Καλῶς ἤρθατε στό
πιό διάσημο βιντεοπαιχνίδι. Εἶναι μιά εἰκονική
περιήγηση σέ μιά θεότρελη, και μακάβρια πραγματικότητα, σ’ ἕνα
ξέφρενο παιχνίδι σουρεαλιστικῆς ψευδαίσθησης. Ἔχουμε τή
δυνατότητα νά σκοτώνουμε ἀδιακρίτως φυλῆς καί
χρώματος, νά καταστρέφουμε, νά λεηλατοῦμε, νά καῖμε, νά ἀνατινάζουμε.
Θά μᾶς πάρει
βέβαια κάποιο χρονικό διάστημα γιά νά συνηθίσουμε ὅλον αὐτόν τόν
σαματά καί τό χάος, κι αὐτό γιατί ἡ
κατάσταση θά εἶναι πρωτόγνωρη γιά μᾶς. Μέ μιά
ἐκπληκτική
σύνθεση γραφικῶν καί ἤχου,
μεταφερόμαστε στήν εἰκονική πραγματικότητα διαφόρων ἐποχῶν. Στόχος
μας εἶναι νά
προκαλοῦμε ὅσο τό
δυνατόν μεγαλύτερες καταστροφές στούς ἀντιπάλους,
πού κάθε φορᾶ εἶναι
διαφορετικοί, μέ τά ὅπλα πού ἔχουμε στή
διάθεσή μας.
Χέρια καί πόδια, δόντια καί νύχια, τά ἀρχικά μας
ὅπλα.
Πέτρες κλαδιά καί ρόπαλα, μαχαίρια καί σπαθιά, δόρατα καί καταπέλτες, ἀρκεβούζια,
ὑγρόν πῦρ,
κανόνια, καλάζνικοφ, βόμβες, φλογοβόλα, ἐκτοξευτῆρες
ρουκετῶν καί
χειροβομβίδων, πύραυλους καί ἀεροπλάνα. Ὅλα αὐτά θά τά
βρίσκουμε παντοῦ στό δρόμο μας καί θά ἀναβαθμιζόμαστε
συνεχῶς μέ ἰσχυρότερο
ὁπλισμό, ἐνῶ τό ἴδιο θά
γίνεται καί μέ τήν ἀναπλήρωση τῶν ζωῶν μας σέ
περίπτωση πού σκοτωνόμαστε ἤ στίς διευρύνσεις τοῦ χρόνου
πού κερδίζουμε, γιά τίς ἀντίστοιχες πίστες.
Καλή διασκέδαση, λοιπόν, κι ἄν κάποιοι
δέν βροῦν τό
παιχνίδι τοῦ τύπου τους γιατί εἶναι «καλά
παιδιά», χαλαρῶστε κι ἀφῆστε τήν ἀδρεναλίνη
νά κυλίσει στό αἷμα σας, νά «ἀφυπνισθεῖ» τό
θηρίο, ὁ αἱμοσταγής
δολοφόνος πού κρύβεται μέσα σας!
Μᾶς
καλεῖ ἡ πλουτώνια ραψωδία καί ἡ ὀχλοβοή τῆς μάχης,
τό τρύπημα τῆς σάρκας ἀπό τή
λόγχη. οἱ κλαγγές
τῶν ὅπλων, οἱ κραυγές ἀγωνίας, ὁ ἦχος ἀπό τή
σάλπιγγα τοῦ Χάροντα. Εἴμαστε ἡ μαύρη γῆς πού
τρώει τά γεννήματά της, ἡ μαύρη θάλασσα μέ τούς τυφῶνες της
καί τούς ὕπουλους ὑφάλους
της, τά μαῦρα κοράκια. Ψυχοπομποί Ἄγγελοι, ὁ «χρυσόρραπις
Ἑρμῆς» τῶν ἀρχαίων.
Περνοῦν οἱ αἰῶνες ἀσταμάτητα
κι ἀπ’ ὅπου
διαβαίνουμε σπέρνουμε τόν ὄλεθρο, ἐξολοθρεύουμε
παιδιά, ἐρημώνουμε
χωριά καί πόλεις, ἀρχίζουμε μάχες σῶμα μέ σῶμα,
σκηνοθετοῦμε σφαγές καί μακελειά, θεαματικές αἱματοχυσίες,
ποταμούς αἵματος, καταστροφές, ἄγριες
δολοφονίες καί κτηνώδεις βιασμούς μικρῶν κοριτσιῶν,
πλιάτσικο, λεηλασίες. Τή μιά εἴμαστε ἐδῶ, τήν ἄλλη ἐκεῖ. Σκορπᾶμε τό
θάνατο σέ πολέμους γιά ψύλλου πήδημα, κι ἀπ’ ὅπου περνᾶμε πίσω
μας ἀφήνουμε
συντρίμμια, ἀνθρώπους πετσοκομμένους, τραυματίες πού
σφαδάζουν, πού σπαρταρᾶνε στούς ἐπιθανάτιους
σπασμούς, λείψανα, ἀνθρώπινα ἀπομεινάρια
πού βογκᾶνε,
ψυχορραγοῦν καί σβήνουν. Ἐξαφανίζουμε
ἑκατομμύρια
ἀμάχους. Ρουφᾶμε τό αἷμα τῶν ἐχθρῶν μας πού
ψυχορραγοῦν, λίγο πρίν νά ἀφήσουν τή
τελευταία τους πνοή, ἀποστραγγίζουμε τίς τελευταῖες
σταγόνες αἵματος ἀπομυζώντας
ἀπ’ τά
χείλη τίς ψυχές τους, μήν τυχόν καί σηκωθοῦν τά
λείψανα κι ἔρθουν ἀπό πίσω
μας μέ τά δόρατα καί μᾶς καρφώσουν. Κατακρεουργοῦμε χέρια
καί πόδια τῶν πεθαμένων μή καί προφτάσουν νά μᾶς ἐκδικηθοῦν καί
τέλος σφουγγίζουμε τά αἵματα ἀπό τά
μαχαίρια μας πάνω
στά ζεστά σώματα τῶν σκοτωμένων 2 καί 3 φορές.
Στήν
Τροία, λαμποκοποῦσαν οἱ ἀσπίδες τῶν Ἀχαιῶν στόν ἥλιο,
καί στριφογυρνούσαμε εὐκίνητοι
καί χαλκόφραχτοι, πολεμώντας καί σκοτώνοντας καί σέρναμε τά πτώματα τῶν ἐχθρῶν μας
πίσω ἀπό τά ἅρματα
μέχρι πού ὀργώσαμε τό χῶμα καί τό
ποτίσαμε μέ τό αἷμα τῶν ἐχθρῶν μας.
Στή μάχη
τῶν Πλαταιῶν στόμωσαν τά σπαθιά μας καί
σπάσανε τά κοντάρια μας, γεμάτη κομματιασμένα βέλη ἡ πεδιάδα,
διαμελισμένα κουφάρια, 250.000 οἱ νεκροί
Πέρσες. Κηδέψαμε τούς 1360 νεκρούς μας κοντά στίς πύλες τῶν Πλαταιῶν σέ
χωριστούς τάφους γιά κάθε πόλη, καί μόνο οἱ
Σπαρτιάτες ἔφτιαξαν 3 ξεχωριστούς τάφους ἕναν γιά ὅσους
διέπρεψαν στήν μάχη ἕναν γιά τούς ὑπόλοιπους
Σπαρτιάτες καί ἕναν γιά τούς εἵλωτες.
Στούς 279
χρόνους πρό Χριστοῦ καί ἀπό τήν ἐπιδρομή
200.000 Γαλατῶν στήν Θεσσαλία δέ γύρισαν οὔτε οἱ μισοί ἀπό μᾶς τούς
Γαλάτες στή βάση μας, κοντά στίς Θερμοπύλες. Τό πεδίο τίς μάχης γέμισε ἀπό τά
λείψανα τῶν συντρόφων μας καί τά ξασπρισμένα κόκκαλά
τους γυάλιζαν για χρόνια πολλά στήν ἐπιφάνεια
τῆς γῆς. Ἡ θέση ἀργότερα ὀνομάσθηκε
"Κοκκάλια" καί τ' ὄνομα αὐτό
διατηρεῖται ὡς τά
σήμερα. Οἱ ἀγρότες
πού ἔσκαβαν τή
γῆς ἔβρισκαν
μέχρι πρόσφατα στά χωράφια τούς δικά μας κόκκαλα καί σκουριασμένα κομμάτια ἀπό τά
σιδερένια κοντάρια μας.
Στά
τετρακόσια πενῆντα ἕνα χρόνια στίς 20 τοῦ Ἰούνη
ξεκίνησε ἡ μάχη
τῶν ἐθνῶν, στά
Καταλαυνικά πεδία ἀνάμεσα στίς ρωμαϊκές λεγεῶνες, τούς
Βυζαντινούς ἱππότες, τό Γερμανικό ἱππικό,
τους Βουργουνδούς τούς Σουηδούς καί τούς Κέλτες πεζούς του Ἀέτιου καί
700.000 βάρβαρων Οὕννων, Γέπιδων, Ἀλανῶν,
Ρούγιων, Σλάβων, Βάνδαλων, τίς ὀρδές τοῦ Ἀττίλα,
καί μεῖς
πολεμούσαμε καί ἀπό τίς δύο πλευρές. Τήν ἄλλη ἡμέρα
300.000 διαμελισμένα πτώματα ἔπλεαν σέ ποτάμια αἵματος
κατά τόν Hydatius.
Στούς
χίλιους τρακόσους σαράντα καί ἕξη χρόνους, μαζί μέ τή Χρυσή Ὀρδή τοῦ Τατάρου Κιπτσάκ
Χᾶν βρεθήκαμε
στήν πολύμηνη πολιορκία τῆς Caffa στή Κριμαία, ὅμως δέν
καταφέρναμε νά τήν ἐκπορθήσουμε. Ἐξαιτίας τῆς βρόμας
καί τῆς δυσωδίας
ἔπεσε ἐπιδημία
μαύρης πανούκλας στό στρατόπεδό μας. Στ’
ἀχαμνά καί
στίς κλειδώσεις τῶν πολεμιστῶν
παρουσιάζονταν μεγάλες φουσκάλες καί ἔτρεχε
πύον, ἀκολουθοῦσε ὁ πυρετός
τῆς σαπίλας
καί ὁ θάνατος.
Βλέποντας οἱ ἀρχηγοί μας τό στρατό νά ἐξολοθρεύετε,
διέταξαν νά δένουμε τά κουφάρια τῶν
συμπολεμιστῶν μας στούς καταπέλτες καί νά τά ἐκσφενδονίζουμε
πάνω καί πίσω ἀπό τά τείχη μέσα στήν πόλη. Βουνά ἀπό
νεκρούς δημιουργήθηκαν μέσα στήν πόλη. Ἡ μπόχα ἀπό τά
σαπισμένα πτώματα εἶχε γίνει πιά ἀφόρητη
καί μέσα στήν πολιορκημένη πόλη ἡ πανούκλα
ἄρχισε νά
θερίζει τούς κατοίκους. Ἀπελπισμένοι οἱ κάτοικοι
πετοῦσαν τά
μολυσμένα κουφάρια στή θάλασσα, ἀλλ’ αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα
νά μολυνθοῦν τά νερά καί τό περιβάλλον. Ἀπελπισμένοι
οἱ
πολιορκούμενοι τράπηκαν σέ φυγή καί ἀρκετοί
διέφυγαν μέ κάποιες Γενοβέζικες γαλέρες κι ἔτσι μετέφεραν μαζί τους καί τό μικρόβιο τῆς
πανούκλας, τό ὁποῖο
ξαπλώθηκε καί μόλυνε ὁλόκληρη τήν Εὐρώπη μέ ἀποτέλεσμα
20 μέ 25 ἑκατομμύρια ἄνθρωποι,
τό ἕνα τρίτο
του τότε εὐρωπαϊκοῦ πληθυσμοῦ, νά
πεθάνουν στά ἑπόμενα τρία χρόνια.
Εἴμαστε
μαζί μέ τούς πρώτους πού πέρασαν τή Πύλη τοῦ Ἁγίου
Ρωμανοῦ ὅταν ὁ Μωάμεθ ἐκπόρθησε
τή λαμπρή πρωτεύουσα τοῦ
Βυζαντίου. Τρεῖς μέρες καί τρεῖς νύχτες
κράτησε ἡ σφαγή.
Χωρίς στέγες ἦταν τά σπίτια, κατακόκκινοι ἀπ’ τό αἷμα οἱ τοῖχοι.
Ποντίκια περιδιάβαιναν στούς δρόμους, στίς πλατεῖες καί
στά ντουβάρια σκορπισμένα ἀνθρώπινα μέλη.
Ζητωκραυγάζαμε τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή, ὅταν
μεγαλόπρεπος ὅσο ποτέ ντυμένος μέ τήν ὁλόλαμπρη
στολή του, καβάλα στό κάτασπρο ἄλογό του μπῆκε στήν Ἁγιά Σοφιά
πατώντας πάνω στά λείψανα τῶν σκοτωμένων χριστιανῶν πού εἶχαν
καταφύγει στό ναό γιά νά γλιτώσουν τή σφαγή.
Στά ὀροπέδια
τοῦ Μεξικοῦ
παρουσιάστηκα σάν τόν Βιρακότσα τόν Λευκό Γενειοφόρο μαζί μέ τούς κατακτητές
(κονκισταδόρες). Ξεσκιστήκαμε σέ πορεῖες πάνω
στά δύσβατα καί βραχώδη μονοπάτια στό ὀροπέδιο
τοῦ Γιουκατᾶν, σέ ἐκτάσεις γῆς
σπαρμένες μέ ἀγκάθια καί θάμνους καί λαξεμένες πέτρες ἀπό τίς
παμπάλαιες αὐτοκρατορίες καί τίς λαμπρές πολιτεῖες τῶν Μάγια,
τῶν Ὀλμέκων
καί τῶν Ἀζτέκων.
Ξασπρισμένες βραχογραφίες ξεθαμμένες ἀπό ἀνασκαφές,
κατακόκκινα σημάδια αἵματος ἀπό
φρικτές ἀνθρωποθυσίες
καί ἀπό τή
δολοφονία τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα
Montesuma.
Στά 1821, βαδίζαμε μέ τά ἀσκέρια τῶν Ἑλλήνων πού πάτησαν τήν Τριπολιτσά, πελεκούσαμε, πετσοκόβαμε, ἐξολοθρεύαμε, ἀπό Δευτέρα μέχρι Σάββατο γύρω στίς 32 χιλιάδες Τούρκους. Τούς μαζεύαμε σέ ὁμάδες καί ἀδιακρίτως ἡλικίας καί φύλου ἀφοῦ πρῶτα τους βασανίζαμε, καί τούς ἀπογυμνώναμε τούς σφάζαμε μέχρις ἑνός καί γέμισε ὁ τόπος πτώματα παιδιῶν καί γυναικών, καί τά χαντάκια κυλοῦσαν αἵματα.
Στά 1870 ἐμφανιστήκαμε σάν ὑπερήφανοι Πρῶσοι στρατιῶτες κι ἀπέναντί μας στά χαρακώματα εἴχαμε Γάλλους στρατιῶτες τοῦ Ναπολέοντα τοῦ τρίτου. Σύννεφα καπνοῦ κάλυψαν τό πεδίο τῆς μάχης. Σκοτώσαμε 18 χιλιάδες Γάλλους.Τό σκοτάδι ἁπλώθηκε κι ἀπό παντοῦ ἀκούγονταν οἰμωγές πληγωμένων καί ὁ ρόγχος τῶν ἑτοιμοθάνατων. Σκέλεθρα πληγωμένων πολεμιστῶν μᾶς ἱκέτευαν τό Θάνατο πού θά ’δινε τέλος στούς πόνους τους, ὁλόσπαρτα γύρω μας φρικιαστικά παραμορφωμένα πτώματα.
Τίς
τελευταῖες μέρες τοῦ Μάη τοῦ 1871 καταμετρήσαμε στήν Παρισινή
κομμούνα τά πτώματα δεκαεπτά χιλιάδων κομμουνάρων. Ἐμεῖς πάντως,
οἱ δυνάμεις
τῆς ἀντίδρασης
-ὅπως μᾶς ὀνόμασαν ἀργότερα-
δέν σταματήσαμε νά σκοτώνουμε καί νά δολοφονοῦμε μέχρι
καί τά μέσα του Ἰούνη.
Στόν πρῶτο μεγάλο πόλεμο, διασκορπίσαμε στά μέτωπα 130.000 τόνους χημικά δηλητηριώδη ἀέρια. Δύο ἀπό αὐτά ἦταν φωσγένιο καί τό χλώριο. Ἐκεῖ, στά πανοραματικά τοπία τῶν λόφων, στίς σαγηνευτικές περιοχές τοῦ Βερντέν, στά ὀχυρά καί στούς τάφρους τῶν χαρακωμάτων τοῦ μετώπου μόνον ἀπό αὐτά τά δύο χημικά ὅπλα εἴχαμε 300.000 τραυματίες καί 90 χιλιάδες νεκρούς, φαρμακωμένους ἀπό τά ἀέρια ἀναμεμιγμένους μέ τή λάσπη.
Στίς 30η Ἰουνίου 1913 στή διάρκεια τοῦ Β΄
Βαλκανικοῦ πολέμου, μαζί μέ τούς Βούλγαρους πού ὑποχωροῦσαν, στήσαμε
τά πολυβόλα στά γεφύρια καί στούς λόφους γύρω ἀπ’ τό
Στρυμόνα καί θερίζαμε ἀκατάπαυστα ὅτι
κινιόταν. Τά κουφάρια τῶν ἀνθρώπων
πού προσπάθησαν νά περάσουν στήν ἀντίπερα ὄχθη ἔπλεαν
σωρηδόν καί ὁ ποταμός ἔρεε ὁλοκόκκινος
ἀπό τό αἷμα. Καθώς
φεύγαμε ὑποχωρώντας
μετά τήν ἥττα μας, σπέρναμε τήν καταστροφή καί τόν ὄλεθρο,
παντοῦ. Σκοτώναμε,
ἀδιακρίτως,
γέρους, νέους, γυναῖκες καί παιδιά, ἀπό ὅπου κι ἄν
περνούσαμε. Οἱ δρόμοι καί οἱ
πεδιάδες πλημύρισαν ἀπό ἀκρωτηριασμένα
πτώματα. Ἀποκαμωμένοι ἀπό τίς
σφαγές καί τίς λεηλασίες περικυκλώσαμε τό Δοξάτο καί ἀφοῦ ἁρπάξαμε ὅτι
πολύτιμο βρήκαμε, τό πυρπολήσαμε καί σφάξαμε 650 κατοίκους, ὁλάκερη ἡ πόλη ἔγινε
παρανάλωμα.
Στίς 5
Σεπτεμβρίου 1936 στήν Ἱσπανία,
στό Cerro Muriano τῆς Cordoba, πάτησα τό κουμπί καί ἄνοιξα στιγμιαία
το φράκτη τῆς φωτογραφικῆς μηχανῆς, καί ἀποθανάτισε
τή στιγμή πού ἡ σφαίρα καρφωνόταν κατάστηθα στό δημοκρατικό
πολιτοφύλακα Federico Borrell Garcia, 24
ἐτῶν ἐργάτη. Τό
δεξί του χέρι τινάχτηκε, καί σπασμωδικά τα δάχτυλα ἄφησαν τό
τουφέκι νά γλιστρήσει, τό νεκροζώντανο κορμί τραντάχτηκε κυματίζοντας στή φορά
τῆς πτώσης
του τείνοντας πρός τήν ἀθανασία.
Στή
Κρήτη, ὁ βομβαρδισμός τῶν ἑλληνικῶν καί τῶν
βρετανικῶν θέσεων ἀπό τήν
Λουφτβάφε συνεχίζεται. Τό Ἡράκλειο καίγεται ἀπό τίς
πυρκαγιές καί ὁ ἀχός ἀπό τίς
σειρῆνες τῶν στοῦκας τρομοκρατεῖ τούς
κατοίκους. Καί οἱ δρόμοι εἶναι
γεμάτοι διαμελισμένα πτώματα, ἀλλά καί ἔξω ἀπό τά
τείχη ὑπάρχουν ἄταφα
κουφάρια γερμανῶν καί ντόπιων μαχητῶν. Μία ἀπό ἐκεῖνες τίς
μέρες, οἱ Γερμανοί
ἀναπτύχθηκαν
στό λεκανοπέδιο, πού διασχίζει ὁ ποταμός Καιρίτης,
διερχόμενοι ἀνάμεσα στά κουφάρια τῶν νεκρῶν
συμπολεμιστῶν τους, τούς ἐπίλεκτους
ἀλεξιπτωτιστές
τοῦ
Μπράουνσβαϊγκ, τά φοβερά παιδιά τοῦ Χίτλερ,
πού τώρα κρεμόντουσαν ἀπό τά ἀνοιγμένα ἀλεξίπτωτα
σάν ἄκακα ξωτικά καί σάν ποικιλόχρωμα
γιγάντια πουλιά, ἀπό τά δένδρα ἤ
βρισκόντουσαν πεσμένοι, κουλουριασμένοι πάνω στήν ἀφιλόξενη
γῆ. Στά
Χανιά αὐτό πού ἀντίκρισαν
τά μάτια μας δέν μπορούσαμε νά τό φανταστοῦμε. Παντοῦ
κατακομματιασμένα πτώματα. Ἀνθρώπινα μέλη καί
λαμαρίνες εἶχαν γίνει ἕνα. Τό
μεγαλύτερο ἀνθρώπινο μέλος πού ὑπῆρχε στό χῶρο ἦταν
λιγότερο ἀπό πέντε κιλά.
Τόν Νοέμβριο τοῦ 1942, βρεθήκαμε μαζί μέ τούς ἄλλοτε ὑπερήφανους Τεύτονες τῆς Βέρμαχτ στό Στάλινγκραντ πού ἦταν ἕνας σωρός ἐρειπίων καί διάσπαρτα κείτονταν τά παγωμένα κουφάρια τῶν νεκρῶν συντρόφων μας. Ὅταν στίς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 1943 ἀναγκαστήκαμε νά παραδοθοῦμε εἶχε τελειώσει ἡ φονικότερη μάχη ὅλων των ἐποχῶν. 478.741 νεκροί καί 650.000 τραυματίες ἦταν οἱ ἀπώλειες τῶν σοβιετικῶν καί 800.000 νεκροί Γερμανοί κείτονταν διάσπαρτοι στίς παγωμένες στέπες τῆς Σιβηρίας.
Στίς 13
τό Φεβρουάριο τοῦ 1945, ξεκινήσαμε κατά κύματα τό
βομβαρδισμό τῆς Δρέσδης, ἡ ἐντολές τῆς ΡΑΦ ἦταν
ρητές: «ἡ πόλη
πρέπει νά ἰσοπεδωθεῖ». Τό
θέαμα ψηλά ἀπό τά ἀεροπλάνα ἔμοιαζε μέ
Χολιγουντιανή ὑπερπαραγωγή, μιά πύρινη πόλη πού
καιγόταν ὁλόκληρη μαζί μέ τούς κατοίκους της.
Στίς 6 Αὐγούστου
τοῦ 1945, ἡ Χιροσίμα
μᾶς
προσέφερε εἰκόνες ἀπαράμιλλης
ὀμορφιᾶς, πάνω ἀπό 200
χιλιάδες ἄνθρωποι ἐξαϋλώθηκαν
καί τό 80% τῶν κτιρίων καταστράφηκαν ἀπό τήν
πρώτη ἔκρηξη ἀτομικῆς βόμβας
καί μᾶς ἔθελξε
τόσο ὥστε τρεῖς μέρες ἀργότερα ἐπαναλάβαμε
καί στό Ναγκασάκι μέ ἀτυχῶς
λιγότερο καταστρεπτικῆς ὀμορφιᾶς εἰκόνες.
Τήν 1η τοῦ
Φεβρουαρίου τοῦ 1968, ξανάνοιξα στιγμιαία το κλεῖστρο τῆς
φωτογραφικῆς μου μηχανῆς
κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου πρίν ὁ ἀρχηγός τῆς Ἀστυνομίας
τοῦ Νοτίου
Βιετνάμ Nguyen Ngoc Loan πατήσει τή σκανδάλη καί πυροβολήσει ἐξ ἐπαφῆς στό
κεφάλι τόν δεμένο πισθάγκωνα αἰχμάλωτο Βιετκόνγκ καταμεσήμερο στή μέση του δρόμου. Ἀπαθανάτισα
τόν καταληκτικό μορφασμό στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου
τή στιγμή ἀκριβῶς πού ἡ σφαίρα
διαπερνοῦσε τόν ἐγκέφαλο διασκορπίζοντας
τά μυαλά τοῦ δυστυχῆ κούλη.
Μεγεθύνοντας με το φακό τή φωτογραφία, βλέπουμε τη σφαίρα πού βγαίνει ἀπό τήν ἄλλη
πλευρά τοῦ κεφαλιοῦ καί πίσω
ὁ ἔρημος
δρόμος.
Εἰκόνες
καταστροφῆς παντοῦ, ἀπανθρακωμένα
καί ἀκρωτηριασμένα
κουφάρια ἀνδρῶν
γυναικών καί μικρῶν παιδιῶν. Ἡ γλυκερή ὀσμή τῆς
σαπισμένης σάρκας βρίσκεται παντοῦ, στοιχεῖο πού
μαρτυρᾶ ὅτι
πρόκειται γιά ὁμαδικό ἀνθρώπινο
τάφο. Οἱ ζωντανοί
Σέρβοι πού κρύβονταν στά ὑπόγεια νά γλυτώσουν ἀπό
τούς βομβαρδισμούς μᾶς ἐξήγησαν ὅτι ἑκατοντάδες
πτώματα βρίσκονται κάτω ἀπό τά ἐρείπια
καί τή σκόνη.
Στό Goma τοῦ
Ζαΐρ,
ἡ λίμνη
Κίβου μεγάλη σάν θάλασσα μολυσμένη ἀπό
χιλιάδες πτώματα τῶν Τούτσι, τό νερό εἶναι
κατακόκκινο καί φαρμάκι ὅταν τό πίνουμε.
Στή Νέα Ὑόρκη κάποιο
Σεπτέμβριο, ἕνας σωρός ἀπό
λιωμένο ἀτσάλι,
παλιοσίδερα, θρυμματισμένα τζάμια, τσιμέντα, μέ 110 ὑπερήφανους
ὀρόφους
καί 410 μέτρα ὕψος, στάχτες, ρημάδια ἀποκαΐδια καί
πτώματα σωρός.
Ὅταν μπήκαμε στόν προσφυγικό
καταυλισμό τῆς Τζενίν μέ τή συνοδεία ἰσραηλινῶν
στρατιωτῶν, τά
μοναδικά ζωντανά πού εἶχαν ἀπομείνει ἦταν τά
πουλιά καί κάτι κότες πού περιδιάβαιναν στούς ἔρημους
δρόμους, κάποιοι ὅμως εἶπαν ὅτι εἶδαν ἀνθρώπους
νά κρύβονται μέσα στά ἔγκατα τῶν ἄδειων
πηγαδιῶν. Ἡ μυρωδιά ἀπό τά
σαπισμένα πτώματα θαμμένα κάτω ἀπό τούς σωρούς καί τά
γκρεμίσματα τῶν σπιτιῶν ἔκαναν ἀποπνικτική
τήν ἀτμόσφαιρα.
Ἡ ἴδια εἰκόνα καί
στό Ναό τῆς Γεννήσεως, στή Βηθλεέμ. Τά πτώματα δύο
Παλαιστίνιων ἀστυνόμων κείτονταν στό προαύλιο χῶρο τοῦ ναοῦ, ἐνῶ μέσα στό
ναό οἱ
τραυματίες παρέμεναν ἀβοήθητοι, καθώς ὁ ἀποκλεισμός
συνεχιζόταν, ἐνῶ οἱ ἰσραηλινοί
στρατιῶτες μέ τή
χρήση μεγάφωνων βομβάρδιζαν τούς ἐγκλείστους μέ ἤχους ἑλικοπτέρων
πού πλησιάζουν, ἁρμάτων μάχης καί γαβγίσματα σκυλιῶν.
Κι’
ὄλο αὐτό τό ὁλοκαύτωμα
ἐμεῖς τό
βιώσαμε
τό εἴδαμε
καί μείναμε ἄλαλοι
ἀπό τήν ἀξιοθρήνητη
και τραγική μας μοίρα
κι οἱ ψυχές μας γιόμισαν ἀγωνία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου