Πρὶν ἀπὸ ἕνα μήνα περίπου
χτύπησε τὸ κινητό μου.
Μαλάκα τὸ φιξάραμε, μοῦ λέει ὁ φίλος μου ὁ Γιῶργος ὁ Πετράκης. Σάββατο 7 Φλεβάρη 10 ἡ ὥρα τὸ βράδυ στὴν ταβέρνα "Κύθηρα" στὸ Φάληρο. Ἀπ' τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκλεισα, κράτησα τὴν ἀναπνοή μου καὶ ἔκανα βουτιὰ στὸ παρελθόν. Θὰ μαζευτοῦμε μετὰ ἀπὸ τριανταπέντε τόσα χρόνια οἱ παλιοὶ συμμαθητές.
Πολὺ τὸ χάρηκα
Ἔτσι τὸ Σάββατο τὸ βράδυ μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρό, κουστούμι γραβάτα κόντρα
ξύρισμα, καὶ βοὺρ γιὰ τὸ Φάληρο. Μπαίνω
στὸ μαγαζί, βλέπω
κάτι φάτσες μαζεμένες στὸ βάθος
πλησιάζω, μὲ κοιτᾶνε, τοὺς κοιτάζω, ρὲ ὁ Καλαμάτας λέει ἕνας πετάγονται πάνω καὶ γίνετε ὁ χαμός.
Τέλος πάντων ἦταν ἀρκετοὶ ἐκεῖ. Ὁ Μερτζάνης ποὺ τόνε λέγαμε
Γάτζο γιατί ἤτανε ζουμπὰς καὶ μὲ καμπουρίτσα, ὁ Γαλιατσάτος ποὺ τόνε
φωνάζαμε μπακαλόγατο γιατί πάντα
ζήταγε κάτι νὰ φάει, ὁ Ζαμπετάκης ὁ γιατρὸς ποὺ ἤθελε νὰ γίνει γιατρὸς, ὁ μαντολάτο πασατέμπο, πάρτε παιδιὰ, Γιακουμὴς ὁ Κλεμέντε ὁ καπετὰν Κατράνης καὶ βέβαια οἱ τρεῖς ἀλῆτες τοῦ Πρωτέα Μουντάκης Πετράκης Ἀλεβιζόπουλος καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι. Συγκίνηση ἀναμνήσεις καὶ τὰ τοιαῦτα.
Ἡ παρέα ἄρχισε λίγο μετὰ τὸ μεσονύχτι νὰ φυλλορροεῖ. Φύγανε πρῶτοι αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἔρθει δίχως ἐνθουσιασμό, μετὰ κάτι κακοπαντρεμένοι, ὕστερα κάτι ἀνήμποροι καὶ μείναμε στὸ τέλος πέντε ἕξη ἄτομα. Ἀφοῦ κουβεντιάσαμε τὰ ἐπαγγελματικά μας, τὸ γυρίσαμε στὸ καλαμπούρι καὶ στὶς πλάκες. Κατεβάσαμε καὶ κάτι οἰνοπνεύματα. Ὁ Γιακουμὴς ἔριξε καὶ τὴν ἰδέα.
-Ρέ, δὲν πᾶμε καμιὰ τσάρκα;
-Σούρωσες, ρὲ μαλάκα;
Μπουρδελότσαρκα πενηνταπεντάρηδων; Θὰ γελάσουνε κι οἱ τσατσάδες!
-Οὔστ, μαλάκες!
Κυριλέδικα πράγματα!
-Ἤτοι; ρώτηξε ὁ Γάτζος τῆς παρέας.
-Στρίπ!
-Σόου;
-«Γουάου!» ἀναφωνῆσαν οἱ ἀποδέλοιποι
Ἐγὼ κίχ, ὡς γνωστὸν δὲν ἔχω ἰδέα ἀπὸ τέτοια πράγματα.
-Κάποιος νὰ μείνει
στεγνός;
Βουβαμάρα στὴ στρούγκα.
-Κλῆρος!
Βρῆκαν κάτι
σπιρτόξυλα, τράβηξε ὁ κοντὸς ὁ Γάτζος τὸ πιὸ κοντό, στραβομουτσούνιασε, ἀλλὰ κάθησε στὸ τιμόνι τῆς Καγιέν. (Ὁ Γάτζος ποὺ τὸν εἴχαμε στὴ φάπα, ναυτιλιακὴ ἑταιρεία 4 βαπόρια καὶ δὲν ξέρω τί ἄλλο)
-Ἔτσι καὶ πιεῖς, μικρέ, τὴ γάμησες!
-Ρὲ παιδιά, καὶ μικρὸς καὶ στεγνός;
-Τυχεράκια! Θὰ πάρεις τὴν οἰκολόγα. Φοβερὸς πάτος!
Ἄφιξη εἰς τὸ κωλάδικο. Ὁ παρκαδόρος
γούρλωσε τὰ μάτια
νομίζοντας πὼς τὸ θηρίο κινεῖται χωρὶς ὁδηγό.
Πλησιάζει, ἀντιλαμβάνεται τὸ λάθος του καὶ δείχνει μὲ τὸ χέρι.
-Ἐκεῖ!
Πόρτες ἀνοίγουν, δέκα
κανιὰ ἀκουμπᾶνε στὸ ἔδαφος. Τοῦ ὁδηγοῦ ἀργοῦνε.
-Ἄντε, ρέ!
-Παιδιά, ψιλοφοβᾶμαι!
-Τί φοβᾶσαι, ρέ; Τὶς γκόμενες;
-Ὄχι.Τὸ ὕψος τους!
Τελικά, ἀποφασίζει ὁ ζουμπὰς καὶ σαλτάρει ἀπὸ τὸ ἁμάξι δίκην πιθηκοειδοῦς. Εὐτυχῶς προσγειώνεται
ὄρθιος.
-«Ἀνήλικα δὲν ἐπιτρέπονται!», πετάγεται ὁ παρκαδόρος.
-«Ρὲ ἀεὶ στὸ διάολο,
καραφλομπέμπη!», ἁρπάζεται ὁ κοντοστούπης καὶ τοῦ πετάει ἕνα δεκάρικο στὴ μάπα.
Εἴσοδος. Μουσικὴ ἐκκωφαντική, φῶτα χαμηλά,
πίστα στὸ κέντρο, μία
τσίτσιδη κουλουριαζμένη γύρω ἀπὸ ἕνα σωλήνα, τραπεζάκια γύρω-γύρω ἀπὸ τὴν πίστα, καναπεδιὲς τεράστιες στὰ πλαϊνά.
Ἕνας
ταλαιπωρημένος ἀσπρομάλλης
πλησιάζει. Ὕφος μαιτρ τοῦ Waldorf Astoria.
-Πέντε ἄτομα;
-«Καὶ μισό!», τοῦ λέει ὁ γιατρός.
-Ἁπλὸ ποτό;
-«Ναί! Λεμονάδα!», τοῦ τὴν ξαναμπαίνει ὁ κοντός.
Ὁ Γιακουμὴς ὡς ἐμπειρότερος,
παρεμβαίνει.
-Βάλτε μας στοὺς καναπέδες.
-Ξέρετε, ἐκεῖ πρέπει νὰ ἀνοίξετε
σαμπάνιες.
-Ε, καί;
Στρογγυλοκάθονται τὰ ἡμιγερόντια, χαλαρώνουν οἱ λαιμοδέτες.
-Τσάκω μία μπουκάλα μαῦρο, ἕνα χυμὸ κι ἕνα σκαμνάκι.
-Σκαμνάκι;
-Δὲν βλέπεις ρέ ποῦ τὰ πόδια τοῦ Βράνκοβιτς εἶναι στὸν ἀέρα;
-Μαλάκες, θὰ φύγω!, τσινάει
ὁ ζουμπάς.
Παγάκια, ποτήρια, ξηροὶ καρποί, ὁ χυμὸς τοῦ «μικροῦ» καὶ ἡ μπουκάλα ἁπλώνονται στὸ τραπέζι. Ὁ «μαιτρ» σερβίρει μὲ μεγαλοπρέπεια ἀρχαίου ἀρχιτρίκλινου.
-«Χαρὰ Θεοῦ!» ἀναφωνεῖ ὁ Μάνος, ὁ σεμνός της παρέας.
Μισοτσίτσιδες γκόμενες βολτάρουν στὸ διάδρομο ρίχνοντας πύρινες ματιὲς πρὸς τὴν ὥριμη μάζωξη. Ὁ τάπας ἔχει τὴν τύχη νὰ κάθεται στὴν ἄκρη. Μία μαύρη ποὺ θὰ ἔκανε γιὰ σέντερ τῶν Μινεσότα Τίμπεργουλβς
στρογγυλοκάθεται δίπλα του. Ὁ Γάτζος ζαρώνει
σὰ βρεγμένη γάτα.
Ἡ γαζέλα ἀδίσταχτα περνάει στὴν ἐπίθεση.
-Ἐσὺ πολὺ γκλυκούλη!
Τὰ χαχανιτὰ σκεπάζουν ἀκόμη καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Μητροπάνου ποὺ ξεχύνεται ἀπ’ τὰ μεγάφωνα.
Ὁ Γάτζος σηκώνει
τὴ χερούκλα του. Ὁ «μαιτρ» τσακίζεται.
-Ὁρίστε!
-Μία σαμπάνια στὴν κοπέλα.
-Τί σαμπάνια;
-Μπά; Διαθέτει καὶ Ντὸμ Περινιὸν τὸ κατέστημα!
-Ἐννοῶ μικρή, μέτρια ἢ κανονική;
-Κανονική!
Ὁ Μάνος ἀπορεῖ.
-Τί σημαίνουν οἱ κατηγορίες;
-Μικρή, ἕνα τέταρτο,
μέτρια μισῆ ὥρα, κανονικὴ μία ὥρα.
-Καὶ οἱ τιμές;
-50, 100, 200.
-Φαρμακεῖο, ἀδελφάκι μου!
Μὲ τὴν ἔλευση τῆς σαμπάνιας ὁ Γάτζος πνίγεται στὶς ἀγκαλιὲς ἀπὸ τὴν γαζέλα. Ἕνα σαρδόνιο χαμόγελο, ἠλίθιο μὲν ἡδυπαθὲς δέ, διαγράφεται στὰ χείλη του. Οἱ ὑπόλοιποι ξερογλειφόμαστε.
Αἴφνης πέντε θεοκόμματοι καταφθάνουν μὲ βηματισμὸ τσολιάδων στοὺς καναπέδες.
Τρουπώνουν ἀνάμεσα στοὺς γερομπισμπίκηδες , καβαλώντας τὰ πόδια τοῦ ἄλλου κωλόφαρδού
του ἀκρινοῦ.
Σαμπάνιες πέντε, κανονικὲς παρακαλῶ, φωνάζει ὁ Γάτζος καμαρωτὸς καμαρωτός.
Τί κάνεις ρὲ μαλάκα κοντέ;
Ποιὸς θὰ τὰ πληρώσει ὅλα αὐτά. Τί μᾶς πέρασες καραβοκύρηδες σὰν καὶ σένα, τοῦ μπήγει τῆς φωνὲς ὁ Πετράκης. Ὁ ζουμπάς, ξαφνιάζεται. Σκάσε μαλάκα 35
χρόνια περίμενα νὰ ἐκδικηθῶ καὶ σένα καὶ τὸν Καλαμάτα ποὺ μὲ εἴχατε ταράξει στὴ φάπα. Ἐγὼ πληρώνω, ἐγὼ ρίχνω τὶς φάπες σήμερα, καὶ σηκώνεται ὄρθιος
μὲ ἀνοιχτὸ πουκάμισο καὶ λουσμένος μὲ σαμπάνια.
-«Κοῦκλε μου, τὸ γουναρικό σου!», τοῦ κολλάει ὁ Μουντάκης.
τσαλακώνουνται τὰ πουκάμισα, ἀνακατεύονται τὰ μαλλιὰ τῶν ἐχόντων, ἂχ καὶ βὰχ ἀκούγονται κάπου κάπου.
-Λογαριασμό!
-3500.
-Κοντέ, σκάσε τα όβολα
-Τριάμισι χιλιάρικα ἡ λεμονάδα ρὲ παιδιά;
-Μαζὶ μὲ τὸ πασπάτεμα φτηνὰ τὴν ἔβγαλες!
Ὁ κοντὸς μπροστὰ παραπατώντας, οἱ ὑπόλοιποι ἀπὸ πίσω,
βγαίνουμε ἔξω, ζουμπὰ τὰ κλειδιὰ τοῦ λέω ἐγώ, εἶμαι μιὰ χαρὰ διαμαρτύρεται, τρώει ἕνα μπάτσο ξεγυρισμένο ἀπὸ τὸ Μάνο, ἀδιαμαρτύρητα μου δίνει τὸ κλειδί, οἱ πόρτες τῆς Καγιὲν ξανανοίγουν, ὁ Γάτζος
ξαναπετυχαίνει τὸ σάλτο κι ἀρχίζει ἡ ἀναχώρηση.
-«Μαλάκες, βρομοκοπᾶτε πατσουλί!», ἀνακαλύπτει ὁ γιατρός. «Ἐγὼ ἔχω καὶ κραγιὸν στὸ πουκάμισο!»
λέει ὁ μάγειρας.
«Τὸ νοῦ σας, παπάρες!», συμβουλεύει ὁ Πετράκης. «Καλύτερα νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια! Μπλέξαμε σ’ ἕνα κωλάδικο καὶ μᾶς πῆρε ὁ διάβολος.. Οἱ κάργιες πρωὶ πρωὶ θ’ ἀρχίσουν τὰ ψαλσίματα. Σταθεροὶ ἐμεῖς, εἶμαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω, θυμηθήκαμε τὰ νιάτα μας καὶ τὰ τοιαῦτα! Ξέρετε!».
-Φρένο, Καλαμάτα.
Κόκαλο τὸ Καγιέν, τὰ δεντράκια μίας πλατείας ποτίζονται ανηλεώς,
ἐπανεπιβίβαση, ἄφιξη στὰ αὐτοκίνητα,
καληνύχτες.
Ὁ ζουμπὰς δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει ἕνα χαμόγελο γεμάτο ἱκανοποίηση καθὼς κρύβει τὸ χαρτὶ μὲ τὸ τηλέφωνο τῆς γαζέλας στὸ ντουλαπάκι τοῦ συνοδηγοῦ.