Μωρή ἀρκούδα μέ τ’ ἀφτιά, γκαμήλα μέ τή ράχη
Τά ὅσα μου κατηγορεῖς, ἡ μούρη σου ὅλα τάχει.
«Ἀδελφή γκαμήλα πέστη !», ἔλεγε προχθές σέ μία
ταινία του, ὁ Αὐλωνίτης γιά τήν Βασιλειάδου. Δέν γνωρίζω ἀκριβῶς γιατί τό ἔβριζε τό ζωντανό, ἀλλά πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι στά Ἀραβικά το ὄνομά της προέρχεται ἀπό τήν λέξη جميل -jamiil (τζαμήλ-γκαμήλ) ποῦ σημαίνει ὄμορφη, καί ὑπό τό πρίσμα αὐτό ἔκανε μεγάλο λάθος ὁ Αὐλωνίτης γεγονός ποῦ ἐπιβεβαιώνει τίς λεπτές διαχωριστικές γραμμές –ποῦ δέν ὑπάρχουν-ἀνάμεσα στίς Καμῆλες καί τίς Γκαμῆλες (οἱ δεύτερες εἶναι οἱ δίποδες, γιά νά μήν
ξεχνιόμαστε).
Νά σᾶς πῶ κάτι, πολύ τή γουστάρω τή γκαμήλα. Εἶναι ἐκπληχτικό
ζωντανό.
Θά γνωρίζετε, φυσικά ὅτι δέν τή λένε
γκαμήλα. Ἡ κάμηλος εἶναι τό σωστό καί εἶναι θηλυκό. Camel στά Ἀγγλικά προερχόμενο ἀπό τήν ἑλληνική λέξη Κάμηλος
(πιθανότατα δάνειο ἐκ τῆς σημιτικῆς) ἀπό τήν Ἑβραϊκή gahmal καί ἀπό τήν Ἀραβική Jamal. Πρέπει ὅμως νά παραδεχτοῦμε ὅτι ἀκούγεται ἠχητικά καλύτερά το
Γκαμήλα. Πιό μουσικό καί πιό χορταστικό, γεμίζει τό στόμα σου σάν σιροπιαστό
Γιαννιώτικο.
Ὑπάρχουν δύο εἴδη Γκαμήλων. Ἡ Βακτριανή καμήλα (Camelus bactrianus) καί ἡ Κάμηλος ἡ κοινή, ἤ δρομάδα (Camlusdromedarius). - Πῶς τίς ξεχωρίζεις;
ρωτάει πάλι ὁ βλάκας. Μέ ἁπλή ἀριθμητική. Ἡ Βακτριανή, ἡ καμήλα τῆς Ἀσίας, ἔχει 2 ὕβους (καμποῦρες), ἐνῶ οἱ Δρομάδες (Ἀραβικές), ἔχουν ἕναν ὕβο. Ἡ Βακτριανή, ποῦ ζεῖ σέ ψυχρά κλίματα, ἔχει ἀρκετά μακρύ τρίχωμα, ἀπό τό ὁποῖο παλιότερα ἔκαναν τίς περίφημες
κουβέρτες "καμηλό"
Εἶναι γνωστό καί τό ἀνέκδοτο μέ τίς δύο καμῆλες ποῦ λογομαχοῦσαν. Ἡ Βακτριανή
καυγαδίζει μέ τήν Δρομάδα, ὅποτε ἡ τελευταία της λέει: «Μήν μιλᾶς ἔτσι γιά μένα μωρή,
νά κοιτᾶς καλύτερα τήν
καμπούρα σου». Καί ἡ Βακτριανή τῆς ἀπαντάει: «Εἷς ποία ἐκ τῶν δύο ἀναφέρεσθαι». Ἐντάξει, τό ξέρω ὅτι δέν πεθάνατε καί στά γέλια…
Συχνά, τό ὄνομα τῆς Καμήλας γίνεται αἴτιο παρανοήσεων. Ἀρκετοί, ἅς ποῦμε, πιστεύουν ὅτι ἡ Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς καί Princess of Wales, Duchess of Cornwall
and of Rothesay (μή χέσω τώρα!), φέρει τό ὄνομα ζώου. Δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, ἄν καί μέ τή
μουτσούνα ποῦ 'χει (ἡ Καμίλα, ἐννοῶ), πράγματι θά μποροῦσε νά φέρει. Ὅπως καί ὁ Κάρολος, τό ἴδιο.
Ἐπίσης, πολλοί μπερδεύουν τήν Καμήλα μέ τόν Κάμηλον. Ἔτσι, χρησιμοποιοῦν τό ἁγιογραφίτικο χωρίο: «οἱ διυλίζοντες
τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες!» φέρνοντας στό νοῦ τούς τήν εἰκόνα ἑνός τύπου νά ΄χεῖ ἀνοίξει τίς σιαγόνες
του σάν καρχαρίας προσπαθώντας νά περάσει μία γκαμήλα ἀπό τόν οἰσοφάγο του. Διαφωνῶ. Καί ἐπειδή εἶμαι σίγουρος ὅτι θά λέτε τί
μαλακίες γράφει πάλι ὁ Βούς γιά νά σᾶς προλάβω σᾶς παραθέτω πρός
προβληματισμό κι΄ ἕνα ἄλλο χωρίον τοῦ εὐαγγελίου: «πάλιν δέ λέγω ὑμίν
ὅτι
εὐκοπώτερόν
ἐστι
κάμηλον διά τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν
ἤ
πλούσιον εἰς τήν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ
εἰσελθεῖν!» Ταῦτα καί μένω ἐδῶ, κι ὅποιος κατάλαβε
κατάλαβε…
Ἡ Καμήλα εἶναι ἀνθεκτικότατο ζῶο. Οἰκονομική σάν τά
παπάκια τά γιαπωνέζικα, ἀπό τά παλιά τα γιαπωνέζικα, ὄχι αὐτά τά κάλπικα ποῦ φτιάχνουν πλέον οἱ παλιοαπατεῶνες οἱ Κινέζοι. Τή βγάζει
στεγνή γιά πολύ καιρό, ἡ κακομοίρα. Ἕνας Ἀλλάχ ξέρει βέβαια, τή δίψα ποῦ θά ἔχει τό ζωντανό. Νά
φανταστεῖτε ὅτι μυρίζεται τό νερό
ἀπό χιλιόμετρα μακριά
καί ὁδηγεῖ πρός τά ἐκεῖ το καραβάνι.
Τέτοιες δίψες ἔχει ἡ δόλια. Οἱ Μπεντουβίνοι ἐμπιστεύονται τό ἔνστικτό του ζώου,
γιά τόν ἐντοπισμό τῶν πηγαδιῶν καί ξεδιψᾶνε, πίνοντας ὅλο το νερό οἱ καριόληδες. Ἐάν κανένας ζωόφιλος
Βεδουίνος τύχει νά διαμαρτυρηθεῖ πρός τά συντρόφια του, νά ἀφήσουνε δηλαδή καί
λίγο νεράκι καί γιά τίς καμῆλες, οἱ ὑπόλοιποι τόν ἀποπαίρνουν : " Νά κοιτᾶς τή δουλειά σου ρέ μάστορα, δέν ἔχουν ἀνάγκη αὐτές !". Αὐτή ἡ στέρηση τοῦ νεροῦ ἔχει περάσει πλέον
στά γονίδια, στό DNA τῆς καμήλας, ἔτσι ὥστε νά ἐκτιμᾶται ὅτι οἱ καμῆλες μετά ἀπό καμιά δεκαριά γενεές δέν θά καταναλώνουν πλέον καθόλου νερό. Ὅπως ἀκριβῶς κάτι Γιαπωνέζικα
μηχανάκια, ποῦ δέν χρειάζονται καθόλου λάδι.
Ἐκτός ἀπό τήν ἐκμετάλλευση ποῦ ὑφίσταται ἀπό διάφορους Φελάχο-βεδουίνους καί τούς ἀποδέλοιπους κάφρους,
ἡ κακομοίρα ἡ Καμήλα ἔχει δώσει -ἐρήμην της- τό ὄνομά της σέ
πολλά ἐμπορικά -καί ὄχι μόνον-
προϊόντα. Πρῶτα πρῶτα σέ κάτι παλιοτσίγαρα, ποῦ παλιά τα λέγανε
"τούρκικα". Κάτι ἄφιλτρα ποῦ ἄν δέν εἶχες βάλει κάτι στό στόμα σου, γινότανε σᾶ στουπέτσι. Θυμᾶμαι, στό καράβι
κάπνιζα κάμποσα τέτοια, νηστικός καί μέ σκατά-καφέ στή δεσπέτζα. Ὑποκατάστατα νές
καφέ, ἀπό σκόνες ἤ κόντρα-πλακέ
θαλάσσης, ἀηδία σκέτη. Τότε δέν ὑπῆρχαν φρέντοι καί
φρεντουτσίνοι. Πέτρινα χρόνια. Τώρα περνᾶμε τά πέτσινα
χρόνια. Καί γουστάρω φρεντοτσίνους.
Ὑπῆρχε κι΄ ἕνα γκρουπάκι Camel, πολύ μπροστά μουσικά οἱ τύποι, ποτέ μου δέν
τούς γουστάρισα. Κάτι τέτοιοι, κάτι Emerson Lake and Palmer, κάτι περίεργοι,
πάντα μου καθόντουσαν στό στομάχι. Θά μοῦ πεῖτε, ἐδῶ ὁ ἄλλος τις προάλλες, κοτζάμ
μαντραχαλέας, χόρευε τήν "Καμήλα" τῶν mazoo and the zoo παρέα μέ τόν πεντάχρονο γιό του καί κανένας
δέν τοῦ είπε τίποτα.
Ἐκτός ἀπό τά τσιγάρα, CAMEL ἔλεγαν καί τό βερνίκι
τῶν παπουτσιῶν. Ἐδῶ νά σᾶς ἐπιστήσω τήν προσοχή,
γιατί ἐδῶ καί πολλά χρόνια
κάτι ἀηδίες ποῦ ἀγοράζονται ἀπό τά καταστήματα ὡς βερνίκια μάρκας
ΚΑΜΕΛ (στό κίτρινο πλακουτσό τενεκεδάκι, ὅσοι θυμοῦνται), οὐδεμία σχέση ἔχουν μέ τά παλιά
καλά βερνίκια ΚΑΜΕΛ. Μόνο οἱ συσκευασίες εἶναι ἴδιες. Δέν βάφουνε σάν ΚΑΜΕΛ, δέν ἁπλώνουνε σάν ΚΑΜΕΛ
καί -κυρίως- δέν μυρίζουν σάν ΚΑΜΕΛ. Τά κάνανε οἱ κερατάδες οἰκολογικά, χωρίς
πετρελαιοειδῆ μέσα καί τά χαλάσανε. Δηλαδή, ἔτσι καί ἤμουνα λοῦστρος, μέχρι καί θά ἄλλαζα ἐπάγγελμα ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν καριόληδων τῆς ΚΑΜΕΛ. Ἐντάξει, αὐτά εἶναι γιά κάτι μερακλῆδες, σάν τόν φίλο
μου τόν Νίκο. O ὁποῖος ξέρει ὅτι τά παπούτσια πρίν τά βάψουμε τά ψιλοβρέχουμε λιγάκι. Γιά αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, παλιά οἱ λοῦστροι φτύνανε τά
πατούμενα πρίν ξεκινήσουν τό βάψιμο. Γιατί τά φτύνανε οἱ λοῦστροι τά παπούτσια; Ἔλα ντέ. Ὅποιος ξέρει περιμένω
ἀπάντηση. Ἄντε νά σᾶς δῶ ρέ …
Παρεμπιπτόντως γιά ὅποιον ἐνδιαφέρετε δεῖτε ἕναν ὁδηγό γιά γυάλισμα παπουτσιῶν μέ βερνίκι – ναί,
δερμάτινων παπουτσιῶν, καί μιλάω γιά τό κλασικό γυάλισμα, μέ βούρτσα καί πινέλο. Ὅσοι δέν ξέρετε πῶς νά… βερνικώσετε τά
παπούτσια σας κατ’ ἀρχάς φτού σας… καί κατά
δεύτερον, εἶναι μία καλή εὐκαιρία γιά νά μάθετε!
ΚαμηλοΒούς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου