Νo peace no pussy
πολύ γε νὴ τὼ θεώ.
εἰ γὰρ καθοίμεθ᾽ ἔνδον ἐντετριμμέναι,
κἀν τοῖς χιτωνίοισι τοῖς Ἀμοργίνοις
γυμναὶ παρίοιμεν δέλτα παρατετιλμέναι,
στύοιντο δ᾽ ἅνδρες κἀπιθυμοῖεν σπλεκοῦν,
ἡμεῖς δὲ μὴ προσίοιμεν ἀλλ᾽ ἀπεχοίμεθα,
σπονδὰς ποιήσαιντ᾽ ἂν ταχέως, εὖ οἶδ᾽ ὅτι.
εἰ γὰρ καθοίμεθ᾽ ἔνδον ἐντετριμμέναι,
κἀν τοῖς χιτωνίοισι τοῖς Ἀμοργίνοις
γυμναὶ παρίοιμεν δέλτα παρατετιλμέναι,
στύοιντο δ᾽ ἅνδρες κἀπιθυμοῖεν σπλεκοῦν,
ἡμεῖς δὲ μὴ προσίοιμεν ἀλλ᾽ ἀπεχοίμεθα,
σπονδὰς ποιήσαιντ᾽ ἂν ταχέως, εὖ οἶδ᾽ ὅτι.
Καί μά τό θεό ἀρκετά πιά.
Διότι ἄν καθόμαστε μέσα περιποιημένες,
κι ἄν τριγυρνᾶμε μέ διάφανα φορέματα
γυμνές καί ἔχουμε ξυρισμένο τό μουνί σέ σχῆμα τριγώνου,
θά καυλώσουνε οἱ ἄντρες καί θά θέλουν νά μᾶς τήν χώσουν,
ἄν ὅμως ἐμεῖς δέν τούς πλησιάζουμε, ἀλλά κρατᾶμε ἀποστάσεις,
εἶμαι σίγουρη ὅτι θά κάνουν γρήγορα εἰρήνη.
Λίγο ἑτεροχρονισμένο ἀλλά τί νά κάνουμε ἄργησα νά τό διάβασω τό ἄρθρο. Τούτου δοθέντος ξαναδιάβασα γιά μία ἀκόμα φορᾶ τήν ἐκπληκτική κωμωδία τοῦ Ἀριστοφάνη.
Δέν πιστεύω αὐτά ποῦ λέει ἡ Ἰζαμπέλ Ἀμεγκάνβι, ὅτι ἡ ὁμάδα της ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τῶν γυναικών τῆς Λιβερίας πού ἀπεῖχαν ἀπό τό σέξ στά πλαίσια μιᾶς ἐκστρατείας γιά τήν εἰρήνη, ἀλλά κάτι μου λέει ὅτι κάτι θά πῆρε τό ἀφτί της γιά τή Λυσιστράτη τοῦ Ἀριστοφάνη, ἄν καί δέν παίρνω ὅρκο ὅτι διάβασε τό κείμενο στό πρωτότυπο. Στή Λιβερία γιά παράδειγμα κάποιες γυναῖκες ἀπεῖχαν ἀπό τό σέξ στά πλαίσια μιᾶς ἐκστρατείας γιά τήν εἰρήνη. Στό Τόγκο ἡ Ἀμεγκάνβι κάλεσε τίς γυναῖκες, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε, «νά κλείσουν γιά μία ἑβδομάδα τίς πύλες τῆς πατρίδας στούς ἄνδρες». Τό πόσο ἀποτελεσματική θά ἦταν ἡ ἀποχή τῶν γυναικών ἀπό τά συζυγικά τους καθήκοντα σ'αὐτήν τήν περίπτωση εἶναι ἀμφίβολο.
Μέ τό νά ἀλλάζει ὅμως τήν κωμωδία σέ πραγματικότητα, ἡ δικηγόρος ἀπ’ τό Τόγκο τῆς διαταράσσει ἕνα ἀπό τά πιό βασικά δεδομένα τοῦ κωμικοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἡ ἀναστροφή-ἀνατροπή τῆς πραγματικότητας. Τά γεγονότα ἔρχονται πάνω κάτω κι ἔτσι μποροῦν νά ἀμβλύνουν (ἔστω γιά λίγο) κοινωνικά πάθη καί ἐντάσεις. Στή ρωμαϊκή κωμωδία π.χ ὁ δοῦλος κυβερνάει μέ τίς πονηριές του τόν ἀφέντη του. Στόν Ἀριστοφάνη, οἱ γυναῖκες ἀποφασίζουν γιά τόν πόλεμο καί τήν εἰρήνη. Μέ τό νά παίρνει αὐτή τήν ἰδέα στά σοβαρά, ἡ Ἀμεγκάνβι τῆς ἀφαιρεῖ τήν κωμική της διάσταση.
Ἡ θεωρία στήν κωμωδία εἶναι δύσκολη καί τό γέλιο δέν ἀνατρέπει ἁπλῶς τήν ὑπάρχουσα τάξη, τά πράματα εἶναι λίγο πιό περίπλοκα. Ναί, τό γέλιο ἀπορρέει ἀπό τή διασάλευση τῆς καθεστηκυίας τάξης, ἀλλά προϋποθέτει τίς προκαταλήψεις μας, χωρίς τίς ὁποῖες ἡ κωμωδία δέν λειτουργεῖ. Λυπᾶμαι γιά τό συμπέρασμα στό ὁποῖο καταλήγω, ἀλλά τί νά κάνουμε. Ἡ κωμωδία εἶναι κατά βάση φύλακας συντηρητικῶν μᾶλλον παρά προοδευτικῶν στοιχείων.
Ἡ Λυσιστράτη πρωτοπαρουσιάστηκε στά πλαίσια μίας θρησκευτικῆς τελετῆς (τά Λήναια). Ἡ λειτουργία της ὡς κωμωδίας βασίζεται στό τελετουργικό συστατικό της ἀνατροπῆς τῆς κοινωνικῆς ἱεραρχίας, τό ὁποῖο παράλληλα εἶναι συστατικό στοιχεῖο τοῦ κωμικοῦ. Τό ὅτι οἱ γυναῖκες παίρνουν τήν ἐξουσία στήν κωμωδία μᾶς λέει ἀκριβῶς ὅτι κάτι τέτοιο ἀποκλείεται νά συμβεῖ στήν πραγματικότητα. Καί ἐδῶ ἔγκειται τό ἀστεῖο του πράγματος. Καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ οὐτοπία καί τό ἐξωπραγματικό εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῆς ἀριστοφανικῆς κωμωδίας. Τό κωμικό εἶναι ἡ ἀκύρωση τοῦ κόσμου ὅπως τόν ξέρουμε. Αὐτό ὅμως τό "ὅπως τόν ξέρουμε" εἶναι ἀκριβῶς οἱ προκαταλήψεις μᾶς τίς ὁποῖες ἡ κωμωδία, μέ τό νά τίς ἀνατρέπει προσωρινά, τίς ἐπιβεβαιώνει μόνιμα.
Τό πράμα ὅμως καί πάλι δέν εἶναι τόσο ἁπλό. Βέβαια θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι οἱ γυναῖκες διά μέσου της θρησκείας ἔπαιζαν πολύ σημαντικότερο πολιτικό ρόλο ἀπ' ὅτι θέλουμε νά πιστεύουμε. Ὅλες αὐτές οἱ ἱέρειες δέν ἦταν καλόγριες ποῦ ἀρνήθηκαν τά ἐγκόσμια, ἀλλά λειτουργοῦσαν σέ μία κοινωνία ὅπου θρησκεία καί πολιτική πολλές φορές ταυτίζονταν ἀπόλυτα. Καί ἡ Λυσιστράτη δέν ἦταν ἁπλῶς ἀποκύημα τῆς φαντασίας τοῦ Ἀριστοφάνη γιά νά βγάλει γέλιο, ἀλλά βασιζόταν σέ μία πραγματική φιγούρα. Ὁ χαρακτήρας τῆς Λυσιστράτης ἀλλά καί τῆς Μυρρίνης ἦταν ἐμπνευσμένος ἀπό δύο ὑπαρκτά πρόσωπα, τή Λυσιμάχη καί τή Μυρρίνη, ἱέρειες καί οἱ δύο της Πολιάδας Ἀθηνᾶς.
Ἡ Λυσιστράτη βέβαια εὔκολα δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι εἶναι ἁπλῶς μία τελείως φανταστική ἡρωίδα. Ἄλλωστε καί ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος τῆς ὑπαγορεύει οὐσιαστικά καί τό ρόλο της, ὀριοθετώντας καί τήν ὕπαρξή της στήν πλοκή τοῦ ἀριστοφανικοῦ παραδόξου.
Λυσιστράτη < λύω (μέλλ. λύσω) + στρατός= ἐκείνη ποῦ διαλύει τόν στρατό.
Εἶναι αὐτή ποῦ διαλύει τόν στρατό, ἐνῶ παράλληλά το ρῆμα "λύω", μέ τήν ἐρωτική ἔννοιά του ποῦ ἔχει στά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ὑπονοεῖ ἀκριβῶς ὅτι ἡ Λυσιστράτη διαλύει τό στράτευμα παραλύοντας τά μέλη τῶν ἀνδρῶν. Ὡστόσο τό ὄνομα Λυσιστράτη ὄχι μόνο ἦταν πραγματικό γυναικεῖο ὄνομα, ἀλλά παρέπεμπε καί στήν πραγματική Λυσιμάχη καί στήν φιλειρηνική της στάση. Γιά ὅσους δέν πιάσατε τό ὑπονοούμενο, ὁ Ἀριστοφάνης τό δηλώνει μέ σαφήνεια ὅταν Λυσιστράτη λέει παρακάτω: "οἶμαι πότε Λυσιμάχας ἠμᾶς ἐν ταῖς Ἔλλησι καλεῖσθαι" (νομίζω κάποτε ὅλοι οἱ Ἕλληνες θά μᾶς λένε Λυσιμάχες, Λυσιστράτη 554).
Ὁ Ἀριστοφάνης δέν εἶναι καί πολύ εὔκολος στή διχοτόμηση καί στά ἐκδικητικά νυστέρια τῶν κριτικῶν τῆς κωμωδίας.
Τό σχέδιο τῆς Λυσιστράτης εἶναι διττό. Οἱ νεαρές Ἀθηναῖες θά ἀπέχουν ἀπό τά συζυγικά τους καθήκοντα καί οἱ γριές θά καταλάβουν τήν Ἀκρόπολη, μπλοκάροντας τήν πρόσβαση τῶν ἀνδρῶν στά ταμεῖα τῆς πόλης, ὁ πλοῦτος τῶν ὁποίων στηρίζει τόν πόλεμο. Στό ναό τῆς Ἀθηνᾶς Πολιάδας στήν Ἀκρόπολη, βέβαια, τόν πρῶτο λόγο τόν ἔχει ἡ Λυσιμάχη. Καί οἱ γυναῖκες ἀντί νά κουμαντάρουν τά τῶν οἰκιῶν των, τώρα κουμαντάρουν τήν πόλη. Τά καθήκοντά τους εἶναι τά ἴδια, μόνο ποῦ τά μεγέθη ἔχουν ἀλλάξει. Ἀπό τά ἐν οἴκω ἔχουν περάσει στά ἐν δήμω. Ἡ ἐπίθεση ποῦ κάνουν οἱ γέροι μέ τά παλούκια τους στήν Ἀκρόπολη εἶναι μία παρωδία τῆς σεξουαλικῆς ὑστερίας ποῦ ἔχει καταλάβει τούς ἄνδρες. Οἱ πύλες τῆς ἀκροπόλεως παραμένουν ἑρμητικά κλειστές, καί οἱ εἰσβολεῖς ἀναχαιτίζονται μέ ἕνα ἀπρόσμενο κατάβρεγμα ποῦ τούς προσφέρουν οἱ ἐλεύθερες πολιορκημένες. Καί
στό φινάλε μένουν βρεγμένοι καί μέ τό παλούκι… στό χέρι.
Τελειώνοντας τό διάβασμα δέν ξέρω ἄν ὁ κῶμος ἁπλῶς ἀνατρέπει τήν πραγματικότητα ἤ παίζει ἐπικίνδυνα μέ τά ὅριά της, ὅπως μου δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι γίνεται στήν περίπτωση τῆς Λυσιστράτης. Μόνο ποῦ στήν περίπτωσή της Ἀμεγκάνβι μου φαίνεται ὅτι κακῶς πῆρε κατά γράμμα ὅτι λέει ὁ Ἀριστοφάνης. Ἑφτά μέρες ἦταν ἀρκετές γιά νά λυγίσουν οἱ ἄντρες καί νά λήξει ὁ πελοποννησιακός πόλεμος, ἀλλά οἱ μέρες ἀποχῆς ποῦ κήρυξε ἡ Ἀμεγκάνβι δέν ἦταν ἐξίσου ἀποτελεσματικές. Ἔτσι ἀπό τήν ἐπανάσταση τῆς δικηγόρου ἐνάντια στόν «πρόεδρο» Φορέ Γκνασιγκμπέ λείπει τό εὐτυχές τέλος τῆς ἀριστοτεχνικῆς κωμωδίας τοῦ Ἀριστοφάνη, τό ὁποῖο φυσικά διαφωνεῖ κάθετα μέ τήν αἱματηρή πραγματικότητα ἑνός πολέμου ποῦ συνεχίστηκε γιά ὀχτώ χρόνια ἀκόμα μετά τό τέλος τῆς Λυσιστράτης.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, καί γιά νά ἐπιστρέψουμε στήν πραγματικότητα νομίζω ἕνα ἄλλο θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς κωμωδίας εἶναι ὅτι ἐκφράζει μύχιους πόθους μας, ποῦ δέν μποροῦμε νά πραγματοποιήσουμε. Ἡ συνεχής σάτυρα τῆς ἀνεκπλήρωτης καύλας επιβεβαιώνει αὐτήν τήν ἄποψη.
Δρ
Γεώργιος ὁ Βούς
Αριστο-φαν-ικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου