ σχυρότερο πλισμό, ν τό διο θά γίνεται καί μέ τήν ναπλήρωση τν ζων μας σέ περίπτωση πού σκοτωνόμαστε στίς διευρύνσεις το χρόνου πού κερδίζουμε, γιά τίς ντίστοιχες πίστες.

Καλή διασκέδαση, λοιπόν, κι ν κάποιοι δέν βρον τό παιχνίδι το τύπου τους γιατί εναι «καλά παιδιά», χαλαρστε κι φστε τήν δρεναλίνη νά κυλίσει στό αμα σας, νά «φυπνισθε» τό θηρίο, αμοσταγής δολοφόνος πού κρύβεται μέσα σας!


Μς καλε πλουτώνια ραψωδία καί χλοβοή τς μάχης, τό τρύπημα τς σάρκας πό τή λόγχη. ο κλαγγές τν πλων, ο κραυγές γωνίας, χος πό τή σάλπιγγα το Χάροντα. Εμαστε μαύρη γς πού τρώει τά γεννήματά της, μαύρη θάλασσα μέ τούς τυφνες της καί τούς πουλους φάλους της, τά μαρα κοράκια. Ψυχοπομποί γγελοι, «χρυσόρραπις ρμς» τν ρχαίων. Περνον ο αἰῶνες σταμάτητα κι π’ που διαβαίνουμε σπέρνουμε τόν λεθρο, ξολοθρεύουμε παιδιά, ρημώνουμε χωριά καί πόλεις, ρχίζουμε μάχες σμα μέ σμα, σκηνοθετομε σφαγές καί μακελειά, θεαματικές αματοχυσίες, ποταμούς αματος, καταστροφές, γριες δολοφονίες καί κτηνώδεις βιασμούς μικρν κοριτσιν, πλιάτσικο, λεηλασίες. Τή μιά εμαστε δ, τήν λλη κε. Σκορπμε τό θάνατο σέ πολέμους γιά ψύλλου πήδημα, κι π’ που περνμε πίσω μας φήνουμε συντρίμμια, νθρώπους πετσοκομμένους, τραυματίες πού σφαδάζουν, πού σπαρταρνε στούς πιθανάτιους σπασμούς, λείψανα, νθρώπινα πομεινάρια πού βογκνε, ψυχορραγον καί  σβήνουν. ξαφανίζουμε κατομμύρια μάχους. Ρουφμε τό αμα τν χθρν μας πού ψυχορραγον, λίγο πρίν νά φήσουν τή τελευταία τους πνοή, ποστραγγίζουμε τίς τελευταες σταγόνες αματος πομυζώντας π’ τά χείλη τίς ψυχές τους, μήν τυχόν καί σηκωθον τά λείψανα κι ρθουν πό πίσω μας μέ τά δόρατα καί μς καρφώσουν. Κατακρεουργομε χέρια καί πόδια τν πεθαμένων μή καί προφτάσουν νά μς κδικηθον καί τέλος σφουγγίζουμε τά αματα πό τά μαχαίρια μας πάνω στά ζεστά σώματα τν σκοτωμένων 2 καί 3 φορές.


Στήν Τροία, λαμποκοποσαν ο σπίδες τν χαιν στόν λιο, καί  στριφογυρνούσαμε εκίνητοι καί χαλκόφραχτοι, πολεμώντας καί σκοτώνοντας καί σέρναμε τά πτώματα τν χθρν μας πίσω πό τά ρματα μέχρι πού ργώσαμε τό χμα καί τό ποτίσαμε μέ τό αμα τν χθρν μας.


Στή μάχη τν Πλαταιν στόμωσαν τά σπαθιά μας καί σπάσανε τά κοντάρια μας, γεμάτη κομματιασμένα βέλη πεδιάδα, διαμελισμένα κουφάρια, 250.000 ο νεκροί Πέρσες. Κηδέψαμε τούς 1360 νεκρούς μας κοντά στίς πύλες τν Πλαταιν σέ χωριστούς τάφους γιά κάθε πόλη, καί μόνο ο Σπαρτιάτες φτιαξαν 3 ξεχωριστούς τάφους ναν γιά σους διέπρεψαν στήν μάχη ναν γιά τούς πόλοιπους Σπαρτιάτες καί ναν γιά τούς ελωτες.


Στούς 279 χρόνους πρό Χριστο καί πό τήν πιδρομή 200.000 Γαλατν στήν Θεσσαλία δέ γύρισαν οτε ο μισοί πό μς τούς Γαλάτες στή βάση μας, κοντά στίς Θερμοπύλες. Τό πεδίο τίς μάχης γέμισε πό τά λείψανα τν συντρόφων μας καί τά ξασπρισμένα κόκκαλά τους  γυάλιζαν για χρόνια πολλά στήν πιφάνεια τς γς. θέση ργότερα νομάσθηκε "Κοκκάλια" καί τ' νομα ατό διατηρεται ς τά σήμερα. Ο γρότες πού σκαβαν τή γς βρισκαν μέχρι πρόσφατα στά χωράφια τούς δικά μας κόκκαλα καί σκουριασμένα κομμάτια πό τά σιδερένια κοντάρια μας.


Στά τετρακόσια πενντα να χρόνια στίς 20 το ούνη ξεκίνησε μάχη  τν θνν, στά Καταλαυνικά πεδία νάμεσα στίς ρωμαϊκές λεγενες, τούς Βυζαντινούς ππότες, τό Γερμανικό ππικό, τους Βουργουνδούς τούς Σουηδούς καί τούς Κέλτες πεζούς του έτιου καί 700.000 βάρβαρων Οννων, Γέπιδων, λανν, Ρούγιων,  Σλάβων, Βάνδαλων, τίς ρδές το ττίλα, καί μες πολεμούσαμε καί πό τίς δύο πλευρές. Τήν λλη μέρα 300.000 διαμελισμένα πτώματα πλεαν σέ ποτάμια αματος κατά τόν Hydatius.


Στούς χίλιους τρακόσους σαράντα καί ξη χρόνους, μαζί μέ τή Χρυσή ρδή το Τατάρου Κιπτσάκ Χν βρεθήκαμε στήν πολύμηνη πολιορκία τς Caffa στή Κριμαία, μως δέν καταφέρναμε νά τήν κπορθήσουμε. ξαιτίας τς βρόμας καί τς δυσωδίας πεσε πιδημία μαύρης πανούκλας στό στρατόπεδό μας.  Στ’ χαμνά καί στίς κλειδώσεις τν πολεμιστν παρουσιάζονταν μεγάλες φουσκάλες καί τρεχε πύον, κολουθοσε πυρετός τς σαπίλας καί θάνατος. Βλέποντας ο ρχηγοί μας τό στρατό νά ξολοθρεύετε, διέταξαν νά δένουμε τά κουφάρια τν συμπολεμιστν μας στούς καταπέλτες καί νά τά κσφενδονίζουμε πάνω καί πίσω πό τά τείχη μέσα στήν πόλη. Βουνά πό νεκρούς δημιουργήθηκαν μέσα στήν πόλη. μπόχα πό τά σαπισμένα πτώματα εχε γίνει πιά φόρητη καί μέσα στήν πολιορκημένη πόλη πανούκλα ρχισε νά θερίζει τούς κατοίκους. πελπισμένοι ο κάτοικοι πετοσαν τά μολυσμένα κουφάρια στή θάλασσα, λλ’ ατό εχε ς ποτέλεσμα νά μολυνθον τά νερά καί τό περιβάλλον. πελπισμένοι ο πολιορκούμενοι τράπηκαν σέ φυγή καί ρκετοί διέφυγαν μέ κάποιες Γενοβέζικες γαλέρες κι τσι μετέφεραν μαζί τους καί τό μικρόβιο τς πανούκλας, τό ποο ξαπλώθηκε καί μόλυνε λόκληρη τήν Ερώπη μέ ποτέλεσμα 20 μέ 25 κατομμύρια νθρωποι, τό να τρίτο του τότε ερωπαϊκο πληθυσμο, νά πεθάνουν στά πόμενα τρία χρόνια.


Εμαστε μαζί μέ τούς πρώτους πού πέρασαν τή Πύλη το γίου Ρωμανο ταν Μωάμεθ κπόρθησε τή  λαμπρή πρωτεύουσα το Βυζαντίου. Τρες μέρες καί τρες νύχτες κράτησε σφαγή. Χωρίς στέγες ταν τά σπίτια, κατακόκκινοι π’ τό αμα ο τοχοι. Ποντίκια περιδιάβαιναν στούς δρόμους, στίς πλατεες καί στά ντουβάρια σκορπισμένα νθρώπινα μέλη. Ζητωκραυγάζαμε τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή, ταν μεγαλόπρεπος σο ποτέ ντυμένος μέ τήν λόλαμπρη στολή του, καβάλα στό κάτασπρο λογό του μπκε στήν γιά Σοφιά πατώντας πάνω στά λείψανα τν σκοτωμένων χριστιανν πού εχαν καταφύγει στό ναό γιά νά γλιτώσουν τή σφαγή.


Στά ροπέδια το Μεξικο παρουσιάστηκα σάν τόν  Βιρακότσα  τόν Λευκό Γενειοφόρο μαζί μέ τούς κατακτητές (κονκισταδόρες). Ξεσκιστήκαμε σέ πορεες πάνω στά δύσβατα καί βραχώδη μονοπάτια στό ροπέδιο το Γιουκατν, σέ κτάσεις γς σπαρμένες μέ γκάθια καί θάμνους καί λαξεμένες πέτρες πό τίς παμπάλαιες ατοκρατορίες καί τίς λαμπρές πολιτεες τν Μάγια, τν λμέκων καί τν ζτέκων. Ξασπρισμένες βραχογραφίες ξεθαμμένες πό νασκαφές, κατακόκκινα σημάδια αματος πό φρικτές νθρωποθυσίες καί πό τή δολοφονία το τελευταίου ατοκράτορα Montesuma.


Στά 1821, βαδίζαμε μέ τά σκέρια τν λλήνων πού πάτησαν τήν Τριπολιτσά, πελεκούσαμε, πετσοκόβαμε, ξολοθρεύαμε, πό Δευτέρα μέχρι Σάββατο γύρω στίς 32 χιλιάδες Τούρκους. Τούς μαζεύαμε σέ μάδες καί διακρίτως λικίας καί φύλου φο πρτα τους βασανίζαμε, καί τούς πογυμνώναμε τούς σφάζαμε μέχρις νός καί γέμισε τόπος πτώματα παιδιν καί γυναικών, καί τά χαντάκια κυλοσαν αματα.


Στά 1870 μφανιστήκαμε σάν περήφανοι Πρσοι στρατιτες κι πέναντί  μας στά χαρακώματα εχαμε Γάλλους στρατιτες το Ναπολέοντα το τρίτου. Σύννεφα καπνο κάλυψαν τό πεδίο τς μάχης. Σκοτώσαμε 18 χιλιάδες Γάλλους.Τό σκοτάδι πλώθηκε κι πό παντο κούγονταν ομωγές πληγωμένων καί ρόγχος τν τοιμοθάνατων. Σκέλεθρα πληγωμένων πολεμιστν μς κέτευαν τό Θάνατο πού θά ’δινε τέλος στούς πόνους τους, λόσπαρτα γύρω μας φρικιαστικά παραμορφωμένα πτώματα.


Τίς τελευταες μέρες το Μάη το 1871 καταμετρήσαμε στήν Παρισινή κομμούνα τά πτώματα δεκαεπτά χιλιάδων κομμουνάρων. μες πάντως, ο δυνάμεις τς ντίδρασης -πως μς νόμασαν ργότερα- δέν σταματήσαμε νά σκοτώνουμε καί νά δολοφονομε μέχρι καί τά μέσα του ούνη.