Πρέπει νὰ ἔχω ἀρχίσει νὰ σαλτάρω… Δὲν ἐξηγεῖτε ἀλλιῶς, μεσούσης τῆς κρίσεως μὲ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπω. Σήμερα τὸ πρωί, πάλι ξύπνησα μὲ τ΄ ὄνειρο σφηνωμένο στὸν ἐγκέφαλό μου. Θὰ στὸ περιγράψω.
Ὁλοζώντανό σου λέω…
Ἐδῶ καὶ κάτι χρόνια, μοῦ ἔχει κολλήσει νὰ ἀνοίξω ἕνα μαγαζάκι παραδοσιακὸ καὶ τσίφτικο γιὰ μερακλῆδες. Δυστυχῶς ὅμως τὸ μαγαζάκι τῆς ὑπνοφαντασίας μου ἀνήκει στὸν ἀποκλειστικὸ ἐκεῖνο κλάδο ποὺ τὸν ἐκμεταλλεύεται τὸ κράτος. Υπάρχουν βέβαια κάτι πολὺ μικρὰ παράνομα μαγαζάκια μὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ ἐργαζόμενο που ἀνήκουν στὸν ἰδιωτικὸ τομέα, μὰ ἐγὼ θέλω νὰ ἱδρύσω ἐπιχείρηση, ἔννομη, ἀξιοπρεπῆ καὶ ὀργανωμένη μὲ πολλοὺς ὑπαλλήλους.
Στὴν εἴσοδο θὰ εἶναι δύο καλοσυνάτοι κύριοι, ντουλάπες, καὶ θὰ ρωτοῦν τοὺς ἐπιθυμοῦντες νὰ εἰσέλθουν τὸ σύνθημα καὶ τὸ παρασύνθημα. Ἡ εἴσοδος, μία βαριὰ ξύλινη, περίτεχνα σκαλισμένη, πόρτα θὰ τρίζει σατανικὰ κάθε φορᾶ ποὺ ἀνοίγει καρτερώντας ὑπομονετικὰ τὰ γέρικα βήματα τῶν θαμώνων... Τὸ χαλὶ στὴν εἴσοδο θὰ γράφει "ἡ ζωὴ εἶναι πολὺ μικρὴ γιὰ νὰ τὴν ξοδέψω σὲ προσπάθειες νὰ τὴν παρατείνω", ἀλλὰ κανεὶς δὲ θὰ τὸ δγιαβάζει....
Στὸ ἰσόγειο, πίσω ἂπ΄ τὰ ντουμάνια τῶν τσιγάρων καὶ τὶς μυρωδιὲς τοῦ ἀλκοὸλ εἶναι ἕνα ὁλόμαυρο πιάνο μὲ οὐρά. Στὰ πλῆκτρα ὁ γέρο νέγρος Τζὶμ μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ καὶ τα μαγικὰ δάχτυλα. Κρυστάλλινοι πολυέλεοι καὶ πίνακες (ἀντίγραφα) τοῦ Toulouse Lautrec κοσμοῦν τὴν αἴθουσα. Πίσω ἂπ΄ τὸν μακρὺ ξύλινο πάγκο τοῦ μπὰρ στέκεται ἕνας χοντρὸς χαμογελαστὸς κοκκινομούρης μὲ κάτι ἀστεῖες τσιγκελωτὲς μουστάκες, εἰδικὰ ἐκπαιδευμένος στὸ θεαματικὸ σερβίρισμα, πάνω στὸν πάγκο εἶναι καὶ ὁ ὑγραντήρας μὲ τὰ πανάκριβα κουβανέζικα ποῦρα ποὺ πωλοῦνται ...πανάκριβα.
Δίπλα στὴν ξύλινη σκαλιστὴ σκάλα ποὺ ὁδηγεῖ στὰ πάνω πατώματα στεκονται νωθρὰ δύο τρεῖς κοπέλες. Οἱ ὑπόλοιπες, καὶ εἶναι πολλές, ξεκουράζονται ξαπλωμένες νωχελικὰ στοὺς βαριοὺς δερμάτινους καναπέδες. Οἱ πιὸ μεγάλες σὲ ἡλικία κάνουν πὼς δῆθεν φτιάχνουν τὶς ζαρτιέρες τους, ἀφήνοντας στὴ κοινὴ θέα τὸ θεσπέσιο κορμί τους, τῶν ἀποτέτοιων τους συμπεριλαμβανομένων. Μὰ οἱ κινήσεις τοὺς μαρτυρούν την ἀγωνία τους νὰ κρύψουνε την ἀρχόμενη κυτταρίτιδα… ἔχοντας γιὰ σύμμαχο τὸ διακριτικὸ φωτισμὸ καὶ τοὺς καπνοὺς ἀπὸ τὰ πανάκριβα ποῦρα. Και ἐπιλέγουν ἀνάμεσα στοὺς θαμῶνες τοὺς πιὸ κοιλαράδες, καὶ τοὺς πιὸ λεφτάδες πεινασμένους.
Οἱ πιὸ πιτσιρίκες και άπειρες εχουν τὰ μάτια χαμηλωμένα, καὶ τὰ χέρια γύρω ἂπ΄ τὰ στητά τους στήθη, σὰ νὰ θέλουν νὰ κουκουλώσουν τὶς αὐθάδικες ρόγες ποὺ διαγράφονται κάτω ἂπ΄ τὰ ἀνάρια καὶ διάφανα μπέιμπι ντόλ, καὶ περιμένουν μὲ εὐπρέπεια ἐκεῖνο τὸ πεινασμένο βλέμμα ποὺ λέει "ἐσύ! ἔλα!".
Ἂν πάρω ἕνα μεγάλο μαχαίρι καὶ κάνω τὶς κατάλληλες κινήσεις, μπορῶ νὰ σχίσω ἕνα κυβικὸ κομμάτι κάπνας, νὰ τὸ πάρω ἔξω ἂπ΄ τὸ μαγαζὶ καὶ νὰ τὸ ἀφήσω νὰ διαλυθεῖ σιγὰ σιγὰ στὸ νυχτερινὸ ἀεράκι... Ἐπιστρέφω στὴ θαλπωρὴ καὶ στοὺς νέγρικους ἤχους τοῦ πιάνου. Μαζί μου μπαίνουν δύο μπάτσοι, ἕνας της ἀγορανομίας καὶ μία παρέα ἐφοριακῶν. Παίρνουν τὴ μισθοδοσία που ἐπαξίως κέρδισαν κάνοντας τὰ στραβὰ μάτια καὶ ἁπλώνοντας τὸ χέρι οπως πάντα θέλουν καὶ μπαξίσι. Σήμερα θὰ τοὺς ἀναλάβει - ὅλους - ἡ Ντορίτα, ἡ πιὸ γέρικη καὶ πιὸ ἐπιτήδεια ἂπ΄ ὅλες τὶς κοπέλες μου. Ἔχει βάλει στοίχημα μὲ τὴν Ὑβὸν πὼς θὰ τοὺς ξεπετάξει σὲ λιγότερο ἀπὸ τέταρτο. ...θὰ τὸ κερδίσει. εἶναι ὅλοι τους κοκορογάμιδες.
Ἂπ΄ τὴ πίσω πόρτα μπαίνει - ὅπως κάθε δεύτερη τετάρτη - ὁ δήμαρχος, ὄχι αὐτός, οὔτε ὁ προηγούμενος… ὁ ἄλλος... ὁ ἄντρας… (τὸ ὄνειρο εἶναι παλιὸ ἀπὸ χρόνια σου λέω). Μια γριὰ με μεγάλο βυζί, ξανθὰ μαλλιὰ καὶ κίτρινα δοντια, τὸν ὁδηγεῖ διακριτικὰ στὸ δωμάτιο, ἐκεῖ ποὺ τὸν περιμένει ἠ νεοφερμένη, το δεσπότη που ἔρχεται κάθε δεύτερη παρασκευή, ἐκτός της μεγάλης, τὸν πηγαίνει στὴν σοφίτα. Ἐκεῖ ποὺ περιμένει ὁ Καρίμ. Είναι ἡ ἴδια γριὰ ποὺ ἔχω καὶ στὸ ταμεῖο τῆς ἐπιχείρησης.
Και να δεῖτε ποὺ μία μέρα θὰ τὸ στήσω τὸ μαγαζί. Μοναδικό μου μέλημα… νὰ πείσω τοὺς μετόχους του μεγάλου μπορντέλου νὰ μοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ἀνοίξω ἕνα μπορντελάκι μέσα στὸ δικό τους.
Ἕνα μαγαζάκι μέσα στὸ μαγαζὶ ζητάω... και πρέπει πείσω τὸ κράτος διευκρινίζοντας στοὺς κληρονομικοὺς ἰδιοκτῆτες του, πὼς τὸ δικό τους κωλάδικο δὲν θὰ ζημιωθεῖ μὲ τὸ μαγαζάκι μου.
Στὸ κάτω κάτω ἐνοίκια ζουμερὰ και μαύρα θὰ τοὺς δίνω.
Δὲν εἶμαι κανένας κλεφταρὰς σὰν καὶ ἐλόγου τους....
Υ.γ. ἤθελα κάποιες κοπέλες τοῦ καταστήματος νὰ εἶναι σύζυγοι πολιτικῶν ἀλλὰ τὴν ἰδέα μου τὴν πρόλαβε πρὶν καν τὴν συλλάβω κάποιος Tinto Brass σ΄ ἕνα ἐργάκι ὀνόματι Καλιγούλας ποὺ ἔβαλε στὸ δικό του μπορντελάκι τὶς γυναῖκες τῶν συγκλητικῶν...
Υ.γ 2ον Δὲν ξέρω ἂν θὰ προκάμω, καθ’ ὅσον τὰ μαγαζιὰ κλείνουν λόγω κρίσης καὶ ὅπως πᾶνε τὰ πράγματα κλείνει καὶ τὸ ἄλλο μπουρδέλο τὸ μεγάλο, καὶ ἄστα νὰ πᾶνε…
Υ.γ 3ον Δὲν ξέρω ἂν ἔχω ἀρχίσει νὰ λασκάρω καλοκαιριάτικα μὲ τέτοιες παπαριὲς ποὺ γράφω. Παρακαλοῦνται οἱ εἰδικοὶ νὰ γνωμοδοτήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου