.
Μαρμάρινη προτομὴ τῆς Ἀσπασίας, ποὺ φέρει ἐπιγραφὴ
μὲ τὸ ὄνομά της. Ρωμαϊκὸ ἀντίγραφο, ἑλληνιστικοῦ ἀγάλματος.
Μουσεῖο τοῦ Βατικανοῦ, Ρώμη
Για το πρώτο μέρος πατήστε εδώ.
Ἔκοβε καὶ τίς βόλτες της στὰ μαγαζιὰ ἡ Μιλήσια, ψώνιζε καὶ κανὰ φορεματάκι σινιὲ καὶ κανὰ πατούμενο μουσουδάτο καὶ κυλοῦσε ὁ καιρὸς ζάχαρη. Ὥσπου, ὄξω ἀπὸ ἕνα μαγαζί, τὴν περιέλαβε μία Λουκᾶ τῆς ἀρχαίας, τὴν ἄρχισε στὰ μπινελίκια - τί ὠκυνόη, τί χαμαιτύπη, τί δεικτηριάδα τὴν εἶπε- καὶ πολὺ ἔκλαψε ἡ Ἀσπασία διὰ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἄδικον της ιστορίας. Τὴν παρηγόρησε ὁ Ὀλύμπιος, τῆς εἶπε πῶς ἔτσι γίνεται ὅταν εἶσαι φίρμα, τῆς θύμισε καὶ τὴ φάση μὲ τὴ Μιμὴ καὶ τὸν μπάτσο ποῦ τῆς ἔχωσε μία μισοπάλαβη, ἡσύχασε ἡ Ἀσπασία, εἶχε καὶ μία ψιλοκαθυστέρηση, κάτι λιγωμάρες καὶ κάτι ναυτίες, κατάλαβε πῶς τῆς τὸν εἶχε φυτέψει τὸ σπόρο ὁ ἡγέτης καὶ σταμάτησε νὰ χολοσκάει γιὰ ψιλοπράγματα, καθόσον ἀνεμένετο παιδίον ἐνδόξων γονέων καὶ τὸ γεγονὸς δὲν ἦταν καὶ διὰ περὶ σκασίλαν. Τὸ περὶ σκασίλαν ἦταν, πῶς λίγο πιὸ πρὶν εἶχε προτείνει ὁ Περεκλὴς ἕνα νόμο ποῦ ἔλεγε πῶς Ἀθηναῖοι πολίτες θὰ λέγονταν μόνο τὰ τέκνα ποῦ εἶχαν καὶ τοὺς δύο γονεῖς Γκάγκαρους Ἀθηναίους κι ἔτσι τὸ κυοφορούμενον δὲν θὰ ἔβλεπε ποτὲ τοῦ ψηφοφορίες καὶ ἀξιώματα. Δὲν τὸν ἔπαιρνε τὸν Περικλέα ν’ ἀλλάξει τὸ νόμο, σκέφτηκε πῶς ἔχει ὁ Δίας -στὴν Ἑλλάδα ὡς γνωστὸν οἱ νόμοι ἀλλάζουνε σὰν τὰ πουκάμισα- ἐνηγκαλήσθη τὴν Ἀσπασία, θώπευσε τὸν καρπὸν στὴν κοιλία της καὶ δάκρυσαν ἀμφότεροι διὰ τὸ εὐτυχὲς γεγονὸς ποῦ ἐρχόταν.
Κι ἐπειδὴ τὰ μεγαλεία φέρνουν καὶ μεγαλεπήβολες ἰδέες, ρίχνει τὴν σκέψη ὁ Φειδίας νὰ χτίσουνε μία ἐκκλησία ποῦ θὰ βγάζει μάτια. Καὶ δίκην ἀρχαίου Μπόμπολα ἀναλαμβάνει τὸ ἔργο τοῦ Παρθενῶνος, παίρνει γιὰ βοηθοὺς κάποιον Ἰκτίνο καὶ κάποιον Καλλικράτη καὶ ξεκινοῦν οἱ μπίζνες. Καὶ πῆρε πίσω καὶ μὲ τόκο ἡ κουφαλίτσα ὁ Φειδίας τὰ τάλαντα ποῦ ἔσταξε γιὰ τὴν προίκα τῆς Ἄσπας. Διότι αἳ ἐποχαὶ μπορεῖ νὰ ἀλλάζουν, αἳ μίζαι ὅμως, παραμένουσι διαχρονικαί.Ἔφαγε ο Άδης πολλοὺς ἐργάτες στὸ χτίσιμο. Ἀλλὰ ἔτσι εἶναι αἳ μεγάλαι ἰδέαι. Ἔχουνε καὶ τὰ θύματά τους. Εὐτυχῶς ποῦ δὲν ὑπῆρχε τότε νόμος γιὰ τὰ ἐργατικὰ ἀτυχήματα, οὔτε καὶ οἰκολογικὲς ἀνησυχίες, γιατί τὸ ἔργο θὰ τελείωνε τοῦ ἁγίου Πάνα ἀνήμερα.
Κι εἶδε ὁ γύφτος τὴ γενιά του κι ἀναγάλιασε ἡ καρδιά του. Καὶ κάπου ἐκεῖ ἐνῶ τὰ περνούσανε ζάχαρι, ἄρχισε νὰ στραβώνει τὸ πράμα. Ἡ ζημιὰ ἄρχισε ὅταν ἦρθαν κλαψουρίζοντας κάτι Μιλήσιοι στὸ Ἄστυ, δαρμένοι ἀπ’ τοὺς Σαμιῶτες, νὰ ζητήσουν βοήθεια. (Πλουτάρχου, Περικλής XXV) Τὸν σαπίζει στὴ κρεβατομουρμούρα ἡ Ἀσπασία τὸν Περεκλή, «οἱ πατριῶτες μου εἶναι καὶ γαμῶ τὰ παιδιὰ καὶ δημοκράτες», τὴν πιάσανε τάχα μου καὶ κάτι πονοκέφαλοι, τὴ βγάζει στὸ χειροκίνητο ὁ Περικλεὺς κάτι νύχτες, τσιμπάει, καὶ τραβάει μία ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Σάμιων, καταφέρνει νὰ νικήσει μέν, ἀλλὰ τοῦ ἔγινε ὁ κῶλος τάληρο. Σκληρὰ καρύδια οἱ Σάμιοι τοῦ βγάλανε τον πάτο γιὰ νὰ λυγίσουν. Κι ἄρχισαν τὶς γκρίνιες οἱ Ἀθηναῖοι πῶς ἄλλος γαμάει, καὶ ἄλλοι πληρώνουν.
Κι εἶναι φοβερὸ πράμα ἡ γκρίνια. Καὶ μεταδοτικὴ σὰν τὴν γρίπη τῶν χοίρων. Μὴ δοῦν εὐτυχισμένο ἄνθρωπο, νὰ πέσουνε νὰ τὸν φάνε. Κι ἅμα δὲν μπορεῖς νὰ βαρέσεις τὸ γαϊδούρι, κοπανᾶς τὸ σαμάρι. Γαϊδούρι ὁ Περικλῆς, δὲν καταλάβαινε Δία, βρήκανε τὸν ἔρμο τὸν Φειδία νὰ ξεσπάσουν. Κι ἂν ἐπιανε τὸ κόλπο, θὰ περιλάβαιναν καὶ τὸν Ὀλύμπιο. Στήσανε, λοιπόν, μία μηχανὴ πῶς τάχατέ μου ὁ Φειδίας βούτηξε κάτι τάλαντα ἀπ’ τὸ χρυσάφι μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε κοσμήσει τὸ χρυσελεφάντινο ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς. «Κι ἄντε τώρα ν’ ἀποδείξει ἡ λούγκρα ὅτι δὲν εἶναι ἐλέφαντας», σκέφτηκαν οἱ ἐνάγωντες.Τί θὰ κάνει ὁ Φείδιας; Πῶς θ’ ἀποδείξει πῶς ὅλο τὸ χρυσίον εὑρίσκεται ἐπὶ τοῦ ἀγάλματος;». Λογαριάζανε ὅμως χωρὶς τὸν ξενοδόχο. Ὁ Περικλέας, γαλῆ μέλανα ὅμως, τοῦ εἶχε πεῖ ὅπως μᾶς λέει ὁ Πλούταρχος (Πλούτ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΧΧΧΙ παρ. 2 και 3, καὶ Θουκυδίδης ΙΣΤΟΡΙΑΙ 2.13.5) νὰ κρύψει καλοῦ κακοῦ κάτι χρυσὲς πλάκες μεσ’ τὸ ἄγαλμα. Έτσι σηκώνεται πάνω ἐν μέση της Ἠλιαίας, «ἅμα θέλετε ρὲ κουφάλες, να πάτε νὰ δεῖτε τὸ χρυσάφι, μεσ’ τὸ ἄγαλμα εἶναι!». (Ὁ Θουκυδίδης μᾶς λέει ὅτι: Τὸ ἄγαλμα, ὡς ἴσχυριζετο, εἶχε καθαρὸν χρυσὸν βάρους σαράντα ταλάντων, ὁ ὁποῖος ὁλόκληρος ἦτο μετακινητός.) Καὶ ξάπλα οἱ συκοφάντες, οὔτε ποὺ τόλμησαν νὰ πᾶνε νὰ τὸ ζυγίσουνε μπᾶς καὶ τοὺς πάρουν στὸ ψιλό. Τώρα μπλόφα ἤτανε, ἀλήθεια ἔλεγε, χοὺ νόους; πάντως στὸν ἀφρὸ ὁ Φειδίας.
Ἔλα ὅμως ποῦ ὁ Περεκλὴς δὲν ὑπολόγισε τὴ ματαιοδοξία τοῦ κολλητοῦ του. Νέα πρόσκληση ὅτι, ὁ Φειδίας ἔχει χαράξει πάνω στὴν ἀσπίδα τῆς Παλλάδας το σκατόμουτρό του, τὴν κεφαλὴ τοῦ Περικλέους καὶ τὸ γλυκὸ προσωπάκι τῆς Ἀσπασίας. Ἱεροσυλία! Στὴν ψειροὺ ὁ Φείδιας, χωρὶς μισόγυμνες αὐλητρίδες, καὶ κλάααμα ὁ ἀγαλματοποιός, ὅπου «ἐτελεύτησε νοσήσας ὅπως λένε κάποιοι» μᾶς λέει ὁ Πλούταρχος.(Πλούτ.ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΧΧΧΙ παρ. 5)
Ἑπόμενος στόχος ὁ Ἀναξαγόρας. «Τί παπαριὲς λέει αὐτός; Πῶς ἴσως τ’ ἀστέρια κι ὁ οὐρανὸς διέπονται ἀπὸ φυσικοὺς νόμους καὶ δὲν βολτάρουν κατ’ ἐντολὴ τῶν Ὀλυμπίων; Καὶ πῶς ὁ ἥλιος δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρὰ φλόγα : Διογ. ο Λαέρτιος παρ 12 Στάσου νὰ ἑτοιμάσουμε ἕνα νόμο νὰ ἀπαγορεύει τέτοιες μαλακίες κι ἂν μπορεῖ ἂς συνεχίσει ἡ τρελλοπαντιέρα νὰ λέει τὶς παπαρδέλες του!». Τοῦ τὸ σφυρίξανε τοῦ ἀρχαίου, σκέφτεται αὐτὸς «ρέ, μοῦ τὴν ἔχουνε στημένη οἱ πισωγλέντηδες!» καὶ τὴν κάνει σὰν τὸν μακαρίτη στὸ Παρίσι. (Ἀναξαγόραν δὲ φοβηθεῖς ἐξέπεμψεν ἐκ τῆς πόλεως, μᾶς λέει ὁ πλούταρχος, Περικλης XXXII,3)
Κι ἔτσι ἔφτασεν ἡ ὥραν της, (ποὺ λένε καὶ οἱ κουμπάροι) καὶ τῆς Ἀσπάσως ποῦ τῆς ἄρεσαν τὰ παρτάκια. «Γιατί τόσα συμπόσια, κυρά μου; Καὶ καλά, θὲς νὰ ντερλικώνεσαι μὲ τοὺς φίλους σου, τὰ γκομενάκια τί τὰ χρειάζεσαι στὶς συνεστιάσεις σου; Ἐπειδὴ τὰ γουστάρει ὁ μερακλὴς ὁ Περεκλὴς καὶ τοῦ ἀρέσουν οἱ παρτοῦζες, ἐσὺ θὰ κάνεις τὴν πονοβοσκό;». Καὶ ὢ τοῦ θαύματος, κυρίες καὶ κύριοι! Νάσου ἡ κυρία στὸ ἑδώλιο. «Δὲν πιστεύει στοὺς Ὀλύμπιους ἀλλὰ μελετάει και τὰ φυσικὰ φαινόμενα, κύριοι ἡλιαστές! Ἀφῆστε, ποῦ κάθε τρεῖς καὶ πέντε μαζεύει κάτι γκομενάκια στὸ σπίτι της νὰ χαϊδεύουν τὰ ἀχαμνά του Περικλῆ καὶ τῶν κολλητῶν του! Ἔτσι τὸν κρατάει, μὰ πάρτι μὲ οὖζα κι ἀλλαξοκωλιές! Αἶσχος!». (Πλουτ. Περικλης ΧΧΧΙΙ). Γάτα ὁ Ὀλύμπιος, σκέφτεται πῶς δὲν τὴ βγάζει καθαρὴ ἡ Ἄσπα μόνο ἐπιχειρηματολογώντας, ξέρει πῶς ὁ λαουτζίκος τὸν αγαπάει, σηκώνεται τὸ λεπὸν καὶ τοὺς ρίχνει μία δακρύβρεχτη ἱστορία περὶ ἀγάπης, λατρείας, ἀφοσίωσης καὶ τὰ τοιαῦτα, ρίχνει καὶ κάτι δάκρια στὺλ Βροχοπούλου, τοὺς παίρνουνε τὰ ζουμιὰ τοὺς ἡλιαστὲς καὶ τσὰκ ἁγνὴ κι ἀμόλυντη ἡ τσατσά η Ἀσπασία.
Παρεμπιπτόντως τώρα, τὸ μεγάλωμα τῶν Ἀθηναίων πολύ τους πείραζε τοὺς Σπαρτιάτες. Βάλανε τσιγλιές, λοιπόν, σὲ κάτι γείτονες ποῦ δὲν τοὺς πολυαρέσανε οἱ Ἀθηναῖοι, τοὺς τάξανε πὼς θὰ βοηθήσουν ἂν χρειαστεῖ, κι ἄρχισαν τὰ ὄργανα. Βγάζει μία διαταγή ὁ Περικλὴς καὶ ἀπαγορεύει στοὺς Μεγαρεῖτες τὴν εἴσοδο στὴν Ἀθήνα, τὰ παίρνουν στὸ κρανίο οἱ ἄλλοι, κι ἀρχίζει τὸ πανηγύρι. Ἄλλο ποὺ δὲν ἤθελε ἐκεῖνο τὸ ζουλάπι ὁ Ἀριστοφάνης, σκαρώνει μία ἱστορία πῶς δῆθεν δύο καυλοπυρέσσοντες ψωλέττες Ἀθηναῖοι βούτηξαν το ὡραιότερο πουτανάκι τῶν Μεγάρων, ὀνόματι Σιμαίθα, το ὁποίο ἔκανε καὶ ὡραῖο τζιβιτζιλίδικο λεσβιακὸ, καὶ πῶς σ’ ἀνταπόδοση οἱ Μεγαραῖοι βουτήξανε δύο πουτανάκια τῆς Ἀσπασίας. Καὶ πῶς ἡ πατρόνα η Ἀσπασία, πολὺ τσαντίστηκε καὶ εἶπε κάτι κουβέντες στὸν Περικλῆ νὰ τιμωρήσει τοὺς Μεγαρεῖς.
πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγαράδε
νεανίαι κλέπτουσι μεθυσοκότταβοι…
(Ἀχαρνεῖς στ. 523-534)
Καὶ κάπως ἔτσι ἄρχισε ὁ Πελοποννησιακὸς ο πόλεμος. Πῦρ, γυνὴ καὶ θάλαττα τὰ τρία κακά της μοίρας μας καὶ κακῶς κατηγοροῦμε τὴν Εὕα γιὰ τὸ ἕνα, καθόσον ἡ Ἄσπα ἦτο μεγαλυτέρα καριόλα.
Γνωστὰ τὰ παρακάτω, ἔπεσε καὶ ἕνα θανατικό, ξεκληρίστηκαν οἱ Ἀθηναῖοι, τὰ τίναξαν καὶ τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Περεκλῆ ἀπ’ τὴν πρώτη του γυναίκα, δὲν εἶχε προλάβει νὰ στήσει καὶ τὸ ΕΣΥ ὁ Περικλῆς, κόλλησε κι αὐτὸς τὴν πανούκλα καὶ τον πῆγανε νὰ βλέπει τὰ ραδίκια ἀνάποδα. Καὶ ἔβαλε πλερέζες ἡ μαντάμ, καὶ πολὺ ἐστενοχωρήθη ἀλλὰ στὶς ἐννιά του μακαρίτη ἄλλον ἔβαλλε στὸ σπίτι. (Πλούταρχος, Περικλῆς, XXIV) Λυσικλής λεγόταν, αἰγοπρόβατα ἔβοσκε, τὸν περιέλαβε ὅμως ἡ προκομμένη καὶ σὲ κάτι μῆνες τὸν ἔκανε νὰ βγάζει κάτι λόγους στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τύφλα νάχει ὁ μακαρίτης. Καὶ τὸν ἔκανε ἡγέτη τῆς Ἀθήνας καὶ τὸν Λυσικλὴ κι ἱκανοποιήθηκε καὶ ἡ ματαιοδοξία της ἀποδεικνύοντας πῶς ἤξερε νὰ τὸν φτιάχνει τὸν ἄνδρα. Γιὰ τὰ πρόβατα τοῦ Λυσικλέους ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα τοῦ Γεωργίου τοῦ Βοὺς δὲν βρῆκε νὰ ἀναφέρει κάτι ἡ Ἱστορία, ἀλλὰ ἀπὸ κάτι φῆμες ποὺ διασώθηκαν ὡς τὶς μέρες μας, μᾶλλον γίνανε μεζέδες γιὰ τὰ συμπόσια τὰς Ἀσπασίας, καθότι, ὡς γνωστόν, πρῶτα σου βγαίνει ἡ ψυχὴ καὶ μετὰ τὸ χούι…