Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Περὶ παρθενίας, κώλου καὶ ὀλίγα τινά.







Ἐδῶ στὴν Καλαμάτα γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὰ ἀδικαιολόγητα (σοφοὶ γὰρ οἱ Καλαματιανοὶ κερατάδες)  λέμε δύο ἐκπληχτικὲς παροιμιώδεις ἐκφράσεις. Ἡ πρώτη λέει ὅτι: "κερατὰς δὲν γίνεσαι ἀπὸ τὴν γυναίκα σου, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀδελφή σου" ἡ δὲ ἄλλη λέει ὅτι: "ἡ παρθενιὰ τῆς γυναίκας εἶναι ἂπ΄ τὴν κωλοτρυπίδα"

Τί νὰ λέμε τώρα; Ἡ παρθενία ἀποτελεῖ ἀκανθώδη πέριξ της Μεσογείου δοξασία, ποῦ κανονικῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, σηκώνει ὄχι ἕνα σχόλιο, ἀλλὰ κατεβατὸ ὁλάκερο...

Τέλος πάντων, ἀντηχεῖ ἀταβιστικὴ ἡ ἀντίληψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν ἡ γυναικεία παρθενία (ὄχι μόνον ἡ σωματικὴ) δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν τρώση τοῦ ὑμένα (δυνατὸν πλέον νὰ ἀπολεσθεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους). Κυρίως οἱ βυζαντινοί, οἱ Ὀθωμανοί, καὶ ἄλλοι πολλοὶ δὲν σταμάτησαν οὔτε στιγμὴ νὰ ἐπιδίδονται στὸ σοδομισμό. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ λύσσα ἁπάντων τῶν πέριξ της μεσογείου λαῶν γιὰ τὴν πίσω τρύπα, ἔχει καὶ μερικὲς πρακτικὲς ἐκφάνσεις.

Παρθενία


Ἡ αὐστηρότητα τῶν ἠθῶν, τῶν Ἑλλήνων, καὶ τῶν Ἀράβων, τῶν Ἑβραίων, καὶ τῶν Ἰταλῶν, τῶν Ἰβήρων κτλ, οὐδέποτε ἐπέτρεψαν στὴ γυναίκα τὸ παραμικρὸ κοινωνικὸ ἀτόπημα. Ἡ  παρθενία στὴν  γυναίκα ἦταν ἡ πρώτη φροντίδα κάθε ἀρσενοκρατούμενης κοινωνίας μέχρι πρόσφατα γύρω ἂπ’ τὴν Μεσόγειο, (καὶ μὲ μικρὲς κοιλότητες π.χ. Σικελία, Κρήτη κτλ) καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται  μέχρι καὶ σήμερα.

Ἐν Ἑλλάδι, ἐπεδείκνυαν ἐν εἴδει τροπαίου (σὲ διάφορα χωριὰ) τὸ ματοβαμμένο σεντόνι δημόσια,  τὸ περίφημο "ius primae noctis", μέχρι καὶ πρὶν καμιὰ 35αριά χρόνια (βλ. «Στὸν Ἀστερισμὸ τῆς Παρθένου» τοῦ Γιάννη Δαλιανίδη καὶ τοῦ Γιώργου Τζαβέλλα). Ἡ "φιλημένη" κόρη,  αὐτόχρημα ἦταν καὶ διαπομπευμένη, ἐλαχιστώτατες ἐλπίδες διατηροῦσε νὰ στεφανωθεῖ (ἐκτὸς βέβαια κι ἂν εἶχε γενναία προίκα...)

Ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν παλιῶν ἑλληνικῶν ταινιῶν (μιλᾶμε πάνω ἀπὸ τὸ 80%), ὑπήγαγε ὑποχρεωτικὰ τὸ (ἀναγκαῖο γιὰ νὰ δέσει ἡ σάλτσα τοῦ σεναρίου) εἰδύλλιο στὸ κατώφλι κάποιας ἐκκλησίας, πρὶν νὰ πέσουν οἱ τίτλοι "Τέλος". Οὕτω πῶς, οἱ ἐπίδοξοι γαμίκοι ἄνδρες, ταλαιπωροῦσαν ἀλλήλους ἀπὸ τοὺς περιορισμούς, ποῦ εἶχαν θέσει ἄλλοι ἄνδρες στὶς θυγατέρες καὶ στὶς ἀδερφές τους, πράγμα τὸ ὁποῖο ἰσχύει μὲ διάφορους τρόπους καὶ σήμερα, ἀκόμη καὶ ἐν Ἀθήναις, ὅπως ὀρθοτατα (!) τὸ κατέθεσαν τὰ Ἠμισκούμπρια στὸν «Κύρη τοῦ Σπιτιοῦ». Οὕτω πῶς, δὲν ἀπέμενε στὰ ζευγάρια, παρὰ μία καρικατούρα προγαμιαίας συνεύρεσης (μπαλαμούτιασμα, χαμούρεμα, ἀλληλοτριψίματα, πινέλο σπάτουλες κ.λπ. ἅπαντα τὰ ὁποῖα ἐκλήθησαν "ἐργολαβίες", ἢ "γοργολαβίδες" κατὰ τὸ Μπάρμπα-Γιῶργο), ἢ ἡ παρὰ φύση συνουσία (γιὰ τοὺς τολμηροὺς) προκειμένου νὰ προφυλαχθεῖ "ὅτι πολυτιμότερο" διέθετε ἡ κορασίς.



Οἱ Ἰταλιδοῦλες, οἱ Ἰσπανίδες καὶ οἱ Ἀνατολίτισσες, καλιέργησαν (ὅλως ἐπικουρικῶς!) καὶ τὴν τεχνική της πεολειχίας πρὸς ἀνακούφιση τῶν καυλωμένων ἀρσενικῶν ἰδίως δὲ οἱ πρῶτες ἀνηγορεύθησαν πρωθιέρειες στὸ κλαρίνο (μολονότι ὁ ἀστικὸς μύθος μιλάει γιὰ τὶς Γαλλίδες) Στὴ δύσμοιρη ψωροκώσταινα, εἰσήχθη νεωστὶ ἡ πεολειξία ἀπὸ τοὺς καλομαθημένους στὰ ξένα μπορντέλα ναυτικούς μας καὶ καθιερώθηκε στὴν Ἑλλάδα μόλις πρόσφατα, μετὰ ἀπὸ τὴν πλύση ἐγκεφάλου ποῦ πραγματοποίησαν οἱ διάφορες φυλλάδες. Τὰ ἀνωτέρω ἐτελοῦντο στὰ διάφορα πάρκα καὶ στὰ ἀλσύλλια (π.χ.στὸ ἄλσος τῆς ν. Φιλαδέλφειας ἡ στὸ Σεΐχ-Σου στὴν Θεσσαλονίκη), ὅπου ὅμως ἐλλοχεύουν οἱ μπανιστηριτζῆδες, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νὰ ἤσαν ἀκίνδυνοι, μπορεῖ καὶ ὄχι (θυμηθεῖτε τὴν ἱστορία τοῦ ἄδικα ἐκτελεσμένου Δράκου Ἀριστείδη Παγκρατίδη).

Δέον νὰ σημειωθεῖ ὅτι καὶ σήμερα ἀκόμη, ὑπάρχουν στέκια γιὰ τὰ δύσμοιρα τὰ "ἄστεγα", ποῦ ἐξυπηρετοῦνται ἐντός του αὐτοκινήτου π.χ. στὸ Λυκαβηττὸ τῆς Ἀθήνας,  κ.λπ . Στὴν δεκαετία τοῦ 80 ἕνας ἰδιότυπος ἀπόμερος αὐτοσχέδιος γαμιστρώνας βρισκόταν στὸ Καβούρι ὅπου ἔβλεπε κανεὶς ἕνα πάκο ἐφημερίδες κάτω ἀπὸ κάποιο ἀνύποπτο πεῦκο, ποῦ χρησίμευαν στὴν ἀπόκρυψη τοῦ ἐσωτερικοῦ του αὐτοκινήτου γιατί ἡ περιοχὴ ἔβριθε κυριολεκτικὰ ἀπὸ μπανιστηρτζίδες. Μόλις τελείωνε ἡ παράσταση, οἱ γαμίκουλες, (ὅλως οἰκολογικῶς) ἀφῆναν τὶς ἐφημερίδες στὴ θέση τους, γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει καὶ κάνας ἄλλος... 

Συνεπῶς, ἦταν (καὶ εἶναι ἀκόμα σὲ πολλὰ μέρη) σύνηθες, ἡ ἀπόληψις τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ νὰ προηγεῖται χρονικῶς τῆς βεριντὰμπλ συνουσίας, ἐν εἴδει προκαταβολῆς, ἀφοῦ ἄλλωστε ὁ γάμος ἀπὸ νομικῆς ἀπόψεως ἀποτελεῖ σύμβαση (!)

Οἰκογενειακὸς προγραμματισμὸς


 Ὡραία. Ἄντε καὶ παντρεῦται τὸ ζευγάρι καὶ κάνει ὅσες εἰσαγωγὲς-ἐξαγωγὲς θέλει. Τί θὰ γίνει τώρα; Πήδημα καὶ κουδουνίστρα θὰ τὸ πᾶμε; Σαφέστατα, ἡ ἀταβιστικὴ εὐήθεια πνεύματος, ποῦ μᾶς ἀφήκαν κληρονομιὰ οἱ μεσαιωνικοὶ πατρόνες μας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν φτώχια, ἀπηγόρευε ἐπὶ μακρὸν τὴν λήψη τεχνητῶν μέτρων ἀντισύλληψης καὶ προφύλαξης. Ἐξ ἄλλου, πάντοτε συνέφερε τὸ Κράτος (διὰ τῶν Ἐκκλησιῶν) νὰ αὐξάνεται καὶ πληθύνεται ὁ ὄχλος, τροφὴ γιὰ τὰ κανόνια σ’ ἕναν ἐνδεχόμενο πόλεμο. Τοιουτοτρόπως τὸ δίπολο μουνὶ (τεκνοποίηση) καὶ κῶλος (ἱκανοποίηση) ὑποδηλώνεται ἤδη ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σωματικὸ πρότυπο κι ἔτσι οἱ παπαρδέλες τῶν παπάδων περὶ τοῦ μὴ εἰδολογικοῦ χωρισμοῦ τῶν δύο ἐναυσμάτων, εἶναι ἐκ περισσοῦ.

Ἔπρεπε λοιπόν, νὰ εὑρεθεῖ μιὰ Σολομώντειος λύση, ὥστε καὶ ἡ πίτα νὰ μείνη ἀφάγωτη κι ὁ σκύλος νὰ μὴν πεινάει καὶ εὑρέθη (ἐκτὸς κι ἂν νομίζετε ὅτι οἱ παπποῦδες μας γαμοῦσαν τόσες φορὲς ὅσα παιδιὰ ἔκαναν). Ἐξ ἄλλου, ὑπῆρχαν καὶ τὰ μπουρδέλα. Βέβαια, ἡ μακρὰ χρῆσις παρὰ φύσιν τῆς ἕδρας, ὑπερκερνᾶ βαθμηδὸν τὸ πρακτικιστικὸ (τάχα) ἔρεισμά της καὶ ἀρχίζει νὰ γίνεται ἕξις, ὅποτε περνᾶμε στὴν:

Μύηση




 Ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ, ὁρισμένα γοῦστα ἀπορρέουν σὲ πολλοὺς ἀφ’ ἑαυτοῦ, λόγω πᾶν-ἀνθρωπίνως δεδομένων ἰδιοτήτων τους (π.χ. ἡ ζάχαρη εἶναι γιὰ ὅλο τον κόσμο γλυκιά, τὰ ντολμαδάακια εἶναι ἀνεκτὰ ἀκόμα καὶ ἀπ’ τοὺς ἐχθρούς τους, τὸ χοσὰφ -τώρα παγωτὸ- πάντοτε δροσίζει, ἕνα καλὸ χέσιμο ὑπὸ καταλλήλους συνθήκας φέρει εὐωχία κ.λπ.) καὶ ἄλλα δέχονται καὶ προεπιβάλλουν μαθητεία, ἀφοῦ εἶναι ἐκ πρώτης ὄψεως δυσάρεστα. Ἔτσι, δὲν τρῶμε παντοῦ τὰ ἔντομα ὡς ἐπιδόρπιον, οὔτε τὸ whisky ἀραρίσκει (ἐκ τοῦ ἀραρίσκω =συνάπτω, συνενώνω, προσαρμόζω κάτι. Ποῦ τὸ βρῆκα ὁ πούστης!!) σ’ ἕνα ἑπτάχρονο (οἱ Ἕλληνες ποῦ τὸ δοκίμασαν εὐρέως μετὰ τὴν δεκαετία τοῦ 50  ἔλεγαν χαρακτηριστικὰ "βρωμάει σὰν κοριοζούμι! "), ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν πρώτη φορὰ τὸ τσιγαράκι ἀφήνει καμιὰ γλυκιὰ ἐπιγεύση (ἀντιθέτως μᾶλλον). Ὁμοίως, τὸ χώσιμο ἑνὸς διαμήκους ἀντικειμένου στὸν κῶλο σου, δὲν εἶναι καὶ ότι τὸ ὡραιότερο (ἐν πρώτοις). 

Δὲν πρέπει ὅμως νὰ συγχέονται οἱ ἀνάγκες μὲ τὰ γοῦστα καὶ ἡ μεταλαμπάδευση μὲ τὴν ἀναποδιὰ/καπρίτσιο. Ὁ λόγος λοιπὸν γιὰ τὴν ἀποκαλούμενη "acquired taste" ἐπίκτητη προτίμηση/γοῦστο τὸ ὁποῖο ἀναπτύσσεται μὲ τὸν καιρό, καὶ ποὺ ἔχει κοινωνικὲς καὶ ἄλλες ρίζες. Στὴν πρώτη περίπτωση ἡ ἀνάπτυξη οἰκειότητος μὲ τὸ ἀντικείμενο, ἀποκτᾶται χωρὶς ἰδιαίτερο κόπο, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἄμεση καὶ εὐχάριστη καὶ κοινωνικὰ ἀποδεκτὴ ἐμπειρία γιὰ τὰ ἄτομα. Στὴν δεύτερη, ἡ προσέγγιση τοῦ ἀντικειμένου εἶναι ἔμμεση, ἀφοῦ πρέπει ἀναγκαστικῶς νὰ ἐπιτευχθεῖ κάμψις τῶν ἀντιστάσεων τοῦ ἀτόμου, νὰ ρίξει τὰ μοῦτρα, νὰ σφίξει τὰ δόντια, νὰ ὑπερφαλαγγίση κοινωνικὰ ἐσκαμμένα (τὸ ὁποῖον ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ στοιχειοθετεῖ κόπον παρὰ τὴν ἐσωτερικὴ διαπάλη κι ἔτσι τὴν πατᾶνε τὰ βαυκαλιζόμενα πρεζάκια), διὰ μέσω μαθητείας κοντὰ σὲ κάποιον ἐμπειρότερο-πρότυπο, σὰν φιλομαθὴς παραγιὸς/κάλφας ποῦ ἔχει τὴν ὑποψία-ἐπίγνωση ὅτι θὰ ἀποκαλύψει (;) μία καινούρια γλύκα στὴ ζωή του.

Ἔτσι, ἡ διαλεκτικὴ σχέση μύστη/μυούμενου (ἀλλὰ καὶ θύτη/θύματος), ἔχει ὡς ἑξῆς: Παρουσιάζεται ψυχικὴ μεταστροφὴ τοῦ μυούμενου καὶ ἐνδεχομένως πε(πρ)οσήλωση στὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου (κόλλημα στὸν πρῶτο γαμιά), ἐνῶ ἀντίστροφα ὁ μυητὴς τοῦ "κόβει τὸ βήχα"/"παίρνει τὸν ἀέρα", ὅπως λέμε. Ὁ νέος πρέπει νὰ πήξει μέχρι νὰ μάθει, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει ἢ νὰ προσπαθήσει νὰ ἀντικρούση τὸν πατρόνα του, καθ’ ὅσον διάστημα ὁ τελευταῖος βρίσκεται ἐν ἐνεργεία (δηλαδὴ καβάλα), μιᾶς καὶ ὁ Δαίδαλος καθάρισε τὸ καλφάκι του, γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο. Ὁ ζητῶν εὐρήσει καὶ τῷ κρούοντι τὴν θύραν ἀνοιχθήσεται, ὅταν πρόκειται γιὰ ἐνεργητικὴ κι ἀπολαυστικὴ διεύρυνση τῶν αἰσθήσεων ποῦ συντελεῖτε προοδευτικὰ χωρὶς ὅμως νὰ συμβαδίζει ἀπὸ ἐπανάπαυση στὴν ἡδονὴ ἀφοῦ τὸ ἄτομο ἔχει κατασταλάξει στὸ ποιὸς εἶναι καὶ τί ἀκριβῶς ψάχνει. Συνετὸς ὅστις περιηγεῖται – ὁ βλὰξ περιπλανᾶται.

Ποιὸς παραδέχεται ὅτι ἔχει ἄδικο ὅμως; Οἱ βετεράνοι λεωφορειατζῆδες (ὅπως λέει καὶ ὁ Πιλαλὶ) ἔχουν παράξενα σουσούμια (π.χ. Ἄλλος ξέρει ὅτι δὲν εἶναι ὡραῖος, ἄλλος ἔχει ἐπίγνωση ὅτι δὲν εἶναι καὶ κάνας πλούσιος, κάποιος ἐκλογικεύει κάνοντας φλάμπουρο τὴν ἀμορφωσιὰ τοῦ κλπ). Ὅλα ταῦτα συγκλίνουν σ’ ἕνα μόνο: Κανεὶς δὲν ὑποστηρίζει ὅτι εἶναι μαλάκας(!)
Μία λαικὴ ρήση λέει "ἀπ’ τὰ γλυκὰ πνίγεσαι κι ὄχι ἀπ’ τὰ ξινά". Λάθος.
Τελικὰ ὑπάρχουν καὶ (τὸ)ξινὰ γοῦστα ποῦ ἂν ἐθιστῆ ὁ κοινωνός, μποροῦν νὰ γίνουν βρόγχος καὶ νὰ τὸν πνίξουν. Στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες λοιπόν, τὸ (ξὲ)κωλομπαριλίκι μετὰ μυήσεως ἔδινε κι ἔπαιρνε, ἀλλὰ ὁ Διογένης ὁ Κύων κορόιδευε ἕναν "λελυγισμένο" νεαρό, ποῦ τοῦ εἶχε δωρίσει ἕνα μαχαίρι ὁ γαμιάς του, λέγοντάς του ὅτι:  "Ἡ μὲν μάχαιρα (ἡ κόψη) καλή, ἡ δὲ λαβὴ αἰσχρά".


Παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ ἀχαλίνωτο κωλογαμήσι, δὲν ἀποτελεῖ ἀπαραιτήτως ἀντικείμενο διαπραγματεύσεων. Δουλειὰ δὲν εἶχε ὁ Δουρής, γάμαγε τὸ παιδί του, συνεχίζοντας ἀπομονωμένος ἀπὸ τὴν κοινωνία, τὴν ἀπὸ βάθος χρόνων ἀρβανίτικη παραδοσιακὴ αἱμομιξία (συχνὴ παλιὰ στὶς Ἀρβανίτικες οἰκογένειες). Οἱ τηλεδημοσιογράφοι ἔφριτταν, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε εἶχαν ἀκούσει τὴν ρήση "φταίω ἐγὼ ποῦ δὲ σὲ γάμησα μικρὸ γιὰ νὰ μὲ λὲς θεῖο", ὅπως καὶ τὰ ἄπειρα κωλομπαρίστικα παλιὰ πειράγματα στὰ σχολεῖα. 


Καλύτερα νὰ μὴν μιλήσουμε ἐδῶ γιὰ κάτι παράξενες ἱστορίες, γιὰ τὰ κωλοχανεῖα (τούρκ. κιουλ-χανέδες), τὰ κιουτσέκια, τὰ ἲτς ὀγλᾶν, τὰ τσιμποὺκ τσογλάνια τῶν καπεταναίων τοῦ βουνοῦ (ἀπὸ Ἀνδροῦτσο μέχρι Βελουχιώτη), τὴν μύηση στὰ ἐπαγγελματικὰ ἰνσάφια (σινάφια) τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς, οὔτε καὶ τὰ καφὲ-πουστ τῆς Εὐρώπης, ὅπου μόνιμοι θαμῶνες τοὺς ἦταν (καὶ εἶναι) Ρωμιοί, Ἄραβες καὶ Τοῦρκοι...
Ἄλλωστε ἔχει ἀναφερθεῖ ἐκτενῶς ὁ μακαρίτης ὁ Πετροπουλος.





Στὶς "120 μέρες στὰ Σόδομα",  ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὸ γαμήσι ἦταν ἡ ἔλλειψη ἡδονῆς ἐκ μέρους τοῦ βαλλόμενου σὲ δοκιμασίες θύματος.

Σὲ ὅλες τὶς ἀντρικὲς φυλακὲς τοῦ κόσμου, μᾶς λέει ὁ Πετροπουλος, ὁ ἐξαναγκαστικὸς σοδομισμὸς περιέχει τὰ στοιχεῖα τοῦ ἐξευτελισμοῦ καὶ διενεργεῖται πρὸς ξεγκάβλωμα, τιμωρία ἢ ἀποκαθήλωση.


Οἱ πόρνες κι οἱ ζουρλοὶ ταυτίζουν τὸ ξύλο μὲ τὴν ἀγάπη (καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ φυσικὴ ἐξουσία σφραγίζεται πανηγυρικὰ διὰ τῆς ὑποβολῆς σὲ σωματικὸ πόνο, ἐνῶ στὴν πρώτη συνυπάρχουν καὶ στοιχεῖα ἐξιλέωσης διὰ τὴν κάθαρσην τοῦ θύματος) . Τὸ παιδί σου καὶ τὸ σκυλί σου ὅπως τὸ μάθεις.


Κατὰ μίαν ἔννοιαν, τὸ γυναικεῖο στῆθος ἀποπνέι πεπερασμένη ἡδονὴ σὲ σχέση μὲ τοὺς παρόμοια σχηματισμένους γλουτούς, δεδομένου ὅτι δὲν διαθέτει εἴσοδο, ποῦ νὰ ὁδηγεῖ κάπου. Ἐν κατακλείδι, ποιὸς μυεῖ ποιόν; 


Οἱ ξεπλυμένες Ἀμερικάνες κι οἱ Βορειοευρωπαῖες (καὶ βέβαια δὲν ἐννοῶ τὶς Φραντσέζες!) σιχαίνονται τὴν ἀπὸ ἕδρας συνουσία, θεωρώντας τὴν σιχαμερὴ καὶ ἀνώμαλη (!) ἁμαρτία, διότι ἄλλα tempora καὶ ἄλλα mores. Θὰ’ ρθεῖ κι αὐτουνῶν ἡ ὥρα τους.


Ἄλλωστε οἱ Γερμανοὶ ἐπὶ αἰῶνες ἐκτελοῦσαν τοὺς πούστηδες κι ὅσους γαμοῦσαν κῶλο, πηγαίνοντας αὐτόχρημα στὸν παράδεισο μὲ λευκὸ μπαστούνι συνοδεία μὲ τοὺς Ἀλσατικοὺς σκύλους τῶν. Αὐτὸ δὲν ἐμπόδισε φυσικὰ τὸν ἀρχηγὸ τῶν ναζιστικῶν S.A. Ἔρνστ Γιούλιους Ρὲμ νὰ τὸν τρώει ἀπ’ τοὺς ὑφισταμένους του (ποῦ τόνε φάγανε γι’ ἄλλο λόγο).


Ὁ Οἰδίποδας τυφλώθηκε, ἀλλὰ δὲν θὰ μάθουμε ποτὲ τί ἀκριβῶς παιχνίδι παίχτηκε μὲ τὴν Ἰοκάστη. Εἶναι ἐνδεικτικὲς στὴν ἀργκὸ οἱ ἐκφράσεις περὶ κώλου, ποῦ ἀποδίδουν τιμὲς καὶ προσδίδουν οἰκειότητα στὸ κωλαγαμήσι (π.χ. γαλλιστὶ encυle, ἰταλιστὶ νaffancυlo,  χώρια τὶς πολλὲς ἑλληνικές, ἀντίστοιχες ποῦ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἀπαριθμήσω τώρα).

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν δοξασία αὐτή, μόνον ὁ πρῶτος ἐκ τῶν ἀνδρῶν ποῦ κατέπεισαν μέσω μυητικῆς διαδικασίας (ποῦ περιέχει καὶ πολὺ μπλὰ-μπλὰ) τὴν γυναίκα νὰ ὑποκύψη στὸν σοδομισμό, μέχρι νὰ τὸν συνηθίσει καὶ νὰ τὸν ἐπιζητεῖ καὶ ἡ ἴδια, μπορεῖ νὰ θεωρεῖται ὅτι τὴν κυρίευσε παίρνοντας τὴν ἀπὸ τὸ χεράκι, ἀπὸ τὸ νηριπὲς(σεμνὸ) ἔρεβος τῆς ἁγνότητας στὸ νώχμα (ὄνειδος) τοῦ συνειδητοῦ. (Ἔσκισα πάλι ἀπὸ λεξιλόγιο ὁ πούστης)


Ἂς μὴ γελιόμαστε ὅμως. Ὅπως εἶπε καὶ ὁ ἀρχιερέας τῆς νέας ἑλληνικῆς ἀργκὸ ὁ Γιῶργος Πιλάλας (Ζὼρζ Πιλαλὶ) "ἡ γυναίκα ἀποζητεῖ τὸν διαφθορέα της", παραπέμπει στὴν ἁπλὴ ὑπόμνηση τῆς μεθόδου τῆς διαφθορᾶς αὐτῆς ἀπὸ τὸν ὑποτιθέμενο θύτη, ἀφοῦ αὐτὴ ἔχει (πάντα) τὸ πάνω χέρι...

- Τί ἔγινε μὲ τὴ Παρθενόπη; Τὴ γάμησες;
- Ναὶ ἀμέ!
- Κῶλο σου' δῶσε;
- Ὄχι! Δὲ γουστάρει λέει καὶ δὲν τὸ' χεῖ κάνει ποτέ.
- Καλὰ ἀγόρι μου! Φούμαρα σου λέει ἡ γκόμενα. Ἡ παρθενιὰ τῆς γυναίκας εἶναι ἀπὸ τὴν πίσω τρύπα βρεεε!
- Κι ἅμα λέει ἀλήθεια;
- Ἀκόμα χειρότερα! Ἢ εἶναι ξενέρω ἡ γκόμενα ἢ δὲ σὲ πολυγουστάρει καὶ σὲ βλέπει σὰν ξεπέτα...



 Υ.Γ Τί θυμήθηκα τώρα…

Στὴν πλατεία Κοραή, λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ ἕναν κινηματογράφο ποῦ δὲν θυμᾶμαι τὸ ὄνομά του, εἶναι κάτι ἀνήλιαγα ὑπόγεια ὅπου ἦταν στὴν Κατοχὴ τὰ κρατητήρια τῆς Gestapo. Ὁ χῶρος διατηρήθηκε ἐν εἴδει μουσείου καὶ  ἀκόμα καὶ σήμερα ὁ καθένας ὑποβάλλεται γνωρίζοντας ὅτι ἐκεῖ μέσα φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ἢ ἔφυγαν ἀπὸ κεῖ γιὰ τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα τόσοι ἄνθρωποι. Δὲν ξέρω πῶς εἶναι τώρα (ἐλπίζω νὰ ὑπάρχουν ἀκόμα) Θὰ ξαναπάω, τώρα ποῦ τὸ θυμήθηκα, ἐλπίζω νὰ μὴν πείραξαν τοὺς τοίχους καὶ νὰ μὴν ἔχουν σβήσει τὰ συνθήματα, γιατί θὰ τοὺς πάρει ὁ διάολος.


Στοὺς τοίχους αὐτοὺς λοιπόν, τουλάχιστον ὅταν πρὶν 40 περίπου χρόνια ἐπισκέφτηκα τὸ χῶρο (μᾶς εἶχαν πάει ἐπίσκεψη μὲ τὸ σχολεῖο), μποροῦσες νὰ δεῖς ἀκόμα διάφορα μυνήματα στοὺς τοίχους, ἀπὸ φυλακισμένους, μελλοθάνατους, βασανισμένους : Ζήτω τὸ ΕΑΜ, Λευτεριὰ στὴν Ἑλλάδα μας, τελευταία μηνύματα στὴν μάνα, τὴν ἀδερφή, τὴν γυναίκα κλπ.. Ἀνάμεσα στὰ γραψίματα αὐτά, σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς τοίχους, ἔλαμπε σὰν τὸ βόρειο σέλας καὶ ξεχώριζε ἡ ἑξῆς ἐπιγραφὴ :


Ὅποιος κῶλο δὲν γαμάει, στραβὸς στὸν Ἅδη πάει.

Μ΄ ἀρέσει νὰ διαπλάθω διάφορες ἱστορίες καὶ νὰ σκέφτομαι ὅτι ἕνας ἀπελπισμένος μελλοθάνατος, λίγο πρὶν τὸν πάρουν γιὰ ἐκτέλεση, θέλησε νὰ ἀφήσει «παρακαταθήκη γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές», ὅπως σὰν κλισὲ λέγεται, τὸ δικό του συμπέρασμα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου