Ὅταν ἔχεις μία ζωὴ μάτι γαρίδα καί, ὄχι για να το παινευτώ, 10/10 ἀμφὶ τὰ ὄμματα, καὶ ξυπνᾶς ἕνα πρωινὸ μὲ κάτι θολούρες στὸ ἕνα μάτι (χωρὶς μάλιστα νὰ ἔχεις ρουφήξει τίποτα περίεργα καταπότια ἢ τὸν Πάμισο τὸ προηγούμενο βράδυ), τότε έφτασεν ἡ ὥρα νὰ πᾶς στὸν ὀφθαλμίατρο.
Μὲ πόνο ψυχῆς, παίρνω τὸ δρόμο, καὶ πάω σ' ἕναν τέτοιο, νὰ μὲ κοιτάξει, νὰ μοῦ πεῖ τί σκατὰ τρέχει μὲ τα ἀμυγδαλωτά μου ματάκια τα τσακίρικα,
ποὺ ἔχουν κάνει κομμάτια κι ἔχουν κάψει πολλὲς καρδιές, χρόνια τώρα, κι ἐξακολουθούν νὰ βάζουν φωτιές ἀκόμη καὶ σήμερα. Ἀλήθεια λέω ρέ…
Τὰ πῆρε, τῷ ὄντι. "Ἐντάξει", μοῦ λέει, "ἂς δοῦμε τώρα τὸ βυθό". Χαῖρε βάθος ἀμέτρητο, τὰ ὄμματά μου γαμᾶνε καὶ δέρνουνε καὶ σὲ βάθος, πράγμα γνωστὸν ἄλλωστε σὲ ὅσους ἔχουν προσέξει τὸ διεισδυτικόν του βλέμματός μου. "Νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἐνδοφθάλμια πίεση", φυσάει καὶ ξεφυσάει καὶ μοῦ βάζει ὁ μαλάκας, ἐξεπιτούτου, ἕνα κωλοϋγρό, νὰ στραβωθῶ, νὰ δικαιολογήσει τὴν ἐπίσκεψη. "Πῶς τὰ πᾶμε", μὲ ρωτάει μ΄ ἕνα σαρδόνιο χαμόγελο. "Μὲ στράβωσες αλμπάνη !", διαμαρτύρομαι κοσμίως.
"Μὴ σὲ νοιάζει, θὰ ἐπανέλθουν" καὶ πλησιάζει γιὰ νὰ μοῦ βγάλει τὰ μάτια μὲ κάτι κέρατα μὲ γαλάζιες φωτεινὲς κουκίδες. Ἐκεῖ τὸν ζόρισα τὸν πούστη, γιατί κουνιόμουνα σὰν καλντεριμιτζού. Μὲ τὰ χίλια ζόρια, μοῦ πῆρε καὶ τὴν πίεση, ἂν καὶ τ΄ἀρχίδια μου, πῆρε, διότι δὲν ὑπῆρχε ἴχνος πίεσης.
Μετὰ δοκίμασε μὲ κάτι λαμπάκια μυστήρια, μπᾶς καὶ μὲ γκαβώσει καὶ ἀποκτήσει μόνιμο θύμα, ἀλλὰ ἐγὼ δράκος, ἀνοιγόκλεινα τὰ μάτια καὶ δὲν τὸν ἄφηνα. "Μία χαρὰ εἶσαι", μοῦ λέει, "τὰ μάτια σου εἶναι ἐντάξει".
"Κάνεις
λάθος ρὲ δόχτορα" τοῦ ἀπαντάω. "'Ὅταν ἦρθα στὸ ἰατρεῖο σου, εἶχα κάτι θολοῦρες στὸ ἀριστερὸ μάτι. Τώρα, μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀλμπάνικα πού μου ἔκανες, νομίζω ὅτι ἡ θολούρα μετατοπίσθηκε στὸ δεξί".
Δὲν θὰ τοῦ τὸ λεγα μὲ τίποτα τοῦ καριόλη, ἀλλὰ ἔλα ποὺ τὸ δεξιό εἶναι τὸ καλό μου μάτι.