Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ἐπὶ κέρατος του Βούς




2012 : ν εδη πολογισμο κα καλωσορίσματος
.

 μα τω χειμώνι ρχομν, τς χειμερινής τροπής οσης, κα το Ποσειδεώνος φικομνου μηνς, πρτου το τε χειμώνος κα το δωδεκάτου κα δισχιλιοστο τους, παντες σχεδθεν οι τς εν Ελλάδι διαβιούντες πληθυσμοί ν λλοφροσνν τε κα πανικόν τελούν δι τν τς ν γνει οκονομικής δυσπραγίας, και την της αγοράς κατιοσαν· είπον δε «σχεδθεν», πε ελγως αναλογιζόμενος τις, τος ἀέργοις, τοις κλρoις κα τoις στγoις οδν μλει, τι «οκ ν λβοις παρ το μ χοντος» κα τι μηδν έχωv o δvαται τι πoλσαι. ν τοτοις δ ο τν τς Εσπερίας θνν ταγο (ν ος κα χαμαιτύπη γυν τις ) συνευρσκονται μετά των της Ελλάδος άρχόντων  (Ιερανδρέου κλπ), διασκοποσιν, συνεδριζουσιν, συνεστιάζουσι συμποσιζουσι, οι κα πντες  συμφωνοσιν τ πρβλημα Δήλιον, ζοφερόν, μχανον κα δυσοωνον εστί. Ετα πασιχαρες πορεύονται οκαδε, ίνα μετά των αλλήλων περί άλλων τυρβάζουσι.

Ὑπόμνημα λεξιλογικὸν
οσα:  μετοχ το ρ. ρχομαι 
κατιούσα: κ το κατειμι, κατεβαίνω κατέρχομαι
σπερία: χώρα πο βρίσκεται πρς δυσμς
ταγός:  κ το τάσσω ατς πο διατάσεει διοικε κυβερν
δήλιον πρόβλημα:  δυσεπύλιτον πρόβλημα
μήχανος: (δ β΄σήμ.) ατς πο δν πάρχει τρόπος ν πραματοποιηθ.

Ο δε Γεώργιος ο Ιερανδρέου ως κώνωψ π κρατος βος άβουλός τε κα μοιραος, ς τε ποιητς φα, πρς Δυσμς κεχηνώς προσβλπων, μωρός κα χαvoς  (μωρχαυλος χυδαϊστ) τς το Μεγλου δελφο κινσεις  νιχνεων κα προοιωνιζμενος Κασσάνδρειαν διάψευσιν των επερχομένων δεινών. Εις μάτην.

πλπιδες δε οι ν αυτ προσδοκούντες προσέτι τος βαρβρους ναμνουσι, σπερ εν ταις πύλαις ο ωμαοι κα λεξανδρινς τς ρίμας ποησαν. Οι πλείωνες δε των Ελλήνων ειθισμένοι ραστώνην τε και χλιδήν και ακόρεστον αδηφαγίαν διάγειν, υπερβαλλόντως δέδιθι καταθλίβονται τη απωλεία κεκτημένων, ορώντες  ζόφον ηερόεντα επερχόμενον.

Ὑπόμνημα λεξιλογικὸν
κεχηνς: μετοχ παρακειμένου κέχηνα,  χάσκω χαίνω
λεξανδρινός της ρίμας: Καβάφης, περιμένοντας τος βαρβάρους
ποίησαν: μφίσημο, ο μν τ πραξαν, δ τ ποίησεν
ζόφον ερόεντα: μηρ. νήλιαγο σκοτάδι

Είς δε το κλεινόν άστυ, νθα οι αστοί περγας κα συλλαλοντες ργν και απαρέσκειαν εκφράζουσι, μη δεδιόντες τα του μέλλοντος αυτών φοβούμενοι ό,τι κα πρξεις βας τε κα τρομακτικαί ναμνουσιν ατος, μη εδόντες  ο πλεονες ό,τι οδν γρ πρτερον σαν τι, κατείχον μνον. Τού γρ είδέναι περοχν vαvτι το χειν, στορικαί μπειραι καταδεξαι τε κα ληθε παιδεαν μβαλεν  το πολιτισμο πομναι φσεις. Ο μη τα αίσια δοξούντες φιλοσοφώντας  σχετλιζουσι.  «ομοι, ομοι ήγγικεν η ώρα , της παρά τώ Γεωργω ργουλλω γεγραμένης κασσάνδρειας προφητεας 1984!»

Ὑπόμνημα λεξιλογικὸν
δεδις: μετοχή το . οδα= γνωρίζω
εδός:   μετοχή του ρ. γίγνομαι
είδέναι: τελικό απαρέμφατον του οίδα


«στηλιτεύομεν» κα «πατξομεν»

Ε και τ των ξένων καιν, τραγικ και ουχί ράδια μλλον δοκοσιν εναι, τ τν λλνων κωμικοτραγωδίαν, μάλλον πως, φανεται. μες γρ οκοι, ς Διογνης ο κύων, ποιομεν· ς δν αείποτε τος Κορινθίους τετεραγμένους κ τινος ατας κα πολυπράγμονες ποιούσιν,  να δείξ ατος κα σεατν μετχων τς τε ταραχς κα τς πολυπραγμοσνης, άνευ τινός λόγου και αιτίας τν εαυτο πθον εν ταις ρύμαις και τοις οδοίς κλιεν. Τοιατα δ' ργα πιδειξάμενοι (τος λλησι) τν πενίαν οδν το καινόν στί, τ ντι ως φησίν ρδοτος (Πολύμνια.102.1) «τ λλάδι πεvίη μv αεί κοτε σύvτροφος στί, ρετ δ πακτος στί,». Μνον τα σχατα  ς τριάκοντα έτη ο πολλο, ο θήτες, οι ζευγίτες κα τς τν χειρονακτών τξεως, μετραν πως εημεραν κα εμαρεαν πολασαν.  

Ὑπόμνημα λεξιλογικὸν
δών: εκτικ το εδον
κοτ (ωv. ποτ) αε κοτε: vέκαθεν   
πακτος: (μτφ.) π ρετς πίκτητος

Ο δ της πολιτείας ρχοντες κα ο βουλευτα, απαραλλάκτως κα ατολεξε παναλαμβνουν σχεδν μνον ,τι τ τε  ντυπα κα οι αμφίγειοι τηλοψας δέκται λγουσιν, συνανεσιν μα κα εθνης ασθημα παρ τν λλων ατοντες. Όθεν δεινς και διάνοια κα τν ανθρώπων κοινή λογική   δοκιμάζεται. σ περ γρ γελοιοδέστερο εσιν κα νευ αίσθησιν ευθύνης φέροντες, τοσοτ μλλον ο  δημοβόροι κα ο ν γνει κρατούντες τν τε σοβαρτητα κα τν εθνην προσποιούντες κα μ παραλεποντες συμβουλεουσιν (οδεπώποτε, ν τν κύνα!) τν τς τν δυνάτων προστασας νγκης υπομιμνήσκοντες.

ποαν φατον κωμικτητα!

ν τοτοις δ πλιν ρξαντο βομβάζοντες τε και τωθάζοντες, βας ενέργειαι, γεσθαι π τινών νωνμων μν λλ γνωρμων τω άστυ φυλάτοντες,  «γνωστοι» ταραξιπολίται, ν διατεταγμν ενίοτε πηρεσαν τελοντων. Εν ταύτα α «νωθεν λσεις» εχερες τε κα τοιμοι εσιν. «ποδοκιμζουσι» κα «πατσουσι» (πραυτα) οι ε πράττοντες πολίται.  «Στηλιτεύομεν» κα «πατσομεν» και ημείς (αθωρε) ς γνωστν, εις εν τη παρ᾿ μν  διόλεκτον τν πτωχαλαζόνων και ψοφοδεόντων κρατοντων τ λήμματα «πραυτα» κα «αθωρε» κριβς κα τ σημαίνοντα υποδηλούν. δ᾿ έσχατος Ιερανδρέων, ταγς του πρωκτού,( χυδαιστί του κώλου) ότε και  πρωθυπουργαν ρεγμενος, εδήλοι:  «χρήματα υπάρχουσιν» μφανιζόμενος νύν  ς «γρ νρ κκ τν μηχάνων πόρους εμήχανος πορίζειν (ριστ. ππ.759).

Ὑπόμνημα λεξιλογικὸν
μφίγειο: δίαυλος τ κανάλι διώρυγα
βομβάζω: περιγελ κάποιον δι θορύβου
τωθάζω: μπαίζω περιπαίζω περιγελ
διόλεκτος: διαίτερη γλώσσα πο χρησιμοποιε να τομο κα μ πέκταση διαίτερη γλώσσα πο πλάστηκε κα χρησιμοποιεται π να περιορισμένο σύνολο τόμων.
μήχανος: ατς πο δν χει μέσα πόρους
εμήχανος: φυις πινοητικς
πορίζω: ερίσκω πόρους


Γεώργιος ο Βούς, Γραμματικς,
 παρ τέως δμον Βουφράδος




        Y.Γ. Ατομαι τοις βουλομνοις μοι ποκρνεσθαι και τος των ατν σχολοις τήν τε λεκτρ. διεθυνσν μοι γνωρζειν.

                                                          ατς