Ξυρισμένο μουνὶ
Ἡ λαϊκὴ ἔκφραση "θὲς μουνὶ τὸ θὲς καὶ ξυρισμένο", ἀποδεικνύει αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ λέει: ὅτι οἱ Ἕλληνες ἤξεραν θαυμάσια τὸ θεσμὸ τοῦ ἀποτριχωμένου αἰδοίου. Σ΄ ὅλο τὸν κόσμο τῆς ἀνατολῆς ἀπὸ Αἴγυπτο μέχρι Πεκίνο τὸ ξυρισμένο μουνὶ δὲν ἦταν μόδα ἀλλὰ νόμος, ἀναγκαστικὸς θεσμός. Τὸ ξυρισμένο μουνὶ ἀποτελοῦσε τμῆμα τῆς γενικότερης ἀποτρίχωσης. Οἱ παλιοὶ Ἀθηναῖοι, οἱ γκάγκαροι, ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς δουλοπρεπέστερους νεοέλληνες. Στὴν Ἀθήνα δὲν ἀκούστηκαν ποτὲ κλέφτικα τραγούδια. Οἱ δῆθεν ἄρχοντες τοῦ τόπου ἀρχικῶς ὑποταγμένοι στοὺς Φράγκους κατακτητὲς ὅταν ἔφτασαν οἱ τοῦρκοι ἄλλαξαν ἐνδυμασία καὶ ὕφος. Τώρα παρίσταναν τοὺς τούρκους μπέηδες. Ὁ Καμπούρογλου στὸ ἔργο του "ἱστορία τῶν Ἀθηναίων" παρουσιάζει τὰ ἔθιμα τοῦ γάμου στὴν παλιὰ Ἀθήνα ποὺ εἶναι καταφανῶς τούρκικα. Τὸ γάμο τὸν εὐλογοῦσε ὁ παπὰς ἀλλὰ τὸν ἐπικύρωνε ὁ καδής. Ἂν διαβάσει κάποιος προσεκτικὰ τὶς ἀφηγήσεις τοῦ Καμπούρογλου καταφανῶς θὰ συμπεράνει ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων οἱ ἀθηναῖες πρὶν τὸ γάμο τὸ ξύριζαν τὸ μουνί τους. Γράφει ὁ καμπούρογλου : ἡ νύμφη ὅπως ὅλες οἱ τουρκάλες ἔπρεπε νὰ πάει στὸ χαμὰμ νὰ λουτροκοπανιστεῖ. Ἐν τῷ λουτρῶ ἡ νύμφη ἔβαλε κινάδαις εἰς τὴν κόμην καὶ εἰς τοὺς ὄνυχας τῶν χειρῶν καὶ τοὺς μεγάλους τῶν ποδιῶν…. τὸ ἴδιο βράδυ πήγαινε στὸ σπίτι τῆς νύφης ἡ τελάκισα (δήλ. ἡ λουτράρισσα τοῦ χαμὰμ) καὶ τὴν χτένιζε. Ἀκολούθως κατέφθανε ἡ στολίστρα γιὰ τὸ ξεχνούδιασμα ἢ ξύρισμα τῆς νύφης. Καὶ ὁ νοῶν νοείτω.
Οἱ γυναῖκες τοῦ Ἰσλὰμ τὸ ξύριζαν τὸ μουνί τους. Σύμφωνα μὲ μία ἀραβικὴ παράδοση μία γυναίκα ποὺ ξαφνικὰ ἀντιμετωπίζει ἕνα λιοντάρι δὲν ἔχει παρὰ νὰ τοῦ δείξει τὸ μουνὶ τῆς-τὸ λιοντάρι ἀμολάει ἕνα βρυχηθμὸ χαμηλώνει τὰ μάτια καὶ φεύγει.
" Ἠβυλλιῶσαι κἄρτι παρατετιλμέναι" σημειώνει ὁ Ἀριστοφάνης στοὺς βατράχους τοῦ (Δὲς εδώ στίχ. 516 σελὶς 38), καὶ συμπληρώνει ὁ σχολιαστὴς του (σελίδα 39 σχόλιο 516): ἠβῶσαι, ἀκμάζουσαι τὴν ἡλικίαν. Λείπει "…τὰς τρίχας", αἳ γὰρ μελλόνυμφοι τίλλουσι τὰς τρίχας, ἐκ τούτου δείκνυται ὅτι παρέτιλλον καὶ οἰονεῖ ἐξέδερον ἢ ἔτυπτον τὸ γυναικεῖον αἰδίον. Μὲ τὸ μουνὶ ξυρισμένο παρουσιαζόντουσαν μπροστὰ στὸν ἄνδρα τους οἱ γυναῖκες τῆς Λυσιστράτης. "Ἐάσωμεν ἄτιλτον δέλτα!" ( νὰ τὸ ἀφήσουμε ἀμάδητο) πετάγεται ἡ χαζογκόμενα ἡ Μυρρίνη ἐκεῖ ποὺ διαβουλεύονται οἱ γυναῖκες πῶς θὰ τιμωρήσουν τοὺς ἄντρες, καὶ προτείνονται διάφορα.

Ἡ ἀποτρίχωση τοῦ αἰδοίου καὶ γενικότερά του γυναικείου σώματος φαίνεται νὰ ἦρθε ἀπὸ μακριά, ἴσως ἀπὸ τὴν Κίνα. Καὶ κυριάρχησε στὴν μέση ἀνατολὴ στὴν μουσουλμανικὴ Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Οἱ λευκὲς γυναῖκες τῆς κεντρικῆς καὶ βόρειας Εὐρώπης δὲν συγκινήθηκαν ἀπὸ τὸ ἀνατολίτικο αὐτὸ ἔθιμο. Μεταπολεμικῶς οἱ Εὐρωπαῖες ἄρχισαν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν ἀποτρίχωση στὰ πόδια καὶ στὶς μασχάλες- πιθανῶς αὐτὸ νὰ προῆλθε ἀπὸ τὶς νάιλον κάλτσες, τὸ μαγιό, καὶ τὸ μίνι. Σήμερα πολλὲς γυναῖκες ἔχουν ἀρχίσει νὰ ξυρίζουν τὸ αἰδοῖο τους. Τὰ αἴτια παραμένουν ἄγνωστα, πιθανῶς ἐπειδὴ στένεψαν τὰ μαγιὰ καὶ σχεδὸν ὅλες οἱ γυναῖκες ξυρίζουν τὰ πλάγια τοῦ ἐφηβαίου γιὰ νὰ μὴν ξεπετάγονται ἀντιαισθητικῶς οἱ τρίχες. Δηλαδὴ τὸ μερικὸ ξύρισμα ὑπαγορεύτηκε ἀπὸ τὴ δημόσια προβολὴ τοῦ γυναικείου σώματος. Ὅλως ἀντιθέτως οἱ μουσουλμάνες ξυρίζουν τὸ μουνί τους γιὰ νὰ ἀρέσουν στὸν ἄντρα τους.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ πολλοὶ ἄντρες καταφεύγουν στὴν ἀποτρίχωση τελευταία. Ἐξάλλου οἱ ἀδελφὲς τάσσονται ὑπὲρ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποτρίχωσης. Γνωστὸ εἶναι ἐπίσης ὅτι ἐνῶ τὸ πρῶτο χνούδι τῶν παρειῶν δὲ σκανδάλιζε καθόλου, ἡ ἀγκαθωτὴ τριχοφυΐα στὰ σκέλη καὶ στὴν ἕδρα ἑνὸς ἐρωμένου ἦταν ἀηδιαστική. Ἔτσι στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ ἔφηβοι ὅταν ἄρχιζαν νὰ ἀποκτοῦν τρίχες στὶς κνῆμες, ντρεπόντουσαν καὶ γὶ΄ αὐτὸ ξύριζαν τὰ πόδια τους. Ὑπάρχουν σχετικὰ ἐπιγράμματα στὴν παλατινὴ ἀνθολογία, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ ἐπίγραμμα (Παλατ. Ανθολ. 5,277) τοῦ Ἐρατοσθένους τοῦ σχολαστικοῦ:
Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ πολλοὶ ἄντρες καταφεύγουν στὴν ἀποτρίχωση τελευταία. Ἐξάλλου οἱ ἀδελφὲς τάσσονται ὑπὲρ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποτρίχωσης. Γνωστὸ εἶναι ἐπίσης ὅτι ἐνῶ τὸ πρῶτο χνούδι τῶν παρειῶν δὲ σκανδάλιζε καθόλου, ἡ ἀγκαθωτὴ τριχοφυΐα στὰ σκέλη καὶ στὴν ἕδρα ἑνὸς ἐρωμένου ἦταν ἀηδιαστική. Ἔτσι στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ ἔφηβοι ὅταν ἄρχιζαν νὰ ἀποκτοῦν τρίχες στὶς κνῆμες, ντρεπόντουσαν καὶ γὶ΄ αὐτὸ ξύριζαν τὰ πόδια τους. Ὑπάρχουν σχετικὰ ἐπιγράμματα στὴν παλατινὴ ἀνθολογία, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ ἐπίγραμμα (Παλατ. Ανθολ. 5,277) τοῦ Ἐρατοσθένους τοῦ σχολαστικοῦ:
Ἡ κνήμη Νίκανδρε δασύνεται, ἀλλὰ φύλαξαι,
μὴ σὲ καὶ ἡ πυγὴ ταυτὸ παθοῦσα λάθη
καὶ γνώση φιλέοντος ὅση σπάνις. Ἀλλ’ ἔτι καὶ νῦν
τῆς ἀμετακλήτου φρόντισον ἠλικίης.
Γύρω ἀπὸ τὸν πρωκτὸ τῶν ἀντρῶν φυτρώνουν κάτι λίγες τρίχες, οἱ ἀδελφὲς κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρίχες ποὺ δὲν ἐπιδέχονται εὔκολα τσιμπιδάκι γιατί πονοῦν ὑπερβολικά. Ἐξ αὐτοῦ καὶ ἡ μάγκικη ἀπειλή: "θὰ σοὺ βγάλω τὶς κωλότριχες". Ἡ λέξη κωλότριχα κατὰ τὸ μουνότριχα. Ὅταν κάποιον τὸν χαρακτηρίζουμε μαλλιαρόκωλο συνήθως ὑπονοοῦμε ὅτι εἶναι πολὺ ἄντρας. Ἀπὸ ὅτι θυμᾶμαι ὁ ὅρος ἀρχιδότριχες εἶναι ἀδόκιμος. Ἀπεναντίας ἡ λέξη τρίχας εἶναι μειωτική. Ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἡ λαϊκὴ ρήση "μουνὶ μὲ χωρίστρα" ποὺ φέρει εἰρωνικὸ φορτίο. Κατὰ τὰ φαινόμενα τὸ τρίχωμα τοῦ αἰδοίου προκαλεῖ κατὰ κάποιο βαθμὸ μία ἀπέχθεια. Γιὰ αὐτὸ πιθανὸν βλέπουμε πολλοὺς πίνακες παλιῶν εὐρωπαίων ζωγράφων ποὺ ἀπεικονίζουν γυμνὲς γυναῖκες τῶν ὁποίων τὸ ἐφήβαιο εἶναι ἄτριχο, λεῖο.
Νὰ σημειώσω ἐδῶ καὶ τὸ τόσο ἐπώδυνο σχίσιμο τοῦ πέους ἀπὸ μουνότριχα.
Οἱ ἄντρες δὲν ξυρίζουνε τ’ ἀρχίδια τους, ἀκόμα κι ἂν ἔχουν κολλήσει μουνόψειρες. Σὲ κάποιες περιπτώσεις ἐγχειρήσεων στὴν κοιλιακὴ χώρα ἐμφανίζεται μία νοσοκόμα ποὺ λέει στὸν ἀσθενῆ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τοῦ ξυρίσει τὸ ἐφηβαῖον. Συνήθως οἱ ἀσθενεῖς ζητᾶνε ἕνα ξυραφάκι καὶ ξυρίζονται μόνοι τους- εἶναι κάτι ποὺ τὸ κάνουν ἀπὸ λεπτότητα. Ἐδῶ ἔχει θέση καὶ ἡ ἔκφραση ποὺ ἀκούγεται: "θὰ μοῦ ξυρίσεις τὰ ἀρχίδια" ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου προσβλητικὴ μὲ τὴν παράλληλη ἔκφραση: "ἂν ἔχεις νύχια ἔλα νὰ μοῦ τὰ ξύσεις". Ἀλλά, εἶναι προφανὲς ἀκόμα χειρότερη εἶναι ἡ βρισιὰ "θὰ μοῦ κλάσεις τὰ ἀρχίδια" ὑπάρχουν καὶ τὰ σχετικὰ δίστιχα* ποὺ ἔχει πλάση ὁ λαϊκὸς στιχουργὸς:
Τῆς παπαδιᾶς τὸ μούναρο τὸ μαυρομουστακάτο
Πολλὰ ψαλίδια χάλασα γιὰ νὰ τὸ βάλω κάτω.
Ὅπως ἐπίσης καὶ τό:
Ὁ κῶλος εἶπε τοῦ μουνιοῦ: ἄντε νὰ ξυριστοῦμε
Κι΄ ὁ μπέη-ψῶλος ἔρχεται, νὰ τὸν ὑποδεχτοῦμε.
Προφανῶς τὸ μονόστιχο:
Κῶλος μὲ τρίχες. Μπαχτσὲς μὲ λουλούδια,
ἀπαιτεῖ μία ἐξήγηση: οἱ κολομπαράδες δὲν γουστάρανε τὰ θηλυπρεπῆ παιδιὰ καὶ προτιμοῦσαν τὰ ἀρρενωπὰ ἀγόρια.
*Τὰ δίστιχα καὶ τὸ μονόστιχο ἀπὸ τὴν: Νεοελληνικὴ Ἀθυροστομία τῆς Μαίρης Κουκουλὲ
μαλλιαρόκωλο είναι το κυνόροδο, ο καρπός της αγριτριανταφυλλιάς. κατ΄επέκταση και το ίδιο το φυτό. Γι αυτό λέγαν "θα βρεις το μαλλιαρόκωλο", δηλαδή θα πέσεις στα σφοδρά αγκάθια της αγριοτριανταφυλλιάς.
ΑπάντησηΔιαγραφή