Οἱ πάλαι ποτὲ εἰσπράκτορες τῶν λεωφορείων εἶχαν σὰν ἐπαγγελματικὰ ἐργαλεῖα, ἂφ ἑνὸς μὲν ἕνα μεταλλικὸ δίφυλλο κατασκεύασμα ὅπου μέσα ἤτανε μαγκωμένα τὰ μπλοκάκια μὲ τὰ εἰσιτήρια καὶ ἂφ ἑταίρου ἕνα ἄλλο περίεργο κουτάκι μὲ θῆκες ὅπου γλίστραγαν τὰ κέρματα σὲ αὐστηρὰ ἱεραρχημένη ταξινόμηση: πενηνταράκια, φραγκοδίφραγκα, τάληρα, δεκάρικα κτλ. Δὲν ξέρω πὼς τὸ λέγανε αὐτὸ τὸ κουτί, θὰ μποροῦσα νὰ τὸ ὀνομάσω κερματοθήκη. Πιστεύω ὅμως ὅτι τὰ κέρματα γιά μας, τῆς κάποιας ἡλικίας, ἔχουν εὐρύτατο συναισθηματικὸ ἐνδιαφέρον δεδομένου ὅτι εἶναι συνδεδεμένα μὲ τὰ παιδικά μας χρόνια (ἔτσι κι εἶχες κάνα τάληρο ἐκείνη τὴν ἐποχὴ αἰσθανόσουν βασιλιὰς) ἀλλὰ παράλληλα ἔχουν κι ἕνα μεγάλο θεματολογικὸ πεδίο, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν λεξικογραφία καὶ φτάνει ὡς τὴν λαογραφία. Ὁ νομισματολόγος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ ἱστορικὸ τῶν κερμάτων, καὶ γιὰ τὶς παραστάσεις ποὺ εἶναι χτυπημένες πάνω τους, ὁ παλιὸς χωροφύλακας τὰ ἔβλεπε σὰν ἀντικείμενο παραχάραξης, ὁ οἰκονομολόγος σὰν μέσο συναλλαγῆς κ.ο.κ.
Ἡ λέξη νόμισμα χρησιμοποιεῖται γιὰ κάθε λογὴς χρήματα, χαρτονομίσματα ἢ κέρματα. Τὸ χαρτονόμισμα ἄργησε νὰ φανεῖ στὴ χώρα μας. Ἡ λέξη χαρτονόμισμα εἶναι λόγια λέξη ποὺ πλάστηκε λίγο μετὰ τὸ 1821. Παλιότερα ὁ λαὸς ἐκτιμοῦσε καὶ ἐμπιστευότανε τὰ μεταλλικὰ κέρματα ἰδίως τὰ χρυσὰ ἢ τὰ ἀσημένια. Ἔτσι μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἡ ἐπίσημη ἐπαναφορὰ τῆς ἀρχαίας λέξης δραχμή, ἐπέτρεψε στοὺς λογίους νὰ κατασκευάσουν διάφορα παράγωγα: δραχμολογῶ καὶ δραχμολόγος, δραχμοφαγῶ καὶ δραχμοφάγος καὶ ἀργότερα πεντακοσιόδραχμον, χιλιόδραχμον καὶ πάει λέγοντας. Πρὶν τὸ 1821 κυκλοφοροῦσαν τούρκικα νομίσματα, ἀλλὰ καὶ εὐρωπαϊκὰ χρυσὰ ἢ ἀσημένια: λίρες, ντοῦμπλες (ντούμπλα = 2 λίρες), κολονάτα κτλ. Ἀργότερα κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια της ἀπελευθέρωσις ἐπικρατοῦσε νομισματικὴ ἀκαταστασία- τούρκικα, εὐρωπαϊκά, καὶ ἑλληνικὰ νομίσματα συνυπάρχουν. Τὸ φαινόμενο ἐπανελήφθη ἐπὶ κατοχῆς, ὅποτε κυκλοφοροῦν συγχρόνως ἑλληνικὰ χαρτονομίσματα, μάρκα τῆς κοματαντούρας, λιρέτες, λίρες, ναπολεόνια κτλ. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι οἱ λαϊκὲς λέξεις ποὺ σήμαιναν διάφορα τουρκικὰ κέρματα σιγὰ σιγὰ ἐξαφανίστηκαν ἂν καὶ μερικὲς ἀκούγονται ἀκόμα καὶ σήμερα: γρόσια, παράδες, μπακίρια κτλ. Ὅσο γιὰ τὰ πεντόλιρα παρέμειναν τὸ παντοτινὸ ὄνειρο τοῦ καραγκιόζη. Δίπλα στὴν ἐπίσημη νομισματικὴ ὁρολογία, βρίσκουμε ἄπειρες λαϊκὲς ὀνομασίες γιὰ τὰ νομίσματα: πεντάρα, δεκάρα, πενταροδεκάρες, πενηνταράκι, φράγκο, δίφραγκο, τάληρο, κατοστάρικο, χιλιάρικο ἢ καὶ χήνα κτλ.
Ὁ λαὸς ἀποκαλοῦσε καὶ ἀποκαλεῖ τὰ χρήματα λεφτά. Ἡ λέξη λεπτὸν ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δισυπόστατη, ἀφοῦ ὑποδήλωνε καὶ χρονικὴ καὶ νομισματικὴ ὑποδιαίρεση, γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη δίλεπτον ἐχρησιμοποιεῖτο ὅταν μιλάγανε γιὰ τὸ κερμάτιον τῶν δύο λεπτῶν, ἢ γιὰ χρονικὸ διάστημα δύο λεπτῶν της ὥρας. Ὁ λαὸς τὸ χειρίστηκε τὸ θέμα μὲ εὐαισθησία, ἔλεγε τὰ χρήματα λεφτὰ πάντα στὸν πληθυντικὸ ἐνῶ γιὰ τὶς ὑποδιαιρέσεις τῆς ὥρας χρησιμοποιοῦσε τὴ λέξη λεπτό, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι ἀπόλυτο βέβαια, γιατί μποροῦμε νὰ ποῦμε: " θὰ γυρίσω σὲ δύο λεφτὰ ", ὅπως καὶ " τὰ ἔφαγε ὅλα, δὲν τοῦ μεινε οὔτε λεπτὸ ". Ὁ λαὸς τὰ κέρματα τὰ ἔλεγε λιανὰ ἢ ψιλά. Πράγματι λέμε: μοῦ χαλᾶς τὸ πενηντάρι; Ἤ μου κάνεις ψιλά;
Τὸν παλιὸ καλὸ (σὶκ) καιρὸ κυκλοφοροῦσαν ἀρκετὰ κάλπικα κέρματα, ποὺ ὁ καθένας προσπαθοῦσε νὰ πασάρει στὸν ἄλλον, ὅλοι θὰ ἔχετε δεῖ τὴν θαυμάσια ἑλληνικὴ ταινία " ἡ κάλπικη λίρα ". Αὐτὸ δείχνει καὶ ἡ παλιὰ παροιμία " ὁ κάλπικος παρὰς δὲν χάνεται ". Οἱ μπακάληδες τότε ὅταν ὑποψιάζονταν ὅτι τὸ κέρμα ἦταν κάλπικο, τὸ χτύπαγαν στὸ μάρμαρο γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν ἦχο ἢ τὸ δάγκωναν. Τὰ κάλπικα κέρματα, ἐπειδὴ περιεῖχαν ἀρκετὸ μολύβι ἔδιναν μουγγὸ ἦχο καὶ ἤτανε μαλακά. Σὲ δύσκολες περιόδους κυκλοφόρησαν σὰν χρῆμα, ἄλλοτε χαρτόσημα, ἄλλοτε εἰσιτήρια τοῦ τρὰμ ἄλλοτε κουπόνια ἀπὸ δελτία τροφίμων κ.α. Τὰ χαρτονομίσματα τὰ τυλίγανε ρολὸ ποὺ τὰ λέγανε μασούρια, εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους ἡ φράση: " ποὺ τὸ ΄χει κρυμμένο ἡ γριὰ τὸ μασούρι της ". Ἐπίσης καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς " γέρο-μασούρας ". Τὰ κέρματα χωρισμένα σὲ κατηγορίες τὰ τυλίγανε μὲ χαρτί, αὐτὸ τὸ λέγανε φουσέκι.
Μιλήσαμε γιὰ τὶς δεκάρες καὶ τὰ φραγκοδίφραγκα. Ὕστερα ἦρθαν τὰ ἑκατομμύρια. Ἡ λέξη ἑκατομμύριον εἶναι ἐφεύρεση τοῦ Κοραῆ, ὡς τὰ τότε τὸ ἑκατομμύριο τὸ ἔλεγαν μιλιούνι ἢ χιλιόνιον. Πολλὲς εἶναι οἱ παροιμιολογικὲς ἐκφράσεις ποῦ ἔχουν διασωθεῖ, ἀλλὰ δὲν ἀκούγονται πλέον, γιὰ παράδειγμα ἡ παροιμία " ἔχεις λιλιά, ἔχεις λαλιὰ ". Ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἀκούγονται νὰ θυμίσω τὸ "τέρμα στὰ δίφραγκα", ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ΄50 καὶ εἶναι ἡ κραυγὴ ποὺ ἀμολάγανε οἱ εἰσπράκτορες τῶν λεωφορείων, γιὰ νὰ δείξουν στοὺς ἐπιβάτες τους ὅτι ἔληξε ἡ ἰσχὺς τῶν εἰσιτηρίων τους, κι ὅτι ἂν ἤθελαν νὰ συνεχίσουν ἔπρεπε νὰ κόψουν νέο εἰσιτήριο. Ἐπίσης νὰ θυμίσω τὴν ἔκφραση "δὲν ἀξίζεις οὔτε μία τρύπια πεντάρα" ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν μιλώντας γιὰ πράγματα μηδαμινῆς ἀξίας. Τὰ παλιὰ κέρματα τῶν πέντε δέκα καὶ εἴκοσι λεπτῶν εἶχαν μία τρύπα στὴ μέση. Οἱ ἐπίτροποι τῶν ἐκκλησιῶν καὶ οἱ διάφοροι ταμίες περνάγανε ἕνα σπάγκο ἀπὸ τὴν τρύπα καὶ μαζεύανε τὶς πενταροδεκάρες σὲ ἀρμαθιές. Νὰ θυμίσω ὅτι οἱ νεοέλληνες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ γράφουν πάνω στὰ χαρτονομίσματα διάφορα λόγια, στιχάκια, πολιτικὰ συνθήματα ἢ ἀκόμα καὶ βρισιές.
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου