Ἄνδρα μοι ἔννεπε,
Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν
ἄστεα καὶ
νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα
ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν
τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
Τό
συγκεκριμένο ἀπόσπασμα, ἀπό τό προοίμιο τῆς Ὀδύσσειας εἶναι το ἑισαγωγικό ἀπόσπασμα τοῦ ποιήματος, τό ὁποῖο μᾶς ἐξηγεῖ τί πρόκειται νά ἀκολουθήσει. Βέβαια ὁλόκληρό το ἔπος διαπνέεται ἀπό μιά καθορισμένη λογική.
Ποιά
λογική; Θά ρωτήσει κάποιος.
Τήν
ἑξῆς:
Ὁ ποιητής, ἀπό τόν πρῶτο στίχο τῆς Ὀδύσσειας "Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον",
διατείνεται πώς ὅσα πρόκειται νά ἐξιστορήσει τά ἔχει ἐμπνευστεῖ ἀπό τή Μούσα. Ἑπομένως πρόκειται γιά θεία
λόγια, γιά ἔγκυρη, ἀξιόπιστη καί θεϊκή ἀφήγηση τῶν πραγμάτων.
Ἔλα ὅμως, φίλοι μου, πού τό
ποίημα εἶναι γεμάτο ἀνιστόρητα ψεύδη,
τερατολογίες, μέ ἀνθρώπους πού τούς τρῶνε οἱ Σκύλλες καί τούς πνίγουν
οἱ Χάρυβδες, μέ τούς ἀέρηδες πού ὁ Αἴολος τούς τσουβαλιάζει ὅλους μέσα σ' ἕνα ἀσκί, μέ Λαιστρυγόνες καί
Κύκλωπες... καί γενικά μέ τέτοιου εἴδους τερατολογίες, πού ναί μέν διαθέτουν ὑψηλή ποιητική ἀξία, ὅμως ἀπό τήν ἄλλη εἶναι ἱερόσυλια ὁ εὐσεβής Ὅμηρος νά τίς ἀποδώσει στή Μούσα.... εἶναι σάν νά βάζει τή Μούσα
νά ψεύδεται ἀσύστολα.
Ως ἐκ τούτου ὁ Ὅμηρος καταφεύγει σ’ ἕνα ὑψηλό ποιητικό ἐπινόημα, ὥστε καί τίς ποιητικές ὑπερβολές νά χωρέσει μέσα
στό ἔπος, ἀλλά καί ἡ Μούσα νά μήν φορτωθεῖ μέ ὅλα αὐτά τά ἀσύστολα ψεύδη.
Ποιό
εἶναι τό ποιητικό τερτίπι;
Τό
ἑξῆς: Ὁ Ὅμηρος φορτώνει ἕνα χαραχτηριστικό γνώρισμα
στόν βασιλιά τῆς Ἰθάκης: Τό ἀσύστολο ψεῦδος.
Στήν
κυριολεξία, ὁ Ὀδυσσέας πλασάρει κι’ ἕνα -διαφορετικό κάθε φορᾶ- ψέμα σέ κάθε ἕναν (γνωστό ἤ ἄγνωστο) πού συναντάει.
Μόλις κάποιος π.χ. ρωτήσει τόν Ὀδυσσέα "ποιός εἶσαι, ἄνθρωπέ μου κι ἀπό ποῦ ἔρχεσαι;" ὁ Ὀδυσσέας ἀρχίζει νά πουλάει φύκια
γιά μεταξωτές κορδέλες. Ὁ Ὅμηρος περιγράφει ἕναν Ὀδυσσέα δολοφόνο, κλέφτη, (δολοφονία Παλαμήδη, αὐτοκτονία Αἴαντα), ἀπατεώνα ὁλκῆς, καί στά ὅρια αὐτοῦ πού ἀποκαλεῖται "παθολογικός
ψεύτης".
Ἄλλωστε ὁ Ὅμηρος συνέδεσε παρετυμολογικά το ὄνομα «Ὀδυσσεύς» νά προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ὀδύσσομαι» (ὀργίζομαι, μισῶ κάποιον) καί Ὀδυσσεύς σημαίνει ἐξοργισμένος, ἀλλά καί μισητός ἀπό θεούς καί ἀνθρώπους.
Καί
εἶναι καταλεπτῶς αὐτός ὁ παθολογικά ψεύτης πού
περιγράφει τίς ἱστορίες μέ Σειρῆνες καί Κύκλωπες, μέ
Λαιστρυγόνες και λοιπές τερατολογίες. Ὅλα αὐτά ὁ ψευταράς Ὀδυσσέας τά ἐξιστορεῖ καί ὄχι ἡ Μούσα -διότι οἱ θεοί δέν ψεύδονται παρά μόνο πρός αὐτούς πού ἐπιζητοῦν νά καταστρέψουν καί ὁ θεοσεβούμενος ποιητής θά ἦταν ἀδιανόητο νά βγάλει τή Καλλιόπη
ψευδόμενη: θά ἦταν σάν νά ὑπονοοῦσε ὁ Ὅμηρος πώς ἡ θεά θέλει νά μᾶς καταστρέψει.
Ἅς εἶναι ὅμως, αὐτά σάν εἰσαγωγή.
Ὅταν λοιπόν κάποιος
περίεργος ἀναγνώστης διαβάσει Ὅμηρο καί εἰδικότερα τήν Ὀδύσσεια -καί ἰδίως ἄν εἶναι κομματάκι
διεστραμμένος ὅπως ὁ Βούς- ἐνδεχομένως μεταξύ των ἄλλων νά τοῦ δημιουργηθεῖ καί τό ἐρώτημα: "Γιατί καί
γιά ποιό λόγο, ἀπό τόσους καί τόσους ἥρωες ποῦ πολέμησαν στήν Τροία, ὁ ποιητής ξεχώρισε τόν Ὀδυσσέα ὡς κεντρική μορφή τοῦ ἔπους του;"
Ἀσεβής ἐνδεχομένως ἡ ἐρώτηση, ἀλλά ρεαλιστική.
Τί
τό ξεχωριστό εἶχε ὁ Ὀδυσσέας καί τόν διάλεξε ὁ Ὅμηρος, καί ὄχι ἅς ποῦμε τόν κερατά τό Μενέλαο,
πού γιά χάρη του ἔγινε καί ἡ ἐκστρατεία ἤ τόν Ἀγαμέμνονα, πού στό φινάλε
εἶχε καί πιό τραγικό τέλος;
Γιατί νά γράψει τήν Ὀδύσσεια καί ὄχι τήν Διομηδειάδα ἤ τήν Αἰαντειάδα.
Ἐν τέλει, καί ἀπ’ ὅτι γνωρίζουμε, ἡ Ἰθάκη (ἀσχέτως μέ τό ὅτι ποιό ἀκριβῶς σημερινό νησί ἐννοεῖ ὁ Ὅμηρος ὡς Ἰθάκη) ἐλάχιστα ἕως καθόλου ἐμφανίζεται μετέπειτα στήν Ἑλληνική ἱστορία. Καί
ἐντάξει, ἡ Ἰθάκη εἶχε ἕνα δολοπλόκο, πολυμήχανο
καί μηχανορράφο βασιλιά, τόν Ὀδυσσέα, ἀλλά πέραν τούτου οὐδέν. Ἀντιθέτως, καί τό Ἄργος ἀλλά καί ἡ Σπάρτη, γιά παράδειγμα,
διαδραμάτισαν σημαντικό, ἕως καί πολύ σημαντικό ρόλο
στήν Ἑλληνική ἱστορία καί θά περίμενε
κάποιος αὐτές οἱ πόλεις νά ἐξυμνηθοῦν πολύ περισσότερο σέ ἕνα ἔπος, καί ὅτι οἱ δικοί τους ἄνακτες, εἶχαν σημαντικότερα προσόντα
προκειμένου νά γίνουν αὐτοί οἱ πρωταγωνιστές σέ κάποιο ἔργο.
Πάρ΄ὅλα ταῦτα ὅμως, ὁ Ὅμηρος ξεχώρισε τόν Ὀδυσσέα ἀπό τήν παντελῶς ἀσήμαντη καί μετέπειτα ἄγνωστη Ἰθάκη.
Ρέ
μπᾶς καί ὑπῆρχε λόγος;
Προσέξτε
μέ ποιόν τρόπο τό παραθέτει τό ζήτημα ὁ Ὅμηρος:
Τό
ποίημα, ἡ Ὀδύσσεια, ἔχει ὡς ὑπόθεση τό νόστο τοῦ Ὀδυσσέα γιά τήν πατρίδα
του, καί τίς περιπέτειες τῆς ἐπιστροφῆς του, ὅπου, ὅταν ἐπιστρέφει, θανατώνει τούς
μνηστῆρες καί ξαναγίνεται κυρίαρχος στήν πατρίδα του. Ὅμως...
Σ’ ὁλόκληρη τήν πλοκή τοῦ ποιήματος, μιά σκιά πλανᾶται πάνω ἄπ΄ τό ἔργο, ὡς διαρκῆς ὑπενθύμιση, τό ὅτι ὁ ἥρωάς μας δέν πρόκειται νά
παραμείνει γιά πολύ στήν Ἰθάκη:
Στή
ραψωδία λ, ὁ τυφλός μάντης Τειρεσίας
προειδοποιεῖ τόν Ὀδυσσέα τί πρέπει νά κάνει
μόλις ἐξολοθρεύσει τούς μνηστῆρες:
«Κι ὡς τούς μνηστῆρες στό παλάτι σου μέ κοφτερό σκοτώσεις
χαλκό, μέ δόλο
ξεπλανώντας τους γιά κι ἀνοιχτά, τό δρόμο
πάρε μετά, κουπί
καλάρμοστο στό χέρι σου κρατώντας,
σέ ἀνθρώπους ὡς νά φτάσεις, θάλασσα πού δέν κατέχουν τί εἶναι,
κι οὐδέ ποτέ μέ ἁλάτι ἀρτίζουνε τά φαγητά πού τρῶνε,
κι οὐδέ καράβια ἁλικομάγουλα ποτέ ἀγνάντεψαν, μήτε κουπιά
καλάρμοστα, πού ὡς φτεροῦγες δρομίζουν τά καράβια.
Σοῦ λέω καί τό σημάδι ξάστερα καί θά τό δεῖς κι ἀτός σου:
Σά σέ ἀνταμώσει ἐκεῖ στή στράτα σου κανένας πεζολάτης
καί λιχνιστήρι πεῖ στόν ὦμο σου πώς κουβαλᾶς τόν ὤριο,
στό χῶμα τότε τό καλάρμοστο νά μπήξεις λέω κουπί σου,
κι ἀφοῦ θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στό ρήγα
Ποσειδώνα,
κριάρι καί κάπρι
λατάρικο καί ταῦρο σφάζοντάς του,
γύρισε πίσω στήν
πατρίδα σου, καί πρόσφερε θυσίες
μεγάλες στούς
θεούς, πού ἀθάνατοί τα οὐράνια
πλάτη ὁρίζουν,
σέ ὅλους γραμμή. Κι ἀκόμα ὁ θάνατος γλυκός, γαλήνιος θά 'ρθει
νά σέ 'βρει ἀλάργα ἀπό τή θάλασσα, τά μάτια νά σοῦ κλείσει
μές σε βαθιά καλά
γεράματα κι ὁλόγυρα οἱ λαοί σου
Καί
στή ραψωδία ψ, αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Ὀδυσσέας ἐπαναλαμβάνει στή πιστή
του, τήν Πηνελόπη, τά προμελλούμενα ἀπό τόν τυφλό μάντη γιά τήν προοπτική της ζωῆς του:
«Καημένη, γιατί πᾶς γυρεύοντας νά μάθεις καί μέ σπρώχνεις
νά σοῦ τά πῶ; Μά ἅς εἶναι, ἀγρίκα τα, δέν τά κρατῶ κρυμμένα
μά δέ θά νιώσεις ἀναγάλλιαση, κι οὐδέ κι ἀτός μου νιώθω
καμιά χαρά — πού
μου παράγγελνε σέ πολιτεῖες νά ὀδέψω
θνητῶν πολλές, κουπί καλάρμοστο στό χέρι μου κρατώντας,
σέ ἀνθρώπους ὡς νά φτάσω, θάλασσα πού δέν κατέχουν τί εἶναι,
κι οὐδέ ποτέ μέ ἁλάτι ἀρτίζουνε τά φαγητά πού τρῶνε,
κι οὐδέ καράβια ἁλικομάγουλα ποτέ ἀγνάντεψαν, μήτε
κουπιά καλάρμοστα,
πού ὡς φτεροῦγες
δρομίζουν τά καράβια.
Κι ἕνα σημάδι μου 'πε ξάστερο — γιατί νά σοῦ τό κρύψω;
Σά μέ ἀνταμώσει λέει στή στράτα μου κανένας πεζολάτης
καί λιχνιστήρι πεῖ στόν ὦμο μου πώς κουβαλῶ τόν ὤριο,
στό χῶμα τότε μου παράγγελνε νά μπήξω τό κουπί μου,
κι ἀφοῦ θυσίες προσφέρω πάγκαλες στό ρήγα
Ποσειδώνα,
κριάρι καί καπρί
λατάρικο καί ταῦρο σφάζοντάς του,
νά στρέψω πίσω καί
στόν τόπο μου τρανές βοδιῶν θυσίες
νά κάμω στούς
θεούς, πού ἀθάνατοί τα οὐράνια
πλάτη ὁρίζουν,
σέ ὅλους γραμμή. Κι ἀκόμα ὁ θάνατος γλυκός, γαλήνιος θά 'ρθεῖ
νά μέ 'βρει ἀλάργα ἀπό τή θάλασσα, τά μάτια νά μοῦ κλείσει
μές σε βαθιά, καλά
γεράματα κι ὁλόγυρα οἱ λαοί μου
θά ζοῦν χαιράμενοι ἔτσι μου 'λεγε πώς θά τελέψουν ὅλα.»
Ἡ ἐπάνοδος τοῦ Ὀδυσσέα στήν Ἰθάκη θά ἀργήσει πολύ, καί θά εἶναι ἄσχημη, μέ ξένο πλοῖο, καί ὁλομόναχος, ἀφοῦ ὁ ἥρωας ἐξ αἰτίας τοῦ θυμοῦ τοῦ Ποσειδώνα, θά ἔχει χάσει ὅλους τους συντρόφους του.
Εἶναι φανερό ὅμως ὅτι ὁ Ποσειδώνας δέν ἔχει ἀκόμα ἐξευμενιστεῖ.
Τό
μέλλον τοῦ δολοπλόκου καί χωρίς ἠθικούς φραγμούς, Ὀδυσσέα εἶναι προφανές: Μόλις
δολοφονήσει τούς μνηστῆρες, εἴτε μέ ἀπάτη ἤ φανερά, ὁ Ὀδυσσέας θά πρέπει νά φύγει
ἀπό τόν τόπο του,
κουβαλώντας στόν ὦμο τοῦ ἕνα κουπί, μέχρι νά φθάσει
σέ κάποιο μέρος ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ οὔτε τή θάλασσα γνωρίζουν, οὔτε στά φαγητά τούς βάζουν ἁλάτι, οὔτε καν τά πλοῖα, πολλῶ μᾶλλον τά κουπιά, δέν
γνωρίζουν. Κι ὅταν συναντήσει κάποιον
διαβάτη πού θά τόν ρωτήσει ἄν αὐτό πού κουβαλάει στόν ὦμο τοῦ εἶναι λιχνιστήρι (ξύλινο
φτυάρι μέ τό ὁποῖο τινάζοντας ψηλά στό ἁλώνι τά σιτηρά
διαχωρίζεται μέ τή βοήθεια τοῦ ἀέρα ὁ καρπός ἀπό τό ἄχυρο) τότε πρέπει
μπήγοντας τό κουπί στό χῶμα-προφανῶς θεμελιώνοντας κάτι σάν ἕνα εἶδος βωμοῦ ἕνα πράγμα- νά προσφέρει
θυσίες στόν πελαγαῖο Ποσειδώνα. Κι ἐπειδή στόν ἄγνωστο τόπο ἐκεῖνο οἱ ἄνθρωποι δέν ξέρουν τί εἶναι τά κουπιά, οὔτε τή θάλασσα γνωρίζουν οὔτε καί τά πλοῖα, κατά συνέπεια οὔτε τόν Ποσειδώνα ὡς θεό τῆς θάλασσας -ἑπομένως, στήν οὐσία ὁ Ὀδυσσέας θά τούς γνωρίσει
τόν Ποσειδώνα καί τή λατρεία του, ὡς θεό τῆς θάλασσας.
Ἀντλώντας ἀπό τή χριστιανική ὁρολογία, θά μπορούσαμε νά
ποῦμε ὅτι ἡ ἀποστολή τοῦ γιοῦ τοῦ Λαέρτη ἦταν νά γίνει κάτι σάν ἱεραπόστολος τοῦ θεού της θάλασσας. (καλά,
ἴσως καί νά τά παραλέω ).
Μιά
διεστραμμένη μορφή διαβάσματος τῆς Ὀδύσσειας, λοιπόν, θά ἔλεγε τά ἑξῆς: Τό ἔπος συνθέθηκε προκειμένου
νά μᾶς γνωστοποιήσει πώς ἦταν ὁ Ὀδυσσέας ἐκεῖνος πού οἰκοδόμησε σέ ἕναν συγκεκριμένο τόπο βωμό
πρός τιμήν τοῦ Ποσειδῶνος. Ἄρα, σύμφωνα μέ αὐτή τή στρεβλή μορφή ἀνάγνωσης τοῦ ἔπους, κεντρικός ἥρωας τοῦ ἔργου δέν εἶναι οὔτε ὁ Ὀδυσσέας οὔτε ἡ Ἰθάκη ἀλλά ὁ Ποσειδώνας καί ὁ βωμός του.
Βέβαια,
σέ μιά τέτοια διεστραμμένη θεώρηση τοῦ ἔργου τίθεται τό ἐρώτημα:
Μά
καλά, ἦταν ἄραγε τόσο σημαντικό θέμα ἡ θεμελίωση αὐτοῦ του βωμοῦ τοῦ Ποσειδῶνος ὥστε θά ἔπρεπε νά γραφτεῖ ὁλόκληρο ἔπος γιά δαῦτον; Κι ἄν ἦταν τόσο σημαντικός, ποιός
ἦταν;
Ὑπῆρχε/ὑπάρχει ἄραγε κάποιος βωμός τοῦ Ποσειδῶνος ποῦ νά εἶχε ἤ νά ἔχει πανελλήνιο ἐνδιαφέρον; Δέ μπορῶ νά πῶ μέ σιγουριά. Οὔτε καί ὁ Ὅμηρός μας λέει ποιός ἦταν ὁ ὑποδειχθεῖς τόπος, οὔτε πῶς ὁ Ὀδυσσέας ἐξετέλεσε τίς ὁδηγίες αὐτές.
Ὁπότε, ἀκόμα κι ἄν ἐξετάσουμε ὅλους τους βωμούς, τεμένη
καί ναούς τοῦ Ποσειδώνα -ὅσους γνωρίζουμε,
τουλάχιστον- δύσκολα θά βροῦμε ἄκρη σχετικά μέ τό πού πῆγε ὁ Ὀδυσσέας.
Βέβαια,
στή συνέχεια κάποιοι ἀρχαῖοι διατύπωσαν κάποιες ἀπόψεις σχετικά μέ τό πού πῆγε ὁ Ὀδυσσέας.
Ἕνας ἀπό τούς σχολιαστές τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης στό ἔργο τοῦ «Παρεκβολαί εἰς τήν Ὁμήρου Ἰλιάδα καί Ὀδύσσειαν» (Δέν πρόκειται
γιά δικά του κείμενα, ἀλλά γιά συλλογή ἀπό πονήματα προηγουμένων
σχολιαστῶν) ἀναφερόμενος στό σχετικό
χωρίο τῆς Ὀδύσσειας ἀναφέρει ὅτι πρόκειται γιά τόπο γνωστό
μέ τό ὄνομα Βουνίμα ἤ Κελκέα, ὅπου ὁ Ὀδυσσέας εἰσήγαγε τήν λατρεία τοῦ Ποσειδώνα. Δεῖτε ἐδῶ σελίδα 402 Vers
120 καί ἑξῆς.
Καί
περί μέν τῆς Κελκέας τίποτα δέν
γνωρίζουμε, ἀλλά ὅπως ἀναφέρει ὁ Στέφανος ὁ Βυζάντιος στό ἔργο του «ἐθνικά (ἐπιτομή)»
Βούνειμα, πόλις Ἠπείρου, οὐδετέρως, κτίσμα Ὀδυσσέως, ἥν ἔκτισε πλησίον Τραμπύας, λαβῶν χρησμόν ἐλθεῖν πρός ἄνδρας
οἵ οὐκ ἴσασι θάλασσαν. βοῦν οὔν θύσας ἔκτισε.
Δεῖτε ἐδῶ τό ἀντίστοιχο λῆμμα.
Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι ἡ συνέχεια τῆς Ὀδύσσειας εἶναι ἡ Τηλεγονία ἔργο τοῦ Κυρηναίου Εὐγάμωνος. Δυστυχῶς ἀπό τό ποίημα διεσώθησαν ἐλάχιστα ἀποσπάσματα καί αὐτά ἀπό τόν Πρόκλο στό ἔργο τοῦ Χρηστομάθεια. Παραθέτω ὁλόκληρό το διασωθέν
κείμενο σε μετάφραση του Βούς.
Τηλεγονίας
τοῦ Εὐγάμμωνος τοῦ Κυρηναίου βιβλία δύο
περιέχοντα τά ἑξῆς:
Βιβλίο
πρώτον:
Οἱ μνηστῆρες θάπτονται ἀπό τούς συγγενεῖς τους, καί ὁ Ὀδυσσέας ἀφοῦ προσφέρει θυσίαν στίς
Νύμφαις, ἀναχωρεῖ διά τήν Ἤλιδα ἐπισκεπτόμενος τά βουκόλια
του, καί φιλοξενεῖται ἀπό τόν συμπολεμιστή τοῦ Πολυξένο (ἕναν ἐκ τῶν ἀρχηγῶν τῶν Ἠλείων στήν ἐκστρατεία κατά τήν Τροίας Ἴλ. Β 615-624) ἀπό τόν ὁποῖο λαμβάνει δῶρο ἕνα κρατήρα, «καί ἐπί τούτωι τά περί
Τροφώνιον καί Ἀγαμήδην, καί Αὐγέαν. ἔπειτα ἐπιστρέφει στήν Ἰθάκη καί τελεῖ τάς ὑπό Τειρεσίου ρηθείσας
θυσίας».
Βιβλίο
δεύτερο:
Καί
μετά ἀπό ὅλα αὐτά ἀφικνεῖται στή Θεσπρωτία καί γαμεῖ Καλλιδίκην βασιλίσσα τῶν Θεσπρωτῶν. ἔπειτα ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσία τῶν Θεσπρωτῶν στόν πόλεμο πού ξέσπασε ἀνάμεσα σ’ αὐτούς καί τούς Βρύγους.
Μετά τόν θάνατο τῆς Καλλιδίκης, ὁ Ὀδυσσέας ἐπιστρέφει στήν Ἰθάκη ἐνῶ βασιλιάς γίνεται ὁ Πολυποίτης, γιός τοῦ Ὀδυσσέα ἀπό τήν Καλλιδίκη.
Ἐν τῷ μεταξύ ὁ γιός τοῦ Ὀδυσσέα ἀπό τήν Κίρκη Τηλεγόνος, τοῦ ὁποίου ἀγνοοῦσε τήν ὕπαρξη, ἀναζητώντας τά ἴχνη τοῦ πατέρα του, ἀποβιβάζεται στήν Ἰθάκη κι ἀρχίζει νά τήν καταστρέφει
λεηλατώντας τό νησί. Ὁ Ὀδυσσέας σπεύδει νά ἀποκρούσει τόν ἐπιδρομέα, καί ὁ Τηλεγόνος, μή γνωρίζοντας μέ ποιόν εἶχε νά κάνει, σκοτώνει στή
μάχη τόν πατέρα του.
Πάνω
κάτω τα ἴδια περίπου μᾶς διασώζει καί ὁ Ἀπολλόδωρος
Μετά
τό φόνο τῶν μνηστήρων οἱ συγγενεῖς των νεκρῶν ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τοῦ Ὀδυσσέα, καί συμφώνησαν νά
καλέσουν τό Νεοπτόλεμο βασιλιά τῆς Ἠπείρου ὡς διαιτητῆ. Ἡ υποβολιμιαία ἀπόφαση τοῦ Νεοπτόλεμου ἦταν ὅτι ὁ Ὀδυσσέας ἔπρεπε νά ἐξοριστεί γιά την
μνηστηροφονία.
Τά ἴδια πάνω κάτω διασώζει καί ὁ Πλούταρχος στά «ἠθικά» του καί στό: «συναγωγή ἱστοριῶν παράλληλων ἑλληνικῶν καί ρωμαϊκῶν» (ιδέ παρ. 14), προσθέτοντας καί ὅτι οἱ συγγενεῖς των μνηστήρων ἔπρεπε νά καταβάλουν ἐτήσια ἀποζημίωση στόν Ὀδυσσέα γιά τίς ἀδικίες πού διέπραξαν οἱ μνηστῆρες στό σπίτι του, και ότι ο ἴδιος ὡς ἐκ τούτου κατέφυγε στήν Ἰταλία, καί ἄφησε στό πόδι του τόν Τηλεμαχο, καί ὅτι ἡ ἐτήσια ἀποζημίωση μεταφέρθηκε στό γιό του. Αὐτή ἦταν σιτηρά, κρασί, κηρῆθρες, ἐλαιόλαδο, ἅλας, καί θυσιαζόμενα ζῶα.
Τώρα
βέβαια, τό ἄν εἶναι ἄξιο λόγου νά κάτσει κανείς
νά ἀσχοληθεῖ μ' αὐτές τίς ἱστορίες, εἶναι ἀμφίβολο. Στό κάτω-κάτω, τῆς γραφῆς, καί ποιός ἦταν ὁ Ὀδυσσέας; Ἦταν ἕνας δολοπλόκος χαρακτήρας
πού δέν εἶχε ἀρετές καί ἠθικούς φραγμούς, ἐπιπλέον ἦταν δολοφόνος, κλέφτης καί
ψευταράς μέ πατέντα.
Ὁπότε δέ βγάζει κάποιος ἄκρη (ἴσως).
Τό
σημαντικό ὅμως, εἶναι ὅτι (ναί, φίλοι μου), ἐπιτέλους ἀνακαλύφθηκε τό κουπί πού ὁ γιός τοῦ Λαέρτη ἔμπηξε στή γῆ!!!
Ἀλήθεια σᾶς λέω!!!
Τό
λέω κι ἀνατριχιάζω!
Τό
σημεῖο ὅπου βρέθηκε τό κουπί τοῦ Ὀδυσσέως, εἶναι ἡ πολυτραγουδισμένη καί
πασίγνωστη Ποταμούλα Αἰτωλοακαρνανίας-ὅπου ὑπάρχει καί θέατρο μέ τό ὄνομα Ὀδύσσειο!!!
Τέλος,
νά κάνω γνωστό στούς μή γνωρίζοντες, πώς ἡ παράδοση μέ τόν Ὀδυσσέα νά φορτώνει στόν ὦμο ἕνα κουπί κλπ κλπ μέχρι πού
φτάνει κάπου, ὅπου οἱ κάτοικοι δέν ἔχουν ξαναδεῖ κουπιά ἤ πλοῖα κλπ κλπ, ὁ θρύλος αὐτός λέω, ὑπέστη βαριά ἐγκεφαλική κάκωση ἀπό τή μέρα πού τόν
κατάκλεψαν κάτι χριστιανοί μας πρόγονοι καί τόν ἀπέδωσαν στόν προφήτη Ἠλία (μεγάλη ἡ χάρη του) -γιά τό ἀληθές κλίκ ἐδῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου