Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Ψωλιάδα


τοι: πραγματεία περ τς ψωλς κα θέση της στ πλαίσια το ερύτερου πολιτιστικο γίγνεσθαι ν λλάδι.










Καλώστονε τν Κωνσταντ πο χει ψωλ μεγάλη     
Δυόμιση πχες μακρι κα χώρια τ κεφάλι

Ἔτσι τραγουδάει ἡ λαϊκὴ μούσα ἐξυμνώντας τὴν ψωλή, καὶ τοὺς ψωλαράδες. Ἡ ὁποία ψωλὴ ὅπως θὰ προσπαθήσω νὰ ἐξηγήσω παρακάτω δὲν εἶναι μόνο ἕνα κομμάτι κρέας τοῦ σώματός μας. Εἶναι ἐπίσης -καὶ ἴσως κυρίως- ἕνα πολιτισμικὸ προϊόν. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὴν ἀντιμετωπίζουμε, τὴν συμβολίζουμε, τὴν ἐπεξηγοῦμε, την θεωρούμε ἀλλάζει ἀνάλογα μὲ τὸν πολιτισμό, τὸ ἄτομο καὶ τὴ χρονικὴ περίοδο.


Ὁ ποῦτσος...         

Ἀντικείμενο λατρείας, σύμβολο γονιμότητας, μέσο ἐπιβολῆς ἐξουσίας, αἴτιον λογοκρισίας, πηγὴ ἀμηχανίας, πηγὴ ἡδονῆς καὶ εὐχαρίστησης, λόγος αἰδημοσύνης, ὑλικὸ μυθοπλασίας, μέτρο σύγκρισης. Ὁ ποῦτσος εἶναι πολλὰ παραπάνω ἀπὸ ἕνα κομμάτι κρέας τοῦ σώματος.

Ἡ ἐθνογραφία, ἡ λαογραφία ἡ λογοτεχνία, ἡ ψυχοθεραπεία, τὸ τραγούδι, ἡ ποίηση, ἔχουν ἀναπόφευκτα ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ μποῦτσο: ζοῦμε σὲ πουτσοκεντρικὸ πολιτισμὸ ἄλλωστε. Καὶ – στρέιτ ἢ πούστης, ἄντρας ἢ γυναίκα, θέλοντας καὶ μή, μὲ ἀγάπη ἢ μίσος – ὅλοι ἀσχολιόμαστε μαζί του.


You’re my everything

Τὸ νὰ εἶσαι ἄντρας σημαίνει πολλὰ περισσότερα πράγματα ἀπὸ τὸ νὰ ἔχεις ἁπλῶς ἕνα καυλί. Στὴν κοινωνία μας ὅμως ὁ ἀντρισμὸς καὶ τὸ καυλὶ εἶναι πράγματα σχεδὸν ταυτόσημα. Ὅλη ἡ σεξουαλικότητά σου, ἡ ἐπιβεβαίωσή σου, καὶ ἡ ταυτότητά σου κρέμονται ἀπὸ αὐτὸ τὸ μικρό, καὶ παντελῶς ἀπρόβλεπτο ὄργανο. Τὸ κατὰ πόσο σηκώνεται, πῶς καὶ ἂν λειτουργεῖ, καθὼς καὶ τὸ μέγεθός του, εἶναι αἰτίες ἄγχους γιὰ τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀντρῶν, γιατί ἀφορᾶ τὴν ἴδια τοὺς τὴν ὑπόσταση ὡς ἄντρες!!  Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ψωλὴ  εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ ἄντρα. Ἐνίοτε θὰ προσέθετε κάποιος "καὶ ἡ δυστυχία του ".   
            

gkavloste ke mi me pistevete.

Ἡ ψωλὴ λοιπὸν εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ ἄντρα ἐπειδὴ δὶ΄ αὐτῆς δηλώνει ὅτι εἶναι ἄντρας. Εἶναι ὅμως καὶ ἡ δυστυχία του, ἐπειδὴ ἂν πάθει κάτι, ἀπειλεῖται ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξίς του καὶ ὄχι μόνον ὁ ἀνδρισμός του. Εἶναι ἡ χαρά του, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα ἄμεσα  προσβάσιμο ὄργανο ποὺ τοῦ χαρίζει ἡδονὴ καὶ ἱκανοποίηση χωρὶς ἰδιαίτερο κόπο. Εἶναι καὶ ἡ δυστυχία του, ἐπειδὴ εἶναι ὄργανο εὐάλωτο καὶ εὐαίσθητο. Σηκώνεται σὲ στιγμὲς καὶ χώρους ποὺ δὲν πρέπει, ἐνῶ κάποιες ἄλλες φορὲς ποὺ τὸ παρακαλᾶς νὰ σηκωθεῖ, κάνει πὼς δὲν ἀκούει.
 
Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι καμιὰ καινούργια ἐξέλιξη. Ἤδη ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων τόσο στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ, ὁ καθορισμὸς τῶν σεξουαλικῶν ρόλων δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ τὸ φύλο (ἄντρας ἢ γυναίκα) ἀλλὰ ἦταν θέμα τοῦ ποιὸς ἔμπηγε καὶ ποιὸς ἢ ποιὰ δεχόταν τὸ χώσιμο.  Οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἔφηβοι ἔπαιζαν τὸν ἴδιο ἐρωτικὸ ρόλο ἐνίοτε ἐναλλάξιμο. Ἄντρας σωστὸς καὶ μὲ ὑπόληψη ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν ἔμπηγε καὶ ποτὲ δὲν δεχόταν μπήξιμο. Γιὰ παράδειγμα, οἱ "σωστοὶ" Ρωμαῖοι ἄντρες εἶχαν τρεῖς ἐν δυνάμει ἐπιτρεπόμενους ρόλους, οἱ ὁποῖοι φαίνονται καὶ στὴ γλώσσα τους μὲ τὸ ἀπαρέμφατο irrumare ποὺ δηλώνει "παρέχω τὸ μποῦτσο γιὰ γλείψιμο", futuο: "τὸν χώνω σὲ γυναίκα ", καὶ paedico: (ἐκ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ παιδικὸς) "τὸν χώνω σὲ ἄντρα ". Ἀντιθέτως, τὰ ρήματα fellare "κάνω πίπα" και ceveo "δέχομαι τὸ μποῦτσο μέσα μου" ἦταν εὐπρεπὴς συμπεριφορὰ μόνο γιὰ γυναῖκες, ἀγόρια, σκλάβους καὶ γιὰ τοὺς πούστηδοι– δηλαδὴ μὴ ἄντρες.






Μ σν τρομερ ψωλ στν κλο της χώθη    
τν σκιζε κι κλος της μ τ μουν νώθη.      
Ψωλις μήρου-κωλομπαρ μπείρου

Ἡ ψωλὴ μᾶς ἀπασχολεῖ ὅλους καὶ ὅλες θέλοντας καὶ μή. Γιὰ τοὺς περισσότερους φυσιολογικοὺς ἄντρες, οἱ ὁποῖοι σπανιότατα βλέπουν ἄλλες ψωλές, πόσο μᾶλλον καὶ γκαυλομένες, τὸ μοναδικὸ μέτρο σύγκρισης ἢ ἐνημέρωσης  ποὺ ἔχουν εἶναι οἱ τσόντες. Ὅμως οἱ ψωλὲς  ποὺ κυκλοφοροῦν σ΄αὐτὲς εἶναι ἐκτὸς πραγματικότητας. Εἶναι σὰν νὰ συγκρίνεται ἕνας μετρίου ὕψους ἄνθρωπος μὲ τοὺς παῖκτες μίας ὁμάδας μπάσκετ.

Καὶ οἱ γυναῖκες ἔχουν μπελάδες μὲ τὸ καυλὶ τῶν ἀντράδων τους, διότι τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀγωνία τους γιὰ τὸ καυλί τους, πιάνουν πολὺ χῶρο στὸ κρεβάτι. Τὰ προβλήματα ἐπιτείνουν καὶ οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες, καθόσον ἀρκετὲς πιστεύουν ὅτι ἕνα καυλὶ ποὺ δὲν σηκώνεται σημαίνει ὅτι ὁ ἰδιοκτήτης του δὲν  γουστάρει ἢ δὲν θέλει. Δὲν καταλαβαίνουνε ὅτι ὁ πεοῦχος ἐκείνη τὴ στιγμὴ μπορεῖ νὰ γουστάρει τόσο πολὺ ποὺ τὸ ἐργαλεῖο νὰ μὴν κάνει κούκου. Διότι περὶ ἐργαλείου ὁ λόγος – καὶ μάλιστα περὶ πολυεργαλείου. Μὲ πολλὲς χρήσεις.

Χρησιμεύει:
α) γιὰ κατούρημα, ἀνάγκη τὴν ὁποία ἐπιτελεῖ καθημερινῶς θέλοντας καὶ μή, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τοὺς λεκέδες γύρω γύρω ἂπ τὴν λεκάνη.
β) γονιμοποίηση, ὄχι τόσο ὡς πρὸς τὴν χρήση ὅσο ὡς πρὸς τὴν δυνατότητα ἡ ὁποία πολλάκις εἶναι ἀπευκταία. Ὁ κάτοχος ἑνὸς πούτσου πρέπει νὰ μὴν λησμονεῖ ὅτι ὁ φιρφιρίκος τοῦ παράγει καὶ μωράκια πρὶν τὰ φτιάξει.
γ) ἡδονή, δὲν νομίζω ὅτι ἐδῶ χρειάζεται κάποιο σχόλιο ἀρκεῖ ὁ πεοῦχος νὰ θυμᾶται ὅτι τὸ ἐργαλεῖο δὲν τοῦ δίνει μόνον ἀλλὰ καὶ χαρίζει ἡδονὴ ὅπότε ἀπαιτεῖται μεράκι καὶ τεχνικὴ καὶ ὄχι βιασύνες.
δ) γιὰ ἐπικοινωνία. Ἐλάχιστοι ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ ποῦτσος εἶναι καὶ μέσον ἐπικοινωνίας. Ὁ ποῦτσος ὁμιλεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους. Ὅταν σηκώνεται πρὸς χάριν κάποιας ἢ κάποιου, δὲν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι ὁ πεοῦχος αἰσθάνεται σκέτη γκαύλα, μερικὲς φορὲς αἰσθάνεται καὶ ἀγάπη – καὶ τὸ διαλαλεῖ τὸ πουλί του. Κάποιες φορές, ἡ ἀγάπη ἢ ἡ γκαύλα μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ τὸ πτηνὸ νὰ μὴν σηκώνεται! Ἀντιθέτως, τὸ νὰ μὴν ἀνασηκώνεται ὅσο κι ἂν ὁ πεοῦχος τὸ παρακαλάει, εἶναι σὰν νὰ τοῦ λέει ὅτι  αἰσθάνεται ἀνασφάλεια ἢ κάτι δὲν τοῦ πάει καλὰ στὴ συγκεκριμένη περίσταση. Ἕνας σηκωμένος ποῦτσος λέει ἐκ μέρους τοῦ ἄντρα: Νιώθω ἀσφαλής, εἶμαι γκαυλομένος, ἔχω ὄρεξη κι ἴσως καὶ ν΄ἀγαπάω λιγάκι.






Μ τοτα τ καμώματα τς θείας του ψωλς   
να παιδ γεννήθηκε, μέγας Μερακλς   
π τος θλους το Μερακλ

O Ντοστογιέφσκι κάπου γράφει ὅτι ἕνας Ρῶσος μπορεῖ νὰ ἐκφράσει ὅλα τὰ συναισθήματά του μὲ μία καὶ μόνη λέξη. Τὸ ἴδιο προφανῶς μπορεῖ νὰ ἰσχυριστοῦν κι ἄλλοι καὶ προπαντὸς οἱ Ἕλληνες φυσικά. Μάντεψε τὴ λέξη...

Κάπου γράφω παραπάνω ὅτι ἡ κοινωνία μας εἶναι πουτσοκεντρική, πρέπει νὰ προσθέσω ὅτι καὶ γλώσσα μας εἶναι ψωλοκεντρικὴ καὶ ἐννοῶ ὅτι ὁ τρόπος ποὺ ἐκλαμβάνουμε κωδικοποιοῦμε καὶ βαφτίζουμε τὴν πραγματικότητα γύρω μας στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ τὸ μποῦτσο καὶ τὶς λειτουργίες του. Τὸ ὅτι ἡ γλώσσα μᾶς εἶναι ψωλοκεντρικὴ καθίσταται προφανὲς ἀπὸ τὴ χρήση τῆς ἔννοιας καὶ τῆς λειτουργίας τοῦ πούτσου σὲ ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ μὴ σεξουαλικὰ πλαίσια. Δὲν ὑφίσταται οὐδεὶς λόγος (πέρα ἀπὸ τὶς ἐμμονές μας μὲ τὸ μποῦτσο) νὰ ὀνομάζουμε τὴν πρίζα θηλυκὴ καὶ ἀρσενική, ὑπαινισσόμενοι πιθανὸν τὴν εἰκόνα τοῦ χωσίματος τοῦ πούτσου στὸν κόλπο. Οὔτε οἱ κουμπότρυπες νὰ βαφτίζονται θηλύκια ἢ θηλυκωτήρια!

Μόνο μία κοινωνία δομημένη πάνω σὲ πουτσοκεντρικές, καὶ πατριαρχικὲς κοινωνικὲς δομὲς θὰ ὀνόμαζε ἕνα ἐξώγαμο ἢ ἀγνώστου πατέρα παιδὶ νόθο, τουτέστιν κάλπικο δηλαδὴ μὴ γνήσιο. Γιὰ μία γυναίκα δὲν τίθεται ποτὲ τέτοιο θέμα, (mater semper certa est δηλαδὴ ἡ μητέρα εἶναι πάντοτε βεβαῖα)  καὶ ἂν ὑπῆρχε μία γυναικεία κωδικοποίηση τῆς πραγματικότητας, ἕνα παιδὶ χωρὶς γνωστὸ πατέρα ἀποκλείεται νὰ ὁριζόταν ποτὲ ὡς κάλπικο ἢ μὴ νόμιμο. Ὁ Φρόιντ ἔχει μιλήσει γιὰ τὸν "φθόνο τοῦ πέους", ἐδῶ λοιπόν, θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε  γιὰ τὴν πιθανότητα ὕπαρξης "φθόνου τῆς μήτρας" στοὺς ἄνδρες, κατ' ἀναλογίαν…

Παρεμπιπτόντως τὸ νὰ λέμε "αὐτὸς ἔχει ἀρχίδια" (ἔκφραση ποὺ συναντᾶται καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες) χρησιμοποιεῖται ὡς ἔνδειξη σθένους καὶ ἀποφασιστικότητας. Αὐτὴ ἡ ταύτιση τῶν ἀρσενικῶν γεννητικῶν ὀργάνων μὲ τὶς παραπάνω θετικὲς ἔννοιες δὲν δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴ φύση, ἀλλὰ γίνεται λόγω τοῦ τρόπου ποὺ ἐπιλέγουμε νὰ δοῦμε τὸν κόσμο. Ἕνα ἀκόμα παράδειγμα τοῦ πόσο γεμάτο ποῦτσες εἶναι τὸ μυαλὸ μας εἶναι ἡ ἀνάγκη μας ὁσάκις ἀναφερόμαστε σὲ κάτι τὸ μακρουλοειδὲς καὶ δείχνουμε τὸ μέγεθός του, νὰ αἰσθανόμαστε τὴν ὑποχρέωση νὰ προσθέσουμε  τὴν λέξη "μὲ τὸ συμπάθιο ", ἀκόμα κι ἐὰν τὸ θέμα ποὺ ἀναφερόμαστε δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὰ σεξουαλικά. Θεωροῦμε ὅμως σὰν δεδομένο ὅτι τὸ μυαλὸ τοῦ ἄλλου θὰ πάει ἐκεῖ. Τελικά, μᾶλλον δὲν πάει ἐκεῖ – εἶναι πάντα ἐκεῖ. 

Ἂν στὴν καθομιλουμένη δηλαδὴ στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ λόγο ἀποτυπώνετε ἀλλὰ καὶ διαμορφώνετε ἡ ψυχικὴ κατάσταση τῆς κοινωνίας, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι γλωσσολόγοι, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα διακατέχεται ἀπὸ μία ἐμμονὴ μὲ τὸ μποῦτσο. Πολυάριθμες καὶ περίτεχνες εἶναι γιὰ ἐκφράσεις γιὰ τὸ ἀντρικὸ ὄργανο. Ἀκόμα καὶ ἡ συχνότερη λέξη τῆς γλώσσας μας (μαλάκας) γύρω ἀπὸ τὸ μποῦτσο στροβιλίζεται.

Εἶναι φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν τόσα συνώνυμα καὶ ἐκφράσεις γιὰ κάτι ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ὄχι μόνο στὰ περὶ τὰ σεξουαλικά, ἀλλὰ ἔχει πάρα πολλὲς θρησκευτικές, ἠθικὲς οἰκογενειακὲς καὶ ἐρωτικὲς προεκτάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι φυσικὸ νὰ ἀπεικονίζονται καὶ στὴ γλώσσα μας.

Σημειῶστε ἐδῶ ὅτι δὲν εἶναι ὅλες οἱ γλῶσσες τόσο πουτσοκεντρικὲς ὅσο ἡ ἑλληνική. Στὰ γερμανικά, ἐξ ὅσων γνωρίζω ὑπάρχουν, περισσότερο σκατολογικὲς ἐκφράσεις. Ἀντίθετα, στὶς  γλῶσσες πέριξ της λεκάνης τῆς Μεσογείου, ὑπάρχουν γλωσσικὰ περισσότερες ἀναφορὲς γύρω ἀπὸ τὰ ἀνδρικὰ ὄργανα. 





Δι τς ψωλς τ’ νέβασμα λοιπν το ναπήρου                 
κστρατεία κλήθηκε νάβαση το κύρου  
π τν Κύρου νάβαση

Ἡ ψωλὴ λοιπὸν εἶναι πρωταγωνίστρια σὲ πολλὲς εὐφάνταστες λαϊκὲς ἐκφράσεις. Ἡ προέλευση ὁρισμένων ἐξ αὐτῶν εἶναι προφανὴς (π.χ πετιέται σὰν ψωλή: παρεμβαίνει ἄκαιρα καὶ χωρὶς λόγο), ἐνῶ ἀλλοῦ περιβάλλεται ἀπὸ μυστήριον (ποῦτσες μπλέ). Ὅτι δὲν μᾶς νοιάζει τὸ γράφουμε στ’ ἀρχίδια μας. Ἂν κάτι ἀργεῖ πολὺ ἢ εἶναι ἀπίθανο νὰ συμβεῖ, πρέπει νὰ περιμένουμε τοῦ ἁγίου πούτσου ἀνήμερα, ἐνῶ ἂν μπλέξουμε ἄσχημα, τὴ μπουτσίσαμε. Ὅταν κάποιος εἶναι γιὰ τὸ μποῦτσο, ἐννοεῖται ὅτι εἶναι τῆς πλάκας. Αὐτὸς ψωλαρμενίζει λέμε ποὺ σημαίνει ὅτι περνάει καλὰ χωρὶς σκουτοῦρες καὶ ἔγνοιες. Ἡ λαϊκὴ ρήση τῆς στραβῆς ψωλῆς, τὰ μαλλιὰ τῆς φταῖνε ἀναφέρεται σὲ δύστροπα ἄτομα ποὺ τοὺς φταῖνε διάφορα.

Ἐννοιολογικὰ ἡ ψωλὴ στὰ ἑλληνικὰ χρησιμοποιεῖται μᾶλλον μὲ ἀποφατικὴ χροιά, ἑξαιρεῖται ἡ φράση αὐτὸς ἔχει ἀρχίδια καὶ ο χαρακτηρισμός πουτσαρὰς ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἄντρες, ἢ καὶ γυναῖκες ἐνίοτε, μὲ θάρρος καὶ κότσια.

Στὰ ἱσπανικά, ἀντίθετα μὲ τὰ ἑλληνικά, ἡ ψωλὴ ἔχει καταφατικὴ ἔννοια. Π.χ. ὅταν οἱ Ἰσπανοὶ λένε: αὐτὸ εἶναι γιὰ τὸ μποῦτσο ἐννοοῦν ὅτι εἶναι καταπληκτικό. Ἕνας χαρούμενος ποῦτσος γιὰ τὸν Ἰσπανὸ εἶναι και ὁ χαζοχαρούμενος.
 
Πολυάριθμες εἶναι οἱ ἐκφράσεις τῶν ἀραβικῶν γιὰ τὸ ἀρσενικὸ μόριο. Οἱ Ἄραβες λένε στὸ μποῦτσο μου (α λὰ έρι) ἀκριβῶς ὅπως τὸ ἐννοοῦμαι καὶ στὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσουν περισσότερη ἔμφαση λένε στὸ πουτσοκέφαλό μου. Ὅταν "ὁ ποῦτσος μου σκαμπάζει πιὸ πολλὰ ἀπὸ σένα" σημαίνει ὅτι εἶσαι παντελῶς βλάκας (ε ρὶ μπιθὰμ ἀκχτὰρ μινάκ). Εὐρηματικὴ εἶναι ἐπίσης ἡ ἔκφραση: ἡ Ψωλή μου εἶναι κοντὰ στὰ ἀρχίδια μου (ε ρὶ χὰδ μπαϊγδάτι), ποὺ ἰσοδυναμεῖ στὸ δικό μας "δὲν εἶναι Γιάννης, εἶναι Γιαννάκης". Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στὰ ἀραβικὰ ὁ ἄντρας μπορεῖ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ μποῦτσο του τόσο μὲ καταφατικὴ ὅσο καὶ μὲ ἀρνητικὴ ἔννοια: τί ἔγινε, μωρὴ πούτσα; (Σού γιὰ έρ;) = τί κάνεις ρὲ φίλε; Και φύγε, μωρὴ πούτσα (Ρού, γιὰ ερ!) = ἀεὶ χάσου. 

"Γεγεμετσεγκὶν γιαραγκὶν ἀλτνὰ γιάτμακ" λένε οἱ γείτονές μας οἱ Τοῦρκοι κι εἶναι πράγματι πολὺ συνετὴ συμβουλὴ, "μὴν ξαπλώνεις κάτω ἀπὸ ἕνα μποῦτσο ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ πάρεις", δηλαδὴ νὰ μὴν μπλέκεις σὲ κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ μπόι σου. 

Ἡ γαλλικὴ γλώσσα ἔχει περισσότερες ἐκφράσεις γιὰ τ’ ἀρχίδια παρὰ γιὰ τὸ μποῦτσο. Ὅταν εἶναι πολὺ μικρὰ τὰ μάτια σου, τότε εἶναι σὰν ψωλότρυπες (avoir le yeux en trou d'bite). Στη Γαλλία κάποιος μπορεί να είναι μαλάκας σαν το μπούτσο, ενώ άν τὴν κοπανήσεις χωρὶς νὰ πληρώσεις κάπου, οἱ γάλλοι λένε ὅτι τοὺς ἀφήνεις τὸ μποῦτσο σου. 
   
Στὰ ποντιακὰ γιὰ τὸν ἀφελῆ τὸν εὐκολόπιστο ἄνθρωπο λένε: "Ἤντζαν λέει ἀτὸν ἡ ψωλὴ μ’ ἀγγοὺρ’ ἕν’, παὶρ’ τ’ ἅλας καὶ τρέχ’". Ἤγουν: Ὅποιος τοῦ πεῖ ὅτι ὁ ποῦτσος μου ἀγγούρι εἶναι, παίρνει τὸ ἁλάτι καὶ τρέχει. Ἐπίσης, ὅταν κάποιος ψωλοκοπανάει (ἡ ψωλὴ ἀτοῦν, καρύδα κοπανίζ’), τότε εἶναι ἀδιάφορος.

Ἐν κατακλίδει: Στὸν ποῦτσο μου λουλούδια καὶ γύρω γύρω μέλισσες.


  
Doctor Georgios o Βος
“master by dissertation in right hand sexology.
Μάστερ with νορς εις την παραφύσιν σεξουαλικότητα  
τς λευκς φυλς  
ΡhD ες τν κατάσχετον μαλακίαν


ΥΓ πιστημονική μου ρτιότητα δν μο πιτρέπει ν φήσω τ παρν ρθρον μιτελές, ως εκ τούτου θ συνεχίσω τήν ξυγγραφήν τς ψωλολογίας μου κα ες επόμενον ρθρον.


1 σχόλιο:

  1. το αρθρο σας ειναι δια τον μπουτσον αλλα με τη Ισπανικην εννοια!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή