Ἐδῶ καὶ κάτι
μέρες στὴν
τηλεόραση εἶχε ἕνα ἀφιέρωμα
γιὰ τὸ νέο
Μουσεῖο τῆς Ἀκρόπολης
καὶ τὰ ἐκθέματά
του. Δὲν εἶχα τὴν χαρὰ νὰ τὸ ἐπισκεφθῶ, ἀλλὰ στὸ ἀφιέρωμα
μία δοκτορέσα, τῆς ἀρχαιολογίας
βεβαίως, εἶπε
πράγματα καὶ θάματα
γιὰ τοὺς
μύθους ποὺ
περιβάλλουν τὴν Ἀκρόπολη.
Θυμήθηκα
δηλαδὴ πὼς ἁρπάχτηκε
ἡ Ἀθηνᾶ μὲ τὸν
Ποσειδώνα γιὰ τὸ ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο θὰ ἀναλάβει
προστάτης τῆς πόλης
τῶν Ἀθηναίων.
Ἔτσι
λοιπὸν
ξαναθυμήθηκα τὸν μύθο
ποὺ ἡ
Παλλάδα κερδίζει κατάφατσα στὸν
Κέκροπα τὴν προστασία τῆς πόλης
ἀπὸ τὸν πολὺ πιὸ μάγκα
καὶ τρομερὸ καὶ πιὸ
πηδηχταρά ἀπὸ τοὺς
θεούς, τὸν
Ποσειδώνα.
Τώρα
θὰ πρέπει
νὰ σᾶς πῶ ὅτι δὲν τὴν πολυγουστάρω
τὴν
ξενέρωτη θεὰ τῆς
σοφίας, (μὴ χέσω)
τὴν Ἀθηνᾶ. Μοῦ
θυμίζει ἐκείνη τὴν
ξεπλυμένη τη κόρη τοῦ Μητσοτάκη,
καταλαβαίνετε ποια ενοώ. Ὁ
Ποσειδώνας θὰ ἤτανε πιὸ
σωστός, κὰτ΄ ἐμέ, ὡς
προστάτης. Ἀλλά, πὰρ΄ ὅλο ποὺ δὲν τὸ
γράφουν τὰ
βιβλία, ὁ Ποσειδώνας
ἡττήθηκε
γιατί ἀκριβῶς ἤτανε στὴν
κυριολεξία, καὶ γαμῶ,
θεός... Κι ὅταν
γράφω καὶ γαμῶ… δὲν
κοροϊδεύω, τὸ ἐννοῶ
κυριολεκτικά. Ὁ
Ποσειδώνας ἤτανε ο
πιὸ
γαμίκουλας θεός. Πιὸ
πηδήκουλας κι ἀπ΄ αὐτὸν τὸν Δία
ποὺ ὡς γνωστὸν
δεν ἄφηνε οὔτε
θηλυκιὰ γάτα! Καὶ ἐπειδὴ πιθανῶς θὰ
νομίζετε ὅτι ὑπερβάλλω
σᾶς λέγω ὅτι ὁ
Ποσειδώνας ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τοῦ τὴν γιαγιὰ ἐταχτοποίησε.
Καὶ ὄχι μόνο
τὴν
πήδηξε (τὴν Γαία)
ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὸ τοὺς τὸ πήδημα
γεννήθηκε ὁ
γίγαντας Ανταίος ὁ ὁποῖος ἀργότερα
ἔγινε Ἄναξ στὴ Λιβύη,
πολὺ πρὶν καθαρίσουν
τὸν
Καντάφι, μέχρι ποὺ τὸν
καθάρισε κι αυτόν ὁ Ἠρακλέας.
Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε
λοιπόν, ὁ
Ποσειδώνας γουστάριζε τὶς αἱμομιξίες. Καὶ ὁ Ποσειδῶν, θεὸς πασῶν τῶν
θαλασσῶν, δὲν ἀρκέστηκε
στὴν
γιαγιά του, τὴν Γαία,
ἀλλὰ τὴν ἔπεσε καὶ
στὴν ἀδελφή
του τὴ
Δήμητρα. Ἡ ὁποία γιὰ νὰ
γλυτώσει ἀπὸ τῆς ἀνώμαλες
διαθέσεις του μεταμορφώθηκε σὲ φοραδίτσα καὶ πῆγε καὶ
λούφαξε σ’ ἕναν
στάβλο. Ὁ
Ποσειδώνας ὅμως ποὺ δὲν
μασούλαγε ἄχυρα τὴν
μπάνισε ἀπὸ τὸ
φινιστρίνι, καὶ
μεταμορφώθηκε κι αὐτὸς σὲ ἄτι
βαρβάτο.
Ἐκείνη δὲν
τὸ κατάλαβε. Εἶχε καὶ μία ψιλοδιαστροφούλα μὲ τὰ ἀλογάκια «Ἔχω πηδηχτεῖ,
κι ἂν ἔχω πηδηχτεῖ ἀλλὰ μὲ ἀλόγατο ποτὲ»
συλλογίστηκε. Εἶδε καὶ τὸ ἀλογατάκι, τοσούτον προικισμένο, καὶ συνετελέσθει νέα αἱμομιξία ἀπ’ τὴν
ὁποία γεννήθηκε ἕνα ἄλλο ἄλογο (τί περιμένατε
δηλαδὴ νὰ βγεῖ;) ὁ Ἀρίων, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ ἕνα πόδι ἀνθρώπινο, καὶ ἐνίοτε φωνὴ ἀνθρώπου, κι ἔτρεχε πιό γρήγορα κι ἀπ’ τὸν
ἄνεμο, ἀκόμα κι’
ἂπ ΄αὐτὸν
τὸν Βουκεφάλα, διὰ τὸν ὁποῖον, γιὰ νὰ μάθετε καὶ κάτι, οἱ κακὲς γλῶσσες διαδίδουν
πὼς τὶς
νύχτες τὸ παιζε φοραδούλα
χαρωπή. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Αρίωνος γλύτωσε ὁ Άδραστος ὅταν τὸν
κυνηγούσανε στὴν
ἐκστρατεία τῶν "ἑπτὰ ἐπὶ Θήβαις".
Θὰ μοῦ πεῖτε
τώρα, πόσο ἀνώμαλος
μπορεῖ νὰ εἶσαι ρὲ Βοὺς γιὰ νὰ
γουστάρεις ἕνα τόσο
διεστραμμένο τύπο.
Ἀνώμαλος
ἐ; Τώρα ἐσεῖς τί θὰ κάνατε
ἂν ὁ
γεννήτορας σᾶς, ἤθελε νὰ σᾶς
καταπιεῖ ὅταν ἤσασταν
βρέφη; Τὸ
καταλάβατε τώρα. Δὲν ὑπῆρχαν καὶ
παιδοψυχολόγοι ἐκείνη τὴν ἐποχή.
Γιὰ αὐτὸ
γινόντουσαν ὅλα αὐτὰ τὰ
σιχαμερὰ καὶ ἀποτρόπαια
πράγματα. Καὶ κατὰ μίαν ἐκδοχή,
θὰ τὸν εἶχε
καταπιεῖ κι αὐτὸν ὁ Κρόνος
ἂν ἡ μητέρα
του ἡ Ρέα δὲν
σκαρφιζότανε, γιὰ νὰ τὸν
γλιτώσει, ἀπὸ τὸν
πατέρα του, νὰ τοῦ δώσει
νὰ
καταπιεῖ ἕνα μικρὸ πουλαράκι.
Ἀφοῦ
κατάφερε νὰ τὸν
γλυτώσει τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔκρυψε
μέσα σὲ ἕνα
κοπάδι μὲ
πρόβατα καὶ
μέχρι νὰ
μεγαλώσει ὁ
Ποσειδώνας παρίστανε τὸ
λαγιαρνί…(διαβάστε εδώ)
Ἐσεῖς δηλαδὴ πῶς θὰ εἴσαστε ἂν εἴχατε
μεγαλώσει τοιουτοτρόπως;
Τοῦ ἔμεινε
κι ἕνα
κουσούρι ὅπως θὰ’ λέγε
κι ὁ ἀείμνηστος
Χριστόδουλος. Ἔβγαινε ἀπ’ τὴ θάλασσα
καὶ κυνηγοῦσε μὲ τὴν
τρίαινα φοράδες.
Είχε
κι΄ αὐτὸς ἕνα
βίτσιο βρὲ ἀδερφέ! Ἀκόμα καὶ τὴ
Μέδουσα κατεγάμησε. Ἡ ὁποία πρὶν τὴν
μεταμορφώσει σὲ τέρας ἡ Ἀθηνᾶ ἤτανε μία
κούκλα. Στέμμα στὰ
καλλιστεῖα θὰ
κέρδιζε, ἀπὸ τὴν μέση
καὶ πάνω
γιατί ἡ ὑπόλοιπη
ἦταν ἄλογο.
Τώρα
εἶμαι
βέβαιος ὅτι πολλοί
από σας δὲν
ξέρετε ὅτι ἡ Μέδουσα ἦταν
κενταυρέσσα. Καὶ ἡ ἀνωμάλα ὁ
Ποσειδώνας τὴν εἶδε κι ἔπαθε κολούμπρα.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο σκέφτηκε καὶ ξαναέγινε πάλι βαρβάτο ἄλογο.
Ἄλλο(γoν)
πράγμα
Τὸ κακὸ ἦταν πὼς ἡ πράξις
συνετελέσθει δίπλα (ἡ κὰτ΄ἄλλους
μέσα) σὲ μία ἐκκλησία
της Ἀθηνᾶς. Ἡ
κουκουβάγια ἡ
παρθένα καὶ καλὰ
θίχτηκε ἀπὸ τὸ ἀνίερο
της πράξης καὶ τὴν
μεταμόρφωσε σὲ ἀπεχθὲς
τέρας, ποὺ ἀντὶ γιὰ μαλλιὰ εἶχε
φίδια καὶ ποὺ τὴν
σκότωσε ἀργότερα
ὁ
Περσέας καὶ πῆρε τὸ κεφάλι
της καὶ τὸ πῆγε δῶρο στὴν Ἀθηνᾶ.
Μ΄
αὐτὰ καὶ μ΄αὐτὰ ἡ
Παλλάδα τελικὰ
κέρδισε τὸν
Ποσειδώναρο καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά
της στὴν πόλη
τῆς Ἀθήνας. Ἂν δὲν εἶχε
κερδίσει ἢ
κουκουβάγια θὰ κέρδιζε
ὁ θεὸς πασῶν τῶν
θαλασσῶν, καὶ ὅλων ἠμῶν, τῶν πρώην
ἀλλὰ καὶ τῶν νῦν
ναυτικῶν, κι ἂν εἶχε
κερδίσει ὁ
Ποσειδώναρος δὲν θὰ εἶχε
χτίσει ὁ
Περικλέας τὸν
Παρθενώνα καὶ ἂν δὲν εἶχε
χτίσει ὁ
Περικλέας τὸν
Παρθενώνα δὲν θὰ
΄ρχόταν αὐτὴ ἡ
λούγκρα ὁ Ἐλγίνος
νὰ μᾶς
βουτήξει τὰ
μάρμαρα, κι ἂν δὲν μᾶς εἶχαν
βουτήξει τὰ
μάρμαρα ὅλα θὰ εἶχαν ἐξελιχθεῖ ἀλλιῶς.
Πῶς; Ἐ αὐτὸ θὰ σᾶς τὸ πῶ μιὰν ἄλλη φορᾶ.