Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Τίμων ο Μισάνθρωπος




Δέν μς τρομάζουν τά νέα μέτρα
δέν μς τρομάζει μς πληθωρισμός,
δέν μς τρομάξανε τόσα καί τόσα
θά μς τρομάξει τώρα καπιταλισμός.

κουγόταν στεο το τραγουδάκι το Λουκιανο τό 80... σήμερα μοιάζει μέ φιάλτη… γιατί τώρα μως… μς τρομάζουν... ρίχνουμε μιά ματιά πίσω… κι εναι σκοτάδι… καί τό χειρότερο, μπροστά μας πάλι σκοτάδι.

Τό ρώτημα πό τόν συνομιλητή μου ταν διατυπωμένο μέ σαφήνεια καί πεγνωσμένο:

"Καλά ρέ Βούς, ναρωτιέμαι γιατί κοσμάκης δέν ξεσηκώνεται νά τούς πάρει μέ τίς πέτρες, ατή ρέ εναι χειρότερη μορφή σκλαβις, τί κατοχή καί πράσινα λογα, ο Γερμανοί τότε φυγαν μετά πό 4 χρόνια, ατοί πού ρθανε τώρα δέν πρόκειται νά φύγουν ποτέ. λλά τί θά κάνουμε τώρα πού κόσμος χει σκύψει τό κεφάλι καί μοιάζει νά δέχεται μοιρολατρικά πανωτά χτυπήματα χωρίς χνος ντίδρασης".

Μά τί νά το π τώρα… πού λληνας μπροστά στό δειο ψυγεο… χωρίς ρεμα… χωρίς διοκτησία… (φ' σον μέ τούς φόρους ατούς καταργεται οσιαστικά το δικαίωμα ατό, πού νά ρχίσουν καί ο κατασχέσεις…) μένει βουβός… σιωπηλός καί μουδιασμένος... κι ν σιωπ… το λένε καί “Σκάσε..."

Τί νά του π: Τό νστιχτο το θανάτου καί τό νστιχτο τς πιβίωσης, χει ποδειχτε τι εναι πολύ σχυρότερα πό τό νστιχτο τς λευθερίας. Ο ξουσιαστές τά ξέρουν καλά λα ατά τά κόλπα. Θά δοκιμάσουν νά χτίσουν πάνω στό "νάγκη φιλοτιμία" το κοσμάκη καί, πράγματι πως πάντα νδέχεται κοσμάκης νάγκη-φιλοτιμία ποιούμενος νά δεχτε -γιά λόγους πιβίωσης- τήν κάθε σφαλιάρα.

Κι μα δέν πιάσει κι ατό, ο ξουσιαστές χουν καί λλες λύσεις διαθέσιμες. Γιά παράδειγμα τήν διασπορά το φόβου στίς μάζες καί τήν καταστολή. Τίς περισσότερες φορές κόσμος τρομάζει μέ τήν καταστολή -κάποιες φορές βέβαια ξεγείρεται μέ τήν καταστολή καί τά κάνει λα λίμπα, λλά ατό γίνεται σπάνια -συνήθως ο νθρωποι φοβονται καί μαζεύονται.

"Καί τώρα ρέ Βούς, τί θά λές, τί θά κάνεις καί τί θά γράφεις στό ελόγιό σου" συνέχισε νά ρωτάει φίλος μου.

Μέ νέβαλε σέ προβληματισμό.

ρχισα νά σκέφτομαι τί νά κάνω. Νά ρχίσω νά πηγαίνω σέ συγκεντρώσεις καί πορεες, νά βγ μέ ντουντούκα σέ δρόμους καί πλατεες, νά ρχίσω νά μοιράζω  φυλλάδια καί φέϊγ βολάν, νά γράψω πύρινα ρθρα στό ντερνέτ...
Προπαγάνδα νά κάνω!

Μά πως τά σκεπτόμουνα λα ατά μου ρθε στό μυαλό βίος καί πολιτεία νός, πό τούς ρχαίους καθοδηγητές μου, Το Τίμωνα τοθηναίου.

Μεγάλη μορφή Τίμων.

πως μαθαίνουμε πό τόν ριστοφάνη, τόν Στράβωνα καί τόν Πλούταρχο, καί πό τόν Λουκιανό, πού στό νομά του γραψε να πό τά καλύτερα ργα του, Τίμων μίσησε τόσο πολύ τους συμπολίτες του στε πεκλήθη Μισάνθρωπος κι τσι πέρασε στήν αωνιότητα. στορική ρευνα μως το Βούς φέρνει στό φς τι τά βαθύτερα ατια ατο του χαρακτηρισμο ταν κυρίως φιλαλήθειά του. Διότι καυτηρίαζε δριμύτατα τήν κοινωνικοπολιτική φαυλότητα καί τήν πονηροκρατία τς ποχς του κι τσι βαπτίσθη πό τν πολλν Μισάνθρωπος, « τε τν μέν γαθν λίγων ντων, πονηρν δέ πλείστων ν τας πόλεσι τό πν πεχόντων», γράφει Λουκιανός στό φιλοσοφικό δοκίμιό του «Τίμων Μισάνθρωπος». (κλικ εδώ, παρ. 25) 

πως γνωρίζουμε πό τόν Λουκιανό, Τίμων γεννήθηκε περί τό 420 πκχ στόν δμο Κολυττού καί γνωρίζουμε τι τό νομα το πατερά του ταν χεκρατίδης. ταν πό επορη οκογένεια καί σπούδασε φιλοσοφία. Τά παράσιτα, ο γελωτοποιοί καί ο κόλακές της ποχς του, φο συνετέλεσαν στήν γρήγορη διασπάθιση τς πατρικς περιουσίας του, ταν πτώχευσε, τόν γκατέλειψαν. πώλεια τς περιουσίας του  καί πρό πάντων χαριστία τν εεργετηθέντων ύπ’ ατο συνετέλεσαν στήν μεταστροφή του. ξαιτίας τς θικς κατάπτωσης τν συγχρόνων του λλά καί τς οκονομικς του νέχειας ποστράφηκε τή συμμετοχή στά κοινά, χοντας σιχαθε τούς συμπολίτες του. 
Στήν Πνύκα δέν πατοσε τό πόδι του ποτέ, τήν κκλησία το Δήμου τήν εχε γραμμένη στ’ ρχίδια του. ταν πεπεισμένος τι ο συμπολίτες του δέν ξιζαν τήν προσοχή του.

Τούς εχε χεσμένους.

γκατέλειψε τήν θήνα καί γκαταστάθηκε στίς πώρειες το μηττο, σέ να χτηματάκι πού το εχε πομείνει. Ζοσε σάν ρημίτης καί σπανίως μφανιζόταν στό κλεινόν στυ.

ρημίτης ατός μως πως φηγεται Πλούταρχος εχε καί να φίλο κάποιον πήμαντο κάτ λλους δείμαντο τόν ποον βεβαίως πάρ λη τήν φιλία τούς τόν μισοσε. ταν κάποια μέρα κατά τήν ορτή τν χον συνέτρωγαν το επε δείμαντος:  «λαμπρόν το συμπόσιον μας Τίμων», «ναί το πάντησε Τίμων, λλά άν σύ πουσίαζες» διηγεται Πλούταρχος. (Πλουτ. Αντώνιος κεφ. 70 παρ.3)

ντίθετα μέ τόν χαρακτήρα το ξεφράζετο εμενς πέρ το λκιβιάδη καί ταν ρωτήθηκε γί ατό πάντησε: «γαπ πολύ ατό τό νεαρό γιατί προβλέπω τι κάποια μέρα θά προξενήσει πολλά δεινά στούς θηναίους». ταν μαθε πώς ο θηναοι ξέλεξαν στρατηγό τόν λκιβιάδη, Τίμων ρχισε νά πανηγυρίζει. Παραξενεύτηκε πήμαντος, καί  στήν ρώτηση  του γιατί πανηγυρίζει Τίμων πάντησε: "Μά πειδή λκιβιάδης θά τούς καταστρέψει τελείως! (Πλουτ. Αντώνιος κεφ. 70 παρ.2)


"Γι' ατούς τούς λόγους ο συμπολίτες του τόν πεκάλεσαν "Μισάνθρωπο".

στερα πό μακροχρόνια ποχή πό τά κοινά, κάποια μέρα, Τίμων προσλθε στήν κκλησία το δήμου, ζήτησε νά πάρει τό λόγο, καί νέβηκε στό βμα. μφάνιση του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και περιέργεια, καί παντες σίγησαν περιμένοντας τί εχε νά τούς πε.  

μιλιά του ταν σύντομη, μνημειώδης, λιτή καί περιεκτική:

"στι μοί μικρόν οκόπεδον νδρες θηναοι, καί συκ τίς ν ατ πέφυκεν, ξ ς δη συχνοί των πολιτν πήγξαντο. Μέλλων ον οκοδομεν τόν τόπον, βουλήθην δημοσία προειπεν, ν', ν ρα τινές θέλωσιν υμων, πρίν κκοπναι τήν συκν πάγξωνται."

«χω να μικρό χτμα νδρες θηναοι, που πάρχει μιά συκιά, πό τήν  ποία μερικοί πολίτες κρεμάστηκαν. πειδή σκοπεύω νά χτίσω κε καί θά κόψω τήν συκιά, θά θελα νά νακοινώσω σέ σους σκοπεύουν νά ατοκτονήσουν, ς λθουν σύντομα νά κρεμαστον, πρίν κόψω τή συκιά!» (Πλουτ. Αντώνιος κεφ. 70 παρ.5-8)


Βέβαια Πλούταρχος δέν μς πληροφορε ν χειροκροτήθηκε ν ποδοκιμάστηκε Τίμων. Μόλις τελείωσε τά λόγια του, Τίμων κατέβηκε πό τό βμα καί δέν ξαναπάτησε τό πόδι το κε.

Σύντομα ο ξελίξεις τόν δικαίωσαν.

χοντας λοιπόν κατά νο ατό τό λαμπρό παράδειγμα μιλίας-παρέμβασης στά κοινά, κριβς ατά τά λόγια το Τίμωνα θά ξαναδιαβάζω σέ συνελεύσεις, σέ φυλλάδια καί φέϊγ-βολάν, σέ νακοινώσεις στό ντερνέτ,  καί σέ πλατεες μέ ντουντοκες... 

Κι ν κάποιοι ξυπνήσουν καί ννοήσουν τήν ρχαία σοφία το Τίμωνα, χει καλς. 

Ο πόλοιποι ς κάτσουν νά τούς ρουφον τά αμα ο διεθνες τοκογλύφοι. ς δηγήσουν τόν αυτό τους στόν φανισμό καί τή μιζέρια -λίγο μέ κόφτει. 

Πρέπει νά σς π, τι δέν εμαι καθόλου ασιόδοξος πώς δέν θά ναγκαστ νά κολουθήσω τά χνάρια το συγκεκριμένου ρχαίου δασκάλου μου –δυστυχς δέν πάρχουν νδείξεις πού νά μέ πείθουν. 

Πάρ λα ατά θά ξακολουθήσω νά πιστεύω πώς εναι ζήτημα χρόνου γιά νά γίνει τό μεγάλο μπάμ. 

Εμαι ασιόδοξος νθρωπος… 

Γιά τήν στορία τώρα, Στράβων καί Πλούταρχος μς διέσωσαν τήν πληροφορία τι Ρωμαος ντώνιος μετά τήν ναυμαχία στό κτιο, γκαταληφθες πό πολλούς καί προδοθες πό λλους ποφάσισε νά μιμηθε τόν Τίμωνα, καί πέναντι πό τό λιμάνι τς λεξάνδρειας στό νησάκι ντιρρόδος «κατεσκεύασε δίαιταν βασιλικήν ν Τιμώνιον προσηγόρευσε», μς λέει Στράβων, ( βιβλίο ΙΖ  1.9)  ποφασισμένος νά ζήσει βίον Τιμώνειον. λλά ντώνιος δέν ταν Τίμων, γρήγορα τά παράτησε καί μετακόμισε στήν γκαλιά τς Κλεοπάτρας.
(Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι ντώνιος κεφ. 69 πάρ. 7)

 ταν κάποια μέρα Τίμων πεσε πό να δέντρο καί τραυματίστηκε, προτίμησε νά πεθάνει παρά νά δεχτε βοήθεια πό ατούς πού πεστρέφετο. Πρό το θανάτου το διάλεξε γιά τόν τάφο το μέρος πρόσιτο στούς πολλούς  που ταν πιγεγραμμένο πως μς πληροφορε Πλούταρχος (ντώνιος κεφ. 70 πάρ. 7) τό ξς πίγραμμα γνώστου δημιουργο:

νθαδ᾿ πορρήξας ψυχν βαρυδαίμονα κεμαι·
τονομα δ᾿ ο πεύσεσθε, κακο δ κακς πόλοισθε.

 νθάδε κεμαι φο φήκα μιά θλια ζωή.
Μή ρωττε τό νομά μου, λλά πηγαίνετε νά χαθετε.

πίσης στήν παλατινή νθολογία σώζονται κάποια  πιγράμματα φιερωμένα στόν Τίμωνα, κρίνω σκόπιμο νά τά παραθέσω ποτίοντας φόρο τιμς σ΄να μεγάλο δάσκαλο.


Τό υπ ρ. 314 το Πτολεμαίου το πιγραμματοποιο:

Μή πόθεν εμί μάθης, μήδ  ονομα· πλήν τι θνήσκειν
τούς πάρ  μήν στήλην ρχομένους θέλω.

Μήτε πό πο εμαι, οτε τό νομά μου θά μάθης παρά μόνον
θά εχόμουν σοι περνον πό τό μνημεο μου νά πεθάνουν.

Τό υπ. ρ. 315 το Ζηνόδοτου το φέσιου: 

Τρηχεαν κατ᾿ με, ψαφαρ κνι, ῥάμνον λσσοις
    π
ντοθεν, σκολις γρια κλα βτου,
ς π᾿ μο μηδ᾿ ρνις ν εαρι κοφον ρεδοι
    
χνος, ηεμζω δ᾿ συχα κεκλιμνος.
γρ μισνθρωπος, μηδ᾿ στοσι φιλες
    Τ
μων οδ᾿ Ἀΐδ γνσιος εμι νκυς

Πέτρες καί χώματα φραγκοσυκιές καί βάτα πάρχουν
παντο γύρω μου πυκνά καί διαπέραστα πού
οτε καν να πουλάκι τήν νοιξη δέν μπορε νά ξεκουραστε,
δ ναπαύομαι ν ερήνη καί μοναξιά.
γώ Τίμων Μισάνθρωπος πού κανείς δέν μ’ γάπησε
οτε τώρα καί στόν δη γνήσιος εμαι νεκρός.

Τό υπ. aρ. 316 το ντιπατρου το Σιδώνιου:

Τήν π  μεύ στήλην παραμείβεο, μήτε μέ χαίρειν
ειπών, μήθ  στις, μή τίνος ξετάσας·
μή τήν νύεις τελέσαις δόν· ν δέ παρέλθης
σιγή, μήδ  οτως ν νύεις τελέσαις.

ταν περάσετε πό τό μνημεο μου, μήτε νά μέ χαιρετήσετε
οτε νά ρωττε ποιός εμαι, τίνος γιός, μουν.
Διαφορετικά ποτέ νά μή φτάσετε στό τέλος τς διαδρομς σας, λλά κόμα κι ν σιωπηλά περάσετε, κόμη καί τότε μακάρι νά μήν φτάσετε στό τέρμα το ταξιδιο σας.

Τά υπ ρ.  317 καί 318 το Καλλίμαχου:

— Τίμων, ο γάρ τ  σσί, τί τοι, σκότος φάος, χθρόν;
— Τό σκότος· μέων γάρ πλείονες εν ΐδη.

Τίμων, τώρα πο πέθανες, τό φς τό σκοτάδι σου εναι πιό μισητό;
Τό σκοτάδι, γατί από σαςπερσότεροι εμαστε δ στόν δη.

Μή χαίρειν επης μέ, κακόν κέαρ, λλά πάρελθε·
ίσον μοί χαίρειν στί τό μή σέ πελν.

Μή μέ χαιρετήσεις, κακή καρδιά, λλά διάβαινε,
τό νά μήν μέ πλησιάσεις εναι τόσο καλό σο νας χαιρετισμός.

πίγραμμα υπ. ρ. 319 γνώστου:

Καί νέκυς ν Τίμων γριος· σύ δέ γ , πυλαωρέ
Πλούτωνος, τάρβει, Κέρβερε, μή σέ δάκη.

κόμη νεκρός Τίμων εναι γριος, σύ δέ φύλακα τς πύλης το Πλούτωνα, Κέρβερε φοβάσε μήπως καί σέ δαγκώσει.

Τό υπ. αρ. 320 το γήσιππου:

ξεαι πάντη περί τόν τάφον εσίν κανθαι
καί σκόλοπες· βλάψεις τούς πόδας, ν προσίης.
Τίμων μισάνθρωπος νοικέω. λλά πάρελθε
ομώζειν επας πολλά, πάρελθε μόνον.

Βάτα καί μυτερά γκάθια τόν τάφο μου τόν ζώνουν
καί θά κατατρυπήσεις τά πόδια σου ν προσεγγίσεις
Τίμων μισάνθρωπος δ χει ταφε.
λλά προχώρα, πολλά επες πάρε δρόμο τώρα.

Τά πιγράμματα δ πό τήν παλατινή νθολογία vol. ιι book νιι.  πό τό πίγραμμα 314 ως καί τό 320

παράφραση εναι δική μου καί ζητ τήν κατανόησή σας καθ’ σον σκράπας στά ρχαα.































 

 




  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου