Πίνακας τῆς Marie Bouliard, ἡ ὁποία ποζάρει
ὡς Ἀσπασία, 1794
Μπουκιὰ καὶ συxώριο τὸ πουταvάκι. Ἀλλὰ κι ὁ Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, ὀμορφάντρας. Τὸ πρόβλημα ἦταν ὁ πατέρας της. ‘Ανθρωπος ἄξιος σεβασμοῦ στὴ Μίλητο καθότι διηύθυνε τὸ μεγαλύτερο φροντιστήριο τῆς περιοχῆς. Ἅπαξ καὶ ἔκανες τὰ ἰδιαίτερά σου δίπλα στὸν Ἀξίοχο, ἔβγαινες μέγας καὶ τρανός. Εἰδικὰ στὶς παρλαπίπες.Τὸ ἄσπρο τόκανες μαῦρο καὶ σοὺ χτυπάγανε καὶ παλαμάκια.Τὸ ξέκωλο, πέραν ἀπὸ τὰ θεσπέσια καπούλια καὶ τὴ φάτσα Μακρυπούλια, εἶχε καὶ μία γλώσσα ροδάνι. Κρεμόσουν ἀπ’ τὰ χείλια της. Ἄσε ποῦ παρακολούθησε καὶ τὰ μαθήματα τοῦ μπαμπὰ καὶ σοὺ κανε κάτι διαλέξεις γιὰ τὴ γέννεση τοῦ σύμπαντος νὰ σοὺ ἔρχεται περίοδος! Ἐνθουσιάστηκε ἀπ’ ὅλα τοῦτα ὁ Ἰππόδαμος καί, παρὰ τὸν κίνδυνο νὰ τὸν κάνει παστὸ στὸ ξύλο ὁ γέρων, τὸ στραμπούλιξε τὸ νυμφίδιο καὶ τοῦ μαθε καὶ τὶς ἄλλες χρήσεις τῆς στοματικῆς κοιλότητας.
Ὅμως ὁ Ἰππόδαμος ἦταν ἄντρας μὲ ἀνησυχίες. Δὲν τὸν χώραγε ἡ Μίλητος. Κι ἔτσι τὴν ἔκανε γιὰ τὴν μεγαλούπολη, ποῦ καὶ τότε τὴ λέγανε Ἀθήνα. Εἶχε καὶ μία ροπὴ στὸ σχέδιο, βρῆκε τοὺς Ἀθηναίους νὰ ἀσχολοῦνται μὲ κάτι ἐκστρατεῖες ποὺ σχεδίαζαν κατὰ Αἴγυπτο μεριὰ γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς Αἰγύπτιους στὴν ἐξέγερσή τους κατὰ τοῦ Μεγάλου βασιλέα, τοὺς ἔχτισε τὸν Πειραιά, εἶδαν οἱ Γκάγκαροι πρώτη φορὰ στὴ ζωὴ τους ὁλοκληρωμένο σχέδιο πόλεως, χαραγμένους δρόμους, οἰκόπεδα, βιλίτσες καὶ πλατεῖες καὶ νὰ σου μέγας καὶ τρανὸς καὶ πολεοδόμος ὁ Ἰππόδαμος. Καὶ κατὰ τὸν ροῦν τῆς ἱστορίας καὶ τὰ εἰωθότα τῶν Ἀθηναίων, ἀντὶ νὰ ἀγοράζει Καγιέν, ἀγόραζε ἀγοράκια, ἔκανε συμπόσια, μάζευε ὀρχηστρίδες καὶ αὐλητρίδες-γιατί μερικοὶ προσκεκλημένοι ἦταν ἀνώμαλοι κι ἤθελαν καὶ γκομενάκια -καὶ τὴ βόλευε, πασὰς ὁ ἀρχαῖο-Βωβός. Κι ἐκεῖ ποῦ κουτούπωνε τὸ κωλαράκι ἑνὸς δούλου, τοῦ ἦρθε ἡ φαεινή. «Ρὲ αὐτὸ τὸ πορνίδιο ἡ Ἀσπασία, τί νὰ γίνεται; Δὲν τὸ φέρνω κατὰ δῶ νὰ τοὺς παλαβώσω ὅλους ποῦ ἔχουν πήξει στὶς χοντροκῶλες καὶ στὰ city tours; Συμπόσια μετὰ διαλέξεων. Νὰ χαίρεται ὁ ὀφθαλμός σου, νὰ φχαριστιέται ὁ φαλλός σου καὶ νὰ θωπεύωνται τὰ αὐτιά σου ταυτόχρονα. Τῆς Ἀσπασίας θὰ γίνει!».
Τῆς τραβάει μιὰ πρόσκληση ὁ Πολεοδόμος, λειώνει ἡ μικρὰ μὲ τὴν ἰδέα πῶς τὴν περιμένουν στὰ μεγάλα σαλόνια, καβαλάει τὸ high-speed Μιλήτου- Παλουκίων καὶ σὲ λίγες ἑβδομάδες -ἄργησε τὸ ταχύπλοον καθότι ἡ θάλασσα κυματώδης - τσοὺπ ἀριβάρει στὴ σπιταρόνα τοῦ Ἰππόδαμου. Τό μαθαίνει κείνη ἡ λούγκρα ὁ Κριτίας, πῶς ὁ Ἰππόδαμος Ψιψινάκης ἔφερε φρέσκο πράμα ποῦ σαλεύει, καὶ τὸ κάνει βούκινο στὰ καπηλεία. Κι ἐπιασε μία σιελλόροια στοὺς ταλαντούχους (τους ἔχοντας τάλαντα ρέ…) κι ἀνυπομονοῦσαν πότε θὰ δοῦν τὴν Ἀσπάσα καὶ πότε θὰ πάρουνε μεζέ.Τοὺς ἀφήνει καμπόσο νὰ βράζουν στὸ ζουμὶ τοὺς ὁ πορνεοδόμος καὶ τὴν ἑπομένη "ἐπὶ ξενία καλείν", o ἐστιοπάμμων, τὰ λιγούρια. Καὶ πήξανε οἱ μπαρμπέρηδες εἰς τὴν μνᾶν καὶ εἰς τὴν τρίχαν καθόσον οἱ ἀρχαῖοι τὴν κόμην περὶ πολλοῦ τὴν εἶχαν.
Τὴν ἀράξανε κατὰ τὸ σούρουπο στὰ ἀνάκλιντρα τοῦ Ἰππόδαμου ὁ Κριτίας καὶ ὁ Εὐριπίδης, ὁ Φειδίας, κάτι ἄλλοι ταλαντοῦχοι καθὼς καὶ ὁ Αναξαγόρας καὶ περίμεναν τὴν ἐμφάνιση τῆς εύπύγου Ἀσπασίας. Ποῦ ὅταν μπουκάρισε, τοὺς ἔφυγαν τὰ κλαπέτα, ἀλλὰ τὸ ἔπαιξαν καὶ ὀλίγον μπλαζέ, ὡς ὑπαγόρευε καὶ ἡ ἀριστοκρατικὴ των καταγωγή. Τρύπωσε στὴν σερνικοπαρέα ἡ Μιλήσια, ξάπλωσε δίπλα στὸν Ἀναξαγόρα, ποῦ ἦταν καὶ κοντοχωριανός της καὶ παιδὶ τζιμάνι, ματσουλήσανε καὶ κάτι ὀπτὰ κι ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ μπεκρουλιάσματος (σήμ. τοῦ Βούς: πρῶτα τὴν ταράτσωναν οἱ πρόγονοι καὶ μετὰ μπεκρουλιάζανε κι ὄχι τούμπαλιν σὰν ἐμᾶς ποῦ πλακώνουμε στὰ ξύδια καὶ μετὰ ψάχνουμε γιὰ πατσατσομάγαζα καὶ μπουγατσομάγαζα). Κι ἐπειδῆς ὁ οἶνος θέλει καὶ παιχνίδι ἄρχισαν τὸν κότταβο Μόνο ποῦ ἀντὶ νὰ σημαδεύουνε μὲ τὰ σταγονίδια τοῦ κρασιοῦ ἀπ’ τὸ ποτήρι ἀκίνητους στόχους, βάλανε στὸ σημάδι ἕνα ζουμπουρλούδικο μισόγυμνο ὀρχηστριδογκομενάκι ποῦ περπάταγε μὲ τὰ χέρια. Κι ἔτσι ἄρχισε νὰ ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἀσπασία γιὰ τὸ πῶς τὰ πιτσιλοῦσαν τὰ νυμφίδια οἱ Ἀθηναῖοι.
Περναγαν οἱ μέρες, ἔδειχνε ὁ Ἰππόδαμος στὴν Ἀσπασία τὴν πόλη καὶ σκεφτόταν τρόπους νὰ τὴν ξεφορτώσει, καθὼς κυκλοφόρησε βρῶμα στὴν πόλη πῶς ὁ πορνεοδόμος τὸ γύρισε στὰ νυμφίδια καὶ δὲν τοῦ καθόντουσαν τ’ ἀγοράκια. Ἀπ’ τὴ δύσκολη θέση τὸν ἔβγαλε ἡ ἴδια ποῦ τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία ν’ ἀνοίξει σχολὴ ρητορικῆς. Στὸ μεταξὺ εἶχε θαυμάσει τὶς ἰδέες τοῦ Ἀναξαγόρα στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ κατὰ μόνας κι εἶχε ποζάρει καὶ γιὰ ἕνα ἀγαλματάκι στοῦ Φειδία. (κὰτ΄ἰδίαν ἐνοεῖται).
Ἀφοῦ βρῆκε τὶς ἄκρες ἡ Μιλήσια ἔκανε καὶ τὸ μεγάλο κόλπο. Σπιταρόνα κάτω ἀπ’ τὴν Ἀκρόπολη καὶ τὰ λεφτὰ τοῖς μετρητοῖς. Τὰ ἔπιπλα ὁ Ἰππόδαμος, τὶς σκλάβες ὁ Φειδίας, ἔκανε τὸ μεσίτη ὁ Εὐριπίδης, κάτι πρέπει νὰ τσοντάρισε κι ὁ Ἀναξαγόρας κι ἕτοιμη ἡ καλύβη ποῦ θὰ στέγαζε τὶς φιλοσοφικὲς ἀνησυχίας τῆς κορασίδας. Βοήθησαν καὶ κανὰ δυὸ στρατηγοί, ποῦ διαφήμισαν τὸ μελίρρυτο της γλώσσας τῆς νεαρᾶς, μὲ τὸ ἀζημίωτο βέβαια, καὶ φίσκα ἡ καλύβη ἀπὸ μαθητές. Οἱ κακὲς γλῶσσες λέγανε πῶς αὐτὸ δὲν ἤτονε σχολὴ ἀλλὰ "οἶκος ". Τοὺς ἔγραφε βέβαια ἐκεῖ ποῦ δὲν γράφει ὁ κάλαμος, ἀπορροφημένη γὰρ μὲ τὰ μαθήματά της, γιὰ τὸ πῶς τὸ πνίγουν τὸ κουνέλι, στοὺς Ἀθηναίους, καὶ μὲ τὴν καταμέτρηση τῶν ὀβολῶν ποῦ ξεχείλιζαν ἀπ’ τὰ θυλάκιά της. Ὥσπου μία μέρα τὰκ-τὰκ ἡ πόρτα της, καὶ νὰ καὶ ὁ Σωκράτης. Καὶ τὴν ἄρχισε στὶς κολακεῖες ὁ μαλαγάνας πῶς τάχατες ἤθελε νὰ τὸν μυήσει στὶς γνώσεις της καὶ τὰ τοιάυτα.
Jean-Lιon Gιrτme 1861 Ὁ Σωκράτης συνομιλεῖ μὲ τὸν
Ἀλκιβιάδη στὸ σπίτι τῆς Ἀσπασίας.
Μεγάλη καταφερτζοὺ καὶ λαοπλάνος καθὼς ἦτο, ὁ ἀχρεῖος, τὴν ἔπεισε πῶς ἦταν μπατιράκι μὲν φιλομαθέστατος δέ. Κι ἔτσι ὁ Σώκρατες ἦταν ὁ πρῶτος ποῦ "διδάχτηκε" ἐπὶ πιστώσει. Ἀλλὰ ἔσπασε ὁ Ἑρμῆς τὸ ποδάρι του καὶ μία νύχτα τὸν ἔκανε τσακωτὸ ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Ἀναξαγόρα, ἔγινε σκηνικὸ μεγάλο, ἀλλὰ τελικὰ παρέμειναν καλοὶ φίλοι. Καὶ οἱ τρεῖς τους…
Ὁ δὲ Σωκράτης ἔκτοτε: "Σωκράτης Ἀσπασία προσεφοίτα κατὰ χάριν τοῦ τὰ ἐρωτικὰ παιδευθῆναι". (δείτε εδώ).
Καὶ περνοῦσε ὁ καιρὸς κι διδάσκονταν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ μάθαιναν τὰ ρητορικὰ τερτίπια καὶ τὶς περικοκλάδες τῆς γλώσσας. Καθάριζε ὁ λαιμός τους, μιλοῦσαν στὴν ἀγορὰ καὶ φούσκωναν μὲ ὑπερηφάνεια γιὰ ὅλα αὐτὰ ποῦ τοὺς δίδασκε ἡ Ἀσπασία ἡ ἐκ Μιλήτου. Κάτι βρῶμες ποὺ κυκλοφόρησαν, πῶς μέχρι καὶ κάτι μουγγοὶ μιλήσανε μετὰ τὴν παρακολούθηση τῶν ἰδιαιτέρων της ἐλέγχονται ὡς ἀνακριβεῖς ἀπ’ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα τοῦ Γεωργίου τοῦ Βούς.
Ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα ὅταν κάπου κεῖ σκάει μύτη ὁ Περικλῆς ὁ ἡγέτης. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἔβαλε τὸν ρουφιάνο τοῦ τὸ Φειδία νὰ τὴν κάλεσει σπίτι του, τάχατες τάχατες γιὰ κάτι ἐπεῖγον. Κι ἔπεσε πάνω στὸν Ὀλύμπιο καὶ λιγώθηκε ἡ εὔγλωττη κι ἔχασε τὴ λαλιά της. Ἡ ἐξουσία μαγεύει, ὡς γνωστόν, τὰ γκομενάκια κι ἡ κυρία, πιά, δὲν μποροῦσε ν’ ἀποτελέσει ἐξαίρεση. Τοῦ Περικλῆ τοῦρθε κάτι σᾶ νταμπλὰς μόλις τὴν εἶδε. Ἕνα μικροεμπόδιο ὑπῆρχε, ὁ Περικλῆς ἦταν ὕπανδρος, ἀλλὰ ὁ ἔρωτας ὅλα τὰ ξεπερνάει κι ὅπως χρόνια δὲν κοιτάει, τὰ ἐμπόδια τὰ πηδάει. Τ’ ἀκούμπησε λοιπόν, κατὰ τὸ σύνηθες, ὁ Περικλέας στὴ σύζυγο, γλύκανε κι αὐτηνῆς ἡ πίκρα, ἔκανε στὴν μπάντα κι ἄνοιξε διάπλατα ὁ δρόμος γιὰ ἕνα μεγάλο ἔρωτα.
Κουμπαράκια ὁ Ἀναξαγοράκος κι ὁ Φειδίας. Τὸ ἔθιμο ἀπαιτοῦσε προίκα. Ξεβράκωτη ἡ νύμφη, ὁ Ἀξίοχος τὰ εἶχε τινάξει ἐν τῷ μεταξὺ καὶ τῆς κληροδότησε κάτι περγαμηνὲς Ἰώνων φιλοσόφων, οἱ sotheby's δὲν εἶχαν ἀνοίξει ἀκόμη, ὁ κίνδυνος νὰ ρεζιλευτῆ ἡ νύμφη μεγάλος. Γάτα ἡ Ἀσπασία, τὰ τάλαντα ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα τὰ εἶχε καταχωνιασμένα σὲ ὂφ σὸρ καὶ τὸ ἔπαιζε πτωχὴ πλὴν τίμια. Τί νὰ κάνουν οἱ κουμπάροι, στάξανε ἀπὸ καμιὰ δεκαριὰ τάλαντα, χοντρὸ χρῆμα τότε, βγῆκε στὸν ἀφρὸ ἡ νύμφη κι εἶχαν κι αὐτοὶ τὶς προσδοκίες τους γιὰ τὴ γενναιοδωρία τους. Ἡγέτης ὁ γαμβρός, κουκλάρα ἡ νύμφη, ὅλο καὶ ὑπῆρχε περατζάδα στὸ σπίτι. Εἶχε καὶ τὶς ἀνησυχίες τοῦ τὸ ζεῦγος, τὶς πνευματικὲς ἡ σύζυγος, τὶς πολιτικὲς ὁ Ὀλύμπιος, τοὺς ἄρεσε κι ἡ καλὴ παρέα κι ἔτσι στήθηκε καὶ ἡ αὐλή. Ἰππόδαμος ὁ Μιλήσιος, Ἀναξαγόρας ὁ Κλαζομένιος, Φειδίας ὁ ἀγαλματοποιός, Σωκράτης ὁ σοφός, Εὐριπίδης ὁ τραγικός, καὶ ἐνίοτε ὁ Ἡρόδοτος ὁ πατὴρ τῆς ἱστορίας ἀπετέλεσαν τὸν πυρήνα. Οἱ τέσσερις πρῶτοι εἶχαν δοκιμάσει καὶ τὸ γλυκό. Οἱ ἄλλοι ἦταν στὸ περίμενε. Κι ὀργάνωνε συμπόσια ἡ Ἀσπασία καὶ καλοῦσε ὅποιον αὐτὴ ἤθελε κι ὅλοι μαζὶ συμβούλευαν τὸν Ὀλύμπιο πῶς θὰ κάνει τὴν Ἀθήνα θαλασσοκράτειρα καὶ φανταχτερή.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου