Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Αΐδιον αιδίον.







(Παρακαλονται ατο πο μ χουν σ κάποια πόληψη, ν μ τ διαβάσουν διότι θ χάσουν πάσαν δέαν)

Ἕνα από τα μείζονα προβλήματα στὴ ζωὴ ἑνὸς ἄντρα εἶναι τὸ αἰδοῖον. Το αἰδοῖο τὸν γεννάει, τὸν διαφεντεύει, τὸν ὁρίζει, τὸν προβληματίζει, τὸν ἑλκύει, τὸν ξεφτιλίζει καὶ τελικὰ τὸν σκοτώνει. Τὸ πιὸ βλακῶδες πράγμα, στὸ ὁποῖο σπαταλάει τὴ ζωὴ του ἕνας ἄντρας, εἶναι ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὸ κατακτήσει γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ ἔτσι ὅλα τὰ μουνιὰ ποὺ τὸν βασάνισαν ἀλλὰ κι ὅλα αὐτὰ ποὺ θὰ τὸν βασανίσουν ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Τὸν γεννὰει ἕνα μουνὶ ποὺ δὲν το διάλεξε ὁ ἴδιος, αλλά ὁ πατέρας του, σὲ μια στιγμὴ ποὺ δὲν διάλεξε ὁ ἴδιος καὶ τὸν διαφεντεύει γιὰ το ὑπόλοιπον του βίου του. Τοῦ ἐπιλέγει, τί θὰ φάει, πότε, γιατί, τί θὰ φορέσει, πὼς θὰ κάνει τὰ βήματά του, πότε θὰ κάνει τὰ ταξίδια του, πότε θὰ γυρίσει, πότε θ' ἀναπνεύσει καὶ πότε θὰ κοιμηθεῖ. Μὲ βάση τοὺς ὅρους ποὺ οριθέτει αὐτὸ τὸ μουνί, ψάχνει νὰ βρεῖ τὰ ὑπόλοιπά της ζωῆς του ποὺ θὰ τὸν ὁρίσουνε σὰν ἄντρα.

Τὰ ψάχνει, τὰ μυρίζει, τὰ γλύφει, τὰ γαμάει, τὰ χύνει, τὰ αποζητά, τὰ  ονειρεύεται, τὰ φτύνει, τὰ ἐρωτεύεται, τὰ ὑποψιάζεται. Ἐν κατακλείδι, μετὰ ἀπὸ πολλὴ περίσκεψιν καὶ πάντα μετὰ ἀπὸ συνενόηση μὲ τὸ πρῶτο μουνὶ τῆς ζωῆς του, διαλέγει τὸ ἕνα ποὺ νομίζει ὅτι θὰ διαφεντεύει αὐτός. Τοῦ κάνει τὰ πάντα λοιπόν, μὲ ὅση ἔνταση καὶ πάθος θεωρεῖ ὁ ἴδιος ὅτι εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ τὸ ἐλέγχει καὶ νὰ τὸ κρατᾶ εὐχαριστημένο.

Κάποια στιγμὴ ὅμως τὸ μουνὶ αὐτὸ ξεσηκώνεται καὶ θέλει νὰ κάνει τὴ βόλτα του στὸ κόσμο. Αὐτὸς ἐπαναστατεῖ καὶ τὰ βάζει μ' ὅλα τὰ μουνιὰ τῆς ἱστορίας, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν «Εὕα τὴν καριόλα», φτάνοντας μέχρι καὶ την σήμερον. Προσπαθώντας νὰ βρεί κάποιαν ἄκρη προβληματίζεται: "Τώρα, τὸ δικό μου μουνὶ ἔχει μαγαρισθεί; Κι ἂν ἔχει μαγαρισθεί ποιὸς μου τὸ 'κανε; Κι ἐφόσον ἔχει μαγαρισθεί κατ' ἐπανάληψιν, (άπαξ και σου μπῆκε στὸ μυαλό, ἔτσι θὰ 'ναι), γιατί ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι σφιχτὸ ὅταν ἐγὼ πάω νὰ εισέλθω μέσα του"; Τρελαίνεται λοιπόν.

Μπροστὰ στὸ νὰ βρεῖ τὴ λύση, κάνει την μιά μαλακία πάνω στην άλλη. Ἀκόμα-ἀκόμα, προσπαθεῖ νὰ τὸ πονέσει ἢ νὰ εκχύσει ὑποτιμητικὰ πάνω του γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει ποιὸς εἶναι τὸ ἀφεντικὸ ἐδῶ μέσα. Ἀφοῦ ἱκανοποιηθεῖ μὲ τὸν ἑαυτό του ποὺ τὸ συγκεκριμένο μουνὶ τὸ ἐξάγνισε καὶ τὸ γκάστρωσε, βαριέται, φτάνει στὰ πενήντα κάτι και ἀρχίζει το ψάξιμο γιὰ κανα ξέμπαρκο νεαρὸ μουνὶ ποὺ θὰ τοῦ κάνει τὴν χάρη νὰ γυρίσει και νὰ τὸν κοιτάξει.

Στὴ προσπάθειά του αὐτὴ νὰ βρεῖ ἕνα νέο μουνὶ νὰ στεγάσει τὸν μεσόκοπον πλέον μποῦτσο του, παλιμπαιδίζει, γελοιοποιείται, μαλακίζεται, τὸ παίζει τζόβενο ἀλλὰ καὶ φτασμένος, ρίχνει καὶ ἕνα «ὁ παλιὸς εἶναι ἀλλιῶς» καὶ γίνεται ρόμπα, και γενικῶς ξευτιλίζεται. Δὲν εἶναι πάντα τυχερὸς νὰ βρεῖ στόχο. Ἔρχεται ὅμως σιγὰ-σιγὰ στὰ συγκαλά του. Συνειδητοποιεῖ ὅτι δὲ τὸν παίρνει νὰ παίζει πλέον κι ἐπιστρέφει στὸ δεύτερό μουνί της ζωής του, ποὺ μοιάζει πλέον μὲ τὸ πρῶτο, ἐνῶ περνᾶει τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του κατηγορώντας καὶ τὰ δύο: εἴτε διότι τὸν ἔφεραν στὸν κόσμο, εἴτε γιατί τὸν ἔκαναν νὰ περάσει τὰ μαρτύρια τοῦ Χριστοῦ.

Κι ἔτσι καταλήγει νὰ πεθάνει στὰ  -ὀγδόνταφεύγα του, κατηγορώντας τὰ μουνιὰ ποὺ 'χε ἀλλὰ κι αὐτὰ ποὺ δὲν κατάφερε ποτὲ του νὰ ἀποκτήσει. Γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε κι αὐτὰ ποὺ δημιούργησε... 'Ἄλλη ἱστορία! Κυριευμένος ἀλλὰ καὶ καταπονημένος ὁδεύει πρὸς τὸν 'Ἅγιο Πέτρο, μουρμουρίζοντας γιὰ τὴ τύχη του...

«Κατάρα σ' ὅλα τὰ μουνιὰ τοῦ κόσμου
  αὐτὰ ποὺ εἶχα κι αὐτὰ ποὺ 'χασα.
  Ἀπὸ τὴ μύτη μὲ σύρανε.
  Τὸ ποῦτσο μου φθείρανε.
  Τὰ νεῦρα μου σπάσανε.
  Τὸ ἀντριλίκι μου ραγίσανε.
  Τὴ τσέπη μου ἀδειάσανε.
  Τὸ μυαλό μου τρυπήσανε.
  Τὴ καρδιά μου μαδήσανε.
  Τὴ ψυχή μου ἀφέντεψαν.
  Καὶ μετὰ ἀπ' ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα,
  τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα τους
  στὸν Παράδεισο πηγαίνω
  ἔρημος καὶ μόνος.

  Χωρὶς οὒτ' ἕνα μουνὶ γιὰ συντροφιά»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου