Πέους κωμειδύλλιον
ΥΠΟ ΤΟΝ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟ ΤΙΤΛΟ:
Της πούτσας τα καμώματα
Ἤτοι: ἱλαροτραγωδία σέ πράξεις τρεῖς
ξυγγραφεῖσα τούς χαλεπούς ἐτούτους χρόνους ὑπό:
ΑΝΙΕΡΟΥ
ΔΟΚΤΩΡΟΣ ΒΟΥΣ
Παίζουν
(μέ τή σειρά ποῦ ἐμφανίζονται):
Dr Γεώργιος - (Γιωργούλης),
Ὁ Βούς (Γούλης),
Σκηνικά
κουστούμια: Τά΄ραψα μόνος μου
Μακιγιάζ:
(ζητᾶμε μακιγιέρ ἐμφανίσιμη καί πρόθυμη)
Σκηνοθεσία:
Ἡ Ἠρῶ (ἡ σκύλα μου)
Ἠχολήπτης: Ἡ Βούλα (ἡ γάτα μου)
Ταξιθέτριες:
Βουλαμπούλα – Μπουλαβούλα
Ἡ ἰδέα τοῦ ἔργου εἶναι παρμένη ἀπό τόν Ἀλμπέρτο Μοράβια
Στό
βιβλίο τοῦ «Ἐγώ κι Αὐτός» ὁ ἥρωας συνομιλεῖ, λογομαχεῖ, συνωμοτεῖ μέ τό ὄργανό του, καί παράλληλα ἔχει μία καλή εὐκαιρία γιά βαθειά κοινωνικοπολιτική κριτική γιά ὅλα.
Τά
ἐπιστημονικά στοιχεῖα εἶναι παρμένα ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ.
Εἰσαγωγή
Ζοῦσε κάπου κάποτε ἕνα παιδάκι μέ δύο κεφάλια, ἕνα ἀπό πάνω καί ἕνα ἀπό κάτω, πού δέν μποροῦσε νά ἀποφασίσει ποιό ἀπό τά δυό το κυβερνοῦσε. Τό ἐπάνω κεφάλι τό βάφτισαν Γιωργούλη, ἐνῶ τό κάτω το φωνάζαν Γούλη. Τό παιδάκι ὅπως καταλάβατε ἦταν φυσικά, …ἀγόρι.
Πράξις
1η
Μία
φορά κι΄ἕνα καιρό, ὁ Γιωργούλης σηκώθηκε στίς μύτες τῶν ποδιῶν του– δέν ἤτανε καί πρῶτο μπόι– γιά νά πλύνει τό Γούλη- το ἀπό κάτω του κεφάλι- στό νιπτήρα. Ὁ Γούλης– ποῦ πολύ το γούσταρε τό μπάνιο τό παιδί- προέκτεινε τή κορμάρα του γιά νά τόν πλύνει καλύτερα, ἀλλά ὁ Γιωργούλης τόν παρεξήγησε. Νόμισε πῶς «τουσηκώθηκε» γιατί ἤθελε τήν ἀρχηγία. Τόν πλάκωσε στά χαστούκια γιά νά καταστείλει ἄμεσα τήν ἐξέγερση, μέχρι ποῦ ὁ Γούλης τά πῆρε ἄσχημα καί ἄρχισε νά τόν φτύνει.
Ἤτανε πιτσιρίκος ἀκόμα ὁ Γιωργούλης, στίς ἀρχές τῆς ἐφηβείας, καί ἦταν ἡ πρώτη φορά ποῦ ὁ Γούλης τόν ἔφτυσε. Τοῦ Γιωργούλη, πολύ του ἄρεσε τό φτύξιμο, καί ἀπό τότε προκαλοῦσε τό Γούλη ἀρκετές φορές κάθε μέρα. Ὁ δέ Γούλης ὀξύθυμος καθώς ἦταν ἐκείνη τήν ἄγουρη ἐποχή, τόν ἔφτυνε τακτικά, καί ὁ φαῦλος κύκλος τῆς χειροπραξίας, καλά κρατοῦσε. Ὁ Γούλης ἀντιλήφθηκε ἀμέσως ποιός κάνει κουμάντο ἐδῶ, διότι ὁ Γιωργούλης ἤτανε ἀνά πάσα στιγμή ἕτοιμος νά ὑπακούσει στίς ἐπιθυμίες του, μέ ἀντάλλαγμα, …ἕνα φτυσιματάκι.
Πέρασαν
οἱ μῆνες ποῦ φέρνουνε τά χρόνια μέχρις ὅτου ἔφτασαν στά μέσα της ἐφηβείας τους καί ὁ Γιωργούλης ἄρχισε νά μισεῖ τό Γούλη. Τόν θεωροῦσε ζουμπά καί μισοριξιά. Ὁ Γούλης ἄπ΄τήν πλευρά του, μπορεῖ νά μήν ἦταν extra large ἀλλά δέν ἤτανε καί κανένας νάνος, ὅποτε ἡ στάση τοῦ Γιωργούλη, πολύ τόν πίκρανε.
Μεγάλωνε
ὁ Γιωργούλης, μεγάλωνε καί ὁ Γούλης καί εἶχαν καί οἱ δύο τους προβλήματα. Ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο καί οἱ δύο μαζί, …μέ τό ἕτερον φύλο. Ὅσο ὁ Γιωργούλης ἐξουσιαζόταν ἄπ΄ τόν Γούλη, ἄλλο τόσο καί παραπάνω ἐκυριαρχεῖτο ὁ Γούλης ἄπ΄τό αἰδοῖον. Τό αἰδοῖο χτενίζοταν κι΄ἔκανε νάζια, ὁ Γούλης ἕλιωνε καί ὁ Γιωργούλης ἔτρεχε νά τόν ἱκανοποιήσει γιά νά ἱκανοποιηθεῖ.
Καί τό αἰδίον χτενίζεται
Καί τό αἰδίον χτενίζεται
Πράξις
2η
Κάποτε
ἐπισκέφτηκαν ἕνα μουσεῖο καί ἀπό τότε ὁ Γούλης ἐκτροχιάστηκε. Εἶδε κάτι φαλλικά ὁμοιώματα ποῦ τοῦ ἔμοιαζαν καί νόμισε πῶς εἶναι Θεός. Δέν γνώριζε ὅτι ἔχουμε, ἐπισήμως, καινούργια θρησκεία, οὔτε ὅτι δέν λατρεύουν πιά τούς φαλλούς. Καλύτερα ὅμως ποῦ δέν ἤξερε. Ὁ Γούλης ἔπρεπε νά κάνει καριέρα ὡς φαλλός καί σάν τέτοιος ἔπρεπε νά ἔχει μία αὐτοπεποίθηση ἕνα πράγμα. Ἀλλιῶς διέτρεχε τόν κίνδυνο νά περιπέσει σέ μαρασμό, νωθρότητα, ἤ σέ πρόωρη ἐκσπερμάτιση, πλαδαρότητα ἤ ἀκόμα ἀκόμα καί σέ χάπια μπλέ καβλωτικά.
Μπαϊ
δέ γουέϊ, μιᾶς καί τό ἔργο εὑρίσκεται στήν ἐπιστημονική του φάση, σέ ἀντίθεση μέ τό αἰδοῖον τό ὁποῖο εἶναι εὐάλωτο σέ κάθε εἶδος μικρόβιο, βακτηρίδιο, μικροοργανισμούς, μύκητες καί ἄλλες σιχασιές, ὁ Γούλης ἤτανε «ὑψηλοῦ κινδύνου», σέ ψυχοσωματικές τύπου ἀσθένειες, πρόωρη ἐκσπερμάτιση, ἀφλογιστία, χαλαρότητα, ἀνικανότητα καί τά τοιαῦτα. Εἰρήσθω ἐν παρόδω κινδύνευε καί ἀπό ψυχονευρωτικές νόσους, ὅπως ὁ πριαπισμός.
(Μή γλείφεσαι κυρία μου, ἀρρώστια εἶναι, δέν εἶναι δῶρον ἐκ θεοῦ! Ἀμάν πχια!)
Τά
χρόνια περνοῦσαν καί ὁ Γιωργούλης, μεγάλωσε πλέον, καί ἔγινε ὀλίγον μπλαζέ. Ἅμα δέν γουστάριζε κάποιον, ἔλεγε «ζντμπούτζαμ» καί ἔδειχνε τό Γούλη. Ἄν δέν τοῦ ἄρεσε κάτι, ἔλεγε «δέν δίνω οὔτε μιά πούτσα γί ‘αὐτό» καί ξανάδειχνε τόν Γούλη. Ἔτσι, ὁ Γούλης ἀποφάσισε νά τόν τιμωρήσει.
Τόν ἀγνοοῦσε. Δέν τοῦ ἔδιδε καμία σημασία πλέον. Προσέτι δέ, δέν ἕλιωνε γιά γκόμενες, οὔτε ζητοῦσε ἐνδοπαλάμιον ψευδοσυνουσίασιν (call me malakian). Τοσούτον μᾶλλον, ποῦ οὔτε καν ἕνα, ἔστω καί μικρό, χυσιματάκι δέν ἐκτόξευσε ὁ Γούλης γιά δεκαπέντε ἡμέρες καί δεκαέξι ὁλόκληρες νύχτες. Τήν δεκάτην ἕκτην ἡμέρα κατά τάς γραφᾶς, ὁ Γεωργούλης πῆγε γιά μπάνιο– ἦταν φαίνεται Κυριακή– καί ἀνακάλυψε πῶς ὁ Γούλης ἦταν ἀσθενής. Ἕνα ἀσπρουλιάρικο ὑγρό ἔτρεχε ἄπ΄ τό στόμα του. Πρωί πρωί τήν ἑπομένη, τόν πῆρε ἄπ΄τό χέρι καί γραμμή στό γιατρό.
Ὁ δόκτορας– ἀσκητής, ὅσιος… κάτι τέτοιο ἔγραφε στήν ταμπέλα– εἶδε ποῦ ὁ Γιωργούλης εἶχε τήν ὄψη τοῦ πρώην μαλάκα καί νῦν «ἀπάρτου καί ἀγαμήτου γωνία» πρόσεξε ποῦ τά ὑγρά ἡσαντάσανε ἀχρωμάτιστα καί ἄοσμα καί ἔβγαλε διάγνωση ταχέως ἀλλά οὐχί προχείρως. Τσίφτικια διάγνωση.
«Πόσο
καιρό ἔχεις νά ἔλθης εἰς συνουσίαν παιδί μου;»
Ρώτησε
ὁ ντοκτόρος ὁ πρόστυχος, καί ὁ Γιωργούλης δέν ἀπάντησε. Μόνο ποῦ κατακοκκίνισε. Ὁ ἐπιστήμονας τόπιασε τό ὑπονοούμενο καί ξανά ρώτησε μέ ὕφος πατρικό.
«Πόσο
καιρό ἔχεις νά τόν παίξεις παιδί μου;»
«15μέρες καί 16 νύκται κύριε ἐπιστήμων», ἀπάντησε ὁ Γιωργούλης.
«Θά
τά καταφέρεις παιδί μου νά ἀποστηθίσεις τή συνταγή ποῦ θά σού πῶ ἤ νά στή γράψω;»
«Μπορῶ!», εἶπε περήφανα ὁ Γιωργούλης καί ὁ σοφός ἐπιστήμονας τόν ἔστειλε νά ρίξει κανά δύο μαλακσίες στή σειρά, διότι –ὅπως ἐξηγήσανε τά ἐπιστημονικά του χείλη– «ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ἀποβάλλει ὅτι παράγεται καί δέν καταναλώνεται». Τήν ὥρα δέ ποῦ ὁ Γιωργούλης ἔφευγε δρομαίως, γιά νά ἐφαρμόσει τή συνταγή, ὁ μέγας μύστης ἀκούστηκε νά μονολογεῖ:
«μά
καλά βρέ μαλάκα μ’, οὔτε ὀνείρευση δέν εἶχες;»
Ἔτσι ὁ Γιωργούλης ἔμαθε πῶς ὁ Γούλης ἤθελε στοργή καί φροντίδα καί πῶς ὁ ἕνας εἶχε τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου.
Μία
σκοτεινή μέρα ποῦ΄βρέχε μονότονα, διαβάζανε –τά δυό
τους μόνα– μιά πορνοφυλλάδα. Ἀνάμεσά σε ἕνα χαρωπό κῶλο καί ἕνα φαρμακερό μουνί βρήκανε μία ἐνδιαφέρουσα στατιστική μελέτη, ἀπ’ αὐτές ποῦ βάζουν ὅταν ἡ ὕπαρξη πολλῶν κώλων κινδυνεύει νά γίνει βαρετή.
Μέσος
ὅρος μήκους γιά παπάρι χωρίς στύση: 8,8 ἑκατοστά, σέ στύση: 12,8 -14,5 ἐκ. - Ἀμέσως ὁ Γούλης πῆρε τά πάνω του. «Τό εἶδες ρέ ἀχάριστε; Εἶδες;» -Τό μεγαλύτερο μῆκος πέους ποῦ ἔχει παρατηρηθεῖ μέχρι σήμερα: 34,29 ἑκατοστά. Ἦταν ἡ σειρά τοῦ Γιωργούλη. «Δέν σέ ἀκούω νά ὁμιλεῖς. Ἄλλωστε, δέν δικαιοῦσαι διά νά ὁμιλεῖς….» Ἔτσι εἶπεν ὁ θρασύς… -Τό μικρότερο πέος: 2,5 ἑκατοστά. «Τόσο θά΄πρεπε νά ἔχεις γιά νά μάθεις, κομπλεξικέ» πετάχτηκε ὁ Γούλης. Μέσος ὅρος ἐκσπερματίσεων στή ζωή ἑνός ἄνδρα: 7.200 φορές. «Λίγα τα ψωμιά σου», εἶπε ὁ Γιωργούλης - Μέσος ὅρος ἐκσπερματίσεων ἀπό μαλακία: 2.000 - «Ὄπς! Ξεπέρασες τό ὅριο. Λές νά φᾶμε κανά πρόστιμο;» Γέλασε ὁ Γούλης - Μέση ταχύτητα ἐκσπερμάτωσης: 56 χλ. τήν ὥρα - «Κάτσε καλά! Εἶμαι τοῦρμπο!» Περηφανεύτηκε ὁ Γούλης. - Μέσος ὅρος θερμίδων ἀνά κουταλιά σπέρματος: 7 - «Γί΄αὐτό δέν μοῦ κάθεται τό Δεσποινάκι. Κάνει δίαιτα!» εἶπε ὁ Γιωργούλης προβληματισμένος. -Ἅπαντά τα πέη ἔχουν μία μικρή κλίση εἴτε πρός τά ἀριστερά ἤ πρός τά δεξιά. Δέν ὑπάρχει κανένα ἀπολύτως ἴσιο πέος. - «Ἄν μέ ξαναπεῖς στραβοψώλη…» εἶπε ὁ Γούλης.
Πράξις
3η
Ἔτσι περναγαν οἱ ὧρες, οἱ ἑβδομάδες, τά χρόνια καί ὁ Γούλης συνέχισε νά κάνει κουμάντο διότι ὁ Γιωργούλης τόν εἶχε ἐκλάβει γιά περί πολλοῦ. Δέν ἐγνώριζε ὅτι ἀπό ἐπιστημονικῆς ἀπόψεως ὁ Γούλης προορίζεται γιά νά ἐξυπηρετεῖ δύο λειτουργίες μόνο: νά εἶναι ὁ ἀγωγός ἐξόδου τῶν οὔρων καί τό ὄργανο εἰσαγωγῆς τοῦ σπέρματος στό γυναικεῖο κόλπο. Δέν εἶχε συνειδητοποιήσει πῶς ὁ Γούλης δέν ἦταν τίποτε παραπάνω ἀπό ἕνα κεφάλαιο στά ἰατρικά βιβλία. Δέν γνώριζε πῶς ὁ Γούλης ἀποτελεῖται ἀπό σπογγώδεις ἱστούς σέ τρεῖς κυλινδρικούς στήλους.
Στήν
πραγματικότητα, ὁ Γούλης ὑπάρχει ἐπειδή κατά τό διαμηκες καί στήν σπογγώδη ἐσωτερική στιβάδα τοῦ σώματός του, εἶναι ἡ οὐρήθρα. Ἡ δέ οὐρήθρα εἶναι ἕνα στενό σωλήνακι ποῦ μεταφέρει τό σπέρμα καί τά οὖρα ἔξω ἀπό τό σῶμα, διά μέσου ἑνός ἀνοίγματος στήν ἄκρη τῆς βαλάνου. Δηλαδή, εἶναι ἕνα ἀποχετευτικό σύστημα.
«Εἶναι πολύ μεγάλο το ἄδικο νά ἐρχόμαστε στήν ζωή ἀπό τήν ἴδιο δρόμο ποῦ ἀποβάλλονται τά οὖρα. Κακή τή μοίρα τά παιδιά δέν τά φέρνει ὁ πελαργός. Τά φέρνει ὁ ὑπόνομος…» Ἔτσι εἶπε ὁ Γιωργούλης ὅταν ἔμαθε ὅλα αὐτά καί ὅταν ἐπίσης πληροφορήθηκε πῶς οἱ ἄντρες (μέ τά ἀποχετευτικά τους συστήματα) γεννᾶνε καί οἱ γυναῖκες (οἱ μῆτρες τοῦ κόσμου ὅλου) τίκτουν.
Μίας
καί μιλᾶμε ὅμως γιά τόν Γούλη καί τό ἀποχετευτικό του, ὁ Γούλης θά πρέπει νά μάθει ὅτι κατά τήν στύση ἡ οὐρήθρα συμπιέζεται, ὥστε νά μήν ἐπιτρέπει τήν ἐκροή οὔρων. Εὐτυχῶς Γούλη.
Διότι
ἄν δέν ἦταν ἔτσι τό πράγμα, ἀντί γιά τό θρυλικό «Χύνω! Χύνω!» τί θά ξεφωνίζαμε; «κατoυράω, κατoυράω»
Πάντως
ὁ Γούλης εἶναι ἀθληταρᾶς. Ὅλο του τό σῶμα εἶναι καλυμένο ἀπό μύες καί ἀπό ἕνα πλούσιο δίκτυο αἱμοφόρων ἀγγείων. Τό δέρμα ποῦ περιβάλλει τό πέος εἶναι λεπτό, ἐλαστικό, χωρίς λίπος καί χαλαρά συνδεδεμένο μέ τούς ὑποδόριους ἱστούς κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνειά του. Εἶναι ἐφοδιασμένο μέ διάφορα αἰσθητήρια νεῦρα καθώς καί μέ νεῦρα τοῦ αὐτόνομου νευρικοῦ συστήματος. Καί ὅπως εἴπαμε εἶναι σπογγῶδες. Ἐξαιτίας αὐτῆς τοῦ τῆς ἰδιότητας, ὅταν εἶναι χαλαρό, στραγγίζει, καί ὅταν γκαβλώνεται φουσκώνει μέ αἷμα καί διογκώνεται. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Γούλης δέν εἶναι παρά ἕνας σπόγγος εἰδικῆς χρήσεως καί κατασκευῆς.
Καί
τώρα ὀλίγον χάρντ κόρ γιά μερακλῆδες. (Οἱ πουριτανοί ἀναγνῶστες παρακαλῶ νά πηδήξουν (sic) τήν παράγραφο τούτη - θά συναντηθοῦμε στήν ἑπόμενη –, καί οἱ κυρίες παρακαλοῦνται νά ἐρυθριάσουν).

Ἀκολουθεῖ πληρωμένη διαφήμισης:
«Γιά
τίς κυρίες ποῦ δέν κατάφεραν, ἀπό τήν περιγραφή, νά σχηματίσουνε πλήρη εἰκόνα, παραδίδονται διδακτικά τέϊα σέ χῶρο ἀξιοπρεπῆ καί μέ μηδενικό κόστος. Γιά
πληροφορίες τηλεφωνῆστε τοῦ Γιωργούλη καί ζητῆστε τόν Γούλη».
Τώρα
ποῦ εἴμαστε χαλαροί, πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι συζητιέται ἕνας μύθος ποῦ λέει πῶς ὅσο μεγαλύτερο τόν ἔχει τό Γούλη ἕνας Γιωργούλης, τόσο καλύτερος ἐπιβήτορας εἶναι. Αὐτός ὁ μύθος εἶναι μέν σωστός ὑπό τήν προϋπόθεση βέβαια νά ἀποφεύγουμε τίς ὑπερβολές. Οὕτως εἰπεῖν βέβαια, τό μέγεθος εἶναι σημαντικό. Δέν εἶναι ὅμως τό μόνο χαρακτηριστικό ποῦ κάνει τό Γούλη ἑλκυστικό. Εἶναι γνωστό πῶς ὁ κάθε Γούλης ἔχει ξεχωριστή φυσιογνωμία. Φημολογεῖται μάλιστα πῶς μία φυσιογνώστρια μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει ἕνα Γιωργούλη, ἄπό τό Γούλη του. Ὅπερ, κάθε Γούλης εἶναι ξεχωριστός. Ὑπάρχει Γούλης μικρός, Γούλης μεγάλος, στραβός, περισσότερο στραβός, χονδρός, ἀδύνατος, ζαρωμένος, μικροκέφαλος, χονδροκέφαλος, μέ σκουφί, χωρίς σκουφί
(περιτομή) κτλ κτλ. Ἀκόμα καί στό χρῶμα διαφέρουν οἱ Γούληδες. Κύρια διαφορά τούς ὅμως εἶναι ἡ σκληράδα. Ὑπάρχουν Γούληδες βούτυρο καί Γούληδες ἀτσάλια. Αἵ κυρίαι καί οἱ ἄλλοι… δέον ὅπως προτιμοῦν τούς δεύτερους. Μία παλιά παροιμία ποῦ παραδίδεται μόνο ἀπό μάνα σέ κόρη καί γί΄ αὐτό δέν εἶναι πολύ γνωστή, λέει: «ἀνάμεσά σε ἕνα μεγάλο καί σ΄ ἕνα μικρό, διάλεξε τό πιό ντοῦρο»
Κατά
τ΄ἄλλα ὁ Γούλης ἔχει δύο κολλητήρια. Δύο ἔνδοξα μπαλάκια ποῦ ξεκουράζονται μέσα σ΄ ἕνα μικρό καί ζαρωμένο σακουλάκι ποῦ λέγεται ὄσχεο. Κάτω ἀπό τό δέρμα τοῦ ὄσχεου βρίσκεται ἕνας περίεργος χιτώνας ποῦ ἀποκαλεῖτε δαρτός, καί ποῦ συστέλλεται ὅταν κάνει κρύο καί στό κολύμπι, μέ ἀποτέλεσμα τά ἀρκίντια νά συρρικνώνονται, καί νά νομίζουν, ὁ Γούλης καί ὁ Γιωργούλης, πῶς μέ τό πρῶτο χιόνι , τ΄ἀρκίντια τούς πήγανε καλιά τους. Κάθε ἀρχίδι εἶναι ἕνας λεῖος ὠοειδής ἀδένας ποῦ μοιάζει μέ φασόλα γίγαντα χωρίς σάλτσα. Ὁ ἀριστερός ἀρχίδις κρέμεται λίγο πιό χαμηλά ἀπό τόν δεξιό ὄρχιδα καί γί΄αὐτό τό λόγο ἄλλωστε καί τά κουμμούνια εἶναι ἄθεα, ἐπειδή δέν ἀντέχουνε αὐτήν τήν ἐκ θεοῦ ἀδικία. Ἄκου τό ἀριστερό πιό κάτω…
Τό
ὕψος τῶν ἀρχιδίων ἐξαρτᾶται ἀπό κάτι μύες, τούς κρεμαστῆρες, οἱ ὁποῖοι μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου κρεμᾶνε (γί΄αὐτό ἀποκαλοῦνται κρεμαστῆρες) μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχουμε πλεῖστα ὅσα ἀτυχήματα εἰς τούς γέρους οἱ ὁποῖοι σκοντάφτουν σταρκίντια τους, γκρεμοτσακίζονται καί μᾶς ἀφήνουν χρόνους νά΄χοῦμε. Ἐξοῦ καί ἡ παροιμία, ὁ γέρος ἤ ἀπό πέσιμο ἤ ἀπό χέσιμο θά πάει.
Ἀνακεφαλαιώνοντας, τά ἀρχίδια τοῦ ταύρου μετά τό πέρας τῆς ταυρομαχίας ἀποτελοῦν μεζέ, ἐνῶ τά ἀρχίδια τοῦ ταυρομάχου– ἀνεξάρτητα μέ τό ἀποτέλεσμα- δέν ἀποτελοῦν μεζέ. Ὅπερ, καλύτερα νά κερδίσει ὁ ταυρομάχος, ἔστω καί γιά λόγους γαστρονομικούς!
Φτού
γαμῶ το!, λησμόνησα νά γράψω πῶς τά σπερματοζωάρια, γιά νά ἀναπτυχθοῦν κανονικά, πρέπει ἡ παραγωγή τους νά γίνεται σέ θερμοκρασίες δύο - τρεῖς βαθμούς χαμηλότερες ἀπό ἐκεῖνες τοῦ σώματος. Γί αὐτό, τό λόγο, τά ἀρχίδια βρίσκονται στήν ἀπόξω ἀπό τό σῶμα καί ὄχι λόγω ἔξωσης ἐπειδή δέν πλήρωσαν τό νοίκι.
Ἄρα ἐν περιπτώσει ποῦ κάποια κυρία ζητήσει «καί τ’ ἀρκίντια μέσα ρεεεεέ», εἶναι προφανές, …δέν θέλει νά κάνει παιδί.
Ἔτσι εἶχαν τά πράγματα μέ τόν Γιωργούλη καί τό Γούλη ὅταν τούς πῆρα συνέντευξη, μοῦ ζήτησαν δέ, νά σᾶς πῶ ὅτι χάρηκαν ποῦ τούς γνωρίσατε μέσα ἄπ΄ τή διδαχτική τούτη ξυγγραφή, καί ὅτι θά χαιρόντουσαν ἀκόμα πιό πολύ νά γνωριστεῖτε καί ἀπό κοντά, κυρίως ἄν εἶστε νέα καί ὡραία καί προπαντός πρόθυμη.
Ἔτσι εἴπανε… Καί ἔζησαν αὐτοί καλά, καί πέρασε ὁ καιρός, καί ἔγινε ὁ Γούλης σά ζελές, ξεχειλώθηκαν οἱ κρεμαστῆρες του καί κρέμασαν τά ἀρχίδια του, καί τώρα πιά ὁ Γιωργούλης ποῦ ἔχει πρεσβυωπία, ὑπερμετρωπία, καί ἀστιγματισμό, παραπονεῖται πῶς «βγάζω τόνα, γκατουράει τάλλο. Βγάζω τάλλο, γκατουράει τόνα. Γιαυτό λερώνομαι!»
Ὕ.Γ
«Γέροντος πόσθη, δρυϊνός πάτταλος» ἔλεγαν πολύ σοφά οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοι, καί τό γράφω τοῦτο διά νά προλάβω κάποιους κακεντρεχεῖς οἱ ὁποῖοι θά βιαστοῦν νά σχολιάσουν ὅτι πάει γέρασε ὁ Βούς δέν του… πιά, καί γράφει… μαλακίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου