περί τοῦ ἀποπαρδεῖν… οὐ καταισχύνει,
πάvτες γάρ περδόμεvοι εἰσί
Αὐτό τό ἄρθρο μόλις καί μετά βίας ἀξίζει μιά πορδή.
Ἔλαβα μέ ἠλεμήνυμα καί κοινολογῶ, όπως ἔχω ὑποχρέωση, τήν παρακάτω ἐπιστολή.
Ἀγαπητέ μου Δόκτορα Γεώργιε ὁ Βούς.
Μέ
ἰδιαίτερη συγκίνηση διάβασα τό δημοσίευμά σου γιά τήν ταπεινότητά μου, Πορδολογία ἤτοι: ἔπεα περί ὀζόντων ἀερίων.
Δυστυχῶς κανένας δέν βρέθηκε πού νά ἔχει διαβάσει τό κλασικό ἔργο τοῦ Emile Zola "Ἡ Γῆ" ἀπό τό ὁποῖο ἔχουν παρθεῖ τά τόσο ἐπαινετικά γιά μένα ἀποσπάσματα.
Ἀλλά στά παλιά τα χρόνια κανένας δέν ντρεπότανε γιά μένα καί γι΄αὐτό ὁ φοβερός Ἀριστοφάνης στίς Νεφέλες του μέ προσομοιάζει μέ τήν βροντή: "Ταῦτ᾿ ἄρα καὶ τὠνόματ᾿ ἀλλήλοιν, βροντὴ καὶ πορδή, ὁμοίω".
Βέβαια
ἀπό τήν ἀρχαιότητα διέθετα καί μιά κάποια λεπτότητα σέ ὅσους φοβόντουσαν- "ὥστε ἔνδεσμος ὢν ὑπέβδυλλέν τε ὁ κακοδαίμων ὑπὸ τοῦ δέους καὶ πορδαλέος ἦν" (Λουκιανός, Λεξιφάνης παρ. 10).
ἔνδεσμος ο:
τεμάχιον πανίου οὗ τάς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει
τίς καί οὕτω σχηματίζει εἶδος
σακκούλας διά
στράγγισμα, «τσαντήλα».
ὑποβδύλλω: "πέρδομαι κρυφίως καί ἀθορύβως, κρυφοκλάνω, κουφοκλάνω"
πορδαλέος: "ὁ ἔχων
τήν ἕξιν
τοῦ πέρδεσθαι, πορδαλάς, κλανιάρης".
"στένω,
κέχηνα, σκορδινῶμαι, πέρδομαι" ἀνακράζει ἐν πορδαῖς καί σκορδινισμοῖς, ὁ Δικαιόπολις στούς "Ἀχαρνῆς" (στ. 30, ἀναστενάζω χασμουριέμαι τεντώνομαι καί κλάνω) καί ἐν πορδαῖς ὀρχούμενος ὁ χορός ἐκδηλώνει τή χαρά του στήν "εἰρήνη" (στ 335) ἀναβοώντας: "ἤδομαι καί γέγηθα καί πέπορδα καί γελῶ" (εὐφραίνομαι καί χαίρομαι κλάνω καί γελῶ).
Ἐντάξει κάποιες φορές ἔφταναν καί ὡς τήν ὑπερβολή οἱ κωμωδιογράφοι γιά νά κάνουν τόν κόσμο νά γελάσει, ὅπως στόν μιμίαμβο Χαρίτιον ὅπου περιγράφεται καί μιά ἀστεία σκηνή, ἀπό πλοίου πορδομαχία ἤ μᾶλλον τήν διά πορδῶν σημαινομαίνων σκηνικά ἀπόκρουση τῶν ἐπιτιθεμένων.
Ὁ Πρωρεύς καλεῖ τόν δοῦλον νά βάλει πορδή γιά νά ἀποτρέψει τούς ἐπιτιθέμενους οἱ ὁποῖοι πλησιάζουν ἔνοπλοι.
Πρ.
ἴνα μή τρωθῆς, πορδήν βάλε.
Δλ.
πορδήν;
Πρ.
ἰσχυρότατοι γάρ αὗται δοκούσι ἀποτροπαί.
Δλ.
οἶδα τόν ἐμόν πρωκτόν ἐπιτήδειον ὄντα ἄκρως ἔς τοῦτο, ἀφ' οὗ μαστιγίας ἥν, τοσαύτα γάρ ἔπαρδον, ὥστε πάντες ἔλεγον ὅτι ἐν τῷ πρωκτῶ μου Αἰόλου ἀσκόν περιφέρω. Κυρία πορδή, ἐάν διά σέ οἴκαδε σωθῶμεν, ἀργυρᾶν σέ ποιήσας Δελφοῖς ἀναθήσω.
(Αυτή
ἡ τελευταία φράση ταιριάζη γάντι και για κάτι
ψηλούς… και χοντρούς…
σωτήρες που μαζί με το μπάμπα Φώτη, της ἀριστεράς ντε… πορδολογόντας… ἀποφάσισαν να μας διασώσουν…)
Μιμίαμβος
Χαρίτιον κλίκ ἐδῶ.
ἐπιτήδειος, κατάλληλος για κάποιο σκοπό.
μαστιγίας, ὁ
ἄξιος μαστιγώσεως, δοῦλος ἀνάξιος καί
οὐτιδανός, ἐλεεινός.
πέρδομαι, (ἐξ
οὐ πορδή), τοῦ ὁποίου ὁ
ἀόριστος β΄εἶναι
ἔπαρδον.
οἴκαδε, στο σπίτι, προς την πατρίδα.
Ἤδη ὅμως, πλησιάζουν ἐν ὄπλοις οἱ ἐχθροί, βάρβαροι ἤ ἡμιβάρβαροι ἀλαλάζοντες, ἐν τῷ μεταξύ ὁ πρωκτός παθαίνει ἀφλογιστία ἀλλά ταχέως πάλι ἐλευθερώνεται καί ἄρχεται ἡ πορδοβολία. Οἱ ἐπιτιθέμενοι οὐδαμῶς ὑπομένουν τήν ἀνίκητον πορδή ἀλλά ὑποχωροῦν βάζοντάς το στά πόδια. Ὁ πορδοκόπος νικητής παραμένει, καί εὐχόμενος λέγει:
Κυρία
Πορδή, εἰκόνα χρυσήν σου ποιήσας
ὡς θεόν προσκυνήσω, σύ γάρ παρίστασαι μοί.
Βέβαια
τήν ἀχαλίνωτη φαντασία τοῦ ρυπαροῦ ποιητῆ πού περιέφερε τόν τοῦ Αἰόλου ἀσκόν οὐδαμῶς ὑπολείπεται καί τῶν νεωτέρων ὅπως γιά παράδειγμα ὁ ὑπό τοῦ Ἰωάννη Βηλαρᾶ γραφεῖς, "περίπυστος πορδοκόπος", καί πού χωρίς νά θέλω νά κάνω κατάχρηση τῆς φιλοξενίας σου ἀγαπητέ μου δόκτορα, παραθέτω ὁλόκληρο το ποίημα δεδομένου ὅτι δέν ὑφίσταται ἀνηρτημένο ἐν τῷ διαδικτύω καί εἶναι ἁμαρτία κατά τήν γνώμη μου.
Γι'
αὐτόν ὁπού ρωτοῦσες πῶς λένε τόνομά του
ἐξέτασα καί μούπαν πατρίδα καί γενεά του
καί τό ἀξίωμά του
ἀφέντα μου, τόν κράζουν μεγάλον Πορδοκόπον
καί
ἀπόδειξιν ἄν θέλεις, μοῦ εἶπαν καί τόν τρόπον
νά μήν ἐμπής σέ κόπον.
Σιμά
του κάθου μόνον, κι ἀκοῦς τή μαρτυρία,
χωρίς
πολλά ξορέξια, χωρίς πολυλογία
καμιάν ἀμφιβολία.
Ἡ τιμιότητά του αὐτό δέν τό ἀρνιέται,
ἀλλά τό καμαρώνει, πολύ φιλοτιμειέται
καί εἰς αὐτό καυχιέται.
Δέν
κλάν' ἡ ἀφεντειά του, ὅπως οἱ ἄλλοι κλάνουν,
τές
ρήχνουν ὅπως ἔρθουν καί ἄνοστες τές κάνουν,
μέ τό στανιό τές
βγάνουν.
Ἡ τιμιότητά του ἀμέσως λογαριάζει
τόν
ἀριθμό τούς πρῶτο, καί τόν ἠχό ταιριάζει
καί τότε τές
τινάζει.
Καί
μάλιστα 'ς ἀφίνει νά τές προσδιορίσης
κομματιαστές,
ἀκαίργιες, χοντρές, λειανές, ἐπίσης
καθώς νά τές
θελήσης.
Βροντόφωνες
τές θέλεις ἤ φυσητές καί ἀγάλι;
μή φοβηθῆς νά σφάλη.
Καί
κλάνει κάθε μήνα, χειμώνα καλοκαίρι,
καί
νύχτα καί ἡμέρα, καί αὐγή καί μεσημέρι
'ς τή νότια καί 'ς
τήν ξέρη.
Τῆς φύσης εἴν' τό λάθος, ὁπού 'ς αὐτό τό σῶμα
δέν
μπόρεσε ν' ἀλλάξη καθώς καί εἷς ἄλλα ἀκόμα
ὁ κῶλος καί τό στόμα.
Βέβαια
κάποιες φορές καί οἱ ἀρχαῖοι ντρέπονταν γιά μένα γί αὐτό καί ἡ παροιμιώδης φράση, Βήξ ἀντί πορδῆς: ἐπί περδόντων καί προσποιουμένων
βήχειν ἤ γελᾶν. ὅ ἐκλαμβάνεται ἐπί τῶν ἐν ἀπορία τί πράττειν προσποιουμένων.
Καί
ὅπως εὐσχήμως ἀναφέρει ὁ Φώτιος στό λεξικό του κάποιοι:
Ἀποψοφεῖν· τό περδεσθαι, εὐσχήμως λέγων. εὐσχημονέστερον δέ
διαπνεῖν καί
ἀποπνεῖν.
Ἀποψόφησις: τό
ποιεῖν ψόφον, ὑπόκωφον κρότον, τό
ἀποπαρδεῖν ἡ
πορδή.
Ἀλλά παράλληλα νά τονίσω ἐδῶ ὅτι ἀπό τήν ἀγάπη πού μου εἶχαν μέ φώναζαν τρυφερά καί φύσα, ὥστε νά γράφει ὁ Πλάτων: "φύσας τέ καί κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τούς κομψούς Ἀσκληπιάδας, οὐκ αἰσχρόν δοκεῖ;" (Πολιτεία Βιβλίο Γ' 405 d)
Ὡς γνωστόν καί ὁ ὡραιότερος κῶλος, πορδές ἀφήνει. Βέβαια ὅταν ὅμως ὁρισμένες φορές ἔβγαινα χωρίς τή μοσκοβολιά μου, ὁπότε μπορεῖ νά ἤμουν ὀλίγον δύσοσμη μέ ὀνόμαζαν βδόλον
καί χιουμοριστικά ἔλεγαν:
"Τόν
βδόλον δ΄οὐκ ἔστιν ἥτις ρῖς ὑποστῆναι δύναιτ΄ἄν".
βδόλος,
ο, (βδέω)
δυσωδία, βρῶμα (πορδῆς ἤ
λύχνου)
Ἄλλα βέβαια εἶναι γνωστόν τοῖς πάσι ὅτι: Ὁ καθένας τήν μπορδή του
μοσκολίβανο τήν ἔχει.
Ἤμουνα πάντα κοντά στό λαουτζίκο καί αὐτός ὑπογράμμιζε πάντα τήν παρουσία μου ἀνάλογα μέ τό τί εἶχε φάει:
Τό
κρομμύδ’ κάν’ πορδίδι
καί
τό σκόρδο κάνει μπόρδο.
Ἡ παρουσία μου δέ, ἦταν πάντα ταυτώνυμη μέ τήν ὑγεία γι’ αὐτό καί - Κῶλος κλασμένος γιατρός χεσμένος.
Καί
βέβαια-
Κῶλος πού κλάνει γιατρό δέ φοβᾶται.
Ἀκόμα δέ, ὅταν κάποιος ἀσθενεῖ, ἡ ἐμφάνισή μου ὑποδηλώνει βελτίωση τῆς ὑγείας του καί ὡς ἐκ τούτου:
Ἀρρωστιάρης ὄντας κλάνει, τῶν γιατρῶν ἡ τσέπη χάνει.
Εἶναι γνωστό ὅτι γιά τούς ἐγχειρισμένους ὁ πιό εὐχάριστος ἦχος μετά τήν ἐπέμβαση εἶναι ἤ πρώτη ἐμφάνισή μου, πράγμα πού σημαίνει ὅτι τό ἔντερο τοῦ ἀσθενοῦς δουλεύει κανονικά καί ἐλεύθερη διαχέομαι πλέον στήν ἀτμόσφαιρα.
Καί
γιά τούς μή γνωρίζοντες, σέ ὅλα τα προηγμένα μέρη πάντα προσεχαν μαζί μέ τήν ἐλεύθερη διακίνηση τῶν ἰδεῶν νά γίνεται καί ἡ ἐλεύθερη διακίνηση τῶν κλανιῶν καί ἔτσι εἶχαν στά κρεβάτια τους κλανιόλες.
Συγχρόνως
στίς παλιές καλές ἐποχές πού τα παιδιά στήν Καζάρμα ἀντί ἠλεκτρονικά παίζανε κρυφτό, στή θέση τοῦ ἅ-μπέ-μπά-μπλόμ λέγανε:
Ὅποιος ἔκλασε νά πιεῖ
καί
στή Πόλη ν΄ἀκουστεῖ
ποῦ ’φαε βαρειά κουκιά
καί
τοῦ πόντικα τ’ αὐτιά
Ὅποιος ἔκλασε νά πιεῖ,
νά
τήν πορδοκαταπιεῖ
νά
τή βάλει στό βαρέλι
νά
τήν πιεῖ τό καλοκαίρι
Βέβαια
ἐπειδή εἶχα μιά ξεχωριστή συμπάθεια στήν τρίτη ἡλικία εἶχα ἰδιαίτερες ἐπαφές μέ αὐτή καί ἔτσι πολλές φορές ἀκούγονταν οἱ συγγενεῖς νά λένε:
Δέν
ἀξίζει οὔτε τήν κλανιά τῆς γριᾶς.
Ὅμως χωρίς νά θέλω νά γίνω ὑπερβολική καί νά συγκριθῶ μέ τούς Βασιλιάδες, πιστεύω ὅτι –ἰσχύς μου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ- ὁ ὁποῖος λαός ὅτι εἶχε σημαντικό στή ζωή τοῦ τό ἀρωμάτιζε μέ μένα καί γι’ αὐτό ἔλεγε:
Σπίτι
μου σπιτάκι μου
μπόρδο
καλυβάκι μου
Ἡ ἀντικειμενικότητά μου δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά ἀποσιωπήσω ὅτι παρά τά τόσα σημαντικά πού μνημόνευσα μέχρι τώρα σέ ἕνα σημεῖο ἀπέτυχα παταγωδῶς καί αὐτό εἶναι παγκοίνως γνωστό:
Μέ
πορδές δέν βάφονται αὐγά.
Ἀντιπαρέρχομαι, δίχως νά τούς δώσω καμία σημασία, ὅσους εἰρωνικά προσπαθοῦν νά ἀπαξιώσουν τήν παρουσία μου μέ τήν ρήση ὅτι εἶμαι:
–
ἄπελπις προσπάθεια τοῦ κώλου πρός ἄρθρωση λόγου.
Ὅμως ὅλα αὐτά πού σᾶς ἀφηγήθηκα σήμερα ἀνήκουν στό παρελθόν. Ἡ δόξα μου ἀνήκει σέ ἄλλες ἐποχές.
Ὅπως ἔχει πεῖ κάποιος:
Ἡ ἐποχή εἶναι σάν τήν πορδή. Ἅμα φύγει δέν ξαναγυρνάει πίσω.
Σήμερα
μιλᾶνε ἀπαξιωτικά γιά μένα καί μέ συσχετίζουν μόνο μέ τούς κουραδόμαγκες:
Μαγκιά,
κλανιά καί κῶλος φινιστρίνι.
Τέλος,
ἀνέκαθεν ἀλλά ἰδιαίτερά τα τελευταῖα χρόνια εἶμαι μόνιμο θύμα φυλετικῶν διακρίσεων.
Θά
ἔχετε παρατηρήσει ἀσφαλῶς ὅτι ὅταν ξεχύνομαι ἀπό ἐσάς ἀγαπητέ μου δόκτορα ἡ σύζυγος παίρνει ἕνα λίαν ἐνοχλημένο ὕφος καί λέει:
σά δέν ντρέπεσαι καημένε, μᾶς ξεβρόμισες!
Ὅταν ὅμως ἐξέρχομαι ἀπό τό δικά της ντελικάτα ὀπίσθια ἡ διάχυσή μου συνοδεύεται μέ σχόλια ἀνακούφισης:
Οὔφφφ, ἐπιτέλους τόση ὥρα τήν βάσταγα, μέ εἶχε πεθάνει!
Αὐτή εἶναι πλέον ἡ ἀντικειμενική πραγματικότητα καί ὅλοι ντρέπονται τώρα πιά γιά μένα. Ἡ τελευταία φορά πού εἶδα γραμμένο τό ὄνομά μου μέ μεγάλα γράμματα ἦταν σέ ἕνα περίπτερο πού ὁ περιπτεράς εἶχε βάλει μιά ἐπιγραφή ὅτι πουλάει λεμονάδες- πορτοκαλάδες.
Ὅμως τό πλαίσιο πού εἶχε ἡ ἐπιγραφή ἦταν μικρό ὁπότε τά ἔγραψε συντετμημένα:
ΛΕΜ/ΔΕΣ
ΠΟΡ/ΔΕΣ
Γιά
ὅλους αὐτούς τούς λόγους σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ βάθους κοιλίας καί μέ τό σημαντικό αὐτό γράμμα πού διαβάσατε μπορῶ πλέον νά σᾶς ἀποχαιρετίσω ὑπενθυμίζοντας σᾶς τή ρήση τοῦ μέγιστου Πετρόπουλου ὅστις ἔγραψε:
ἀπό καταβολῆς κόσμου οὐδεμία διακωδωνηθεῖσα πορδή πέρασε ἀπαρατήρητος!!!
Καί
τέλος κλείνοντας νά σᾶς θυμίσω τό τόσο κολακευτικό γιά μένα, μολονότι σατυρικό, ἐπίγραμμα τοῦ Νίκανδρου.
Πορδή
ἀποκτέννει πολλούς ἀδιέξοδος οὖσα·
πορδή
καί σώζει τραυλόν ἰεῖσα μέλος.
οὐκοῦν εἰ σώζει, καί ἀποκτέννει πάλι πορδή,
τοίς
βασιλεύσιν ἴσην πορδή ἔχει δύναμιν.
ἀποκτείνω, θανατώνω φονεύω
ἰεῖσα, μετοχή ἐνεστώτα τοῦ
ἴημι, ἐπί
ἤχων ἐκπέμπω ἐκβάλω.
μέλος, τό χορικό ἤ λυρικό ἄσμα ἡ
μελωδία
Μετά τιμῆς
Μία μικρή, εὐγενική, καί ἀθόρυβη πορδίτσα.
Καί διά τήν ἀντιγραφήν:
Δόκτωρ Γεώργιος ὁ Βούς
Εἰδικός Πορδολόγος καί ὀσμολόγος
Υ.Γ
Λησμόνησα
νά ἀναφερθῶ στή ρήση πού ἀποδίδεται στό μεγάλο Βενιαμίν Φραγκλίνο, καί βρίσκεται καταγεγραμμένη στό σύγγραμμα "Fart
Proudly: Writings of Benjamin Franklin You Never Read in School" ὑπό τήν ἐπιμέλεια τοῦ Carl Japikse.
"Let every fart count as a peal of thunder for
liberty. Let every fart remind the nation of how much it has let pass out of
its control. So fart, and if you must, fart often.
But always fart without apology. Fart for freedom,
fart for liberty… and fart proudly!"
"Ἀφῆστε κάθε πορδή νά καταμετρηθεῖ σάν μιά μεγαλειώδης βροντή γιά τήν ἐλευθερία. Ἀφῆστε κάθε πορδή νά ὑπενθυμίζει στό ἔθνος πόσα πολλά ἐπέτρεψε νά ξεφύγουν ἀπό τόν ἔλεγχό του. Διά τοῦτο νά πέρδεστε καί ἄν χρειάζεται νά πέρδεστε συχνά.
Ἀλλά πάντα νά πέρδεστε χωρίς ἀπολογία. Πορδίζετε γιά τήν ἐλευθερία, πορδίζετε γιά ἀνεξαρτησία καί πορδίζετε μέ ὑπερηφάνεια".