Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Περὶ ὀσμῶν



Περ σμν τν σεξουαλικν ργάνων  
νδρν τ κα γυναικν




Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐκπέμπουν ὁλόιδιες ὀσμές. Ἄλλοι ἄνθρωποι μυρίζουν πολὺ καὶ ἄλλοι καθόλου. Ἡ ὀσμὴ τοῦ αἰδοίου κυμαίνεται ἀπὸ γυναίκα σὲ γυναίκα. Μερικὲς γυναῖκες, ἰδίως ὅταν ἔχουν τὰ ροῦχα τους βρωμᾶνε σὰν σκυλιά. Συνήθως τὸ αἰδοῖον ἀναδίδει μία ἐλαφρὰ ὀσμὴ ποὺ διεγείρει οὐκ ὀλίγους ἄνδρες. Ἐξάλλου τὸ αἰδοῖον μερικῶν γυναικὼν κυριολεκτικῶς μοσχοβολάει…. 
Οἱ κολπικὲς ἐκκρίσεις αὐτῶν τῶν γυναικὼν εἶναι ἄοσμες καὶ διαυγεῖς σὰν τὸ νεράκι τοῦ θεοῦ. Οἴκοθεν νοεῖται πὼς οἱ νεαρὲς κοπέλες μυρίζουν ἐλάχιστα ἐν ἀντιθέσει μὲ τὶς ἡλικιωμένες γυναῖκες. Ἡ ὀσμὴ τοῦ αἰδοίου ὡς γνωστὸν ἀποκαλεῖτε μουνίλα. Τὸ αἰδοῖον εἶναι μία κόλπωση τοῦ σώματος…   εἶναι ἐσωτερικὸ ὄργανο. Τὰ σεξουαλικὰ ὄργανα τοῦ ἄνδρα εἶναι ἐξωτερικὰ ὄργανα, τὴ ἑξαιρέσει τοῦ προστάτη. Τὸ πέος δὲν μυρίζει γι’ αὐτὸ δὲν διαθέτουμε μία λέξη γιὰ τὴν ὀσμὴ του ( πχ ψωλίλα  ἢ  πουτσίλα). Οἱ ὄρχεις μυρίζουνε. Μάλιστα τὰ ἀρχίδια μερικῶν ἀνδρῶν ἐκπέμπουν μία βαριὰ μυρωδιὰ λὲς καὶ εἶναι τράγοι. Πολλὲς γυναῖκες ξετρελαίνονται ἀπὸ τὴν ἀρχιδίλα, σκύβουν ἀναποδογυρίζουν τὸ μποῦτσο καὶ χώνουν τὴ μύτη τους στ’ ἀρχίδια γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὸ ἄρωμά τους. Ἡ ἰδιάζουσα ὀσμὴ τῶν ὄρχεων ὀφείλεται στὸ σπέρμα. Στὴν περίπτωση δὲ τοῦ βρωμίκουλα  στὴν ὀσμὴ τοῦ σπέρματος προστίθεται καὶ ἡ μυρουδιὰ τοῦ σάπιου ἱδρώτα –τότε μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ βαρβατίλα. Ἡ βαρβατίλα εἶναι ἡ χαρακτηριστικὴ ὀσμὴ τοῦ στρατώνα.  Πάντως  γεγονὸς εἶναι  ὅτι ὁ ἄνδρας ὅσο καὶ νὰ τὰ πλένει τὰ ἀρχίδια του, θὰ μυρίζουν πάντα. 

Οἱ ἄντρες λένε πὼς: τὸ μουνὶ βρωμάει σὰ ρέγγα.  Δὲν ξέρω ἂν ὁ χαρακτηρισμὸς βρωμομούνα  ἀναφέρεται στὶς ἀκάθαρτες γυναῖκες ἢ σ΄ αὐτὲς ποὺ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν μυρίζει τὸ μουνί τους. Τὸ σπέρμα ἔχει μία δικιά του ὀσμὴ ποὺ προφανῶς διαφέρει ἀπὸ ἄνδρα σὲ ἄνδρα. Ὅπως ἔχομεν ἀναφέρει καὶ σὲ προηγούμενο πόνημα ἡ πεολειχία ὑπῆρξε μεταπολεμικὸς νεοτερισμὸς στὴ χώρα μας. Σήμερα πλεῖστες ὅσες τῶν Ἑλληνίδων ἀσκοῦν τὴν πεολειχία. Πολλὲς ἐξ αὐτῶν ἀηδιάζουν ἀπὸ τὴν ἔντονη μυρωδιὰ καὶ τὴν γλοιώδη γεύση τοῦ σπέρματος. Πλὴν ὅμως ὅταν ἡ γυναίκα ἐθισθεῖ ἢ (κυρίως} ὅταν εἶναι ἐρωτευμένη, ρουφάει τὸ σπέρμα μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση.  Ὁρισμένες κυρίες ἐπαλείφουν μὲ σπέρμα τὴν κοιλιά τους ἢ τὸ πρόσωπό τους γιὰ νὰ μὴν χάσουν αὐτὴ τὴν θεσπέσια ὀσμή. Οἱ Ἰταλίδες καὶ οἱ Γαλλίδες εἶναι οἱ μεγάλες ἱέρειες τῆς πεολειχίας. Στὴν Γαλλία διακρίνουν σαφῶς τὴν γυναίκα ποὺ δὲν τὰ καταπίνει, ἀπὸ   τὴν γυναίκα ποὺ τὰ ρουφάει σὰν μεδούλι (ἡ ρουφήχτρα ἀποκαλεῖται avaleuse.) Ὡς γνωστὸν ἡ πεολειχία χυδαϊστὶ ἀποκαλεῖται πίπα, τσιμπούκι, κλαρίνο, φλογέρα κ.τ.λ. καὶ συνήθως συντάσσεται μὲ τὸ ρῆμα παίρνω. Ὅσο παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται ὑπάρχου καὶ οἱ ἐχθροί της πεολειχίας, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται διάφορα, ὅπως ὅτι τὸ στόμα τῆς κοπέλας ποὺ τὴν ἀσκεῖ βρωμάει σπέρμα, ὅπερ ψευδέστατον. Οἱ ἴδιοι αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ φιλήσουν τὴν στόμα τὴν κοπέλα τοὺς μετὰ ἀπὸ μία γενναία πεολειχία, Ἐπίσης ἡ κοιλιὰ τῶν γυναικὼν ἔχει μία ἀχνὴ ὀσμὴ –δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ προέρχεται.  
Ὑπάρχουν γυναῖκες κυρίως ξανθὲς ἢ κοκκινομάλλες (βόρειες, Ἀγγλίδες ἢ Ἰρλανδέζες) ποὺ ἡ κοιλιὰ τους ἀναδίδει μία ἄσκημη μυρωδιὰ σὰ σκατομυρωδιά. Μερικὲς γυναῖκες ἐπίσης ἔχουν μία εἰδικὴ ὀσμή μου συγγενεύει μὲ τὴν ὀσμὴ τῶν οὔρων. Οἱ ἄπλυτες μασχάλες τῶν γυναικὼν βρωμοκοπᾶνε ἀμμωνία σὲ ἀποσύνθεση. Οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες καλύπτουνε τὶς μυρωδιές τους μὲ ἀρώματα καὶ ἀποσμητικά. Τὰ λεγόμενα ἀποσμητικὰ εἶναι μία ἀπάτη ἀφοῦ δὲν διώχνουν τὴ μυρωδιὰ τοῦ σώματος ἀλλὰ τὴν ἐπικαλύπτουν.

                
Ὡς γνωστὸν τὰ αὐτιὰ τὸ στόμα τὰ μαλλιὰ εἶναι κι΄ αὐτὰ ἐρωτικὰ ὄργανα. Ὅπως γνωρίζεται ἡ παναγία συνέλαβε τὸ μπάσταρδό της ἀπὸ τὸ αὐτί, ἀκούγοντας τὸ χαιρετισμὸ τοῦ ἀγγέλου. Ἐξάλλου ὅλοι γνωρίζεται τὴν πασίγνωστη λαϊκὴ ἔκφραση: γαμιέται  κι΄ ἂπ΄ τὰ αὐτιά. Τὰ αὐτιὰ πρέπει νὰ καθαρίζονται γιατί ἀλλιῶς βρωμάει τὸ κερί τους. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ στόμα ποὺ μπορεῖ νὰ ζέχνει ἀπὸ κακοστομαχιὰ ἀλλὰ κι΄ ἀπὸ  πείνα ἢ ἀπὸ χαλασμένα δόντια. Τὰ λιγδιασμένα μαλλιὰ βρωμᾶνε. Οἱ ἄντρες μετὰ τὸ πήδημα ὀσφραίνονται τὰ μαλλιὰ τῶν γυναικών, ὅπως καὶ οἱ γυναῖκες μυρίζουν τὴ γενειάδα τοῦ ἀγαπημένου τους. Ὁ ξύπνιος ἄνδρας μετὰ ἀπὸ ἕνα παρατεταμένο γλειψομούνι πρέπει νὰ πλύνει καλὰ τὰ γένια του καὶ τὸ στόμα (ὁμιλῶ ἐκ πείρας διότι ὡς τὰ τριάντα μου διατηροῦσα γενάκι! χὲ χὲ χέ!). Στὰ ζητήματα τοῦ κώλου τὸ θέμα εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀδιάκριτο. Ὁ ἄνδρας ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν πρωκτὸ τοῦ συντρόφου του (γυναικείου ἢ ἀντρικοῦ) σὲ τρεῖς περιπτώσεις. Κωλοδάχτυλο, σοδομισμός, γλείψιμο. Ὅμως ἂν καταπιαστοῦμε καὶ μ΄ αὐτὸ ἀλλοίμονο, τουτέστιν  θὰ συνεχίσουμε μίαν ἑτέραν φορᾶν.                                                                  

Κλείνω τὸ πόνημά μου παραθέτοντας ἕνα σχετικὸ παλιοκαιρίσιο ἐγκλέζικο ἀνέκδοτο.

Ἕνας τυφλὸς περνάει μπροστὰ ἀπὸ ἕνα ψαράδικο, κοντοστέκεται καὶ λέει: 

Morning girls!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου