Το
ιερό και μαντείο του Απόλλωνα στα Δίδυμα
Ὁ ἱκέτης στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν ἱερό καί ἀπαραβίαστο πρόσωπο.
Ὁ ἱκέτης ζητοῦσε κατά κάποιο
τρόπο ἀσυλία στούς ἱερούς vαούς,
γνωρίζοντας ὅτι ἐκεῖ δέν θά μποροῦσε κανείς νά τόν
πειράξει. Ἦταν ἕνας θεσμός, ἐθιμικῶ δικαίω, εὐρέως διαδεδομένος
στόν ἀρχαῖο κόσμο, ἕνας θεσμός πού ἐλάχιστες μόνο φορές
ἀγνοήθηκε. Καί τότε
πού ἀγνοήθηκε, (π.χ.
κυλώνειον ἄγος) οἱ ἀσεβεῖς παραβάτες τοῦ ἄγραφου νόμου ἀντιμετώπισαν τήν μῆνιν τῶν θεῶν. Στήν ἀρχαιότητα σ΄ ὁλόκληρο τόν Ἑλληνικό κόσμο,
προστάτη τῶν ἱκετῶν θεωροῦσαν -πέραν τοῦ Διός καί τῆς Θέμιδος- τόν Ἀπόλλωνα
καὶ
μαρτυρήσων ἦλθον—ἔστι γὰρ νόμῳ
ἱκέτης ὅδ᾽ ἁνὴρ καὶ δόμων ἐφέστιος
ἐμῶν, φόνου δὲ τοῦδ᾽ ἐγὼ καθάρσιος—
καὶ ξυνδικήσων αὐτός· αἰτίαν δ᾽ ἔχω
τῆς τοῦδε μητρὸς τοῦ φόνου."
ἱκέτης ὅδ᾽ ἁνὴρ καὶ δόμων ἐφέστιος
ἐμῶν, φόνου δὲ τοῦδ᾽ ἐγὼ καθάρσιος—
καὶ ξυνδικήσων αὐτός· αἰτίαν δ᾽ ἔχω
τῆς τοῦδε μητρὸς τοῦ φόνου."
"Ἀπόλλων: Νά μαρτυρήσω
ἦρθα. Κατά τό νόμο,
αὐτός ὁ ἄνδρας ἱκέτης μου εἶναι καί στό βωμό
μου προσέπεσε. Ἐγώ
τόν ἐξάγνισα. Καί ἔρχομαι ὡς συνήγορός του.
Στό φόνο τῆς μητρός τοῦ συνυπαίτιος εἶμαι"
Αὐτό τό ξέρανε ἀκόμα καί οἱ πέτρες (οἱ ἀρχαῖες πέτρες, τουλάχιστον).
Συνεπῶς, ὁ ἱκέτης (πού εἶχε κοτζάμ προστάτη,
τόν Ἀπόλλωνα δήλ.), ἦταν κάτι σάν ἱερό πρόσωπο. Διότι
σου λέει ὁ ἄλλος "δέν εἶναι καί λίγο πράγμα
νά σέ προστατεύει ὁ
Φοῖβος. Γιά νά σέ
προστατεύει ὁ Ἀπόλλωνας, σημαίνει
πώς εἶσαι ἄξιο προστασίας ἄτομο... Ἄν ἤσουν ἁπλά κυνηγημένος
κύριε καί κάνας παπατζής καί ξεφτίλας, δέν θά τό δεχότανε ὁ Ἀπόλλων..." Μετρημένα
κουκιά ἦταν τό θέμα, δηλαδή.
Τόν ἱκέτη πρέπει νά τόν
σεβαστεῖς, ἐπειδή τόν τιμάει μέ
τήν προστασία τοῦ
ὁ Φοῖβος. Τελεία καί
παύλα.
Βεβαίως
ὅμως οἱ κάτοικοι τῆς Κύμης στήνΑἰολίδα (Μ. Ἀσία), σέ κάποια
φάση τό εἶδαν ἀλλιῶς τό πράγμα, καί
κινδύνεψαν νά ἀφανιστοῦνε. Τή σκηνή
περιγράφει ὁ Ἡρόδοτος στό πρῶτο βιβλίο τῶν ἱστοριῶν
του (Ἠροδ. Κλειώ: 153-160
περίπου) καί ἔχει κάπως ἔτσι:
Ὅταν ὁ Κύρος (πρόκειται
γιά τόν Κύρο τόν Μέγα ἐδῶ) κατέλαβε τή Λυδία
συνέλαβε τόν βασιλιά τῆς
Λυδίας Κροῖσο, (ἡ γνωστή ἱστορία μέ τήν καύση
του, ὅταν ἐπικαλέστηκε τόν
Σόλωνα) ἀφήνει τήν χώρα στήν
διοίκηση κάποιου Τάβαλου καί μέ τόν Κροῖσο αἰχμάλωτο γυρίζει
πίσω στήν Περσία. Ἕνας
ἄλλος Λυδός ὀνόματι Πακτύης (πού
κατά πάσαν πιθανότητα ἦταν
ἀγωνιστής γιά τήν ἐλευθερία τῶν Λυδῶν), ἱδρύει τό Λυδικόν
Λ.Κ.Κ-Λεκακά, κατά τό Πεκακα καί ξεκινάει τήν ἐθνική ἀντίσταση τῶν Λυδῶν ἐνάντια στούς
Πέρσες. Γίνεται μεγάλος τζερτζελές, καί τελικά ὁ Πακτύης ἡττημένος, καί
κυνηγημένος, φτάνει στήν Κύμη τῆς
Αἰολίας προσφεύγοντας
στά ἱερά τῶν θεῶν τῆς πόλεως ἱκέτης. Οἱ κουφάλες οἱ Πέρσες, στέλνουν
χαιρετίσματα στούς Κυμαίους, ὅτι
ἄν δέν τούς παραδώσουνε
τόν τρομοκράτη Πακτύη, θά γίνουν μεγάλες φασαρίες καί θά χυθεῖ αἷμα.
Οἱ Κύμιοι κλάσανε
μαλλί. Ἄνθρωποι ἤτανε καί φοβήθηκαν.
Τόν καιρό ἐκεῖνο ἤταν μεγάλα τά ζόρια
νά τά βάλεις μέ τούς Πέρσες, ἀνθρώπινο
ἤταν νά χεστοῦνε οἱ Κυμαῖοι, θά μοῦ πεῖτε.
(Προσωπικῶς, διαφωνῶ μέ τοῦτο. Ἤ ἔχουμε ἀρχίδια, ἤ δέν ἔχουμε. Ἄν ὄντως ἔχουμε, δέν τά ἔχουμε ἁπλῶς γιά νά τά
ξύνουμε. Οὔτε τά ξεφτιλίζουμε
στήν πρώτη δυσκολία. Καί οἱ
ἀρχαῖοι Κύμιοι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἤξεραν πώς οἱ ἱκέτες ἤτανε ἱεροί καί κάτω ἀπό τήν σκέπη τοῦ Ἀπόλλωνα. Τελεία καί
παύλα. Τό νά παραδώσεις ἱκέτη,
σήμαινε πώς ἄνοιγες κακές
παρτίδες μέ τόν Φοῖβο).
Οἱ Κυμαῖοι ὅμως, χεσμένοι,
θεώρησαν σκόπιμο νά στείλουν μαντατοφόρους σέ ἕνα μαντεῖο ἐκεῖ κοντά, πού τό
χρησιμοποιοῦσαν καί οἱἼωνες καί οἱ Αἰολεῖς καί νά ἀναφέρουν τό ὅλο ζήτημα στόν
λοξία Ἀπόλλωνα "τοῦ ἐν Βραγχίδαι" μήπως καί ἄλλαξε ἄποψη, μήπως καί ἔπαψε νά εἶναι προστάτης τῶν ἱκετῶν, μπᾶς καί μπορούσανε νά
παραδώσουν τόν συγκεκριμένο ἱκέτη
καί νά ξεμπερδεύουνε.
Παραδόξως
πῶς, πῆραν τήν ἀπάντηση ὅτι ὁ Ἀπόλλων ναί, τούς ἐπιτρέπει νά τόν
παραδώσουν.
Να
κάνω μια παρένθεση εδώ με λίγα για τους Βραγχίδες:
Ἄλλοι μεγάλοι
χαβαλέδες οἱ Βραγχίδαι. Ἐντάξει, φιλόπερσοι ἤτανε...
Τό
παπαδόσογο τοῦτο ἦταν ἱερατικό καί μαντικό
γένος τῆς Ἰωνίας. Οἱ Βραγχίδες ἐκμεταλλεύονταν τό
μαντεῖο τοῦ Ἀπόλλωνα στήν πόλη
Δίδυμα (18 χμ νότια της Μιλήτου) Τό 479, μετά τήν νίκη τῶν Ἑλλήνων ἐπί τοῦ Ξέρξη στήν Ἑλλάδα καί τά ἀντίποινα πού ἄρχισαν οἱ Ἕλληνες στά μέχρι τοῦδε περσικά ἐδάφη, οἱ Βρανγχίδες, πού εἴχανε συνεργαστεῖ γιά τά καλά μέ
τούς Πέρσες ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, φοβηθήκανε
καί ζητήσαν ἀπό τόν Ξέρξη νά
τούς ἐπιτρέψει νά
μετεγκατασταθοῦν.
Τό αἴτημά τους ἔγινε δεκτό καί μετεγκατασταθήκανε
στήν Σογδιανή, στίς ὄχθες
τοῦ Ὤξου ποταμοῦ, ὅπου χτίσανε ναό
στόν Διδυμαῖο Ἀπόλλωνα καί μία
πόλη, τήν λεγομένην Βραγχιδώv ἄστυ
(κοντά στό σημερινό Οὐζμπεκιστᾶν). Τό 329, ὅταν ὁ Μέγας. Ἀλέξανδρος πέρασε
τόν ποταμό, οἱ Βραγχίδες τόν ὑποδέχθηκαν μέ ἐνθουσιασμό, ἀλλά σύμφωνα μέ τόν
Διόδωρο, τόν Κούρτιο καί τά ἀρχαιολογικά
εὐρήματα στήν
περιοχή, ἐκεῖνος κατέσφαξε τούς
κατοίκους καί ἐξαφάνισε
τήν πόλη.
συνεχίζω
Ὅμως ἕνας Κυμαῖος "Ἀριστόδικος
ὁ Ἠρακλείδεω ἀνήρ τῶν ἀστῶν ἐῶν
δόκιμος" ὀνόματι Ἀριστόδικος, γιός τοῦ Ἡρακλείδη, ἄνθρωπος μέ ἀρχίδια, τά πῆρε στό κρανίο μόλις
ἄκουσε ἀπό τούς θεοπρόπους τό χρησμό τῶν Βραγχίδων. Σού
λέει "ἐντάξει, πουλημένα
κορμιά εἶναι οἱ Βραγχίδες... Ὁ Ἀπόλλωνας ὅμως". Σκέφτηκε
ὁ Ἀριστόδικος ὅτι κοτζάμ Ἀπόλλωνας δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει ἰδιότητες καί
χαρακτήρα ἀπό τήν μία στιγμή
στήν ἄλλη. Ἐντάξει, νά πᾶνε νά γαμηθοῦνε οἱ Βραγχίδες... Ὁ Ἀπόλλωνας ὅμως…
Κάτι
πήγαινε στραβά στήν ὑπόθεση.
Ἔτσι τούς τό ξέκοψε ὅτι: "δέν
πρέπει νά παραδώσουμε τόν Πακτύη ἕως ὅτου πάει στό μαντεῖο δεύτερη ἀποστολή μέ
διαφορετικούς ἀπεσταλμένους,
καί νά ξαναρωτήσουνε τόν θεό γιά τό ζήτημα τῆς παραδόσεώς του στούς Πέρσες".
Στήν νέα ἀποστολή, συμμετεῖχε καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστόδικος, πού ἀνέλαβε νά θέσει μέ
σαφήνεια τό ἐρώτημα:
"ἐπειρωτῶν τάδε: ὦναξ, ἦλθε παρ᾽ ἡμέας ἱκέτης Πακτύης ὁ Λυδός, φεύγων θάνατον βίαιον πρὸς Περσέων· οἳ δέ μιν ἐξαιτέονται, προεῖναι Κυμαίους κελεύοντες. ἡμεῖς δὲ δειμαίνοντες τὴν Περσέων δύναμιν τὸν ἱκέτην ἐς τόδε οὐ τετολμήκαμεν ἐκδιδόναι, πρὶν ἂν τὸ ἀπὸ σεῦ ἡμῖν δηλωθῇ ἀτρεκέως ὁκότερα ποιέωμεν."
Τό
ἔθεσε δηλαδή πιό
γενικά τό ἐρώτημα ὁ Ἀριστόδικος. Ἐξήγησε στό θεό, ὅτι ὁ Πακτύης δέν εἶναι ἕνας ἁπλός φυγάδας, ἀλλά εἶναι ἱκέτης, δηλαδή εἶναι ὑποχρέωση τοῦ θεοῦ ἡ προστασία του. Ἐπίσης, ἐξήγησε ὅτι ὁ Πακτύης δέν
κινδύνευε ἁπλῶς νά τοῦ δημεύσουνε τήν
περιουσία του, ἀλλά
κινδύνευε νά τόν καθαρίσουνε σάν τρομοκράτη. Τέλος, ζητοῦσε ἀπό τόν θεό "ἐξηγηθεῖν ἀτρεκέως", δηλαδή σύμφωνα μέ
τίς θεῖες ἰδιότητές του,
δηλαδή "ἀρχιδάτα". "Ἀντρικά", ὅπως λέμε σήμερα.
Κάτι
τέτοια τούλεγε ὁ
Ἀριστόδικος, ἐπιδιώκοντας νά
ρίξει τόν Ἀπόλλωνα στό
φιλότιμο.
Ἀλλά ὁ θεός τά εἶχε μπήξει, δέν
μάσαγε. "ὃ δ᾽ αὖτις τὸν αὐτόν σφι χρησμὸν ἔφαινε, κελεύων ἐκδιδόναι Πακτύην Πέρσῃσι" Τό
βιολί τοῦ ὁ Ἀπόλλωνας, μέ λίγα
λόγια: τούς ξαναέλεγε νά εκδώσουν τόν Πακτύη στούς Πέρσες.
Ο
γιγάντιος ναός του Απόλλων στα Δίδυμα από ψηλά
Ὁ Ἀριστόδικος, πού
-πιθανόν- νά ἤτονε θεοσεβάσμιος,
τά πῆρε κατακέφαλα
βλέποντας τόν Φοῖβο
νά ἔχει ἀλλάξει χαρακτήρα. Ἁρπαγμένος ὁ Ἀριστόδικος, ἄρχισε νά φέρνει
βόλτες γύρω ἀπό τό ναό καί νά
καταστρέφει τίς φωλιές πού εἶχαν
φτιάξει τά σπουργίτια καί τά ἄλλα πουλιά γύρω ἀπό τό μαντεῖο.
Θρυλεῖται λοιπόν (κατά
πώς λέει ὁ Ἡρόδοτος), ὅτι τήν ὥρα πού ὁ μπαρουτιασμένος Ἀριστόδικος εἶχε βουτήξει μία
σπουργοφωλιά καί ἑτοιμαζότανε
νά τή βροντήξει στό χῶμα,
ἀκούστηκε φωνή μεγάλη μέσα ἀπό τό ναό, ἡ ὁποία ἔλεγε:
"Ρέ
ἠλίθιε καί ἀσεβέστατε ἐκ τῶν ἀνθρώπων, τί εἶναι αὐτά ποῦ κάνεις; "ἀνοσιώτατε
ἀνθρώπων, τί τάδε τολμᾶς
ποιέειν ; τούς ἰκέτας μου ἐκ τοῦ νηοῦ
κεραΐζεις ;"
Αὐτή τήν εὐκαιρία περίμενε καί
ὁ Ἀριστόδικος γιά νά ἐξηγηθεῖ στόν Λοξία
τοιουτοτρόπως:
"Ἀριστόδικον δέ οὐκ ἀπορήσαντα
πρός ταῦτα εἰπεῖν "ὤναξ,
αὐτός μέν οὕτω τοίσι ἰκέτησι
βοηθέεις, Κυμαίους δέ κελεύεις τόν ἱκέτην
ἐκδιδόναι ; "
(Σά
νά λέμε: "Ὄπα
ρέ μάστορα, τώρα σέ ἐπίασε
ὁ πόνος καί ἔσκασες μύτη γιά νά
προστατεύσεις τούς ἱκέτες
σου, τότε γιατί ρέ μεγάλε χρησμοδοτεῖς στούς Κυμίους νά παραδώσουνε ἕναν ἱκέτη σου")
Καί
(θρυλεῖται κατά τόν Ἡρόδοτο) ὁ Ἀπόλλωνας ἀπάντησε ἔτσι: "τόν δέ αὔτις ἀμείψασθαι
τοίσιδε "ναί κελεύω, ἴνα γέ ἀσεβήσαντες
θάσσον ἀπολησθε, ὡς μή τό λοιπόν περί ἰκετέων
ἐκδόσιος ἔλθητε ἐπί τό
χρηστήριον."
(Σά
νά λέμε: "Ναί ρέ καραγκιόζηδες, σᾶς σπρώχνω νά τόν παραδώσετε καί νά ἀσεβήσετε ἔτσι ἡ πράξις αὐτή νά σᾶς καταστρέψει μία ὥρα ἀρχίτερα, γιατί μου ἔχετε ζαλίσει τά ἀρχίδια μέ ἐρωτήσεις περί τοῦ ἄν σᾶς ἐπιτρέπει ὁ θεός νά προδώσετε ἕναν ἱκέτη σας, δηλαδή μέ
ρωτᾶτε ρέ ξεφτίλες ἐάν ἐγώ, κοτζάμ θεός, ἔχω ἀλλάξει καί ἄν ἔπαυσα νά ἔχω ὑπό τήν σκέπη μου
τούς ἱκέτες. Ἐνῶ θά ἔπρεπε μόνοι σας νά
καταλάβετε ὅτι στόν αἰώνα τόν ἅπαντα οἱ ἱκέτες θά εἶναι ὑπό τήν προστασία
μου").
Ταῦτα λέγει ὁ Ἡρόδοτος, καί
συμπληρώνει ὅτι τελικά οἱ Κυμαῖοι δέν παρέδωσαν
τόν Πακτύαν, ἀλλά τόν ἐξαπέστειλαν στή
Μυτιλήνη.
Ἡ παραπάνω ἱστορία εἶναι ἐνδιαφέρουσα, καί
χαρακτηριστική του πνεύματος καί τοῦ ἤθους τοῦ λοξία Ἀπόλλωνα.
Ἐν κατακλείδι μποροῦμε νά συνοψίσουμε ὡς ἑξῆς: Ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές στήν ἱστορία μας.
Ἡ θεοσεβής ἐκδοχή: Ὅπως
γράφει καί ὁ πατέρας τῆς ἱστορίας, ὁ Ἀπόλλων ἀρχικά δοκιμάζει
τούς χρηστηριαζομέvους (στήν ἀρχή
τούς δίδει παραπλανητικό χρησμό, νά παραδώσουν τόν ἱκέτη). Τούς ὑποχρεώνει ἔτσι νά τεθοῦν πρό τῶν εὐθυνῶν των, ὅπως καταδεικνύει
καί ἡ ἱστορία μέ τά
πουλιά. Δίκαια λοιπόν ταλαιπωροῦνται,
οἱ ζητοῦντες χρησμόν
Κύμιοι, διότι προσέβαλαν τόν Ἀπόλλωνα
μέ τήν ἐρώτηση ποῦ τοῦ ὑπέβαλαν, ἔχοντας μάλιστα τήν
πρόθεση νά φορτώσουνε ὅλες
τίς εὐθύνες στό μαντεῖο, γιά νά σώσουν τά
τομάρια τους.
Ἡ ἀσεβής ἐκδοχή: Τό ἱερατεῖο τοῦ Ἀπόλλωνα μηδίζει ( γιά
νά εἶναι ἐξασφαλισμένοι οἱ παπάδες γνωστή ἱστορία ἄλλωστε). Κόφτε τό
κεφάλι σᾶς Κυμαῖοι. Ἀργότερα, ὅταν τά πράγματα ἔχουν ἡσυχάσει,
κατασκευάζεται ἡ
ἱστορία μέ τίς
φωλιές, γιά φανεῖ
τό ἱερατεῖο ἠθικῶς ἄμεμπτο.
Διαλέγετε
καί παίρνετε.
Ὁ Βούς θεολόγος δέν
εἶναι, βέβαια, οὔτε καί θέλει νά
γίνει. (Οὔτε ὁ Ἡρόδοτος ἦταν).
Οὔτε ἱστορικός εἶμαι. (Θεωρητικά,
σύμφωνα μέ κάποιαν ἄποψη,
ὁ Ἡρόδοτος ἦταν ἱστορικός).
Ἀλλά βάση τῆς παραπάνω στιχομυθίας τοῦ θεοῦ μέ τόν Ἀριστόδικο, πιστεύω ὅτι (καί μέ δεδομένο
πώς οἱ θεοί δέν ἀλλάζουνε ἰδιότητες καί χαρακτῆρες), μποροῦμε νά καταλήξουμε
σέ ἕνα βασικό
συμπέρασμα:
Αὐτοί πού παραδίνουν ἱκέτες, θά ἔχουν κακά
μπλεξίματα μέ τόν Ἀπόλλωνα,
καί τελικῶς θά ἔχουν καί κακά
ξεμπερδέματα...
(Ὁποιαδήποτε ὁμοιότης τῆς ἱστορίας πού γράφει ὁ Ἡρόδοτος, μέ πρόσωπα
πράγματα καί γεγονότα τῆς
σύγχρονης ἱστορίας μας εἶναι συμπτωματική, ὅπως π.χ ἡ παράδοσις τοῦ Ὀτσαλᾶν, πού εἶναι ἕνα ζήτημα πού δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τῆς παρούσης γραφῆς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου