Πάνω στίς ψημένες
πινακίδες, ἀπό
τήν πυρκαγιά
(τῶν
Δωριέων;) ποῦ
κατέστρεψε τά
ἀνάκτορα
στήν ἀρχαία
Πύλο, στά
ἀποτυπωμένα
μέ Γραμμική
Β ἰδεογράμματα,
οἱ
εἰδικοί
διαβάζουν:
i-ja-te1 > ἰατήρ
> ἰατρός, που
te-ra-pi-ke2
> θεραπίσκει > θεραπεύει
μέ pa-ma-ko3
> φάρμακον καί
a-re-pa4 > ἀλεῖφα
> ἀλοιφή
γιά we-(j)a-re-pe5
> ἐπάλειψη.
Ἡ
ἀλοιφή
μπορεῖ
νά εἶναι
καί a-re-pa-te6
> ἀλειφάτει
δηλ. ἀρωματική
ἀλοιφή
πού θά
παρασκεύαζε
ze-so-me-no6
δηλαδή μέ βρασμό < ζέω /ζεσ(σ)όμενο
ἀπό
τό ρῆμα
ζέω καί
κατά κυριολεξία
σημαίνει γιά
βρασμό, ὁ pi-ra-jo a-re-pa-zo-o6 ὁ Φίλαιος
ὁ
ἀλειφαζόος
δηλ. ὁ Φίλαιος
ὁ
παρασκευαστής ἀλοιφῶν.
Φάρμακο
λοιπόν, μια πανάρχαια ελληνική λέξη, εἶναι ἡ οὐσία ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ θεραπευτικοὺς σκοποὺς καὶ μεταφορικά, κάθε τί ποὺ χρησιμεύει γιὰ τὸ ξεπέρασμα δύσκολων περιστάσεων.
Ὁ "φαρμακοποιὸς" ὁ "φαρμακευτικὸς" ἡ "φαρμακομανία" ἡ "φαρμακεύτρια" ἡ "φαρμακομύτα" ἡ φαρμακομούνα τὸ "φαρμάκι" καὶ μία σειρὰ ἄλλες λέξεις παράγονται ἀπὸ τὴν ἀρχαία λέξη φάρμακον.
[ΕΤΥΜ.
< ἄρχ. φάρμακον
ἀρχικὴ σήμ. "θεραπευτικὸ βότανο", ἀβεβ. ἐτύμου. Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ
σύνδεση μὲ τὸ I.E. *bher- "κόβω",
τρυπῶ, σκάβω- σκαμμένος". (βλ. λ. φαράγγι), ἂν ληφθεῖ ὑπ' ὄψιν ἡ
σημασιολ. ἐξέλιξη τοῦ γέρμ. Heu «σανὸς» Μπαμπινιώτης
Ὁ Μπαμπινιώτης μᾶς λέει ὅτι τὸ λῆμμα εἶναι ἀβεβαίου ἐτύμου καὶ μπορεῖ καὶ νὰ παραγεται– συνδέεται μὲ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ ρίζα
"*bher" ποὺ ἔχει τὴν ριζικὴ σημασία "κόβω", "τρυπῶ", "χτυπῶ". (ἔλλ. φερ ἢ φαρ, ἀπὸ δῶ καὶ τὸ φέρω, φέρειν).
Η
λέξη παράγεται από την τὴν ρίζα φὲρ - φὰρ (*bher) μὲ τὴν προσθήκη τοῦ θέματος (μὰ).
φὰρ-μα ποὺ
σημαίνει "χτυπῶ",
"χτύπημα".
Ψάχνω
στὸ λεξικὸ καὶ βρίσκω τὶς ὁμόριζες (ἀπὸ τὴν ρίζα *bher) λέξεις:
φάρος, -εος καὶ
–ους, τὸ "ἄροτρον", "ἀλέτρι" (ἃ-φαρος "ἀκαλλιέργητος") φαρόω, "ἀροτριῶ", "ὀργώνω".
φάραγξ, -γγος, τὸ φαράγγι (αὐτὸ
ποὺ σκίστηκε γιὰ νὰ σχηματισθῆ μία βαθιὰ χαράδρα)
Φαρκίς, -ιδος ἡ "ρυτίς", "ρυτίδα", "ζάρα", φορκός, "ρυτιδωμένος", "ζαρωμένος".
Ἀλλὰ πῶς συσχετίζονται οἱ λέξεις: φὰρ-μα, φάρμακον μὲ τὶς φάρος, φαρόω, φάραγξ, φαρκίς;
Ἂν κοιτάξουμε πολὺ πίσω σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῶν πρωτόγονων ἀνθρώπων οἱ κακοὶ δαίμονες ποὺ προκαλοῦν τὶς ἀσθένειες καὶ τὶς ἐπιδημίες καὶ τὶς πληγὲς τῶν ἀνθρώπων, ζοῦν καὶ δουλεύουν στὶς πέτρες, στὶς πηγές, στὰ δέντρα κλπ. Ἀπὸ ἐκεῖ χτυποῦν, πλήττουν καὶ κρούουν, ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ σημερινὴ σημασία τῶν λέξεων "πληγῆ", ημιπληγία "παραπληγία",
"ἀποπληξία", "κροῦσμα". Τὰ δαιμονικὰ πλήττουν δήλ. προκαλοῦν πληγὲς ἀφήνοντας ημίπληκτους ἢ ἀπόπληκτους τους ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὰ δέντρα ἢ ἀπὸ τὴν πηγὴ κρούουν ἔτσι παρουσιάζονται τὰ κρούσματα χολέρας, τύφου κλπ. Γι’ αὐτή την αἰτία ὁ μάγος θεραπευτὴς ἔχει γιὰ νὰ τὰ ἀποκρούσει φάρμακα: δηλαδὴ ἀντιχτυπήματα γιὰ νὰ ἰσοφαρίσει τὰ δαιμονικὰ χτυπήματα ποὺ προκαλοῦν τὸ δαιμονισμό και τη δαιμονοβλάβεια, ἤγουν τὶς ἀρρώστιες. Ὅπως ὁ φάρος, το αλέτρι, χτυπάει τὴ γῆ καὶ τὴν αὐλακώνει καὶ ἡ φαρκὶς εἶναι χαρακιὰ στὸ μέτωπο ἀπὸ τὰ γεράματα, ἔτσι καὶ τὸ φὰρ-μα εἶναι τὸ χτύπημα καὶ τὸ φάρμα-κο τὸ ἀντὶ-χτύπημα τοῦ μάγου ἐνάντια στὰ πλήγματα τῶν δαιμόνων. Ἔτσι ὁ μάγος γιὰ τοὺς μώλωπες ποὺ προκαλοῦν τὰ δαιμονικὰ χτυπήματα χορηγεῖ τὸ μῶλυ.
μώλωψ, -ωπος, ὁ "ὑπόλειμμα τραύματος, σημεῖο
πληγῆς ἐξ οὗ ρέει αἷμα, μωλωπίζω τραυματίζω ἰσχυρῶς, βλ. μέλας".
μῶλυ "μυθῶδες
τί φυτὸν ἔχον μαγικὴν δύναμιν, εἶδος σκορόδου"
(Ὄδ.
Κ στιχ. 305, κλικ ἐδῶ).
μῶλυς, -υος εἶναι ὁ "ἐξησθηνημένος, ἐξαντλημένος"
μωλύνω "ἐξασθενῶ".
Ὅποιος θέλει νά μάθει
περισσότερα γιά τό ἐσθλόν φάρμακο πού γράφει ὁ Ὅμηρος κλίκ ἐδῶ, καί γιά τά ἀγγλομαθῆ συντρόφια ἐδῶ.
Ἔτσι φρονῶ καὶ νομίζω πὼς Βουφρονῶ.
Δρ Γεώργιος ὁ Βοὺς
Σημείωσις1η
Ὁ Βοὺς σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ τὸ παίξει γλωσσολόγος καὶ νὰ ὑποκαταστήσει τοὺς Μπαμπινιώτηδες καὶ τὰ λεξικά.
Σημείωσις 2η
Οἱ σκιασμένες περιοχὲς στὸ κείμενο εἶναι ἀπὸ τὸ "ἐτυμολογικὸν λεξικὸν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς" Hofmann, ὅποιος θέλει μπορεῖ νὰ τὸ βρεί ἐδῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου