Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Ἡ ἀκαταμάχητη σαγήνη τοῦ µαχητικοῦ κακοῦ





Ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια ὁ "κακὸς" στὶς διάφορες ἱστορίες  ποὺ διάβαζα ἀλλὰ καὶ στὶς ταινίες μου φαίνονταν πολὺ πιὸ ἐνδιαφέρον τύπος ἀπὸ τοὺς βασικοὺς καὶ ἀπὸ τὸν "καλὸ" ἥρωα. Ἡ προτίμησή μου νομίζω εἶχε νὰ κάνει καὶ μὲ τὴν κατάφωρη ἀδικία εἰς βάρος του. Ἡ δυναστικὴ κυριαρχία τοῦ συγγραφέα, τοῦ ἀφαιροῦσε κάθε ἐλπίδα νὰ ὑπερισχύσει στὸ τέλος, καὶ η προσπάθειά του, ὅσο ἱκανή, ἐπιτήδεια ἀλλὰ καὶ δαιμόνια, ἦταν καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία. Τὸν τελευταῖο λόγο τὸν εἶχε μία γραφίδα ποὺ μοιραία στὸ φινάλε θὰ ὑπέγραφε τὴν καταδίκη του.

Ἔτσι τώρα τελευταία πού μου δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ πρωτοδιαβάσω τὴν Αἰνειάδα, (ὅποιος θέλει να την κατεβάσει κλὶκ ἐδῶ, καὶ ἐδῶ) ἡ ἀκαταμάχητη σαγήνη τῆς Διδῶς καὶ τῆς ἀδάμαστης ἀμαζόνας Καμίλας ἐπισκίασε ὁλοσχερῶς τὸν Αἰνεία καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἥρωες. Κι ἔτσι  κατάλαβα ὅτι κομμάτι ἀπὸ τὴν γοητεία αὐτῶν τῶν γυναικὼν εἶναι ὅτι ἀνῆκαν στὸ ἀντικρινὸ στρατόπεδο. Ἦταν οἱ 2 ἡρωίδες ποὺ οὐσιαστικὰ ἐπιχείρησαν νὰ ἐμποδίσουνε τὴν ἀνδροκρατούμενη κοινωνία ἑνὸς ἔπους ποὺ ἐξιστορεῖ τὶς ἀπαρχὲς τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ ὁ τρόπος  μὲ τὸν ὁποῖο οἱ θαρραλέες αὐτὲς γυναῖκες σκοτώνονται στὴν Αἰνειάδα εἶναι κὰθ΄ ὅλα λιπόψυχος καὶ γι' αὐτὸ φυσικὰ ὑπεύθυνοι εἶναι οἱ Λατίνοι ἐθνοπατέρες. Μακρὰν ὡστόσο τὸ ἀγαπημένο μου πρόσωπο ἀπὸ τὸ ἔπος τοῦ Βιργιλίου εἶναι ἡ  ἐρινύα Ἀληκτῶ. Καθὼς ἡ Ἥρα τὴν ανακαλεῖ ἀπὸ τὰ ζοφερὰ σκοτάδια τῆς κολάσεως γιὰ νὰ αἱματοκυλήσει Τρῶες καὶ Λατίνους ξεκινώντας τὸν πόλεμο, ἡ συστηματικότητα καὶ ἡ ἀποτελεσματικότητα μὲ τὴν ὁποία δουλεύει ἡ Ἀληκτῶ μὲ τὴν αἱματοβαμμένη ὀφιοειδῆ κόμη καὶ τὰ μελανὰ φτερὰ ἦταν τὸ πιὸ λατρεμένο μου κομμάτι ἀπὸ ὅσα διάβασα ἀπὸ τὴν Αἰνειάδα. 

                 ἡ εἰκόνα ἀπὸ ἐδῶ ἂν σᾶς ἀρέσουν τὰ τέρατα ρίχτε μία ματιά.

Τώρα ποὺ τὸ σκέπτομαι ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἑλληνικὰ ἔπη, ὁ πιὸ ἐνδιαφέρων κακὸς εἶναι ὁ τερατόμορφος Τυφωεύς,  ὁ Τυφάωνας ἀπὸ τὴ Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου. Ἡ μάχη τοῦ Τυφάωνα μὲ τὸν Δία εἶναι ἡ τελευταία προκλητικὴ ἐνέργεια ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ Δίας πρὶν ἐπιβάλλει εἰς τοὺς αἰώνας τὴν κυριαρχία του. Καὶ ξαφνικά, ἡ Γαία γεννάει ἕνα γιγαντιαῖο τερατῶδες ὂν τὸ ὁποῖο ξεχύνεται ἐνάντια στὸ κατεστημένο τοῦ Δία καὶ τῶν λοιπῶν ὀλύμπιων θεῶν. Ἡ ὀρθολογικὴ ἐξήγηση τῆς Τυφωμαχίας (Ερμηνεία του μύθου )μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Δίας, ὡς θεὸς τῶν μετεωρολογικῶν φαινομένων, ὑποτάσσει μὲ τά ἀστροπελέκια του τοὺς ἄναρχους ἀγέρηδες τοῦ τέρατος. Ἡ λέξις τυφώνας ἄλλωστε πηγάζει ἀπ’  τὸν Τυφάωνα, τὸ ἀβυσσαλέο αὐτὸ ἔκτρωμα ποὺ ἐπαναστατεῖ μὲ τοὺς χαοτικοὺς ἀνεμοστρόβιλούς του καὶ συγκρούεται μὲ τὶς διάπυρες βροντὲς τοῦ Διός.

Ὅμως μετεωρολογικὰ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἡσιόδου, δὲν ἐνδιαφέρει τὸ παρὸν πόνημα.  Ἡ ἀφηγηματικὴ δυναμική του Ἡσιόδιου ἔπους μου φαίνεται πολὺ πιὸ ἐνδιαφέρουσα. Καὶ αὐτὸ γιατί ὁ Ἡσίοδος δημιουργεῖ μία ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στὸ ἀκατάβλητο τέρας καὶ στὴν ἁρμονία τῶν Μουσῶν. Ὁ ποιητὴς περιγράφει τὸ ὑποχθόνιο δαιμονικὸ μὲ τὰ ἑκατὸ κεφάλια φιδιῶν ὡς ἑξῆς:  

Αὐτὰρ ἐπεὶ Τιτῆνας ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἐξέλασεν Ζεύς,      
ὁπλότατον τέκε παῖδα Τυφωέα Γαῖα πελώρη
Ταρτάρου ἐν φιλότητι …
ἣν ἑκατὸν κεφαλαὶ ὄφιος, δεινοῖο δράκοντος……
[πασέων δ᾽ ἐκ κεφαλέων πῦρ καίετο δερκομένοιο]
φωναὶ δ' ἐν πάσῃσι ἔσαν δεινῇς κεφαλῇσι,
παντοίηv ὄπ' ἰεῖσαι ἀθέσφατοv  ἄλλοτε μὲν γὰρ
φθέγγονθ' ὥστε θεοῖσι συνιέμεν, ἄλλοτε δ' αὖται
ταύρου ἐριβρύxεω μέvος ἀσχέτου ὄσσαv ἀγαύρου,
ἄλλοτε δ' αὖται λέοvτος ἀvαιδέα θυμὸν ἔxοντος,
ἄλλοτε δ' αὖ σκυλάκεσιν ἐοικότα, θαύματ' ἀκοῦσαι,
ἄλλοτε δ᾽ αὖ ῥοίζεσx᾽, ὑπὸ δ᾽ ἤxεεν οὔρεα μακρά.
Θεογονία 820-835


"Μόλις ἐδίωξε ὁ Ζεὺς τοὺς Τιτάνες ἀπ’ τὸν οὐρανό,
ἡ πελώρια Γαία, γέννησε τὸν τελευταῖο γιὸ τῆς τὸν Τυφωέα
σμίγοντας μὲ τὸν Τάρταρο….

έβγαιναν εκατό φιδίσια κεφάλια, δράκου τρομερού,
κι ἀπ’ ὅλα τὰ κεφάλια τοῦ καθὼς κοίταζε καίγονταν φωτιὲς
Κι ἔβγαιναν ἀπ’ ὅλα τὰ τρομερὰ κεφάλια τοῦ φωνές,
φωνὲς κάθε εἴδους, ἀφήνοντας ἀπερίγραπτο βουητό.
Ἄλλοτε σὰν τοὺς θεοὺς μιλοῦσε, ἄλλοτε πάλι σὰν
βρυχηθμὸ περήφανου ταύρου, ποὺ τίποτα δὲν τὸν σταματά,
ἄλλοτε βρυχιόταν σὰν λιοντάρι γεμάτο θράσος,
ἄλλοτε- θαυμάσιο νὰ τὸ ἀκοῦς- οἱ φωνὲς τοῦ ἀκούγονταν σὰν  σκυλάκια,
ἢ στρίγγλιζε κι ἀντηχοῦσαν τὰ μακρινὰ βουνά."

Ὁ Τυφώνας ἀπειλεῖ νὰ καταποντίσει τὴν κυριαρχία τοῦ Δία σὲ ἕνα ἀπερίγραπτο ἠχητικὸ χάος. Μὲ τὶς ἀπείθαρχες φωνές του, τὶς ἀπερίγραπτες κραυγὲς τοῦ κηρύσσει ἕνα πόλεμο δυσαρμονίας καθὼς τὸ δαιμόνιο ὠρύεται καὶ μουγκρίζει λὲς καὶ εἶναι χεβιμεταλάδικο συγκρότημα, ποὺ μὲ ὑλακὲς σὲ ὑψηλὰ ντεσιμπὲλ και με ἀπερίγραπτο βουητό ἀντιπαρατίθεται σὲ ὁποιανδήποτε καθεστηκυία τάξη. Στὸν ἄναρχο ἠχητικό του ὀρυμαγδὸ ὅμως ἔχει ἀπαιτήσεις μουσικῆς καὶ ποιητικῆς τέχνης. Καὶ ἐδῶ ἀρχίζει νὰ γίνεται ἐνδιαφέρον τὸ πράγμα.

Μὲ συγκεκριμένα ἐπικὰ καλούπια ὁ Ἡσίοδος ἀντιπαραθέτει τὴν ὀχλοβοὴ τοῦ Τυφώνα μὲ τὸ κελάρυσμα τῶν Μουσῶν. Τὸ τέρας μὲ τὶς ἑκατὸ γλῶσσες του ἐκτοξεύει κάθε λογῆς φωνὲς:

γλώσσησιν δνοφερήσι λελιχμότες…        
φωναὶ δ' ἐν πάσησι ἔσαν δεινῆς κεφαλήσι ἀθέσφατον
Θεογ.(826-829)

σὰν τὶς Μοῦσες:
ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἰεῖσαι
                 θεογ.10 
ἐρατὴv δὲ διὰ στόμα ὄσσαν ἰεῖσαι  μέλπονται              θεογ.65      
Αἳ τότ᾽ ἴσαν πρὸς Ὄλυμπον ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ,   θεογ.68       

Οἱ φωνὲς του ἀντηχοῦσαν στὰ μακρινὰ βουνά.
(ἄλλοτε δ᾽ αὖ ῥοίζεσx᾽, ὑπὸ δ᾽ ἤxεεν οὔρεα μακρά)  θεογ.835  
    
ἔτσι ὅπως καὶ οἱ φωνὲς τῶν Μουσῶν ἀχολογοῦσαν στὸν Ὄλυμπο καὶ στὰ διαμερίσματα τῶν θεῶν:

ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου δώματά τ᾽ ἀθανάτων.
Θεογ. 42

Συνεπῶς τὸ τελευταῖο συμβὰν τῆς Θεογονίας παραπέμπει σαφῶς στὴν ἀρχὴ τοῦ ποιήματος τοῦ Ἡσίοδου.

Τὸ λιγερὸ κι ἁρμονικὸ κελάηδημα τῶν Μουσῶν βεβαίως κι΄ ἔχει ἕνα σκοπὸ καὶ αὐτὸς εἶναι ἡ ὑμνωδία πρὸς τὸν Δία. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους ποὺ ὁ Δίας ἐπέβαλλε τὴν κυριαρχία του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Οὐρανὸ καὶ τὸν πατέρα του τὸν  Κρόνο, εἶναι καὶ ὅτι διέθετε κάποια πανίσχυρα ἐργαλεῖα προπαγάνδας, τὶς ἐννέα Ελικωνιάδες  Μοῦσες. Οἱ ἐννέα θυγατέρες τοῦ Δία ἐγγυῶνται τὸ καθεστὼς τοῦ γεννήτορά τους μὲ τὶς ἀπαράμιλλες φωνές τους.

Ὁ Τυφώνας ἀντίθετα σπάζει τὶς μονοσήμαντες νότες τῶν Μουσῶν μὲ τὸν πλουραλισμὸ τῆς κακοφωνίας του. Οἱ κραυγὲς του ἀντιμάχονται καὶ ὑπονομεύουν τὸ καθεστωτικὸ τραγούδι τῶν Μουσῶν. Ἂν δεῖ κάποιος αὐτὴ τὴν ὀπτική του θέματος, ὁ κεραυνὸς τοῦ Δία ποὺ καταβαραθρώνει τὸν Τυφώνα δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀκόμα ἐργαλεῖο λογοκρισίας.

Τὸ πράμα ὅμως δὲν τελειώνει ἐδῶ καθὼς ἡ ἀφηγηματικὴ ἑστίαση τοῦ ἔπους ἐπιφυλάσσει καὶ τὸν ὕστατο ἐξευτελισμὸ γιὰ τὸν Τυφώνα. Ὁ ποιητὴς εἶναι πιὰ  ἐνεργούμενο τῶν Μουσῶν. Τὸ ἄσμα του εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑπαγόρευσαν οἱ Μοῦσες ὅταν τὸν ἀπάντησαν στὸν Ἑλικώνα. Ἡ πλήρης ὑποταγὴ τοῦ ραψωδοῦ στὴν ποιητικὴ καὶ πολιτικὴ προπαγάνδα καὶ τὸν πολιτικὸ κατάλογο τῶν Μουσῶν ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὸ προοίμιο τῆς Θεογονίας:

Ὥς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι
καί μοι σκῆπτρον ἔδον δάφνης ἐριθηλέος ὄζον            Θεογ.30
δρέψασαι, θηητόν ἐνέπνευσαν δέ μοι ἀοιδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα.
Καί μ᾽ ἐκέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν. 

Ἔτσι μου εἴπανε οἱ κόρες τοῦ μεγάλου Δία μὲ λόγια σταράτα καὶ κόβοντας ἕνα θαλερό κλαρὶ ἀπὸ δάφνη, μοῦ τὸ ἔδωκαν σκῆπτρο. Καὶ μοῦ ἐνέπνευσαν τραγούδι ἐξαίσιο γιὰ νὰ τραγουδῶ τὰ μελλούμενα καὶ τὰ περασμένα καὶ μὲ προστάξανε νὰ ὑμνῶ τὴν αἰώνια γενιὰ τῶν μακαρίων, πρῶτα ὅμως ν’ ἀρχίζω καὶ νὰ τελειώνω τὸ τραγούδι μου μ’ αὐτές.

Ἄλλωστε καὶ ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἡσιόδου  ἀπὸ τὸ ΐημι ≪ρίχνω, εκτοξεύω≫ και εοδή (βγάζω φωνή) είναι ενδεικτικό. 

[ΕΤΥΜ. < αρχ. Ησίοδος < ήσι- (< ρ. ΐημι ≪ρίχνω, εκτοξεύω≫, βλ. κ. αφήνω) -Ι-  οδός < *Εοδή ≪φωνή, ωδή≫ (βλ. κ. άδω)].
Μπαμπινιώτης

 Συνεπῶς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ποιητῆ ὑπάγεται στὰ ἐπικὰ λογότυπα ποὺ ἀπεικονίζουν τὶς Μοῦσες καὶ τὸν Τυφώνα. Μόνο ποὺ σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν Τυφώνα, τὸ ἄσμα του ἀναπαράγει τὸν γλυκόλαλο ὕμνο τῶν Μουσῶν.


Ἡ ἥττα τοῦ Τυφώνα ἐπικυρώνεται, καθὼς ἡ ἠχητική του ἐξέγερση καταλήγει ἕνα μέρος τῆς ἁρμονικῆς μελωδίας τῶν Μουσῶν, ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾶται μέσα ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο, τὸν στιχοπλόκο ποὺ εἶναι φερέφωνο ἐργαλεῖο τῆς καθεστηκυίας τάξης. Γι΄ αὐτὸ ὁ τρομερὸς αὐτὸς χθόνιος δαίμονας ἐξάπτει τὸ ἐνδιαφέρον μου. Γιατί οἱ ἄναρθρες κραυγὲς του ἀκούγονται σ΄ ἕνα γλυκόφωνο τραγούδισμα ποὺ ἐξυμνεῖ τὸ Δία. Οἱ ἐννέα κόρες τοῦ Δία καὶ τῆς Μνημοσύνης στὸ τέλος κατέχουν τὸ μονοπώλιο στὸ ἀφηγηματικὸ κλείσιμο τοῦ ποιήματος.  Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι ὅποιος ἔχει τὴ δύναμη νὰ εξιστορεῖ ἔχει καὶ τὴ δύναμη νὰ συνθέτει ἀλλὰ καὶ νὰ παραμορφώνει.


Όποιος θέλει να διαβάσει την Θεογονία σε μετάφραση: εδώ.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου