Δέν μᾶς τρομάζουν τά νέα μέτρα
δέν μᾶς τρομάζει ἐμᾶς
πληθωρισμός,
δέν μᾶς τρομάξανε τόσα καί τόσα
θά μᾶς τρομάξει τώρα ὁ καπιταλισμός.
Τό ἐρώτημα ἀπό τόν συνομιλητή μου ἦταν διατυπωμένο μέ σαφήνεια καί ἀπεγνωσμένο:
Ἀκουγόταν
ἀστεῖο το τραγουδάκι τοῦ Λουκιανοῦ τό 80... σήμερα μοιάζει μέ ἐφιάλτη… γιατί τώρα ὅμως… μᾶς τρομάζουν... ρίχνουμε μιά ματιά πίσω… κι εἶναι σκοτάδι… καί τό χειρότερο,
μπροστά μας πάλι σκοτάδι.
Τό ἐρώτημα ἀπό τόν συνομιλητή μου ἦταν διατυπωμένο μέ σαφήνεια καί ἀπεγνωσμένο:
"Καλά
ρέ Βούς, ἀναρωτιέμαι γιατί ὁ κοσμάκης δέν ξεσηκώνεται νά
τούς πάρει μέ τίς πέτρες, αὐτή ρέ εἶναι χειρότερη μορφή σκλαβιᾶς, τί κατοχή καί πράσινα ἄλογα, οἱ Γερμανοί τότε ἔφυγαν μετά ἀπό 4 χρόνια, αὐτοί πού ἤρθανε τώρα δέν πρόκειται
νά φύγουν ποτέ. Ἀλλά τί θά κάνουμε τώρα πού
ὁ κόσμος ἔχει σκύψει τό κεφάλι καί
μοιάζει νά δέχεται μοιρολατρικά ἀπανωτά χτυπήματα χωρίς ἴχνος ἀντίδρασης".
Μά τί νά τοῦ πῶ τώρα… πού ὁ Ἕλληνας
μπροστά στό ἄδειο
ψυγεῖο… χωρίς
ρεῦμα…
χωρίς ἰδιοκτησία…
(ἐφ' ὅσον μέ τούς φόρους αὐτούς καταργεῖται οὐσιαστικά το δικαίωμα αὐτό, πού νά ἀρχίσουν καί οἱ κατασχέσεις…) μένει βουβός… σιωπηλός καί μουδιασμένος... κι
ἐνῶ σιωπᾶ… τοῦ λένε
καί “Σκάσε..."
Τί νά του πῶ: Τό ἔνστιχτο τοῦ θανάτου καί τό ἔνστιχτο τῆς ἐπιβίωσης, ἔχει ἀποδειχτεῖ ὅτι εἶναι πολύ ἰσχυρότερα ἀπό τό ἔνστιχτο τῆς ἐλευθερίας. Οἱ ἐξουσιαστές τά ξέρουν καλά ὅλα αὐτά τά κόλπα. Θά δοκιμάσουν νά χτίσουν πάνω στό "ἀνάγκη φιλοτιμία" τοῦ κοσμάκη καί, πράγματι ὅπως πάντα ἐνδέχεται ὁ κοσμάκης ἀνάγκη-φιλοτιμία ποιούμενος νά δεχτεῖ -γιά λόγους ἐπιβίωσης- τήν κάθε σφαλιάρα.
"Καί
τώρα ρέ Βούς, τί θά λές, τί θά κάνεις καί τί θά γράφεις στό εὐλόγιό σου" συνέχισε
νά ρωτάει ὁ φίλος μου.
Μέ
ἐνέβαλε σέ προβληματισμό.
Ἄρχισα νά σκέφτομαι τί νά
κάνω. Νά ἀρχίσω νά πηγαίνω σέ
συγκεντρώσεις καί πορεῖες, νά βγῶ μέ ντουντούκα σέ δρόμους
καί πλατεῖες, νά ἀρχίσω νά μοιράζω φυλλάδια καί φέϊγ βολάν, νά γράψω πύρινα ἄρθρα στό ἰντερνέτ...
Προπαγάνδα
νά κάνω!
Μεγάλη
μορφή ὁ Τίμων.
Ὅπως μαθαίνουμε ἀπό τόν Ἀριστοφάνη, τόν Στράβωνα
καί τόν Πλούταρχο, καί ἀπό τόν Λουκιανό, πού στό ὄνομά του ἔγραψε ἕνα ἀπό τά καλύτερα ἔργα του, ὁ Τίμων μίσησε τόσο πολύ
τους συμπολίτες του ὥστε ἀπεκλήθη Μισάνθρωπος κι ἔτσι πέρασε στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἱστορική ἔρευνα ὅμως τοῦ Βούς φέρνει στό φῶς ὅτι τά βαθύτερα αἴτια αὐτοῦ του χαρακτηρισμοῦ ἦταν κυρίως ἡ φιλαλήθειά του. Διότι
καυτηρίαζε δριμύτατα τήν κοινωνικοπολιτική φαυλότητα καί τήν πονηροκρατία τῆς ἐποχῆς του κι ἔτσι ἐβαπτίσθη ὑπό τῶν πολλῶν Μισάνθρωπος, « ἄτε τῶν μέν ἀγαθῶν ὀλίγων ὄντων, πονηρῶν δέ πλείστων ἐν ταῖς πόλεσι τό πᾶν ἐπεχόντων», γράφει ὁ Λουκιανός στό φιλοσοφικό
δοκίμιό του «Τίμων ἤ Μισάνθρωπος». (κλικ εδώ,
παρ. 25)
Στήν
Πνύκα δέν πατοῦσε τό πόδι του ποτέ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου τήν εἶχε γραμμένη στ’ ἀρχίδια του. Ἦταν πεπεισμένος ὅτι οἱ συμπολίτες του δέν ἄξιζαν τήν προσοχή του.
Τούς
εἶχε χεσμένους.
Ἐγκατέλειψε τήν Ἀθήνα καί ἐγκαταστάθηκε στίς ὑπώρειες τοῦ Ὑμηττοῦ, σέ ἕνα χτηματάκι πού τοῦ εἶχε ἀπομείνει. Ζοῦσε σάν ἐρημίτης καί σπανίως ἐμφανιζόταν στό κλεινόν ἄστυ.
Ὁ ἐρημίτης αὐτός ὅμως ὅπως ἀφηγεῖται ὁ Πλούταρχος εἶχε καί ἕνα φίλο κάποιον Ἀπήμαντο ἤ κάτ ἄλλους Ἀδείμαντο τόν ὁποῖον βεβαίως πάρ ὅλη τήν φιλία τούς τόν μισοῦσε. Ὅταν κάποια μέρα κατά τήν ἑορτή τῶν χοῶν συνέτρωγαν τοῦ εἶπε ὁ Ἀδείμαντος: «λαμπρόν το συμπόσιον μας ὤ Τίμων», «ναί τοῦ ἀπάντησε ὁ Τίμων, ἀλλά ἐάν σύ ἀπουσίαζες» διηγεῖται ὁ Πλούταρχος. (Πλουτ. Αντώνιος κεφ. 70 παρ.3)
Ἀντίθετα μέ τόν χαρακτήρα τοῦ ἐξεφράζετο εὐμενῶς ὑπέρ τοῦ Ἀλκιβιάδη καί ὅταν ρωτήθηκε γί αὐτό ἀπάντησε: «ἀγαπῶ πολύ αὐτό τό νεαρό γιατί προβλέπω ὅτι κάποια μέρα θά προξενήσει πολλά δεινά στούς Ἀθηναίους». Ὅταν ἔμαθε πώς οἱ Ἀθηναῖοι ἐξέλεξαν στρατηγό τόν Ἀλκιβιάδη, ὁ Τίμων ἄρχισε νά πανηγυρίζει. Παραξενεύτηκε ὁ Ἀπήμαντος, καί στήν ἐρώτηση του γιατί πανηγυρίζει ὁ Τίμων ἀπάντησε: "Μά ἐπειδή ὁ Ἀλκιβιάδης θά τούς καταστρέψει τελείως! (Πλουτ. Αντώνιος κεφ. 70 παρ.2)
Ὕστερα ἀπό μακροχρόνια ἀποχή ἀπό τά κοινά, κάποια μέρα, ὁ Τίμων
προσῆλθε στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου, ζήτησε νά πάρει τό λόγο, καί ἀνέβηκε
στό βῆμα. Ἡ ἐμφάνιση του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και περιέργεια,
καί ἅπαντες ἐσίγησαν περιμένοντας τί εἶχε νά τούς πεῖ.
Ἡ μιλιά του ἦταν σύντομη, μνημειώδης, λιτή καί περιεκτική:
"ἔστι μοί μικρόν οἰκόπεδον ὤ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καί συκῆ τίς ἐν αὐτῶ πέφυκεν, ἐξ ἧς ἤδη συχνοί των πολιτῶν ἀπήγξαντο. Μέλλων οὔν οἰκοδομεῖν τόν τόπον, ἐβουλήθην δημοσία προειπεῖν, ἴν', ἄν ἄρα τινές ἐθέλωσιν υμων, πρίν ἐκκοπῆναι τήν συκῆν ἀπάγξωνται."
«ἔχω ἕνα μικρό χτῆμα Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅπου ὑπάρχει μιά συκιά, ἀπό τήν ὁποία μερικοί πολίτες κρεμάστηκαν. Ἐπειδή σκοπεύω νά χτίσω ἐκεῖ καί θά κόψω τήν συκιά, θά ἤθελα νά ἀνακοινώσω σέ ὅσους σκοπεύουν νά αὐτοκτονήσουν, ἅς ἔλθουν σύντομα νά κρεμαστοῦν, πρίν κόψω τή συκιά!». (Πλουτ. Αντώνιος κεφ. 70 παρ.5-8)
Βέβαια ὁ Πλούταρχος δέν μᾶς πληροφορεῖ ἄν χειροκροτήθηκε ἤ ἄν ἀποδοκιμάστηκε ὁ Τίμων. Μόλις τελείωσε τά λόγια του, ὁ Τίμων κατέβηκε ἀπό τό βῆμα καί δέν ξαναπάτησε τό πόδι τοῦ ἐκεῖ.
Σύντομα οἱ ἐξελίξεις τόν δικαίωσαν.
Ἔχοντας λοιπόν κατά νοῦ αὐτό τό λαμπρό παράδειγμα ὁμιλίας-παρέμβασης στά κοινά, ἀκριβῶς αὐτά τά λόγια τοῦ Τίμωνα θά ξαναδιαβάζω σέ συνελεύσεις, σέ φυλλάδια καί φέϊγ-βολάν, σέ ἀνακοινώσεις στό ἰντερνέτ, καί σέ πλατεῖες μέ ντουντοῦκες...
Κι ἄν κάποιοι ξυπνήσουν καί ἐννοήσουν τήν ἀρχαία σοφία τοῦ Τίμωνα, ἔχει καλῶς.
Οἱ ὑπόλοιποι ἅς κάτσουν νά τούς ρουφοῦν τά αἷμα οἱ διεθνεῖς τοκογλύφοι. Ἅς ὁδηγήσουν τόν ἑαυτό τους στόν ἀφανισμό καί τή μιζέρια -λίγο μέ κόφτει.
Πρέπει νά σᾶς πῶ, ὅτι δέν εἶμαι καθόλου αἰσιόδοξος πώς δέν θά ἀναγκαστῶ νά ἀκολουθήσω τά ἀχνάρια τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαίου δασκάλου μου –δυστυχῶς δέν ὑπάρχουν ἐνδείξεις πού νά μέ πείθουν.
Πάρ ὅλα αὐτά θά ἐξακολουθήσω νά πιστεύω πώς εἶναι ζήτημα χρόνου γιά νά γίνει τό μεγάλο μπάμ.
Εἶμαι αἰσιόδοξος ἄνθρωπος…
Γιά τήν ἱστορία τώρα, ὁ Στράβων καί ὁ Πλούταρχος μᾶς διέσωσαν τήν πληροφορία ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ἀντώνιος μετά τήν ναυμαχία στό Ἄκτιο, ἐγκαταληφθεῖς ἀπό πολλούς καί προδοθεῖς ἀπό ἄλλους ἀποφάσισε νά μιμηθεῖ τόν Τίμωνα, καί ἀπέναντι ἀπό τό λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας στό νησάκι Ἀντιρρόδος «κατεσκεύασε δίαιταν βασιλικήν ἥν Τιμώνιον προσηγόρευσε», μᾶς λέει ὁ Στράβων, ( βιβλίο ΙΖ 1.9) ἀποφασισμένος νά ζήσει βίον Τιμώνειον. Ἀλλά ὁ Ἀντώνιος δέν ἦταν Τίμων, γρήγορα τά παράτησε καί μετακόμισε στήν ἀγκαλιά τῆς Κλεοπάτρας.
(Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι Ἀντώνιος κεφ. 69 πάρ. 7)
Ὅταν κάποια μέρα ὁ Τίμων ἔπεσε ἀπό ἕνα δέντρο καί τραυματίστηκε, προτίμησε νά πεθάνει παρά νά δεχτεῖ βοήθεια ἀπό αὐτούς πού ἀπεστρέφετο. Πρό τοῦ θανάτου τοῦ διάλεξε γιά τόν τάφο τοῦ μέρος ἀπρόσιτο στούς πολλούς ὅπου ἦταν ἐπιγεγραμμένο ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Πλούταρχος (Ἀντώνιος κεφ. 70 πάρ. 7) τό ἑξῆς ἐπίγραμμα ἀγνώστου δημιουργοῦ:
Ἀντίθετα μέ τόν χαρακτήρα τοῦ ἐξεφράζετο εὐμενῶς ὑπέρ τοῦ Ἀλκιβιάδη καί ὅταν ρωτήθηκε γί αὐτό ἀπάντησε: «ἀγαπῶ πολύ αὐτό τό νεαρό γιατί προβλέπω ὅτι κάποια μέρα θά προξενήσει πολλά δεινά στούς Ἀθηναίους». Ὅταν ἔμαθε πώς οἱ Ἀθηναῖοι ἐξέλεξαν στρατηγό τόν Ἀλκιβιάδη, ὁ Τίμων ἄρχισε νά πανηγυρίζει. Παραξενεύτηκε ὁ Ἀπήμαντος, καί στήν ἐρώτηση του γιατί πανηγυρίζει ὁ Τίμων ἀπάντησε: "Μά ἐπειδή ὁ Ἀλκιβιάδης θά τούς καταστρέψει τελείως! (Πλουτ. Αντώνιος κεφ. 70 παρ.2)
"Γι'
αὐτούς τούς λόγους οἱ συμπολίτες του τόν ἀπεκάλεσαν "Μισάνθρωπο".
Ἡ μιλιά του ἦταν σύντομη, μνημειώδης, λιτή καί περιεκτική:
"ἔστι μοί μικρόν οἰκόπεδον ὤ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καί συκῆ τίς ἐν αὐτῶ πέφυκεν, ἐξ ἧς ἤδη συχνοί των πολιτῶν ἀπήγξαντο. Μέλλων οὔν οἰκοδομεῖν τόν τόπον, ἐβουλήθην δημοσία προειπεῖν, ἴν', ἄν ἄρα τινές ἐθέλωσιν υμων, πρίν ἐκκοπῆναι τήν συκῆν ἀπάγξωνται."
«ἔχω ἕνα μικρό χτῆμα Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅπου ὑπάρχει μιά συκιά, ἀπό τήν ὁποία μερικοί πολίτες κρεμάστηκαν. Ἐπειδή σκοπεύω νά χτίσω ἐκεῖ καί θά κόψω τήν συκιά, θά ἤθελα νά ἀνακοινώσω σέ ὅσους σκοπεύουν νά αὐτοκτονήσουν, ἅς ἔλθουν σύντομα νά κρεμαστοῦν, πρίν κόψω τή συκιά!». (Πλουτ. Αντώνιος κεφ. 70 παρ.5-8)
Βέβαια ὁ Πλούταρχος δέν μᾶς πληροφορεῖ ἄν χειροκροτήθηκε ἤ ἄν ἀποδοκιμάστηκε ὁ Τίμων. Μόλις τελείωσε τά λόγια του, ὁ Τίμων κατέβηκε ἀπό τό βῆμα καί δέν ξαναπάτησε τό πόδι τοῦ ἐκεῖ.
Σύντομα οἱ ἐξελίξεις τόν δικαίωσαν.
Ἔχοντας λοιπόν κατά νοῦ αὐτό τό λαμπρό παράδειγμα ὁμιλίας-παρέμβασης στά κοινά, ἀκριβῶς αὐτά τά λόγια τοῦ Τίμωνα θά ξαναδιαβάζω σέ συνελεύσεις, σέ φυλλάδια καί φέϊγ-βολάν, σέ ἀνακοινώσεις στό ἰντερνέτ, καί σέ πλατεῖες μέ ντουντοῦκες...
Κι ἄν κάποιοι ξυπνήσουν καί ἐννοήσουν τήν ἀρχαία σοφία τοῦ Τίμωνα, ἔχει καλῶς.
Οἱ ὑπόλοιποι ἅς κάτσουν νά τούς ρουφοῦν τά αἷμα οἱ διεθνεῖς τοκογλύφοι. Ἅς ὁδηγήσουν τόν ἑαυτό τους στόν ἀφανισμό καί τή μιζέρια -λίγο μέ κόφτει.
Πρέπει νά σᾶς πῶ, ὅτι δέν εἶμαι καθόλου αἰσιόδοξος πώς δέν θά ἀναγκαστῶ νά ἀκολουθήσω τά ἀχνάρια τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαίου δασκάλου μου –δυστυχῶς δέν ὑπάρχουν ἐνδείξεις πού νά μέ πείθουν.
Πάρ ὅλα αὐτά θά ἐξακολουθήσω νά πιστεύω πώς εἶναι ζήτημα χρόνου γιά νά γίνει τό μεγάλο μπάμ.
Εἶμαι αἰσιόδοξος ἄνθρωπος…
Γιά τήν ἱστορία τώρα, ὁ Στράβων καί ὁ Πλούταρχος μᾶς διέσωσαν τήν πληροφορία ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ἀντώνιος μετά τήν ναυμαχία στό Ἄκτιο, ἐγκαταληφθεῖς ἀπό πολλούς καί προδοθεῖς ἀπό ἄλλους ἀποφάσισε νά μιμηθεῖ τόν Τίμωνα, καί ἀπέναντι ἀπό τό λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας στό νησάκι Ἀντιρρόδος «κατεσκεύασε δίαιταν βασιλικήν ἥν Τιμώνιον προσηγόρευσε», μᾶς λέει ὁ Στράβων, ( βιβλίο ΙΖ 1.9) ἀποφασισμένος νά ζήσει βίον Τιμώνειον. Ἀλλά ὁ Ἀντώνιος δέν ἦταν Τίμων, γρήγορα τά παράτησε καί μετακόμισε στήν ἀγκαλιά τῆς Κλεοπάτρας.
(Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι Ἀντώνιος κεφ. 69 πάρ. 7)
Ὅταν κάποια μέρα ὁ Τίμων ἔπεσε ἀπό ἕνα δέντρο καί τραυματίστηκε, προτίμησε νά πεθάνει παρά νά δεχτεῖ βοήθεια ἀπό αὐτούς πού ἀπεστρέφετο. Πρό τοῦ θανάτου τοῦ διάλεξε γιά τόν τάφο τοῦ μέρος ἀπρόσιτο στούς πολλούς ὅπου ἦταν ἐπιγεγραμμένο ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Πλούταρχος (Ἀντώνιος κεφ. 70 πάρ. 7) τό ἑξῆς ἐπίγραμμα ἀγνώστου δημιουργοῦ:
Ἐνθαδ᾿ ἀπορρήξας ψυχὴν βαρυδαίμονα κεῖμαι·
τοὔνομα δ᾿ οὐ πεύσεσθε, κακοὶ δὲ κακῶς ἀπόλοισθε.
Ἐνθάδε κεῖμαι ἀφοῦ ἀφήκα μιά ἄθλια ζωή.
Μή ρωτᾶτε τό ὄνομά μου, ἀλλά πηγαίνετε νά χαθεῖτε.
Ἐπίσης στήν παλατινή ἀνθολογία σώζονται
κάποια ἐπιγράμματα ἀφιερωμένα στόν Τίμωνα, κρίνω σκόπιμο νά τά
παραθέσω ἀποτίοντας φόρο τιμῆς σ΄ἕνα μεγάλο δάσκαλο.
Τό
υπ ἄρ. 314 τοῦ Πτολεμαίου τοῦ ἐπιγραμματοποιοῦ:
Μή πόθεν εἰμί μάθης, μήδ οὔνομα· πλήν ὅτι θνήσκειν
τούς πάρ ἐμήν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω.
Μήτε ἀπό ποῦ εἶμαι, οὔτε τό ὄνομά μου θά μάθης παρά μόνον
θά εὐχόμουν ὅσοι περνοῦν ἀπό τό μνημεῖο μου νά πεθάνουν.
τούς πάρ ἐμήν στήλην ἐρχομένους ἐθέλω.
Μήτε ἀπό ποῦ εἶμαι, οὔτε τό ὄνομά μου θά μάθης παρά μόνον
θά εὐχόμουν ὅσοι περνοῦν ἀπό τό μνημεῖο μου νά πεθάνουν.
Τό υπ. ἄρ. 315 τοῦ Ζηνόδοτου τοῦ Ἐφέσιου:
Τρηχεῖαν κατ᾿ ἐμεῦ, ψαφαρὴ κόνι, ῥάμνον ἑλίσσοις
πάντοθεν, ἢ σκολιῆς ἄγρια κῶλα βάτου,
ὡς ἐπ᾿ ἐμοὶ μηδ᾿ ὄρνις ἐν εἴαρι κοῦφον ἐρείδοι
ἴχνος, ἐηεμάζω δ᾿ ἥσυχα κεκλιμένος.
ἦ γὰρ ὁ μισάνθρωπος, ὁ μηδ᾿ ἀστοῖσι φιλἠεὶς
Τίμων οὐδ᾿ Ἀΐδῃ γνήσιος εἰμι νέκυς
πάντοθεν, ἢ σκολιῆς ἄγρια κῶλα βάτου,
ὡς ἐπ᾿ ἐμοὶ μηδ᾿ ὄρνις ἐν εἴαρι κοῦφον ἐρείδοι
ἴχνος, ἐηεμάζω δ᾿ ἥσυχα κεκλιμένος.
ἦ γὰρ ὁ μισάνθρωπος, ὁ μηδ᾿ ἀστοῖσι φιλἠεὶς
Τίμων οὐδ᾿ Ἀΐδῃ γνήσιος εἰμι νέκυς
Πέτρες καί χώματα φραγκοσυκιές καί βάτα ὑπάρχουν
παντοῦ γύρω μου πυκνά καί ἀδιαπέραστα πού
οὔτε καν ἕνα πουλάκι τήν ἄνοιξη δέν μπορεῖ νά ξεκουραστεῖ,
ἐδῶ ἀναπαύομαι ἐν εἰρήνη καί μοναξιά.
Ἐγώ ὁ Τίμων ὁ Μισάνθρωπος πού
κανείς δέν μ’ ἀγάπησε
οὔτε τώρα καί στόν Ἅδη γνήσιος εἶμαι νεκρός.
Τό υπ. aρ. 316 τοῦ Ἀντιπατρου τοῦ Σιδώνιου:
Τήν ἔπ ἐμεύ στήλην παραμείβεο, μήτε μέ χαίρειν
ειπών, μήθ ὅστις, μή τίνος ἐξετάσας·
ἤ μή τήν ἀνύεις τελέσαις ὁδόν· ἥν δέ παρέλθης
σιγή, μήδ οὕτως ἥν ἀνύεις τελέσαις.
Ὅταν περάσετε ἀπό τό μνημεῖο μου, μήτε νά μέ χαιρετήσετε
οὔτε νά ρωτᾶτε ποιός εἶμαι, ἤ τίνος ὁ γιός, ἤμουν.
Διαφορετικά ποτέ νά μή φτάσετε στό τέλος τῆς διαδρομῆς σας, ἀλλά ἀκόμα κι ἄν σιωπηλά περάσετε, ἀκόμη καί τότε μακάρι νά μήν φτάσετε στό τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ σας.
Τά υπ ἄρ. 317 καί 318 τοῦ Καλλίμαχου:
— Τίμων, οὐ γάρ ἔτ ἐσσί, τί τοι, σκότος ἤ φάος, ἐχθρόν;
— Τό σκότος· ὑμέων γάρ πλείονες εἶν Ἀΐδη.
Τίμων, τώρα ποῦ πέθανες, τό φῶς ἤ τό σκοτάδι σου εἶναι πιό μισητό;
Τό σκοτάδι, γατί από σαςπερσότεροι εἴμαστε ἐδῶ στόν Ἅδη.
Μή χαίρειν εἴπης μέ, κακόν κέαρ, ἀλλά πάρελθε·
Μή χαίρειν εἴπης μέ, κακόν κέαρ, ἀλλά πάρελθε·
ίσον ἐμοί χαίρειν ἐστί τό μή σέ πελᾶν.
Μή μέ χαιρετήσεις, κακή καρδιά, ἀλλά διάβαινε,
τό νά μήν μέ πλησιάσεις εἶναι τόσο καλό ὅσο ἕνας χαιρετισμός.
Ἐπίγραμμα υπ. Ἄρ. 319 ἀγνώστου:
Καί νέκυς ὧν Τίμων ἄγριος· σύ δέ γ , ὤ πυλαωρέ
Πλούτωνος, τάρβει,
Κέρβερε, μή σέ δάκη.
Ἀκόμη νεκρός ὁ Τίμων εἶναι ἄγριος, σύ δέ φύλακα τῆς πύλης τοῦ Πλούτωνα, Κέρβερε
φοβάσε μήπως καί σέ δαγκώσει.
Τό
υπ. αρ. 320 τοῦ Ἠγήσιππου:
Ὀξεῖαι πάντη περί τόν τάφον εἰσίν ἄκανθαι
καί σκόλοπες· βλάψεις τούς
πόδας, ἥν προσίης.
Τίμων μισάνθρωπος ἐνοικέω. Ἀλλά πάρελθε
οἰμώζειν εἴπας πολλά, πάρελθε μόνον.
Βάτα καί μυτερά ἀγκάθια τόν τάφο μου
τόν ζώνουν
καί θά κατατρυπήσεις τά πόδια σου ἄν προσεγγίσεις
Ὁ Τίμων ὁ μισάνθρωπος ἐδῶ ἔχει ταφεῖ.
ἀλλά προχώρα, πολλά εἶπες πάρε δρόμο τώρα.
Ἡ παράφραση εἶναι δική μου καί ζητῶ τήν κατανόησή σας καθ’ ὅσον σκράπας στά ἀρχαῖα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου