Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Η Δίκη του Σωκράτη





Ήταν άσκημος, κοντός, και κακομούτσουνος, φαλακρός και μπρασκοκοίλης με μάτια που πετάγονταν έξω, σαν του βατράχου, είχε πλατύ στόμα με παχιά χείλια και μύτη πλακουτσή. Ήτανε λοιπόν ο κακοδαίμων στους αγρούς και μάζευε πικρίδας (ραδίκια). Τον ενοχλούσε βέβαια η μπάκα του όταν έσκυβε, καθότι τα κοπάναγε συχνάκις, ο οινόφλυξ, μαζί με κάτι άλλες μπεκροκανάτες σαν τον Αλκιβιάδη. Καλά τα είχε καταφέρει, ως τώρα παρά τα χρονάκια του. Παρά ένα εβδομήκοντα. Παράπονο δεν είχε.  Αν και μπασκοκοίλης και καραφλός, τον καλούσαν σε συμπόσια (έτσι τα λέγανε τα τσιμπούσια τότε οι πρόγονοι) και σε κάτι ολονύχτιες φιλολογικές εσπερίδες, όπου στα διαλείμματα τσιμπούσε και το κωλαράκι καμιάς εταίρας. Βεβαίως, προϊούσης  της πόσιος, υπήρχαν και μπερδέματα ενίοτε, ιδίως μετά την κατανάλωση άκρατου οίνου, σερβιρισθέντος τούτου, υπό εν ευθυμία τελούντος οινοχόου, όπου, συνεπικουρούμενος κάποιος και από το μισοσκόταδο, ήταν δυνατόν να μπερδέψει τον κώλο της Ασπασίας με αυτόν του Αλκιβιάδη, αλλά τότε αυτά δεν ήσανε και προς παρεξήγηση. Ίσα, ίσα που τους άρεσαν κιόλας.

Πάνω που λες που γέμισε και το δεύτερο σακί ο πορνόγερος, να σου τρία μαγκάκια τόνε πλησιάζουν.

-Κοίτα, τι σου έχω, μπάρμπα!, του τη χώνει ο πρώτος. Κάπου τον είχε ξαναδεί αυτόν. Θυμήθηκε. Έγραφε στίχους σε κάτι σκυλούδες της εποχής, σαν την Σαρρή και την Άντζελα να πούμε. Επισήμως δήλωνε και ποιητής. Θυμήθηκε και τ’ όνομά του. Μέλητο τον Φώναζαν. Τούς άλλους δύο ούτε που τους ήξερε. Μετά κατάλαβε πως τους είχε κουβαλήσει για μάρτυρες. Τότε τους αποκαλούσαν κλητήρες.


Πρόσκληση! Περίεργα χρόνια. Όταν κάποιος ήθελε να σού πει "θα σού κάνω μήνυση", σούλεγε "θα σού κάνω πρόσκληση". Η απάντηση έκτοτε παραμένει ίδια και απαράλλακτη, παρά το διάβα των αιώνων. "Θα μου κλάσεις τα αρχίδια παλιόπουστα!"
 
Το ίδιο φαίνεται να απήντησε κι ο Σωκράτης, διότι περί αυτού επρόκειτο.

-Σε τέσσερις μέρες θα τα πούμε, σκατόγερε, που θα καταθέσω τη γραφή στον άρχοντα!, απήντησε ο Καρβέλας της εποχής.

Τη διάβασε τη γραφή μετά τετραήμερον ο άρχοντας. Κάλεσε και το Σωκράτη να καταθέσει την αντιγραφή του. Η λέξις τότε δεν σήμαινε το καθ΄ ημάς σκονάκι, προσφιλής ενασχόληση της μαθητιώσας νεολαίας, αλλά την αντίκρουση της γραφής. Καταθέτει λοιπόν την αντιγραφή του ο Σωκράτης, κάθεται και μελετάει ο άρχοντας, του έρχεται κι ένα χαρτάκι από τους τότε κυβερνώντας, "παράπεμψέ τον", του έγραφαν, τι να κάνει ο τότε εισαγγελέας, του τραβάει "μια παραπομπή" σε δίκη του κακομοίρη του πλακουτσομύτη.
 
Πάλι καλά που δεν έκανε και κωλόκρυο τη ημέρα της δίκης γιατί θα πήγαινε πριν την ώρα του ο σοφότατος όλων. Γιατί τότε τα δικαστήρια γινόντουσαν στην ύπαιθρο. Βρίσκανε ένα χωράφι και του έβαζαν ένα ξύλινο φράχτη για να μην μπουκάρουνε ευκόλως οι θεατές και γίνει της εταίρας. Βάζανε και τίποτα παλιοσανίδες μέσα, μην τους τρώει η ορθοστασία τους Ηλιαστές. Υπήρχε και πρόεδρος με γραμματέα. Αρσενικός φυσικά για να μην κολάζεται ο πρόεδρος και να είναι απερίσπαστος στο έργο του. Εκατέρωθεν της έδρας του πρόεδρου ήταν τα έδρανα των αντιδίκων. Όχι στο ίδιο ύψος με του πρόεδρου βέβαια. Είπαμε,  δημοκράτες οι Αρχαίοι, αλλά μην το παραχέσουμε και το πράγμα. Μπροστά από  την έδρα του προέδρου υπήρχε κι ένα βήμα που το χρησιμοποιούσαν για την αγόρευση των ρητόρων. Παραδόξως πως, κανείς από τους γνωστούς ρήτορες της εποχής, έφερε το όνομα Αντώνης ή Βαγγέλης… 

Διά την έναρξη της δίκης/γραφής  αντί να βαράει την κουδούνα ο πρόεδρος, "συνεδράζειν άρχεσθαι", το σύνθημα εδίδετο με ιεροπραξία και φαγοποσία. Υποτίθεται ότι οι αρχαίοι έθυαν στην Θέμιδα προ της διαδικασίας, αλλά μάλλον κόλπο ήταν για να ντερλικώσουν τα κοψίδια οι δικαστές και μετά το ανοίγανε το κατάστημα.

Στα δικαστήρια δίκαζαν ορκωτοί δικαστές.  Δίκαζαν δηλαδή οι πολίτες που επιλέγονταν με κλήρωση. (Μετά την κλήρωση, αυτοί έπρεπε να δώσουν τον λεγόμενον Ηλιαστικό όρκο και γι’ αυτό απεκαλούντο "μωμοκότες").  Και κανένας  δεν την έκανε γιατί θα έχανε το ντερλίκωμα και τους τρεις οβολούς που ήταν η δικαστική αποζημίωση. Όχι σαν σήμερα που τους ενόρκους τους αφήνουν νηστικούς κι όλοι τρέχουνε στους γιατρούς, να πάρουνε κάνα χαρτί να την κοπανήσουνε. Κι ήταν και ένα σωρό, π’ ανάθεμά τους. Πεντακόσιοι συν ένας. Ο μονός. Επομένως, ισοπαλία δεν υπήρχε. Σοφοί γαρ οι αρχαίοι!. (Στην περίπτωση που υπήρχε ισοψηφία η μονή ψήφος καταμετρούταν υπέρ του δικαζομένου, την θεωρούσαν δε, ως την ψήφο της Αθηνάς, ώστε το θείον να δείχνει την φιλευσπλαχνία του).

Και αναπληρωματικοί κληρωνόντουσαν. Καμιά εκατοστή. Κι αυτούς τους ταΐζανε και τους ποτίζανε για να μην τους το σκάσουν. Αν κατά τύχη, βέβαια,  λιποθυμούσε κανένας τακτικός, ο κατηγορούμενος έκανε τις σπονδές του στον Δία τον νεφεληγερέτη. Καθόσον ο αναπληρωματικός, μέχρι να τον φωνάξουν ν’ αναπληρώσει τον ταβλιασμένο, είχε κατεβάσει ότι είχε απομείνει από το τσιμπούσι, συν τους κρατήρες με τον κράσο.

Τους δικαστικούς αγώνες σαν του πλακουτσομύτη τους λέγανε "Δημόσιαι δίκαι ή αγώνες". Καθόσον βλάπτονταν το δημόσιο συμφέρον. Ήτανε σοβαρό το πράμα, δηλαδή. Τώρα αν είχες σουφρώσει καμιά κότα από το διπλανό σου και σε εισήγαγαν εις δίκην, τις δίκες αυτές τις έλεγαν "ίδιαι Δίκαι ή αγώνες". Σιγά τα λάχανα, δηλαδή.

Σηκωνόταν ο γραμματεύς, διάβαζε την αντωμοσία, τι σκατά θα πει τούτο ποτέ δεν το κατάλαβα, και μετά άρχιζε να αγορεύει ο κατήγορος. Οι μάρτυρες του κατήγορου εκαλούντο συνήγοροι. Συνήγορος του Μέλητου, του στιχουργού ντε, ήταν ο Άνυτος, πολιτικάντης της εποχής, κάτι σαν αρχαίος Μητσοτάκης, κι ο Λύκων,  που το έπαιζε και ρήτορας. Ψευταράδες του κερατά τουτέστιν. Ίσως γι αυτό από τότε τους δικηγόρους υπερασπιστές των κατηγορουμένων, να τους λένε συνηγόρους.

Τούς δικαστές τους έλεγαν Ηλιαστές. Κατά την επίσημη εκδοχή, από την Ηλιαία, που ήταν και το κύριο δικαστήριο. Νεότερα δεδομένα, όμως, από την ιστορική έρευνα του Γεωργίου του Βούς λένε ότι μάλλον τους χτύπαγε ο ήλιος κατακέφαλα και παθαίνανε ηλίαση. Εξ αυτού και το όνομα!


Δικηγόροι δεν υπήρχαν, αργοτέρως εφευρέθηκε το λειτούργημα. Καθόσον αυξήθηκαν κατά πολύ τα λαμόγια. Ούτε εύκολες αναβολές και άλλα τέτοια κόλπα υπήρχαν. Η διαδικασία έπρεπε να περαιωθεί εντός της ημέρας. Ούτε παράβολα υπήρχαν. Τρείς ώρες ήταν ο χρόνος αγόρευσης κάθε διάδικου. Ήσανε μεγάλοι παρλαπίπες οι πανάρχαιοι. Τον χρόνο μετρούσαν διά της κλεψύδρας από το στόμιο της οποίας έτρεχε καθαρό νεράκι. Κι επειδή ο χρόνος των αγορεύσεων ήταν πολύς, κάποιοι εκ των διαδίκων πουλούσαν και τσαμπουκά. Καλούσαν τους αντίδικούς τους ν’ απαντήσουν ενώ ο χρόνος έτρεχε για πάρτη τους. "ν τ αυτο δατι", τους φώναζαν. Κοινώς, "φάτη ρε πούστη!".


Το δικαστήρια τότε θύμιζαν λίγο από τα σημερινά γήπεδα. Αν κάποιος από τους αγορητές δεν έπειθε τους ακροατές, το γιούχα πήγαινε σύννεφο. Κάτι σαν μετά από βουτιά του αλήστου μνήμης Τζόρτζεβιτς στον γαύρο. Στο τέλος ψηφίζανε με κάτι χάλκινους δίσκους (ψήφοι) που στη μέση είχαν κάθετα έναν άξονα. Οι μεν καταδικαστικοί ήταν διάτρητοι οι δε αθωωτικοί άτρητοι.
  

Κρατάγανε τον άξονα με τον δείκτη και τον αντίχειρα, όπως ακριβώς φυσάγανε και τη μύτη τους, και ρίχνανε την ψήφο τους στον χάλκινο αμφορέα. Αν οι περισσότερες ψήφοι ήτανε διάτρητοι, τον κατηγορούμενο τον παραλάμβαναν οι Ένδεκα κάτι νταβραντισμένοι στους οποίους απαγορευόταν κάθε είδους σεξουαλική επαφή για κάποιες μέρες προ της δίκης. (Κρατάω μία επιφύλαξη για τούτο δεν θυμάμαι που σκατά το διάβασα και γιατί το κάνανε).

Τον καθίσανε που λέτε στο εδώλιο το Σωκράτη, με τις κατηγορίες περί αθεΐας και της διαφθοράς των νέων.  "Τάδε γραψατο κα ντωμόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθες Σωκράτει Σωφρονίσκου λωπεκθεν: δικε Σωκράτης, ος μν  πόλις νομίζει θεος ο νομίζων, τερα δ καιν δαιμόνια εσηγούμενος. δικε δ κα τος νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος" (Διογένης Λαέρτιος, β.5.40).
  
Κατηγορίες του κώλου δηλαδή καθόσον άλλοι ήταν οι λόγοι. Τα βασικά κίνητρα λοιπόν ήτανε πολιτικά, και επειδή δεν υπήρχε τρόπος οι κατήγοροι να τα επικαλεστούν, γιατί τους έφρασε το δρόμο το περίφημο ψήφισμα της λήθης η πολιτική του "ο δε μνησικακεν", που είχαν αποδεχθεί οι δημοκρατικοί το 403 π.κ.χ. για τα πολιτικά αδικήματα. (Η ακριβής φράση από το ψήφισμα στην Αθηναίων πολιτεία του Αριστοτέλη (39, 6) έχει ως εξής: "τν δ παρεληλυθότων μηδεν πρς μηδένα μνησικακεν ξεναι". Όπερ έστιν μεθερμηνευόμενον: Κανένας κερατάς δεν θα έχει το δικαίωμα να διώκει δικαστικώς κανέναν διά τα παρελθόντα).
 
Έτσι λοιπόν τον δίκασαν και τον καταδίκασαν με τις γελοίες κατηγορίες ότι εισάγει νέες θεότητες και διαφθείρει τους νέους.

Βασικό κίνητρο ήταν η εκδίκηση των δημοκρατικών για το καθεστώς των Τριάκοντα. Και οι τρεις κατήγοροι του, ήτανε  φανατικοί δημοκρατικοί. Το κόμμα  τους είχε κερδίσει  στον εμφύλιο που προηγήθηκε και αυτοί επανέφεραν το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα και δεν μπορούσαν να ανεχθούν τον Σωκράτη να ομιλεί με περιφρόνηση για την δημοκρατία και για μεγάλο μέρος του λαού. Όταν λοιπόν βγαίνεις έξω στην αγορά μιας δημοκρατούμενης (αλλά όχι απαραιτήτως και λογοκρατούμενης) πόλεως και διατυμπανίζεις ότι:  " ο φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν ν τας πόλεσιν ο βασιλς τ νν λεγόμενοι κα δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τ κα κανς", και ότι: ς ες τατν συμπέσ, δύναμίς τε πολιτικ κα φιλοσοφία " (Πολιτεία 473  d), τότε η μέρες σου εν Αθήναις είναι μετρημένες. Οι  "λαχόντες τ κυάμω ρχοντες" αργά η γρήγορα, θα στο φάνε το κεφάλι.

Έβλεπαν στο πρόσωπό του τον δάσκαλο του χειρότερου των Τριάκοντα Κριτία, το φιλαράκι του ολιγαρχικού Χαρμίδη, τον δάσκαλο και κολλητό του Αλκιβιάδη, πρόσωπα και που την πόλη είχαν βλάψει με την φιλαρχία τους αλλά και προσωπικώς πολλές αδικίες είχαν κάμει. Ο Σωκράτης πράγματι μιλούσε περιφρονητικά για το πολίτευμα, και κατέκρινε την εκλογή των αρχόντων της πόλης, διά κυάμου. Ήταν είρωνας, εριστικός, ενοχλητικός. Αλογόμυγα χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του (στην "Απολογία" του). Κατακρίνει τους Αθηναίους για την αμάθειά τους, το άστατον, το παλίμβουλον το ευπαράγωγον από τους επιτήδειους πολιτικούς. Ήταν όμως ολιγαρχικός ο Σωκράτης; Όχι, αλλά ήταν γνωστό ότι ήταν αριστοκρατικός. Ήθελε την διοίκηση της πολιτείας υπό των αρίστων σε φρόνηση και ήθος. Ήταν από τους ανθρώπους που το μυαλό τους δημιουργεί την ιδανική κυβέρνηση, αλλά μη δυνάμενος να την πραγματοποιήσει, μένει απροσάρμοστος προς τους πάντας και τα πάντα. Ο ήπιος και άκακος χαρακτήρας του, οι γνώσεις του και το σπινθηροβόλο μυαλό του, τον καθιστούσαν σεβαστό και ανεκτό στις ομαλές καταστάσεις, στην ταραχώδη όμως αυτή εποχή θεωρήθηκε επικίνδυνος για το καθεστώς και οι εμπαθείς Αθηναίοι δεν εφείσθησαν ούτε της προχωρημένης ηλικίας του.

Συνεχίζεται.       

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Πωλείται



Πωλείται σήμερα…

δηλαδή ξαναπωλείται και ξεπουλιέται.


Οι αρχαίοι μας πρόγονοι επινόησαν την τραγωδία, οι απόγονοί τους τη φάρσα που υποδύεται το δράμα.

Όποιοι κατάντησαν το σύνολο των παραδόσεων και των εθίμων μας φολκλόρ είναι καταδικασμένοι να διασχίσουν το μέλλον σαν τις άυλες ψυχές που διέσχιζαν τη λίμνη της Αχερουσίας.

Περισσότερο σθένος, περισσότερη παρηγοριά, περισσότερες ιδέες, μας δίνουν οι αποθανόντες παρά οι ζωντανοί αυτού του τόπου.

Ο πεθαμός των εφημερίδων, όσο και να με πικραίνει, μοιάζει σαν να αποδίδεται θεία δίκη. Τόσο παρασκήνιο, τόση θρασύτητα, τόση εμφανής τελευταία αγραμματοσύνη.

Αν μύριζε το χρήμα όπως και τα σκατά, η κοινωνία θα ήταν σαφώς πιο καθαρή. Ακόμη και τον Χριστό θα τον πωλούσαν δυσκολότερα. Κι όχι με τέτοιο εξευτελιστικό τρόπο.

Απροσπέλαστοι, αθώρητοι τραπεζίτες εξουσιάζουν τον πλανήτη προς καταισχύνη της πολιτικής εξουσίας και των διανοούμενων.

Ο κ. Γ. Σόρος πρώτα στοιχημάτισε στη χρεοκοπία της Ελλάδας και μετά τον κάλεσε ο Γιωργάκης ο μικρός για να του δώσει συμβουλές.

Είναι γνωστό πως ο ηλίθιος είναι πιο επικίνδυνος και από τον εξωνημένο πολιτικό και από τον προδότη.

Το κακό στον τόπο μας εντοπίζεται και στο ότι οι νάνοι είναι πιο περίφοβοι και πιο δραστικοί από τους γίγαντες.

Αφήστε που μας τελείωσαν και οι γίγαντες, δεν υπάρχουν πλέον.

Ούτε καν στα γραπτά ή τους καμβάδες των καλλιτεχνών…

Τι φοβερό! Τόση κοινωνική υποκρισία να ζαλώνει τους ώμους του υποτιθέμενου, του αόρατου καλλιτέχνη.

Τόσος θόρυβος, τόση φασαρία για μια χώρα νεκρικής σιγής. Για μια χώρα που τίποτε, στα αληθινά, δεν συμβαίνει.

Τόσοι μικροί και μωροί γύρω μας και να ποζάρουν σε στάσεις γιγάντων.

Ο θεός μας τιμώρησε, είναι οξύμωρο, με το να μην υπάρχει. Συνεπώς ενώ δεν υπάρχει παράδεισος, υπάρχει όμως μόνον η κόλαση. Και για πάντα.

Η αλήθεια δε μπορεί να είναι ποτέ διαφορετική απ' την ανθρώπινη φύση. Εισαγόμενη, στερεοτυπική.

Αυτή η αλήθεια δεν έχει τίποτα να αποδείξει. Χαρίζει τη ματαιοδοξία της απολυτότητας στους μικρόνοες.

Οι οργανωμένες φατρίες και οι διάφορες κλίκες συνεχίζουν να λυμαίνονται τον τόπο ψευδόμενες και αγωνιζόμενες μέχρι τελικής πτώσης για τα χυδαία τους προνόμια.

Πολιτικάντηδες, δημοσιογραφίσκοι, δικηγόροι, μεγαλόσχημοι πανεπιστημιακοί, φαρμακοποιοί, εφοπλιστάδες, συνδικαλιστές, αδηφάγοι εργολάβοι, παπάδες, δεσποτάδες, μεταπράτες της ανθρώπινης οδύνης, κυνηγοί κεφαλών, ακαδημαϊκοί, επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι, κρατικοδίαιτοι επιχορηγούμενοι φυλλαδογράφοι και τηλεοπτικές περσόνες που διακηρύττουν πως υπερασπίζονται τάχα την άποψη τους ενώ απλώς «παπαγαλίζουν» τα συμφέροντα του αφεντικού τους. Και πόσοι άλλοι…


Πωλείται σήμερα…

δηλαδή ξαναπωλείται και ξεπουλιέται.