Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Σημειώσεις από την Ιλιάδα.



Τους τελευταίους στίχους της Β' Ραψωδίας της Ιλιάδας, ο Όμηρος τους αφιερώνει στην απαρίθμηση των στρατευμάτων εκείνων που  ήταν σύμμαχοι με τους Τρώες. Ανάμεσα στους άλλους, αναφέρεται  και σε μια ομάδα πολεμιστών που επικεφαλής ήταν κάποιος Πάνδαρος. (κλικ εδώ)

Ο δ Zέλειαv vαιον πα πόδα νείατον δης
φνειο πίνοντες δωρ μέλαν Ασήποιο
Τρες, τν ατ' ρχε Λυκάονος γλας υἱὸς
Πάνδαρος, κα τόξον πόλλων ατς δωκεν.
Ιλιάδα Β΄824-827

Όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει περίπου τα εξής:

Οι Τρώες πάλι που κατοικούσαν στη Ζέλεια, κάτω από
την τελευταία υπώρεια της Ίδας, πλούσιοι, που έπιναν το σκοτεινό νερό του Αίσηπου, αυτοί είχαν αρχηγό το λαμπρό γιο του Λυκάονα, τον Πάνδαρο, που, το τόξο του του το είχε χαρίσει ο ίδιος ο Απόλλωνας.

Κι έτσι ο Όμηρος μας δίνει την ευκαιρία να πληροφορηθούμε και να γνωρίσουμε τον Πάνδαρο. Έναν από τους σχετικά άγνωστους και άσημους κομπάρσους στην Ιλιάδα, που όμως η περίπτωσή του θα άξιζε μια δεύτερη ματιά...

Αυτός ο Πάνδαρος, μας πληροφορεί ο Όμηρος, ήταν τοξότης και μάλιστα ξακουστός τοξευτής.

Και ήταν φημισμένος τοξευτής ακριβώς επειδή κατά πως μας παραδίδει ο ‘Ομηρος " κα τόξον πόλλων ατς δωκεν".

Ερώτηση:

Ακριβολογεί όμως ο Όμηρος όταν λέει πως "το τόξο του το είχε δωρίσει ο ίδιος ο Απόλλωνας".

Απάντηση:

Όλα δείχνουν πως ο Όμηρος ακριβολογεί (όμως εμείς, για να αποφύγουμε άσκοπες θεολογικές προστριβές με τα άθεα και με τα πολύθεα και τα ημιάθεα αδέρφια μας, ας δεχτούμε απλώς ότι ο Όμηρος ίσως ακριβολογεί αλλά ίσως και να μιλάει μεταφορικά).

Προσέξτε τώρα:

Σε κάθε περίπτωση, ο Όμηρος αποφεύγει να μας διαφωτίσει για ποιόν στην ευχή λόγο ο Φοίβος διάλεξε να δώσει το τόξο τον Πάνδαρο. Τουτέστιν, αποφεύγει να μας διευκρινίσει αν ο Πάνδαρος αξιολογήθηκε από τον θεό πως ήταν ο πιο άξιος πιο ικανός ή ακόμα και πιο εκλεκτός, για να του δωρίσει το τόξο.

Προφανώς δεν τον απασχολεί καθόλου αυτό τον ραψωδό μας, διότι εν προκειμένω το ζήτημα που τον απασχολεί είναι να μπούμε στον πειρασμό και να αναλογισθούμε τι ακριβώς σημαίνει να έχει κάποιος ένα θείο δώρο ή χάρισμα.

Και μη φανταστείτε ότι στο μυαλό αλλά και στο έργο του ποιητή μας (αλλά και της Μούσας του) είναι τόσο ασύνηθες το γεγονός να έχει κάποιος ένα θείο δώρο ή χάρισμα. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: Ο Όμηρος περιγράφει στα έπη του έναν κόσμο γεμάτο θεούς, με τους θεούς να παρεμβαίνουν ακατάπαυστα και αδιάπτωτα και καθοριστικά στις ανθρώπινες υποθέσεις.Παίρνουν μέρος σε μάχες, και στα δύο στρατόπεδα, προστατεύουν και προφυλάσσουν θνητούς, τους εγχειρίζουν δώρα και θεία χαρίσματα... Ένα εκ των οποίων (ένα ανάμεσα στα τόσα πολλά σε τόσους πολλούς) είναι και το δοξάρι του Πάνδαρου.

Η πολεμική ικανότητα του τοξευτή Πανδάρου, συνεπώς, και η φήμη του, οφειλόταν στο τόξο που του είχε δώσει ο ίδιος ο Φοίβος -ότι κι αν σημαίνει η φράση. Σε αυτό ακριβώς το τόξο οφειλόταν η δόξα του Πάνδαρου, αυτό τον είχε κάνει περιβόητο, αυτό τον είχε κάνει απαραίτητο στην άμυνα της Τροίας. Η δύναμη του ήταν το τόξο του. Το τόξο του ήταν που τον έκανε δυναμικό ηγέτη του λαού του. Αν δεν το είχε, πιθανώς θα ήταν ένας απλός πολεμιστής και κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα είχε μείνει στην αιωνιότητα εφόσον δεν θα υπήρχε λόγος να τον αναφέρει ο Όμηρος.

Τον Πάνδαρο τον ξαναβρίσκουμε στην Δ΄ ραψωδία της Ιλιάδας.
Βέβαια  προκειμένου να κατανοήσουμε τι έχει συμβεί, καλό θα ήταν να αναφερθούμε πρώτα (περιληπτικά) σε όσα έχουν γίνει στην Γ΄ ραψωδία.

Η κατάσταση των πραγμάτων στην συγκεκριμένη στιγμή του έπους είναι η εξής:

Στην Γ΄ ραψωδία, οι Δαναοί και οι Τρώες έχουν αποδεχτεί να λύσουν τις διαφορές τους με μια μονομαχία μεταξύ του απατημένου Μενέλαου, με τον Αλέξανδρο- Πάρι, τον άνθρωπο που άρπαξε την Ελένη. Όποιος από τους δύο επικρατήσει στη μονομαχία θα πάρει για πάντα την Ελένη (μαζί με τους υπόλοιπους θησαυρούς που βούτηξε ο Πάρις), κι ύστερα οι δυο εμπόλεμες πλευρές θα κάνουν ειρήνη και οι Αχαιοί θα γυρίσουν στα σπίτια τους δίχως άλλες απαιτήσεις.

Όντως αρχίζουν να μονομαχούν και η μονομαχία κλίνει υπέρ του Μενελάου και εις βάρος του Πάρι, όταν ξαφνικά και απρόσμενα έχουμε θεϊκή εμπλοκή: Η Αφροδίτη σπεύδει να διασώσει -και σώζει- τη ζωή του Πάρι, μεταφέροντάς τον μέσα στα περίκλειστα τείχη της Τροίας.

Άνευ λόγου και ουσίας λοιπόν η προηγηθείσα συμφωνία των εμπολέμων. Ο Πάρις σώζεται, ως εκ τούτου οι ξαφνιασμένοι Τρώες υποστηρίζουν πως το αποτέλεσμα της μονομαχίας είναι ισόπαλο, ενώ οι -επίσης ξαφνιασμένοι- Αχαιοί ισχυρίζονται πως ο Μενέλαος νίκησε αφού ο Πάρις εγκατέλειψε τη μονομαχία, κατά συνέπεια πρέπει να τους παραδοθεί η Ελένη και οι υπόλοιποι θησαυροί που άρπαξε ο Πάρις απ' την Σπάρτη -μαζί με κάποιες  εύλογες πολεμικές αποζημιώσεις - και μετά ο καθένας να γυρίσει στο σπίτι του και στις δουλειές του.

Συγχρόνως με όλα αυτά οι θεοί (εκτός της Αφροδίτης, προφανώς) κάνουν μια καθ΄ όλα δημοκρατική συνέλευση σε ένα αμφιθέατρο κάπου στον Όλυμπο. Αποφασίζουν ότι το σωστό θα ήταν να μην διευκολύνουν το ειρηνευτικό σχέδιο που σχεδίασαν οι θνητοί -αντίθετα να παρέμβουν, ώστε να ανάψουν ξανά οι μάχες ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.

Τώρα θα μου πείτε "καλά, τι είδους θεοί είναι αυτοί ώστε να επικροτούν τον πόλεμο και όχι την ειρήνη;" ... και θα σας απαντήσω ότι δεν γνωρίζω, γνωρίζω μόνο ότι "πόλεμος πατήρ πάντων" όπως έλεγε ο ένας αρχαίος μπάρμπας μου, και "η βία είναι η μαμή της ιστορίας" έλεγε ένας άλλος πιο νεώτερος μπάρμπας.

Δεν γνωρίζω λοιπόν αν οι Ολύμπιοι θεοί είχαν διαβάσει Μαρξ και Ηράκλειτο -ή, ίσως, ο Μαρξ και ο Ηράκλειτος- το πιθανότερο- να πήραν γραμμή απ' τους Ολύμπιους, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση, ψήφισαν βία και πόλεμο.

Την υλοποίηση της απόφασής τους οι Ολύμπιοι την ανέθεσαν στην Αθηνά.

Η Αθηνά κατεβαίνει σαν "αστροβολίδα" απ' την οποία "πολλο π σπινθρες ενται", που πετάει σπίθες δηλαδή, (δεν ξέρω αν εδώ με αυτές οι λέξεις ο Όμηρος σηματοδοτεί κάποιο φυσικό φαινόμενο- ενδεχομένως- ένα φωτεινό μετέωρο που εισέρχεται στην ατμόσφαιρα) και μόλις καταφτάνει στο στρατόπεδο των Τρώων (οι οποίοι κοιτούν σαστισμένοι το φυσικό φαινόμενο), παίρνει τη μορφή ενός Τρώα του Λαόδοκου γιού του Αντηνορίδη και...

Κι ωστόσο μες στο πλήθος
των Τρώων γύριζε η θεά με την μορφήν ανθρώπου,
του ανδρειωμένου μαχητού Λαοδόκου Αντηνορίδη
ζητώντας του Λυκάονος το δοξασμένο αγόρι,
τον πολεμάρχον Πάνδαρον. Τον ήβρε που εστεκόταν
στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων,
που ήλθαν απ’ τον Αίσηπον μαζί του στην Τρωάδα.
Σιμά του εστήθη κι έλεγε με λόγια φτερωμένα:

«Θενά πεισθής, σ’ ότι θα ειπώ, Λυκαονίδη ανδρείε;
Θα ετόλμας στον Μενέλαον γοργό να σύρης βέλος;
Δόξαν απ’ όλον τον λαόν και χάριν θ’ απολαύσης
και ο βασιλέας μάλιστα θα σε τιμήση ο Πάρις.
Πρώτος αυτός με υπέρτιμα θα σε ανταμείψη δώρα,
εάν ιδή στην θλιβεράν πυράν ανεβασμένον
τον δυνατόν Μενέλαον από δικό του ακόντι.
Εμπρός, λοιπόν, ακόντισε τον ένδοξον Ατρείδην,
αφού στον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
αρνιών πρωτόγονων ταχθής να σφάξης εκατόμβην,
άμα στην θείαν  Ζέλειαν, στο σπίτι σου, γυρίσης.».
Στα λόγια τούτα επείσθηκεν ο ανόητος
Ιλιάδα ραψ. Δ΄84-104

Και πραγματικά, ο Πάνδαρος κάνει αυτό που του υπέδειξε η Αθηνά:

Αρπάζει το τόξο του, κάνει μια δέηση στον Απόλλωνα και σημαδεύει τον Μενέλαο.

Όμως, μολονότι ο Πάνδαρος τοξεύει σωστά και πετυχαίνει τον Μενέλαο, ο Μενέλαος γλιτώνει επειδή η Αθηνά παρεμβαίνει "ς τε μήτηρ παιδς έργ μυαν θ δέϊ λέξεται πν" ("καθώς μητέρα διώχνει μύγαν από το βρέφος της, ενώ γλυκά κοιμάται"), και ο Μενέλαος απλώς τραυματίζεται -αλλά επιζεί.

Μετά το συμβάν αυτό είναι σαφές ότι οι Τρώες έχουν οριστικά καταπατήσει τη συμφωνία- και ο πόλεμος ξαναρχίζει.

Θα μου πείτε τώρα,

*Τι νόημα έχει το να σκοπεύει κάποιος με το τόξο που του έχει δωρίσει ο ίδιος ο Απόλλωνας αν είναι να επεμβαίνει η Παλλάδα και να ακυρώνει τη στόχευση του τοξευτή;

*Επίσης, για ποιό λόγο η Μούσα οδήγησε τον ποιητή να ονομάσει "ανόητο" (άφρονα στο κείμενο) τον Πάνδαρο; Για ποιό λόγο είναι "ανόητος" και άφρων εφόσον απλώς υπάκουσε στην προτροπή της θεάς -που είναι η θεά της φρόνησης;

*Και, εν κατακλείδι, που είναι ο Φοίβος και γιατί δεν προστατεύει την τιμή του τόξου του;

Και, υποθέτω, καθώς με ρωτάτε κάτι τέτοια, αρχίζει μέσα σας να σχηματοποιείται μια ιδέα που αναλύεται κάπως έτσι "τα δώρα των θεών δίδονται στους ανθρώπους όχι τόσο για την καλοπέραση αυτών των ίδιων, όσο για την εκτέλεση των απώτερων σχεδίων των θεών".

Ελπίζω να μην αρχίσετε τα παράπονα:

Δεν είναι δα και τόσο κακό το να ματαιώνονται τα σχέδια των θνητών. Πάντοτε ότι σχεδιάζουν οι θεοί είναι πιο σωστό.

Ο τοξευτής Πάνδαρος μετά από την αστοχία έχει μείνει κάγκελο και αναρωτιέται τι πήγε στραβά.

Στη συνέχεια τώρα…

Στην πέμπτη ραψωδία της Ιλιάδας, η Αθηνά συνεχίζοντας την παρέμβασή της εμψυχώνει και ενθαρρύνει τον Διομήδη, ο οποίος  με την παρότρυνση και τη συμπαράσταση και τα χαρίσματα που του δίνει η Παλλάδα, νικάει κατά κράτος τους Τρώες. Οι Τρώες πανικόβλητοι τρέχουν να κλειστούν στα τείχη και ο γιός του Τυδέα τους κατατροπώνει.

Ο Αινείας, ένας από τους βασικούς υπερασπιστές της Τροίας, προ του κινδύνου, ψάχνει πανικόβλητος τον Πάνδαρο με το τόξο που του είχε δωρίσει ο Απόλλωνας, προκειμένου να βοηθήσει να αναχαιτιστεί η φοβερή επίθεση του Διομήδη συνεπικουρούμενου υπό της Αθηνάς.

Λέει ο Όμηρος -σε μετάφραση του Πάλη, βέβαια:

Τότε ο Αινείας τον θωράει που λιάνιζε τους λόχους,
και τρέχει μέσα απ' τη σφαγή και των σπαθιών τους χτύπους,
τον παινεμένο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας.
Και βρήκε του Λυκά το γιο, αρχοντονιό αντριωμένο,
και πάει μπροστά του στέκεται και του μιλεί διό λόγια  
« Πάνταρε, πούναι η φήμη σου, πού οι φτερωτές σαΐτες
» και το δοξάρι, όπου κανείς εδώ άντρας δε σου βγαίνει
» μήτε παινιέται στη Λυκία πως σούναι ανότερός σου ;
» Μόνε στο Δία σήκωσε τα χέρια, κι' έλα τώρα
» τον άντρα αφτόν σαΐτεψ' τον που βλέπεις νά ! εκεί κάτου  
» όλους νικάει, κι' αφάνισε σημαντικά τους Τρώες,
» γιατί πολλών παλικαριών τους έχει φάει το μάτι,
» εξόν αν είναι αφτός θεός, που τούλειψαν σφαχτά μας
» και θύμωσε έτσι. Των θεών βαριά η οργή πλακώνει.»
Τότε ο λεβέντης Πάνταρος γυρίζει και του κάνει
« Αινεία, δημογέροντα των αλογάδων Τρώων,  
» σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ' όλα,
» απ' την ασπίδα κρίνοντας κι' απ' το χαλκένιο κράνος
» κι' απ' τ' άτια· μα καλά θεός κι' αν είναι δεν κατέχω.
» Μα αν είναι αφτός που εγώ θαρρώ, αν ο Διομήδης είναι,
» με δίχως χέρι αφτός θεού δεν κάνει τόσο θρήνος,  
» μόν κάπιος δίπλα τον βοηθάει θεός, κουκουλωμένος  
» με καταχνιά. Τι τούρηξα πολιώρα και τον βρήκα  
» δεξά στον ώμο, διάμεσα του τσαπραζού ως αντίκρυ·
» κι' έλεγα εγώ πως τούσκαψα το λάκκο, μα στον τόπο  
» δεν έμεινε... κάπιος μαθές θεός μας κατατρέχει.
» Έπειτα εδώ με πιά άλογα κι' αμάξι θες να σύρω ;
» Έ στου Λυκα τ' αρχοντικό ως έντεκά 'ναι αμάξα
» γερά καινούργια διαλεχτά, μ' ολόγυρα απλωμένα
» σεντόνια, και στου καθενός το πλάι από 'να στέκει  
» ζεβγάρι, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι.
» Σαν ξεκινούσα νάρθω εδώ, πολλές φορές μου τόπε
» ο γερο-ακοντιστής Λυκάς μες στ' όμορφό μας σπίτι·
» μες στο ζεμένο μούλεγε αμάξι να καθήσω
» κι' έτσι στης μάχης την καρδιά να τρέχω με τους πρώτους.  
» Μα εγώ δεν άκουγα, και νά! σα σκύλος μετανιώνω.
» Τα ζα λυπόμουν πούμαθαν να μου καλοχορταίνουν,
» μήπως τους λείψει εδώ ταγή μέσα σε τόσον κόσμο.
» Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι
» όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν.  
» Σε διό απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη
» και το Μενέλα, και τους διό τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο
» τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.
» Για αφτό δεν πήρα σε καλό το γυριστό δοξάρι
» τη μέρα εκείνη απ' το καρφί, σαν ξεκινούσα ο έρμος  
» να φέρω εδώ στον Έχτορα βοήθια και στους Τρώες.
» Μα να γυρίσω μιά φορά και να θωρήσω πάλι
» τη λατρεφτή πατρίδα μου, τ' αγαπητό μου τέρι,
» και στ' αψηλόσκεπο να μπω μεγάλο αρχοντικό μας,
» κι' ας μου το κόψει χέρι οχτρού αμέσως το κεφάλι,
» αν δεν το σπάσω εγώ σε διό και στη φωτιά αν δε ρήξω  
» τ' όπλο που βλέπεις, επειδής το κουβαλάω του κάκου !»
Ιλιάδα ραψ. Ε΄166-216

Εδώ ο Πάνδαρος προσυπογράφει την καταδίκη του. Δηλώνει πως από τούδε και στο εξής δεν πρόκειται να ξαναχρησιμοποιήσει το τόξο που του είχε δώσει ο Απόλλωνας. Το θεωρεί πλέον άχρηστο δώρο, ένα αντικείμενο που άδικα το κουβαλάει μαζί του. Μόνο και μόνο επειδή σώθηκαν δύο από τους εχθρούς που χτύπησε με το δοξάρι του, είναι βέβαιος πως ο Φοιβος τον ξεγέλασε. Ως εκ τούτου απορρίπτει το δώρο του Φοίβου. Θεωρεί τον Απόλλωνα ως έναν μπαμπέση θεό που προσφέρει ανώφελα δώρα στους θνητούς.

Ως εκ τούτου αποφασίζει, και διαπράττει το μοιραίο λάθος:  Φεύγει μαζί με τον Αινεία αποφασισμένος να αντιμετωπίσει  τον Διομήδη όχι με το δοξάρι που του είχε χαρίσει ο Απόλλωνας αλλά πολεμώντας με συμβατικά όπλα.

Τη σκηνή την περιγράφει κάπως έτσι ο ποιητής μας:

Κι' έπιασε πρώτος του Λυκά ο γιος ναν του μιλήσει
« Σκληρόκαρδε πολεμιστή, γιε του λαμπρού Τυδέα,
» λοιπόν δε σ' έφαγε η γοργή ρηξά, η πικρή σαΐτα·
» μα ας δούμε πάλι αν θα σε βρω με το κοντάρι τώρα ! »
Είπε, και σιώντας τίναξε το σουγλερό κοντάρι   
και στην ασπίδα τον βαράει· κι' εκείνη ως πέρα πέρα
πετάει, η μύτη η χάλκινη, και μπαίνει στα τσαπράζα.
Κι' έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μιά φωνή μεγάλη
« Σούσκισα ως μέσα την κοιλιά! Πολύ δε θα βαστάξεις
» λέω όρθιος πια, και μούδωκες μεγάλη εμένα δόξα !»     
Μα δίχως φόβο απάντησε ο δυνατός Διομήδης
« Δε βρήκες, πάρα αστόχησες. Μα εσείς θαρρώ ποτές σας
» δε θα τελιώστε, μοναχά σαν πέσει ο ένας χάμου
» κι' η γης ρουφήξει αχόρταγη το αίμας του το μάβρο.»
Είπε και ρήχνει. Κι' έστειλε του Δία η κόρη τ' όπλο  
στη μύτη, εκεί στο μάτι του σιμά, κι' αντίκρυ ο στόκος
βγήκε στο σνίχι κόβοντας τα δυό σβερκοποντίκια.
Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του,  
πλούμια χαλκένια ολόλαμπρη, και φέβγουν δίπλα τ' άτια·    
κι' άγλυκος χάρος την ψυχή τού πήρε και τη νιότη.
Ιλιάδα Ε΄276-296


Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του τοξευτή Πανδάρου, φίλοι μου, και αναλογιζόμενος την μικρή-θλιβερή ιστορία του μακάρι να διέθετα, δώρο απ΄ τους θεούς, το τάλαντο, να μπορούσα να συνθέσω μια μπαλάντα για το παλικάρι, τον Πάνδαρο, ο οποίος δεν κατανόησε -ή ίσως το πήρε χαμπάρι όταν ήταν πλέον αργά- για ποιο λόγο προσφέρονται στους θνητούς τα δώρα των θεών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου