δεῖπνο μὲ τὴν Μάστιγα τοῦ θεοῦ.
Νόμισμα μὲ
τὴ
μορφὴ
τοῦ
Ἀττίλα
Ὁ Αττίλας, ἡ μάστιγα
τοῦ θεοῦ, ἔγινε
βασιλιὰς τῶν Ούννων το 445 μκχ
καὶ βασίλεψε
μέχρι τὸ 453. Ὑπὸ τὸν Ἀττίλα, ἔφτασε τὸ κράτος τῶν Οὕννων ἀπὸ τὴ Μαύρη
Θάλασσα μέχρι τὸν ποταμὸ Ρῆνο. Τὰ περισσότερα
ποὺ
γνωρίζουμε γιὰ τὴν αὐτοκρατορία
τοῦ Ἀττίλα, γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ τὰ ἤθη καὶ τὶς
συνήθειες τῶν Οὕννων
τότε, προέρχονται ἀπὸ τὸν Πρίσκο τὸν Πανίτη,
ἕνα σοφιστὴ ἀπὸ τὸ Πάνιο τῆς Θράκης.
Ἔγραψε Ἱστορία
Βυζαντιακὴ καὶ τὰ κατ' Ἀττίλαν
(441-472 μκχ) σὲ ὀκτὼ βιβλία.
Περιγράφει τοὺς Οὕννους καὶ τὰ ἔθιμά
τους, ὡς αὐτόπτης,
καὶ δίνει
πληροφορίες γιὰ τὶς σχέσεις
τους μὲ τοὺς
γειτονικούς τους λαούς. Τὰ ἀποσπάσματα
ποὺ ἔχουν σωθεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ μπορεῖτε νὰ τὰ δεῖτε ἐδῶ. (ἀπὸ τὴν σελίδα
69)
Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 447 μκχ ὁ Ἀττίλας ἔφτασε πρὸ τῶν πυλῶν τῆς
Κωνσταντινούπολης. Ὁ εὐνοῦχος
Χρυσάφιος, ὁ
πραγματικὸς κυβερνήτης τοῦ
Βυζαντίου, ἐλέω Θεοδοσίου β΄, του καὶ μικροῦ ἀποκαλούμενου,
τοῦ κατέβαλε
ἕνα
τεράστιο ποσὸ ὡς λύτρα
γιὰ νὰ πάρει τὰ
στρατεύματά του καὶ νὰ ἀποχωρήσει
ἀπὸ τὰ ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας.
Ἔτσι τὸ 448 μκχ ὁ Πρίσκος
συνοδεύει τὸ φίλο του Μαξιμίνο, πρεσβευτὴ τοῦ
Βυζαντίου στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀττίλα. Στὴν
πραγματικότητα καὶ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει
συμμετεῖχε σὲ ἕνα σχέδιο
δολοφονίας τοῦ Ἀττίλα ποὺ εἶχε ἐξυφάνει ὁ Χρυσάφιος.
Γιά περισσότερα ἐδῶ : http://www.third-millennium-library.com/readinghall/GalleryofHistory/ATTILA/27-28.html
Στὰ πλαίσια
αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀττίλα,
περιγράφει στὸ ἔργο του
καὶ ἕνα ἐπίσημο δεῖπνο ποὺ
παρακάθισε στὸ στρατόπεδο τοῦ Ἀττίλα,
κάπου στὴν σημερινὴ Οὐγγαρία
μεταξὺ τῶν ποταμῶν Theiss καὶ Koros.
Γράφει ὁ πρίσκος κλὶκ ἐδῶ :
τοῦ
Πρίσκου. Hungarian National Gallery, Budapest.
Ἀφοῦ
περιμέναμε καὶ ἐπειδὴ
κληθήκαμε στὸ δεῖπνο,
παρουσιαστήκαμε καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ πρέσβεις
ἀπ' τὸ Δυτικὸ Ρωμαϊκὸ κράτος
και σταθήκαμε μπροστὰ στὸ κατώφλι
τῆς πόρτας.
Καὶ κύπελλα
μᾶς ἔδωσαν οἱ οἰνοχόοι
συμφωνὰ μὲ τὰ τοπικὰ ἔθιμα γιὰ νὰ κάνουμε
σπονδὲς κι ἐμεῖς μπροστὰ ἀπ' τὴν ἕδρα. Ὅταν λοιπὸν ἔγινε αὐτό, καὶ ἀφοῦ
δοκιμάσαμε τὸ κρασί, πήγαμε στὰ
καθίσματα ὅπου ἔπρεπε νὰ
καθίσουμε γιὰ τὸ δεῖπνο. ‘Ολα
τὰ
καθίσματα ἦταν τοποθετημένα κοντὰ στοὺς τοίχους
σὲ κάθε
πλευρά. Στὴ μέση καθόταν ὁ Ἀττίλας
πάνω σὲ ἀνάκλιντρο,
πίσω δὲ ἀπ' αὐτὸν ὑπῆρχε κι ἄλλο ἀνάκλιντρο
ἀπὸ τὸ ὁποῖο λίγα
σκαλοπάτια ὁδηγοῦσαν στὸ κρεβάτι
του, τὸ ὁποῖο ἦταν
καλυμμένο με υφάσματα καὶ διάφορες κουρτίνες γιὰ
στολισμό, ὅπως ἀκριβῶς τὰ
χρησιμοποιοῦν καὶ οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι γιὰ τὶς
γαμήλιες τελετές.
Νομίζω ὅτι οἱ πιὸ διαπρεπεῖς
καλεσμένοι κάθονταν στὴ
πρώτη σειρὰ στὰ δεξιὰ τοῦ Ἀττίλα, ἐνῶ οἱ
δευτερεύοντες στὰ ἀριστερά
του, ἐκεῖ καθόμασταν
καὶ ἐμεῖς πίσω ἀπ’ τὸ Βέριχο, ἄνδρα ἀρκετὰ
φημισμένο ἀνάμεσα στοὺς Σκύθες.
Ὁ Ονηγήσιος καθόταν στὰ δεξιὰ τῆς κλίνης
τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ ἀπέναντι ἀπ' τὸν Ὀνηγήσιο
κάθονταν δύο ἀπ' τοὺς γιοὺς τοῦ Ἀττίλα. Καὶ ὁ
μεγαλύτερος καθόταν στὸ ἴδιο ἀνάκλιντρο
μὲ τὸν Ἀττίλα ὄχι κοντά,
ἀλλὰ στὴν ἄκρη,
κοιτώντας πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ σεβασμὸ στὸν πατέρα
του. Καὶ ἀφοῦ καθίσαμε
ὅλοι μὲ τάξη καὶ ὅπως ἅρμοζε, ἕνας οἰνοχόος, ἔδωσε στὸν Ἀττίλα ἕνα κύπελλο
ἀπὸ ξύλο
κισσοῦ γεμάτο
κρασί. Ἐκεῖνος τὸ πῆρε καὶ ἔκανε μία
πρόποση (ἀσπάστηκε στὸ κείμενο)
γιὰ τὸν πιὸ
διακεκριμένο καλεσμένο.
Αὐτὸς ποὺ δέχτηκε
αὐτὴ τὴν τιμή,
σηκώθηκε ὄρθιος. Και δεν εἶχε
δικαίωμα νὰ καθίσει παρὰ μόνον ἀφοῦ ὁ Ἀττίλας
δοκιμάσει ἢ καὶ νὰ πιεῖ ὅλο τὸ κρασὶ ἐπιστρέφοντας
τὸ ξύλινο
ποτήρι στὸν οἰνοχόο. Στὴν
συνέχεια οἱ καλεσμένοι σήκωσαν τὰ δικά
τους ποτήρια καὶ τὸν τίμησαν
μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο, κάνοντας μία πρόποση καὶ πίνοντας λίγο κρασί. Ὅταν ἀποχώρησε ὁ οἰνοχόος τοῦ Ἀττίλα, ἕνας ὑπηρέτης ἔκανε τὸ γύρω τῶν
συνδαιτυμόνων τηρώντας αὐστηρὰ τὴν σειρά. Ἔτσι
τιμήθηκε καὶ ὁ δεύτερος
καλεσμένος κι ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι
διαδοχικά. Καὶ ἐμᾶς ὁ Ἀττίλας μᾶς τίμησε
μὲ τὸν ἴδιο τρόπο
σύμφωνα μὲ τὴ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία
καθόμασταν.
Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν οἱ
προπόσεις γιὰ ὅλους, ἀποχώρησαν
οἱ οἰνοχόοι καὶ οἱ ὑπηρέτες
τοποθέτησαν μπροστὰ στὸν Ἀττίλα ἕνα
τραπέζι, κι ὕστερα ἔφεραν κι ἄλλα
τραπέζια γὶ ἐμᾶς, ἀνὰ τρεῖς ἢ τέσσερις
ἄνδρες ἢ καὶ
περισσότερους. Ἀπὸ ἐκεῖ καθένας
μποροῦσε νὰ παίρνει
κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἦταν
τοποθετημένα στὶς πιατέλες, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπει
τὴ θέση
του. Καὶ πρῶτος μπῆκε πρῶτος ὁ ὑπηρέτης
τοῦ Ἀττίλα,
φέρνοντας πιατέλες γεμάτες κρέας, κι αὐτοὶ ποὺ
φρόντιζαν ὅλους τους ἄλλους ἔφεραν ψωμὶ
και ψητὰ κρέατα καὶ τὰ
τοποθέτησαν σὲ ὅλα τὰ
τραπέζια. Ἀλλὰ στοὺς ἄλλους
βάρβαρους καὶ γιὰ μᾶς
παρέθεσαν πολυτελὲς δεῖπνο,
σερβιρισμένο σὲ ἀσημένιες
πιατέλες. Ὅμως στὸ ξύλινο
πιάτο τοῦ Ἀττίλα δὲν ὑπῆρχε παρὰ μόνον
λίγο κρέας. Ἔδειχνε λοιπὸν στοὺς ἄλλους
πόσο ἦταν ἐγκρατής. Ἐπίσης οἱ ἄλλοι
συνδαιτυμόνες ἔπιναν ἀπὸ χρυσὲς ἢ ἀσημένιες
κοῦπες, τὸ δικό του
ὡστόσο
ποτήρι ἦταν
ξύλινο. Καὶ φοροῦσε ἁπλὰ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα δὲν ἔδειχναν
καμία διφορὰ μὲ τὰ ροῦχα τῶν ἄλλων, παρὰ μόνον ἐξαιρετικὴ
καθαριότητα.
Καὶ οὔτε τὸ σπαθὶ ποὺ κρεμόταν
δίπλα του, οὔτε τὰ κορδόνια
τῶν
βαρβαρικῶν ὑποδημάτων
του, οὔτε τὸ χαλινάρι
τοῦ ἀλόγου
του, δὲν εἶχαν
καθόλου χρυσάφι ἢ πετράδια ἢ ἄλλα
πολύτιμα διακοσμητικὰ ποὺ ἐπεδείκνυαν
οἱ ὑπόλοιποι
Σκύθες. Καὶ ὅταν
τελείωσαν τὰ κρέατα ποὺ ἦταν στὶς πρῶτες
πιατέλες, σηκωθήκαμε ὅλοι ὄρθιοι καὶ κανένας
μας δὲν
ξανακάθισε ὥσπου νὰ πιεῖ, μὲ τὴν ἴδια σειρὰ ὅπως πρίν,
ὁλόκληρη τὴν κούπα
του μὲ τὸ κρασί, μὲ μία
πρόποση στὴν ὑγεία τοῦ Ἀττίλα. Καὶ ἀφοῦ τὸν
τιμήσαμε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο
καθίσαμε καὶ πάλι, καὶ οἱ ὑπηρέτες
τοποθέτησαν σὲ κάθε τραπέζι, νέες πιατέλες μὲ
διαφορετικὰ φαγητά. Ὅταν
φαγώθηκαν ὅλα αὐτά,
σηκωθήκαμε καὶ πάλι ὅλοι,
κάναμε ἀπὸ μία
πρόποση καὶ ξανακαθίσαμε στὶς θέσεις
μας.
Καὶ ὅπως ἔπεφτε τὸ βράδυ ἄναψαν οἱ δάδες,
καὶ ἦρθαν δύο
βάρβαροι ἐνώπιόν του Ἀττίλα, καὶ τραγουδοῦσαν
βαρβαρικὰ ἄσματα, ὑμνώντας τὶς νίκες
του στὸν πόλεμο
καὶ τὶς ἀρετές
του. Οἱ
συνδαιτυμόνες παρακολουθοῦσαν μὲ προσοχή.
Ἄλλοι ἀπολάμβαναν
ἁπλῶς τὰ
τραγούδια, ἄλλοι ἀγρίευαν
καθὼς ξαναζοῦσαν τὶς ἀναμνήσεις
τοῦ πολέμου,
ἄλλοι ὅμως
συγκινήθηκαν καὶ ἔκλαιγαν. Ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ λόγω ἡλικίας εἶχαν ἐξασθενήσει
οἱ δυνάμεις
τους καὶ ὁ
πολεμικός τους ζῆλος ἔμενε ἀναγκαστικὰ ἀνενεργός.
Μετὰ τοὺς
τραγουδιστάδες, μπῆκε κάποιος Σκύθης, ὁ ὁποῖος ἦταν
τρελός, καὶ διηγήθηκε πολλὲς ἀλλόκοτες
καὶ ἐντελῶς
ψεύτικες ἱστορίες, χωρὶς οὔτε μία
λέξη ἀληθινή, ὡστόσο ὅλοι
ξέσπασαν σὲ γέλια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἐμφανίστηκε
ἕνας
Μαυριτανός, ὁ Ζήρκων,
σὲ πλήρη ἀταξία στὴν φωνή,
στὴν ἐμφάνιση,
στὰ ροῦχα καὶ στὰ λόγια.
Μπερδεύοντας τὴ γλώσσα τῶν
Ρωμαίων, μὲ αὐτὲς τῶν Οὕννων καὶ τῶν Γότθων,
μάγεψε τοὺς πάντες καὶ τοὺς ἔκανε νὰ
ξεσπάσουν σὲ τρανταχτὰ γέλια,
δηλαδὴ ὅλους ἐκτὸς ἀπ’ τὸν Ἀττίλα. Αὐτὸς ἔμεινε
παγερὸς χωρὶς καμία ἀλλαγὴ στὴν ἔκφρασή
του, καὶ οὔτε μὲ λόγια οὔτε μὲ
χειρονομίες ἔδειχνε νὰ
συμμερίζεται τὴν γενικὴ εὐθυμία.
Ἄλλαξε
μόνον ὅταν πῆγε καὶ στάθηκε
δίπλα του ὁ Ἤρνας, ὁ
μικρότερος γιός του. Τότε τράβηξε τὸ παιδὶ κοντά
του καὶ τὸ κοίταξε
μὲ
τρυφερότητα. Μοῦ φάνηκε παράξενο ποὺ δὲν ἔδινε
σημασία στοὺς ἄλλους του γιοὺς καὶ ποὺ ἐνδιαφερόταν
μόνο γὶ αὐτὸν τὸν ἕνα. Ὅμως ὁ βάρβαρος
δίπλα μου ποὺ καταλάβαινε λατινικὰ (συνιεῖς τῆς Αὐσονίων
φωνῆς, στὸ κείμενο)
ἄκουσε αὐτὸ ποὺ εἶχα πεῖ γιὰ τὸ παιδί, μὲ
προειδοποίησε νὰ μὴ μιλήσω
μεγαλόφωνα καὶ μοῦ ἐξήγησε ὅτι οἱ μάντεις
εἶχαν πεῖ στὸν Ἀττίλα ὅτι ἡ οἰκογένειά
του θὰ ἐξοριζόταν,
ἀλλὰ ὅτι αὐτὸς ὁ γιός του
θὰ τὴν
παλινόρθωνε.
Ἀφοῦ περάσαμε
τὸ
μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας στὴ γιορτή,
φύγαμε γιατί δὲν ἐπιθυμούσαμε
νὰ
συνεχίσουμε νὰ πίνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου