Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

διλήμματα




ΠΡΩΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ:



Ο Alberto  Giacometti (1901 – 1966, δικός μας νθρωπος, πολ γνωστς λβετς γλύπτης, μ ποκλίνουσα συμπεριφορά, κα μ μία μμον μ τ πορνεία, γεμάτος π σεξουαλικς φαντασιώσεις. Γιά περισσότερα δ) τ εχε θέσει κάποτε ς ξς:

Σ να σπίτι πο χει πάρει φωτι κα καίγεται, πάρχουν δύο πράγματα: νας γνωστς πίνακας τοΡαφαήλ κα μία γάτα. χετε μόνον μία εκαιρία, πρν γίνει λοκαύτωμα τ σπίτι, ν σώσετε ΕΝΑ π τ δύο. 

γπε δικός μου) θ γλίτωνα τν γάτα.
σες τί θ κάνατε στ θέση του - κα γιατί;


ΕΤΕΡΟΝ ΔΙΛΗΜΜΑ:





 Μία παράξενη κα ποτρόπαια συγκυρία σς δίνει τν ξς δυνατότητα: πατώντας να κουμπ στν πολογιστή σας, ποκττε μέσως πέντε κατομμύρια ερ (γι φαντάσου… ο καιρο ο μενετοί).
Τν δια στιγμ μως με τ πάτημα το κουμπιο σκοτώνετε ναν φρικαν στν φρικ ναν νώνυμο κα γνωστό σας, π τ 900 κατομμύρια φρικανν. πράξη σας θ παραμείνει γνωστη κα τιμώρητη. Οτε φρικανς οτε κανες λλος θ μάθει τί τν βρκε, οτε τί κριβς γινε.

Θ τ πατούσατε τ κουμπί;

(Κουβεντιάστε τ μ ελικρίνεια μ τν αυτό σας, τί κριβς θ κάνατε στν πράξη. πειδ τ δίλημμα εναι ποθετικ - κα δν θ πάρετε τ χρμα - εναι εκολο ν πε κάποιος χι. Γι φαντάσου μως: 5.000.000 ερώ!).

πειδ ζομε σ δύσκολες ποχς κα πειδ πλανήτης χει παραφρονήσει κα πειδ τ δίλλημα δν εκολο στν πάντηση, πλς θ πενθυμίσω τι κατ τ γνώμη μου σημεριν κρίση δν εναι μόνον οκονομικ-λλ εναι κυρίως και κρίση θικς κα ξιν.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Τενδυμβόηδαι





Επωμεν κα μες, σπερ νθρποι ντες, μετ φίλου τινός, μετ π πολ καιρ ν πάγωμεν ες καφεπωλεον δ' ναν καφέν. Οτως επεν βεβαίως καφέν, καθόσον γ μν παρήγειλα καφέν, δ φίλτατος γουίσκι Σκωτικόν. γουν, γ μν παρήγειλον φρένδον καπουτσίνον μιμετρίας γλυκύτητος, δ ταρος οίσκιον ωάννην Γουώκερον μπλκ περιποιημένον, μετ μεζέδος λαϊκούς. 

Καταφθάσαντος τς  παραγγελίας ν τω τραπέζιον μν τν δίων, μεθ' δατος, πιπροσθέτως, παρ τ τι δν νθυμομαι ν παρήγειλον δατα. Διψντος δ το φίλου, ς εκός, κ το λκοολούχου Τζώννου Γουωκέρου, καθήπγιεν τ δωρ του λον, ξεδιψάσας μν ρχικς, πλν λλ΄ μως στεραίως δὲ, βούλετο κα πιπρόσθετον.

"Γαρσόν !", νεφώνησα μεγαλοφώνως, ες πήκοον πάντων τν θαμώνων κα παξαπασν : "δωρ παρικαλ!" 

μ παραγελία ξετελέσθη πάραυτα, π νεανίσκης, πλν οχ πείρου γαρσόνας, τις μετήγαγεν κ νέου δατον ες τν μετέραν τράπεζαν, ντς περμεγέθους κανάτης διαφανος. δωρ λόδροσον, μετ κυβίσκων τινν πάγου ντός της κανάτης, ν πίνει μήτηρ κα ες τν παίδα ν μν δίδει.Πληρώσας τ μν ποτήριον, γέμισον κα τ το ταίρου ποτήριον, περχειλίσας σχεδν μφότερα τατα κα τ δύο.

Μεθ' λίγον, κούσθη φων το ταίρου, κραυγάζοντος μεγαλωστ πρς τν γαρσόναν : "Γαρσν ! δωρ παρικαλ!" 

νε κα ναυδος οσα δυστυχς γαρσόν, ρώσα τ μν τν  ταρον, τ δ τν κανάτην, περπλήρην δατος, χουσα ν τ βλέμμα σαφν τν μηχανίαν κα πορημένον, ν ταυτ.

γ δέ, νώπιον τοιαύτης μφανος στραβομάρας, πέπληξα αστηρς μέν, πλν κθ΄ λον δικαίως, τν μν ταρον :
στραβούλιακα, δν ρς λόκληρον κανάτην περπλήρην μπροσθέν σου ;"

Θαμνες τινές, νεανίαι κα νεανίσκαι κατ τ μλλον ττον τενδυμβόηδες, παρετήρουν μς, ξ ρχς, μετ περιεργείας κα πορίαν χοντες τ μάλα, κα τς κεφαλς σείοντες, πλήρης νοημάτων.

Νεανίσκη δ ξ' ατν, θρασυτάτη, ξέφρασεν ες τν παρ δίπλαν καθήμενην, πορίαν τινά, μεγαλοφώνως κα λίαν διακρίτως : 

"Μωρ μαλάκα, ατο ο πυροβολημένοι δ δίπλα, τί ζόρια τραβνε μ τ νερό; Σαρδέλες φάγανε!