Τοῦ Ἕλληνα ὁ τράχηλος ζυγὸ δὲν ὑποφέρει. Πλάκωσε τὸ καλοκαίρι καὶ οἱ βάρβαροι πρὸ τῶν πυλῶν. Ποιὸ ΔΝΤ καὶ πράσινα ἄλογα. Καλοκαίρι σου λέει ὁ ἄλλος.
Ἀγαπάω μὲ τὴν καρδιά μου, τὸ καλοκαίρι κι ἂς λένε μερικοί, τί σκατοεποχὴ εἲν' αὐτή. Ἡ καλύτερη ἐποχή, ἐὰν ἀφαιρέσεις τὸν ἥλιο. Προσπαθῶ νὰ συγκεντρώσω ὑπογραφὲς γιὰ τὴν κατάργηση τῶν καλοκαιριῶν, ἀλλὰ κανεὶς δὲ μὲ νοιώθει. Κανεὶς δὲν ὑπογράφει. Ὅλοι προσμένουν τὸ καλοκαίρι. Καὶ ἐγὼ τὸ περιμένω, ἀλλὰ μὲ ἀπέχθεια. Ξεκινάει τὸ μαρτύριό μου, τὸ ξέρω. Θὰ μποροῦσα νὰ ἀπαριθμήσω πάνω ἀπὸ διακόσιους λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀποστρέφομαι τὸ καλοκαίρι, ἀλλὰ μετὰ τὸν ἑκατοστὸ τριακοστὸ πέμπτο θὰ πρέπει νὰ σκέφτομαι καὶ βαριέμαι.
Ὅλα τὰ δεινὰ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν ἥλιο. Γιὰ νὰ ἀγγίξεις τὸ τιμόνι, χρειάζονται γάντια ὀξυγονοκολλητή. Ὁ κῶλος σου καίγεται σὰν μπριτζόλα μοσχαρίσια πάνω στὰ καθίσματα. Καβαλᾶς μηχανή; ἀκόμη χειρότερα τὰ πράγματα. Εἶναι μυθολογία ὅτι οἱ μοτοσυκλέτες ταιριάζουν μὲ τὸ καλοκαίρι. Οἱ μηχανὲς εἶναι γιὰ ὀχτὼ μῆνες τὸ χρόνο, ἀπὸ Ὀκτώβριο μέχρι καὶ Μάιο. Μετὰ τέλος. Ἔτσι καὶ φᾶς καλοκαιριάτικα κουτρουβάλα μὲ τὴ μηχανή, τὴ γάμησες. Θ' ἀφήσεις κάμποσα κομμάτια κρέας στὴν ἄσφαλτο καὶ εἶναι κρίμα. Ἐὰν διαθέτεις στοιχειώδη σοβαρότητα νὰ φορᾶς κράνος, τὸ κρανίο σου γίνεται ἡλιακὸς θερμοσίφωνας- elco καὶ τὸ μυαλό σου χυλός.
Τὸ καλοκαίρι, λόγω ζέστης δὲν φορᾶς μπουφάν, ἄρα δὲν ἔχεις ἀρκετὲς τσέπες, ὑποχρεώνεσαι νὰ χώνεις στὶς δύο κωλότσεπες ἀπὸ κλειδιὰ καὶ τσιγάρα μέχρι πορτοφόλι, καὶ κινητό, καὶ ὅτι ἄλλα σκατὰ κουβαλᾶς μαζί σου. Ἔτσι ὅμως, μὲ τόσα ἀντικείμενα συσσωρευμένα πίσω, ὁ κῶλος σου προβάλλει τουρλωτός, μιλᾶμε σὰ σκέτη βραζιλιάνα, ποὺ βολτάρει στὴν Κοπακαμπάνα ψάχνοντας γιὰ πελάτη.
Ἕνας ἐπιπλέον μύθος εἶναι ὅτι τὰ παγωτὰ συνδέονται μὲ τὸ καλοκαίρι. Τὸ παγωτὸ εἶναι γιὰ ὀχτὼ μῆνες τὸ χρόνο, ἀπὸ Ὀκτώβριο μέχρι καὶ Μάιο. Μετὰ τέρμα. Τὸ καλοκαίρι λιώνουν κατὰ τρόπο γλοιώδη καὶ βρωμᾶνε κιόλας. Οἱ καφέδες, τὸ ἴδιο. Εἶναι μυθολογία ὅτι ὁ παγωμένος φραπὲς καὶ οἱ φρέντοκαπουτσινοι εἶναι γιὰ τὸ καλοκαίρι. Μέσα σὲ ἕνα λεπτὸ ἔχουν γίνει σὰν τῆς γουρούνας τὸ κάτουρο καὶ δὲν πίνονται. Ὅποτε, δίχως καφέδες, ὑποχρεώνεσαι νὰ πίνεις νερὰ καὶ τσάγια, μὲ συχνότητα μεγαλύτερη ἀπὸ καμηλιέρη στὴν ἔρημο. Καὶ βέβαια, ὅλοι ξέρουμε τί συμβαίνει ἐὰν πίνεις ἕνα κόρακα τσάγια. Ἀλλὰ καὶ τί νὰ κάνεις; Νὰ κορακιάσεις;
Ἀναψυκτικὰ καὶ μπύρες; Ἄλλος μύθος. Ζεσταίνονται σὲ χρόνο μηδὲν καὶ δὲν πίνονται, ἐκτὸς πιὰ κι ἂν εἶσαι Ἄγγλος χουλιγκάνος, ὅποτε δὲν σὲ νοιάζει καὶ τόσο. Ἡ θάλασσα. Ἄλλος μύθος, τουτέστιν, ὅτι οἱ Ἕλληνες καὶ ἡ θάλασσα ἔχουν ἄρρηκτους δεσμούς. Ποιοὺς δεσμούς; Πρώτη χώρα σὲ πνιγμούς, παγκοσμίως. Δύο σάντουιτς, πέντε μπύρες καὶ μία βουτιὰ ἐνδιαμέσως, αὐτὸς εἶναι ὁ δεσμός. Καὶ ὅσοι ἐπιζήσουν, στὸ φαγάδικο γιὰ τὴ συνέχεια. Καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα. Βρωμοκοπάει ἀντηλιακά. Θὰ ξεράσω.
Καλά, γιὰ τὰ ἔντομα, δὲν μιλάω. Προσωπικά, χρησιμοποιῶ ἀπὸ χρόνια μία ριζοσπαστικὴ ἐντομοαπωθητικὴ μέθοδο δικῆς μου ἀνακάλυψης, μὲ κορτιζόνη. Καταπίνω κάνα δυὸ Xozal τὸ πρωί, μὲ τὸν καφέ μου, καὶ μετὰ δώθε πᾶνε οἱ ἄλλοι. Ὅποιο κουνούπι τολμήσει νὰ μὲ τσιμπήσει, θυσιάζεται ἐπιτόπου. Ἄσε ποὺ ἡ κορτιζόνη στρώνει καὶ τὴ μουτσούνα καὶ ξεκλέβω κάτι χρονάκια, γιὰ πλάκα. Δὲ μὲ κάνεις πάνω ἀπὸ πενήντα, μὲ τίποτα. Καὶ πολλὰ λέω. Μετά, ὅταν φύγει τὸ καλοκαίρι, σταματῶ τὴν κορτιζόνη γιὰ ὀχτὼ μῆνες, ὅπως ἔκοβε ὁ ἀλήστου Κεντέρης τὰ ἀναβολικὰ πρὶν τοὺς ἀγῶνες.
Τὸ καλοκαίρι εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς καφρίλας. Τοῦ ὄχλου. Ὅλα στὴ φόρα. Τάβλι στὰ μπαλκόνια, ἄλλο πάλι κι αὐτό. Ρὲ μαλακοπίτουρα, ἔχω ἐγὼ νομίζεις ὄρεξη ν΄ἀκούω τὰ χτυπήματα ἀπὸ τὰ πούλια καὶ τὰ ζάρια σου; Μπέκα μέσα στὸ σπίτι σου καὶ παῖξε καὶ μπαρμπούτι, ἅμα λάχει. Καὶ φώναξε μέ. Καψουροτράγουδα τέρμα τὴν ἔνταση, καὶ μὲ ἀνοιχτὰ παράθυρα. Κτηνωδία. Θόρυβοι ἀπὸ μαχαιροπήρουνα καὶ ἐργατικὲς σιαγόνες. Καυγάδες ζευγαριῶν. Χωρίστε, ρὲ πούστη νὰ τελειώνουμε. Κι ἀπάνω ποὺ ἔχουν ἠρεμήσει λίγο τὰ πράγματα κι ἀρχίζει νὰ κλίνει τὸ μάτι σου τσούπ…. ” ἔχω καλὰ καρπούζια, ἐλᾶτε νὰ πάρετε καρπούζια…” ὁ γύφτος τῆς γειτονιᾶς σου. Μεσημεριάτικα καὶ μὲ τὸ μεγάφωνο τέρμα. Κανεὶς δὲν πάει χαμένος.
Οἱ δρόμοι; μία κόλαση. Ποῦ πάτε ρὲ ὁμοθυμαδόν; Γιὰ μπάνιο, λέει. Καὶ γιατί πάτε γιὰ μπάνιο; Ἐπειδὴ σκᾶμε ἀπὸ τὴ ζέστη. Ἀναφτε τὸ air-condition. Κᾶνε ἕνα καταιονισμό, ἀδελφέ. Βάλτε πάγο στὰ κεφάλια σας. Χώσου στὸ ψυγεῖο. Ἀλλὰ μὴ μὲ κοροϊδεύεις ὅτι δῆθεν πᾶς γιὰ μπάνιο ἐπειδὴ ψοφᾶς ἀπὸ τὴ ζέστη. Πές, ρὲ μαλακοπίτουρα: πηγαίνω γιὰ μπάνιο, γιὰ τὸν λόγο ὅτι θέλω νὰ μαυρίσω (κι ἄλλο; δὲν σοὺ φτάνει ἔτσι σκοῦρος ποῦσαι;) Πάω γιὰ μπάνιο, μπᾶς καὶ γνωρίσω στὴν πλὰζ κάνα καλὸ γκομενάκι (ναί, ἐσὺ καὶ καμιὰ χιλιάδα λιγούρια ἀκόμη. Σπίρτο, μηδὲν συναγωνισμός). Πηγαίνω γιὰ μπάνιο, ἐπειδὴ μετὰ τὸ μπάνιο θὰ φάω σὰν κτῆνος. Ά!, εὖγε, τώρα μιλᾶς ἀλήθεια. Τώρα σὲ παραδέχομαι. Αὐτὲς τὶς λαστιχένιες σαγιονάρες, ρὲ παίδαρε βλέπω δὲν τὶς ἀποχωρίζεσαι ποτέ.
Φετὶχ σχέτο!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου