Θὰ γράψω τὴν ἱστορία μίας ἐκπληκτικῆς πουτάνας ἀπὸ τὴ Θράκη ποὺ ἔμεινε θρυλικὴ γιὰ τὴν ὀμορφιά της καὶ ἔκανε τὴν ἀρχαία Αἴγυπτο νὰ χαζέψει. Τὸ ὄνομά της, Ροδώπις…
Εἶναι ἄλλη μία ἱστορία ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο ἀλλὰ ὅπως θὰ δοῦμε γιὰ τὴν Ροδώπιδα ἀναφέρονται στὰ γραπτά τους ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς, ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Στράβων, ὁ Αἰλιανός, ὁ Ἀθήναιος, ὁ Ποσείδιππος συνέταξε ἐπίγραμμα γιὰ αὐτὴ καὶ ἡ κορυφαία Σαπφὼ τὴν ἀναφέρει στὰ ποιήματά της.
Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Φαίνεται ὅτι τὸ παραμύθι μὲ τὸν Λιακὸ καὶ τοὺς ἄλλους Ἑλληναράδες εἶναι τόσο παλιὸ ὅσο καὶ ἡ ἱστορία. Τί μᾶς λέει ἐδῶ ὁ Ἡρόδοτος, (Ευτέρπη 134, 135). Κάποιοι Ἑλληναράδες τῆς ἐποχῆς ἰσχυρίζονταν ὅτι ἡ πυραμίδα τοῦ Μυκερίνου ἦταν Ἑλληνικὴ καὶ μάλιστα μίας ἑταίρας μὲ τὸ ὄνομα Ροδώπις. «τὴν δὴ μετεξέτεροι φασὶ Ἑλλήνων Ῥοδώπιος ἑταίρης γυναικὸς εἶναι» Καὶ ἀμέσως μετὰ βάζει τὰ πράγματα στὴν θέση τοὺς λέγοντας ὅτι δὲν ξέρουνε οὔτε τί λένε οὔτε ποιὰ ἦταν ἡ Ροδώπις.
Ἡ ἱστορία μᾶς διαδραματίζεται στὴν Νάυκρατη ἑλληνικὴ ἀποικία στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου ὅπου ὁ μεγάλος φιλέλληνας φαραὼ Ἄμασις β΄ εἶχε παραχωρήσει στοὺς Ἕλληνες ἀποίκους μεγάλα ἐμπορικὰ προνόμια καὶ οὐσιαστικὴ αὐτονομία.

Σταχυολογῶ μερικοὺς στίχους τῆς Σαπφοῦς καὶ τοὺς παραθέτω σὲ ἐλεύθερη μετάφραση (οἱ πρωτότυποι εδώ).
Κύπρη (Ἀφροδίτη) καὶ Νηρηίδες ἄβλαφτος
δῶστε μου ὁ ἀδελφὸς νὰ γυρίσει ἐδῶ.
Καὶ ὅσα ἐνδόμυχα στὴ ψυχὴ τοῦ θέλει. Νὰ γίνουν.
Ὅλα νὰ πραγματοποιηθοῦν.
Κι ὅλα τὰ λάθη τὰ παλιά, νὰ τοῦ λυθοῦν ὅλα.
Καὶ νὰ γίνει ἡ χαρὰ τῶν φίλων του.
…στοὺς ἐχθρούς του, καὶ νὰ μὴ γίνει
…κανένας.
Καὶ τὴν ἀδελφή του νὰ θέλει νὰ κάνει
περήφανη καὶ τὶς πίκρες καὶ πόνους
…..παλιὰ λυπώντας..
Κύπρη, καὶ πολὺ πιὸ πικρὴ νὰ σὲ βρεῖ
καὶ νὰ μὴ καυχηθεῖ μὲ αὐτὸ τὸ λόγο
ἡ Δωρίχα πὼς δεύτερη φορὰ σὲ ποθημένο
ἔρωτα ἦρθε.
Φαίνεται ὅτι οἱ φωνὲς καὶ τὸ βρισίδι τῆς ἀδελφῆς του ἐπιασαν τόπο καὶ ὁ Χάραξος τὴν ἄφησε καὶ ἐγκατέλειψε τὴ Ναύκρατη. Ἔτσι λοιπὸν ἀπέμεινε ἐλεύθερη ἡ Ροδώπις στὴν Αἴγυπτο, καὶ ἐπειδὴ ἦταν μεγάλη πουτάνα, γράφει ὁ Ἡρόδοτος, ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία ὄχι ὅμως τόση, ὅση γιὰ νὰ κτίση πυραμίδα. Ὅμως συμπληρώνει ὁ Ἡρόδοτος ἀφιέρωσε τὸ δέκατό της περιουσίας της στοὺς Δελφοὺς γιὰ τὴν κατασκευὴ πολλῶν μεγάλων ὀβελίσκων οἱ ὁποῖοι φαίνονται ἀκόμα καὶ σήμερα (100 περίπου χρόνια μετὰ) καταλήγει ὁ Ἡρόδοτος.
400 χρόνια μετὰ τὸν Ἡρόδοτο ὁ Στράβων ἀναφέρει πάλι τὴν φημολογία ὅτι ἡ πυραμίδα: «λέγεται δὲ τῆς ἑταίρας τάφος γεγονῶς ὑπὸ τῶν ἐραστῶν, ἢν Σαπφὼ μὲν ἡ τῶν μελῶν ποιήτρια καλεῖ Δωρίχαν, ἐρωμένην τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς» συμπληρώνει δὲ ὅτι ἡ Σαπφὼ ὀνόμαζε Δωρίχα τὴν Ροδώπις.
200 χρόνια μετὰ τὸν Στράβωνα ὁ Ἀθήναιος στοὺς Δειονοσοφιστὲς (13 69) ἀφοῦ ὑπενθυμίζει τὰ κάλλη της ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Ἡρόδοτος εἶχε μπερδέψει δύο διαφορετικὲς γυναῖκες κι ὅτι ἄλλη ἦταν ἡ Δωρίχα κι΄ἄλλη ἡ Ροδώπις. Ἐπίσης διασώζει τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Ποσείδιππου τοῦ Πελλαίου μὲ τὸν τίτλο Δωρίχα ποὺ συνδέεται μὲ τὸ ποίημα ποὺ συνέθεσε ἡ Σαπφὼ στὴν ἀπέλπιδα προσπάθειά της νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὰ νύχια τῆς Δωρίχας τὸν ἀδελφό της Χάραξο πρὶν αὐτὴ τὸν ὁδηγήσει στὴν καταστροφή:
Τὰ κόκαλά σου γίνανε σκόνη πρὸ πολλοῦ, Δωρίχα.
Διαλύθηκε στὸ χῶμα κι ἡ κορδέλα τῶν μαλλιῶν, τὸ μυρωμένο ροῦχο.
Μ’ αὐτὸ κάποτε τύλιγες τὸν τυχερὸ τὸ Χάραξο κι οἱ δύο, μία σάρκα,
ἁπλώνατε τὰ χέρια γιὰ νὰ πιεῖτε τὸ κρασὶ ἀπ’ τὰ ποτήρια τῆς αὐγῆς.
Τί ἀπόμεινε ἀπὸ σέ; Γιὰ σὲ μιλοῦν καὶ θὰ μιλοῦν μὲς στοὺς αἰῶνες
οἱ ἀγαπημένες λευκὲς στῆλες τῶν στίχων τῆς Σαπφῶς.
Εὐλογημένο τ’ ὄνομά σου. Ἡ Ναύκρατις θὰ τὸ φυλάξει ξακουστὸ
μὲς στοὺς αἰῶνες ποὺ θὰ πλέουν τὰ καράβια ἀπὸ τὴ θάλασσα στὸ Νεῖλο.
Μετάφραση: Ε. Κοσμετάτου
Παραθέτω καὶ τὸ πρωτότυπο κείμενο:
Δωρίχα, ὀστέα μὲν σὰ πάλαι κόνις, οἵ τ’ ἀπόδεσμοι
χαίτης, ἥ τε μύρων ἔμπνοος ἀμπεχόνη,
ᾗ ποτε τὸν χαρίεντα περιστέλλουσα Χάραξον
σύγχρους ὀρθρινῶν ἥψαο κισσυβίων.
Σαπφώ, σαὶ δὲ μένουσι φίλης ἔτι καὶ μενέουσιν
ᾠδῆς αἱ λευκαὶ φθεγγόμεναι σελίδες.
Οὔνομα σὸν μακαριστόν, ὃ Ναύκρατις ὧδε φυλάξει,
ἔστ’ ἂν ἴῃ Νείλου ναῦς ἔφαλος τενάγη.
Ἡ ἱστορία ὅμως μὲ τὴν Ροδώπιδα δὲν τελειώνει ἐδῶ. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Στράβων (γεωγραφικά βιβλ. 17-1 πάρ. 33) ἀλλὰ καὶ ὁ Αἰλιανὸς (ποικίλη ιστορία βιβλ. 13 33)
Μία μέρα ποὺ ἡ Ροδώπις λουζόταν στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, καὶ οἱ ὑπηρέτριες της φύλαγαν τὰ ροῦχα της στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο: ἕνας ἀετὸς ποὺ πετοῦσε ἀπὸ πάνω βλέποντας στὴν ὄχθη τὰ χρυσὰ σανδάλια της, ἅρπαξε τὸ ἕνα καὶ πέταξε μακριά. Τὸ μετέφερε δὲ στὴν Μέμφιδα καὶ τὸ ἄφησε νὰ πέσει στὰ πόδια τοῦ Φαραὼ Ψαμμήτιχου τοῦ ΙΙΙ, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς δίκαζε στὴν αὐλὴ τοῦ ἀνάκτορου. Ὁ Ψαμμήτιχος θαύμασε τὸ ὑπόδημα τὴ λεπτοδουλιὰ καὶ τὴν χάρι του ἀλλὰ καὶ τὴν οἰωνοσκοπία τοῦ συμβάντος. Διέταξε λοιπὸν νὰ ἀναζητήσουν τὴν ἰδιοκτήτρια τοῦ σανδαλιοῦ σὲ ὅλη τὴν Αἴγυπτο. Ὅταν οἱ παρατρεχάμενοι του βρῆκαν τὴν Ροδώπη καὶ τὴν ὁδήγησαν μπροστά του, καταγοητευμένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της, τὴν παντρεύτηκε και την έκανε βασίλισσα καὶ ὅταν ἡ Ροδώπις πέθανε, ὕψωσε στὸν τάφο της πυραμίδα.
Βέβαια ὁ μύθος ἀσκεῖ μία ἔντονη γοητεία στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ μοτίβο μὲ τὸ χαμένο παπούτσι, καὶ ἡ ἀναζήτηση νύφης μὲ τὸ παπούτσι ἐμφανίστηκε στοὺς μετέπειτα αἰῶνες σὲ πολλὰ λαϊκὰ παραμύθια σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι ἀπὸ ἐδῶ ἄντλησε τὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ ἀργότερα καὶ τὸ πασίγνωστο σ΄ὅλο τὸν κόσμο παραμύθι τῆς σταχτοπούτας.