Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Περὶ-κλέους Ἀσπασίας


                     
  Πίνακας τς Marie Bouliard, ποία ποζάρει 
 ς σπασία, 1794


Μπουκι κα συxώριο τ πουταvάκι. λλ κι Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, μορφάντρας. Τ πρόβλημα ταν πατέρας της. ‘Ανθρωπος ξιος σεβασμο στ Μίλητο καθότι διηύθυνε  τ μεγαλύτερο φροντιστήριο τς περιοχς. παξ κα κανες τ διαίτερά σου δίπλα στν ξίοχο, βγαινες μέγας κα τρανός. Εδικ στς παρλαπίπες.Τ σπρο τόκανες μαρο κα σο χτυπάγανε κα παλαμάκια.Τ ξέκωλο, πέραν π τ θεσπέσια καπούλια κα τ φάτσα Μακρυπούλια, εχε κα μία γλώσσα ροδάνι. Κρεμόσουν π’ τ χείλια της. σε πο παρακολούθησε κα τ μαθήματα το μπαμπ κα σο κανε κάτι διαλέξεις γι τ γέννεση το σύμπαντος ν σο ρχεται περίοδος! νθουσιάστηκε π’ λα τοτα ππόδαμος καί, παρ τν κίνδυνο ν τν κάνει παστ στ ξύλο γέρων, τ στραμπούλιξε τ νυμφίδιο κα το μαθε κα τς λλες χρήσεις τς στοματικς κοιλότητας. 

μως ππόδαμος ταν ντρας μ νησυχίες. Δν τν χώραγε Μίλητος. Κι τσι τν κανε γι τν μεγαλούπολη, πο κα τότε τ λέγανε θήνα. Εχε κα μία ροπ στ σχέδιο, βρκε τος θηναίους ν σχολονται  μ κάτι κστρατεες πο σχεδίαζαν κατ Αγυπτο μερι γι ν βοηθήσουν τος Αγύπτιους στν ξέγερσή τους κατ το Μεγάλου βασιλέα, τος χτισε τν Πειραιά, εδαν ο Γκάγκαροι πρώτη φορ στ ζω τους λοκληρωμένο σχέδιο πόλεως, χαραγμένους δρόμους, οκόπεδα, βιλίτσες κα πλατεες κα ν σου μέγας κα τρανς κα πολεοδόμος ππόδαμος. Κα κατ τν ρον τς στορίας κα τ εωθότα τν θηναίων, ντ ν γοράζει Καγιέν, γόραζε γοράκια, κανε συμπόσια, μάζευε ρχηστρίδες κα αλητρίδες-γιατί μερικο προσκεκλημένοι ταν νώμαλοι κι θελαν κα γκομενάκια -κα τ βόλευε, πασς ρχαο-Βωβός. Κι κε πο κουτούπωνε τ κωλαράκι νς δούλου, το ρθε φαεινή. «Ρ ατ τ πορνίδιο σπασία, τί ν γίνεται; Δν τ φέρνω κατ δ ν τος παλαβώσω λους πο χουν πήξει στς χοντροκλες κα στ city tours; Συμπόσια μετ διαλέξεων. Ν χαίρεται φθαλμός σου, ν φχαριστιέται φαλλός σου κα ν θωπεύωνται τ ατιά σου ταυτόχρονα. Τς σπασίας θ γίνει!».

Τς τραβάει μι πρόσκληση Πολεοδόμος, λειώνει μικρ μ τν δέα πς τν περιμένουν στ μεγάλα σαλόνια, καβαλάει τ high-speed Μιλήτου- Παλουκίων κα σ λίγες βδομάδες -ργησε τ ταχύπλοον καθότι θάλασσα κυματώδης - τσοπ ριβάρει στ σπιταρόνα το ππόδαμου. Τό μαθαίνει κείνη λούγκρα Κριτίας, πς ππόδαμος Ψιψινάκης φερε φρέσκο πράμα πο σαλεύει, κα τ κάνει βούκινο στ καπηλεία. Κι πιασε μία σιελλόροια στος ταλαντούχους (τους χοντας τάλαντα ρέ…) κι νυπομονοσαν πότε θ δον τν σπάσα κα πότε θ πάρουνε μεζέ.Τος φήνει καμπόσο ν βράζουν στ ζουμ τος πορνεοδόμος κα τν πομένη "π ξενία καλείν", o στιοπάμμων,  τ λιγούρια. Κα πήξανε ο μπαρμπέρηδες ες τν μνν κα ες τν τρίχαν καθόσον ο ρχαοι τν κόμην περ πολλο τν εχαν.

Τν ράξανε κατ τ σούρουπο στ νάκλιντρα το ππόδαμου Κριτίας κα Εριπίδης, Φειδίας, κάτι λλοι ταλαντοχοι καθς κα Αναξαγόρας κα περίμεναν τν μφάνιση τς εύπύγου σπασίας. Πο ταν μπουκάρισε, τος φυγαν τ κλαπέτα, λλ τ παιξαν κα λίγον μπλαζέ, ς παγόρευε κα ριστοκρατικ των καταγωγή. Τρύπωσε στν σερνικοπαρέα Μιλήσια, ξάπλωσε δίπλα στν ναξαγόρα, πο ταν κα κοντοχωριανός της κα παιδ τζιμάνι, ματσουλήσανε κα κάτι πτ κι ρθε ρα το μπεκρουλιάσματος (σήμ. το Βούς: πρτα τν ταράτσωναν ο πρόγονοι κα μετ μπεκρουλιάζανε κι χι τούμπαλιν σν μς πο πλακώνουμε στ ξύδια κα μετ ψάχνουμε γι πατσατσομάγαζα κα μπουγατσομάγαζα). Κι πειδς ονος θέλει κα παιχνίδι ρχισαν τν κότταβο Μόνο πο ντ ν σημαδεύουνε μ τ σταγονίδια το κρασιο π’ τ ποτήρι κίνητους στόχους, βάλανε στ σημάδι να ζουμπουρλούδικο μισόγυμνο ρχηστριδογκομενάκι πο περπάταγε μ τ χέρια. Κι τσι ρχισε ν ντιλαμβάνεται σπασία γι τ πς τ πιτσιλοσαν τ νυμφίδια ο θηναοι.

Περναγαν ο μέρες, δειχνε ππόδαμος στν σπασία τν πόλη κα σκεφτόταν  τρόπους ν τν ξεφορτώσει, καθς κυκλοφόρησε βρμα στν πόλη πς πορνεοδόμος τ γύρισε στ νυμφίδια κα δν το καθόντουσαν τ’ γοράκια. π’ τ δύσκολη θέση τν βγαλε δια πο το ξέφρασε τν πιθυμία ν’ νοίξει σχολ ρητορικς. Στ μεταξ εχε θαυμάσει τς δέες το ναξαγόρα στν κκλησία λλ κα κατ μόνας κι εχε ποζάρει κα γι να γαλματάκι στο Φειδία. (κτ΄δίαν νοεται).

φο βρκε τς κρες Μιλήσια κανε κα τ μεγάλο κόλπο. Σπιταρόνα κάτω π’ τν κρόπολη κα τ λεφτ τος μετρητος. Τ πιπλα ππόδαμος, τς σκλάβες Φειδίας, κανε τ μεσίτη Εριπίδης, κάτι πρέπει ν τσοντάρισε κι ναξαγόρας κι τοιμη καλύβη πο θ στέγαζε τς φιλοσοφικς νησυχίας τς κορασίδας. Βοήθησαν κα καν δυ στρατηγοί, πο διαφήμισαν τ μελίρρυτο της γλώσσας τς νεαρς, μ τ ζημίωτο βέβαια, κα φίσκα καλύβη π μαθητές.  Ο κακς γλσσες λέγανε πς ατ δν τονε σχολ λλ "οκος ". Τος γραφε βέβαια κε πο δν γράφει κάλαμος, πορροφημένη γρ μ τ μαθήματά της, γι τ πς τ πνίγουν τ κουνέλι, στος θηναίους, κα μ τν καταμέτρηση τν βολν πο ξεχείλιζαν π’ τ θυλάκιά της. σπου μία μέρα τκ-τκ πόρτα της, κα ν κα Σωκράτης. Κα τν ρχισε στς κολακεες μαλαγάνας πς τάχατες θελε ν τν μυήσει στς γνώσεις της κα τ τοιάυτα.


 Jean-Lιon Gιrτme 1861 Σωκράτης συνομιλε μ τν
λκιβιάδη στ σπίτι τς σπασίας.

Μεγάλη καταφερτζο κα λαοπλάνος καθς το, χρεος, τν πεισε πς ταν μπατιράκι μν φιλομαθέστατος δέ. Κι τσι Σώκρατες ταν πρτος πο "διδάχτηκε" π πιστώσει. λλ σπασε ρμς τ ποδάρι του κα μία νύχτα τν κανε τσακωτ γκαλι μ τν ναξαγόρα, γινε σκηνικ μεγάλο, λλ τελικ παρέμειναν καλο φίλοι. Κα ο τρες τους…

δ Σωκράτης κτοτε: "Σωκράτης σπασία προσεφοίτα κατ χάριν το τ ρωτικ παιδευθναι". (δείτε εδώ).

Κα περνοσε καιρς κι διδάσκονταν ο θηναοι κα μάθαιναν τ ρητορικ τερτίπια κα τς περικοκλάδες τς γλώσσας. Καθάριζε λαιμός τους, μιλοσαν στν γορ κα φούσκωναν μ περηφάνεια γι λα ατ πο τος δίδασκε σπασία κ Μιλήτου. Κάτι βρμες πο κυκλοφόρησαν, πς μέχρι κα κάτι μουγγο μιλήσανε μετ τν παρακολούθηση τν διαιτέρων της λέγχονται ς νακριβες π’ τν στορικ ρευνα το Γεωργίου το Βούς.

τσι εχαν τ πράγματα ταν κάπου κε σκάει μύτη Περικλς γέτης. Γι τν κρίβεια βαλε τν ρουφιάνο το τ Φειδία ν τν κάλεσει σπίτι του, τάχατες τάχατες  γι κάτι πεγον. Κι πεσε πάνω στν λύμπιο κα λιγώθηκε εγλωττη κι χασε τ λαλιά της. ξουσία μαγεύει, ς γνωστόν, τ γκομενάκια κι κυρία, πιά, δν μποροσε ν’ ποτελέσει ξαίρεση. Το Περικλ τορθε κάτι σ νταμπλς μόλις τν εδε. να μικροεμπόδιο πρχε, Περικλς ταν πανδρος, λλ ρωτας λα τ ξεπερνάει κι πως χρόνια δν κοιτάει, τ μπόδια τ πηδάει. Τ’ κούμπησε λοιπόν, κατ τ σύνηθες, Περικλέας στ σύζυγο, γλύκανε κι ατηνς πίκρα, κανε στν μπάντα κι νοιξε διάπλατα δρόμος γι να μεγάλο ρωτα.

Κουμπαράκια ναξαγοράκος κι Φειδίας. Τ θιμο παιτοσε προίκα. Ξεβράκωτη νύμφη, ξίοχος τ εχε τινάξει ν τ μεταξ κα τς κληροδότησε κάτι περγαμηνς ώνων φιλοσόφων, ο sotheby's δν εχαν νοίξει κόμη, κίνδυνος ν ρεζιλευτ νύμφη μεγάλος. Γάτα σπασία, τ τάλαντα π τ διαίτερα τ εχε καταχωνιασμένα σ φ σρ κα τ παιζε πτωχ πλν τίμια. Τί ν κάνουν ο κουμπάροι, στάξανε π καμι δεκαρι τάλαντα, χοντρ χρμα τότε, βγκε στν φρ νύμφη κι εχαν κι ατο τς προσδοκίες τους γι τ γενναιοδωρία τους. γέτης γαμβρός, κουκλάρα νύμφη, λο κα πρχε περατζάδα στ σπίτι. Εχε κα τς νησυχίες το τ ζεγος, τς πνευματικς σύζυγος, τς πολιτικς λύμπιος, τος ρεσε κι καλ παρέα κι τσι στήθηκε κα αλή. ππόδαμος Μιλήσιος, ναξαγόρας Κλαζομένιος, Φειδίας γαλματοποιός, Σωκράτης σοφός, Εριπίδης τραγικός, κα νίοτε ρόδοτος πατρ τς στορίας πετέλεσαν τν πυρήνα.  Ο τέσσερις πρτοι εχαν δοκιμάσει κα τ γλυκό. Ο λλοι ταν στ περίμενε. Κι ργάνωνε συμπόσια σπασία κα καλοσε ποιον ατ θελε κι λοι μαζ συμβούλευαν τν λύμπιο πς θ κάνει τν θήνα θαλασσοκράτειρα κα φανταχτερή.

Συνεχίζεται




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου