Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Περί ανέμων, σημείων και καιρών και εύδιων και ανεμολογίων, κατά την υστεροελλαδική και την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο.



βμεν δ ν νεσσι,
(μπήκαμε στα καράβια)



Αφιερώνεται στους συμμαθητές μου. Στον καπετάν Δημήτρη Σταματίου, στον καπετάν Δημήτρη Φυταγκορίδη, στον καπετάν Βαγγέλη Καμνή, και όλους τους άλλους που όργωσαν και οργώνουν τις θάλασσες και τους ωκεανούς.

 Περιεχόμενα

      Εισαγωγή
Ι.     Άνεμοι και ανεμολόγια
ΙΙ.    Στρατηγικές πλεύσεων
ΙΙΙ.  Κλίμακα μποφόρ-ιστορικό
ΙV.   Γαλήνη
V.    Το θέμα -ϝημι 
.   Θύελλα και λαίλαψ
VIΙ.  Κλίμακα κατάταξης των ανέμων της εποχής του χαλκού
VIΙI. Ορατότητα
ΙΧ.   Μέτρηση των αποστάσεων την ομηρική εποχή
Χ.    Γλωσσάριο
ΧΙ.   Βιβλιογραφία

Σημείωση: Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι χώρισαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε 24 ραψωδίες, όσα και τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου, οι ραψωδίες της Ιλιάδας δηλώνονται με κεφαλαίο γράμμα, ενώ της Οδύσσειας με πεζό, έτσι αναφέρονται και στις παραπομπές του κειμένου.

Εισαγωγή

Η βαθιά γνώση και η εμπειρία του θαλασσοπόρου ναυτικού σχετικά με τους ανέμους και τα μετεωρολογικά φαινόμενα και της σημασίας τους για την ναυσιπλοΐα, ήταν και είναι απαραίτητο εφόδιο και αποτελεί τη βάση και την κορωνίδα της ναυτικής τέχνης. Ήδη σε επιγραφές της Γραμμικής Β στις ψημένες από την πυρκαγιά πινακίδες της Κνωσού αναγράφονται προσφορές σε κάποια "a-ne-mo i-je-re-ja" (νέμων έρεια. πιν. KNFp 13). Στην Αρχαία Αίγυπτο, αναφέρεται μια θεά και ένας θεός των ανέμων. Στην αρχαία Ελλάδα, μετά την εκστρατεία του Ξέρξη, και τον χρησμό του μαντείου "νέμοισι εχεσθαι" δηλαδή να προσεύχεσθε στους ανέμους οι Έλληνες αφιέρωσαν βωμό προς τιμήν των ανέμων και προσέφεραν θυσίες καθιερώνοντας την λατρεία των ανέμων στους Δελφούς. (Ηρόδοτος,7.178) πράγμα που επιβεβαιώνει πολλούς αιώνες αργότερα, τον 2ο μΧ. αιώνα, ο Παυσανίας (ΙΙ 12, 1)


Άνεμοι και ανεμολόγια

Ένα υποτυπώδες ανεμολόγιο μπορούμε να ανιχνεύσουμε στα ομηρικά έπη-μιλάμε για την ύστερη εποχή του χαλκού μην ξεχνιόμαστε, που περιλαμβάνει τέσσερις ανέμους: 

α) αυτούς που πνέουν από το βόρειο τεταρτοκύκλιο (315º-045º στο ανεμολόγιο, και στον όμηρο αναφέρονται με το κοινό όνομα: "βορέης").
β) τους ανέμους που έρχονται από το νότιο τεταρτοκύκλιο (135º-225º, με κοινό όνομα "νότος"),
γ) τους ανέμους που πνέουν από το δυτικό τεταρτοκύκλιο (225º-315º, κοινό όνομα "ζέφυρος"),
δ) και τους ανέμους που πνέουν από το ανατολικό τεταρτοκύκλιο (045º-135º μοίρες, κοινό όνομα: "ερος").

Η ετυμολογική προσέγγιση του ονόματος των τεσσάρων ανέμων έχει αντικειμενικές δυσκολίες. Ο βορέης ("βορέης-βορς", ιωνικός τύπος του "βορέας") μπορεί να προέρχεται από την ΙΕ ρίζα *ger- ή *gor (αρχαίο ινδικό girih=βουνό, εξ ου και οι υπερβόρειοι, οι πέραν του όρους). Αν είναι έτσι, τότε ο βορέης υποδηλώνει ότι και σήμερα η τραμουντάνα ή τραμοντάνα (tramontana): ο άνεμος που πνέει από τα βουνά. Ο Αύλος Γέλλιος (125–180 μχ) γράφει ότι πιθανόν να προέρχεται από τη φράση "π τς βoς" (από το βρυχηθμό) από το βίαιο και δυνατό του θόρυβο.

Ο νότος είναι ζεστός και υγρός άνεμος, η λέξη παράγεται από την ΙΕ ρίζα *snet- ή *(s)neh₂- (Λατ. "nato" =πλέω-κολυμπώ και "nay"= υγρός) και έχει ετυμολογική συγγένεια με τα ρήματα "νάω"= ρέω, κολυμπώ και "νέω" = πλέω.

Από το δυτικό τεταρτοκύκλιο, από το ζόφο (σκότος), πνέουν οι άνεμοι με την κοινή ονομασία ζέφυρος. Σε μια επιγραφή της Γραμμικής Β στην Πύλο ο γραφέας σημειώνει: "ze-pu2-ra-ο" (πιν. PY Ad 664), και οι ειδικοί διαβάζουν: γυναίκες από τη Ζεφυρία, που αργότερα ονομάστηκε Αλικαρνασσός (Στράβων Γεωγραφικά, ΙΔ. 2.16 ). Αν δεχτούμε ότι η Ζεφυρία πήρε το όνομά της από την αντιπροσωπευτική της θέση στα δυτικά του Κεραμεικού Κόλπου, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι από την εποχή των Μυκηναίων οι άνεμοι που έπνεαν από τα δυτικά ονομάζονταν με λέξεις συγγενείς προς το ζέφυρο. 

Τέλος, ο ερος ίσως εκ του *εύσ-ρος συγγ. του "εω" (καψαλίζω, καίω, ξηραίνω), η ψιλή αντί της αναμενόμενης δασείας οφείλεται σε αναλογία με την "αρα" (θηλυκό, και ιωνικός τύπος αρη) δροσερή πνοή αέρα από τη θάλασσα. Ο εύρος είναι ένας ξηρός (και στο Ιόνιο πέλαγος, πολύ ζεστός το καλοκαίρι) ανατολικός άνεμος.


ανεμολόγιο κατάταξης των ανέμων στην
 εποχή του χαλκού.

Όπως είπαμε παραπάνω, οι τέσσερις άνεμοι που παρατηρούνται στα έπη δεν έχουν άμεση σχέση με τα σημεία του ορίζοντα: καθένας τους προέρχεται από ένα ξεχωριστό τεταρτοκύκλιο του ανεμολογίου, αλλά το όνομά τους αποδίδει κατά κύριο λόγο ιδιότητες και όχι απλώς προσανατολισμό από κάποιο σημείο του ορίζοντα.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να καταλάβουμε τη διαφορά αντίληψης περί ανέμων ανάμεσα στη σημερινή εποχή και στις συνθήκες που επικρατούσαν προ πυξίδας και ναυτικού χάρτη. Στη σημερινή ναυσιπλοΐα ο άνεμος ταυτίζεται ανάλογα με το συγκεκριμένο σημείο του ορίζοντα από το οποίο πνέει: για παράδειγμα, ως "βόρειος" ορίζεται ο άνεμος που πνέει από τις 000º ή 360º+11º και 15΄πρώτα, (από  έναν ανεμόρρομβο) εκατέρωθεν του βορά του ανεμολογίου. Όμως, στην πλεύση χωρίς όργανα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, ο ναυτικός αντιλαμβάνεται ποιος άνεμος φυσάει από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητές του. Το συμπέρασμα του θαλασσινού εκείνου του καιρού, δεν ήταν ότι αφού ο άνεμος έρχεται από τη δύση, τότε είναι ζέφυρος, αλλά φυσάει ζέφυρος και επομένως ο καιρός έρχεται από τα δυτικά.

Σύγχρονο ανεμολόγιο

Σήμερα, η ονοματολογία των ανέμων είναι πιο πολύπλοκη από εκείνη του Ομήρου: το σημερινό ανεμολόγιο περιλαμβάνει 16 ανέμους, το ομηρικό μόλις 4. Στο θέμα αυτό, πρέπει να τονίσουμε ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας στα πλοία και η αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας των πλοίων, απαιτούσε έναν πιο ακριβή προσδιορισμό της κατεύθυνσης του ανέμου και όχι ένα αόριστο διαχωρισμό του ορίζοντα σε τέσσερα τεταρτοκύκλια. Έτσι, στον τέταρτο αιώνα πχ ο Αριστοτέλης εισήγαγε στα "Μετεωρολογικά" του ([363a] - [365a]) ένα σύστημα δέκα ανέμων, κατασκευάζοντας, πλέον σχηματικά, ένα πιο πλήρες ανεμολόγιο. Το ανεμολόγιο αυτό το συμπλήρωσε ο Τιμοσθένης ο Ρόδιος προσθέτοντας δυο ακόμα ανέμους τους Ν-ΝΑ. και Ν-ΝΔ.

 Ανεμολόγιο του Αριστοτέλη


Στρατηγικές πλεύσεων

Η πλεύση με το πανί απαιτούσε και απαιτεί από το πλήρωμα γνώση των περιορισμών του σκάφους, γνώση των επιτόπιων συνθηκών του ανέμου για κάθε σκέλος του ταξιδιού και σχεδιασμό της πορείας σύμφωνα με τα παραπάνω δεδομένα.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς, αλλά συγκρίνοντας το σύστημα των ανέμων κατά την αρχαιότητα και τη σύγχρονη εποχή μέσα απ τα συγγράμματα των αρχαίων συγγραφέων, (π.χ το "Περί Ανέμων" του Θεόφραστου, τα "Μετεωρολογικά" του Αριστοτέλη) μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι άνεμοι της μακρινής εκείνης εποχής ήταν περίπου οι ίδιοι με τους σημερινούς. Ως εκ τούτου, επιτρέπεται να αντιπαραβάλουμε τα σύγχρονα δεδομένα συγκριτικά με τους καιρούς και τους ανέμους σε προβλήματα και δυσκολίες της πρώιμης ναυτιλίας της εποχής του χαλκού.

                                                                            
 Διάγραμμα-ανεμολόγιο κατά τον Θεόφραστο

Επίσης να επισημάνουμε και τα εξής: το ανάγλυφο της ακτογραμμής και το περίγραμμα σημαντικών νησιών του Ιονίου αλλά και του Αιγαίου δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί σημαντικά από το 1200 πχ σε σχέση με το σημερινό, άρα οι συνθήκες της τότε παράκτιας ναυσιπλοΐας  δεν πρέπει να έχουν ουσιώδεις διαφορές με τις σημερινές. Προφανώς όμως, οι γεωφυσικές αλλαγές (άνοδος της στάθμης της θάλασσας, διάβρωση των ακτών, προσχώσεις), αλλά και η ανθρώπινη δραστηριότητα, έχουν αλλάξει σημαντικά τις περιοχές όπου βρίσκονταν τα αρχαία λιμάνια και τα αγκυροβόλια. Όμως, όλα αυτά μπορεί να επηρεάσουν τις επιλογές της πορείας του ταξιδιού, όχι όμως αυτές καθ΄ εαυτές της συνθήκες πλεύσης.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χειμερινής περιόδου στην Μεσόγειο, είναι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού βαρομετρικών χαμηλών, τα οποία κινούνται από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Παράλληλα, η παρουσία ενός βαρομετρικού συστήματος χαμηλών πιέσεων και αντικυκλώνων στο βόρειο τμήμα της ανατολικής Μεσογείου δημιουργεί τον κυριότερο άνεμο της καλοκαιρινής περιόδου στην περιοχή του Αιγαίου: το μελτέμι, τους "ετησίας ανέμους" των αρχαίων Ελλήνων. Το φαινόμενο των ετησίων ξεκινά από τον Μάιο με ασθενείς αρχικά πρόδρομους ανέμους για να κορυφωθεί τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβριο, τα μελτέμια εξασθενούν και τελειώνουν με την είσοδο της ψυχρής περιόδου. Συνεπώς, το βασικό σχήμα των ανέμων και των καιρών στο Αιγαίο διαμορφώνεται από αυτές τις δύο κύριες εποχές, καθώς και από τις σύντομες μεταξύ τους μεταβατικές περιόδους.

Το μελτέμι είναι ημερήσιος άνεμος, αρχίζει να φυσάει το πρωί, όταν ο ήλιος έχει σηκωθεί αρκετά, η ισχύς του κορυφώνεται κατά το μεσημέρι και εξασθενεί το απόγευμα και το βράδυ. Στο βόρειο Αιγαίο είναι άνεμος βόρειος-βορειοανατολικός ή βόρειος, κατά την διαδρομή του στο πέλαγος στρέφεται προς τα ανατολικά, δυναμώνει και, όταν εξέρχεται από τις παρυφές του Αιγαίου, είναι πλέον βορειοδυτικός άνεμος. Στο κεντρικό Αιγαίο και, περισσότερο, στις Κυκλάδες, το μελτέμι ενισχύεται από το γεωφυσικό κατακερματισμό της περιοχής: ο μεγάλος αριθμός μικρών ορεινών νησίδων, που χωρίζονται από στενές λωρίδες θαλάσσης, πολλαπλασιάζουν την ισχύ του και διασπούν το ρεύμα και την έντασή του σε ριπαίους ανέμους, σε ένα χαοτικά ακαθόριστο σχήμα απρόβλεπτης κατεύθυνσης και έντασης: αφρισμένα άγρια κύματα, έντονη αποθαλασσία που σκάει βίαια σε ακτές μίλια μακριά από το σημείο της τοπικής θαλασσοταραχής, ανεμοσυρμές, σπιλιάδες.

Το μελτέμι στο κεντρικό Αιγαίο ήταν ευλογία και κατάρα για τους ναυτικούς της αρχαίας εποχής: τους έδινε βέβαια την απαραίτητη ενέργεια για να κινηθούν από το βορρά στο νότο, όμως έπρεπε να είναι έτοιμοι να ποδίσουν, όταν έρχονταν αντιμέτωποι με τις αιφνίδιες αλλαγές του. Στο βόρειο και στο κεντρικό Αιγαίο και ιδιαίτερα γύρω από τα Κυκλαδονήσια η πορεία του σκάφους έπρεπε να είναι με  πολύ προσοχή σχεδιασμένη.

Σε κάθε γνωστή ρότα, η στρατηγική του κυβερνήτη ήταν να επαναλάβει αυτά που είχε μάθει την εποχή της μαθητείας του ως ναύτης και τα είχε εμπεδώσει μέσα από τις συχνές επαναλήψεις. Όπως συμβαίνει με την πρακτική εκπαίδευση, ένα επιπλέον τμήμα των γνώσεων που προσδιόριζαν τη στρατηγική του κυβερνήτη ήταν εκείνες γνώσεις που είχε αποκτήσει από την προφορική παράδοση.

Κλίμακα μποφόρ-Ιστορικό                                                                                                                                                                                                     
Το 1704, ο Daniel Defoe κατέγραψε μια εντεκάβαθμη κλίμακα έντασης του ανέμου, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Εγγλέζοι ναυτικοί πιθανώς από τον Μεσαίωνα. (Για το ιστορικό της κλίμακας Μποφόρ δείτε εδώ). Η κλίμακα αυτή ήταν καθαρά εμπειρική και όριζε με αγγλικές λέξεις την ισχύ του ανέμου. Ένα αιώνα αργότερα, ο ναύαρχος Φράνσις Μποφόρ σχεδίασε μια σχετικά όμοια κλίμακα, δεκατριών βαθμίδων, (0-12), για την εμπειρική μέτρηση των ανέμων, βασισμένη αρχικά στα αποτελέσματα που είχε ο άνεμος στα πανιά ενός αγγλικού πολεμικού πλοίου: από τον άνεμο που μόλις αρκούσε για την ώθησή του, έως «αυτόν που κανένα πανί δεν μπορεί να αντέξει» Η κλίμακα Beaufort αναφέρεται όχι μόνον στην ένταση του ανέμου, αλλά και αναλυτικά στις επιπτώσεις κάθε βαθμίδας έντασης στα ιστία των πλοίων: έτσι στη βαθμίδα 0 τα πανιά κρέμονται από τα αντενοκάταρτα ξεφούσκωτα, το καράβι στέκει ξυλάρμενο, στα 5 μποφόρ το καράβι αρμενίζει με τα πανιά του ολάνοιχτα, στα 6 μποφόρ αρχίζει να μουδάρει πανιά και στην τελευταία σκάλα, στα 12 μποφόρ, κανένα πανί δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη του ανέμου. 

Κάτι αντίστοιχο με την κλίμακα Μποφόρ διακρίνουμε θαμπά και στα έπη. Βέβαια, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κωδικοποίηση, όμως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε παρακάτω, ότι στα ομηρική ποιήματα υπάρχει κάποια- έστω και κατ΄ελάχιστο, κατάταξη της ισχύος των ανέμων ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στην ιστιοπλοΐα.

Κρατήρας του Κλειτία,  λεπτομέρεια, πλοίο της εποχής
του χαλκού. Εργότιμος (κεραμέας) Κλειτίας (αγγειογράφος)
Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας.


Γαλήνη

Το αρχαίο λήμμα "γαλήνη" σήμαινε αποκλειστικά και μόνο τη γαλήνη της θάλασσας, τη μπουνάτσα. Έτσι και στα έπη αναφέρεται μόνο σε ότι έχει να κάνει με τον άνεμο και τη θάλασσα. (Για τον άνεμο: "γαλνη πλετο νηνεμη", (ε:391), "νεμος μν παύσατο δ γαλήνη" (μ:168). Για τη θάλασσα: "ο δ' λόωσι γαλήνην", (η:319 κ.α.). Αν κρίνουμε από τις συγγενείς λέξεις "γλήνη" (=λάμπω λαμποκοπώ) και "γέλως" καθώς και από την ΙΕ ρίζα *glai- = λάμπω, η γαλήνη  βρίσκεται εγγύς του εννοιολογικού πλαισίου που καλύπτουν οι ομόρριζες λέξεις "γελώ", "γλήνη" και "λάμπω". Επομένως, η γαλήνη δεν είναι απλώς νηνεμία, αλλά και η λάμψη, η γυαλάδα της ακύμαντης θάλασσας. Με αυτή της σημασία απεικονίζεται στην περιγραφή ενός όρμου ή λιμανιού όπου επικρατούν ιδανικές συνθήκες για την αγκυροβολία των πλοίων: στο λιμάνι των Λαιστρυγόνων, η θάλασσα του ορμίσκου όπου προσορμίζουν τα έντεκα πλοία των εταίρων του Οδυσσέα αστραποβολούσε με μια εξωπραγματική "λευκ δ' ν μφ γαλήνη" (κ:94). Η γαλήνη, πραγματική ευλογία για ένα φουνταρισμένο καράβι ή για ένα ναυαγό (ε:452), είναι κατάρα  για τα ιστιοφόρα στο ανοιχτό πέλαγος. 

Όταν ο αέρας πέσει τελείως και η νηνεμία ακινητοποιήσει το το πλοίο, τότε έρχεται η ώρα του κουπιού. Οι ναύτες σηκώνονται από τους πάγκους τους, μαϊνάρουν και στιγγάρουν τα πανιά ("στία μηρύσαντο ", μ:170), πιάνουν τα κουπιά και αρχίζουν να κωπηλατούν (μ:168-180), ελπίζοντας να πέσουν πάνω σε κανένα ευνοϊκό ρεύμα στη θάλασσα ή στην σύντομη αναζωπύρωση του ανέμου.

Το θέμα -ϝημι 

Οι ρηματικοί τύποι του "ημι" (= πνέω δυνατά, φυσώ, Ε:256, γ:176 κ.α.) "ἀῆναι" (γ:183), και "ἀήμεναι" (Ψ:214) ανήκουν σε μια σειρά από λέξεις τις οποίες συναντάμε συχνά στα ομηρικά έπη. Το θέμα -ϝημι, προερχόμενο από την ΙΕ ρίζα *h₂weh₁- (αρχ. Ινδ. Vāti = φυσά) αποτελεί τη βάση αυτής της ομάδας των λέξεων που θα δούμε στη συνέχεια.

Στην οικογένειας του -ϝημι λοιπόν, εκτός από το ημι, βρίσκουμε τα: "ΐω" (=αντιλαμβάνομαι δια της ακοής, ακούω), και το σύvθετο "διάημι". Το ΐω, το οποίο απαντάται στον Όμηρο ("φίλον ϊον τορ", Ο:252), με τηv σημασία του εκπvέω, το διάημι (=διαπνέω, φυσώ μέσα από κάτι), (τ::440) χρησιμοποιείται για τον άνεμο που περνά μέσα από τα δέντρα και  τις φυλλωσιές.

Στην συνέχεια συναντάμε τις λέξεις  της ιδίας οικογένειας:

  • ελλα: "σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοστρόβιλος". (Β:293 ε:292,  304),
  • ήτης, (ημι): "πνοή, φόρα, συριγμός, φύσημα".( ι:139, δ:567, Ξ:234)   
  • κραής, (κρος+ημι): "σφοδρός πνέων, δυνατός".( β:421, ξ: 253, 299),
  • λιαής, (λς+ημι): "υπεράνω της θάλασσας, ή εν θαλάσση πνέων, θαλασσινός". (δ:361),
  • δυσαής, (δυσ+ημι): "κακός άνεμος, που πνέει αντίθετα θυελλώδης άνεμος". (ν:99, Ε:865).
  • εαής,( ε+ημι): "ευνοϊκός, ούριος".
  • Ζαής: (ζα επιτατικό μόριο, και ημι), "που φυσάει δυνατά (άνεμος), τρικυμιώδης, ορμητικός".  (ε:368, μ:313)
  • περαής, (υπερ + ημι) : "υπερμέτρως πνέων, σφοδρός, λάβρος".  (Λ:297)
Όλες οι παραπάνω λέξεις  χρησιμοποιούνται από τον Όμηρο για την ένταση-πνοή του ανέμου.

Στην Ιλιάδα η άελλα (ανεμοθύελλα, ανεμοστρόβιλος) συνδυάζεται με το χειμώνα, ("ελλαι χειμέριαι", Β: 293 κ.α.), με τον άνεμο που σηκώνει σκόνη, ("ψι δ έλλη σκίδναθ π νεφέων" Π:374), με τις θαλασσινές θύελλες ("ελλαι πόντον" Τ:377) και, μεταφορικά, με την ορμητικότητα του πολεμιστή ("ο δ σαν ργαλέων νέμων τάλαντοι έλλῃ", Ν:795)  Αντιθέτως, στην Οδύσσεια, "α ελλαι" συσχετίζονται μόνον με τη θάλασσα και τα πλοία. (θ:409, ξ:383)

Στην ελληνική μυθολογία η Άελλα ήταν μία από τις Αμαζόνες, κόρη του Άρη και της Αρμονίας. Η Άελλα ήταν η γρηγορότερη από όλες τις Αμαζόνες και προσωποποιούσε την ανεμοθύελλα. Επίσης ο Ησίοδος στη θεογονία του αναφέρεται σε μια από τις Άρπυιες, με το όνομα ελλόπους ή ελλώ. Ο συμβολισμός αυτός έχει αρνητική χροιά και δείχνει πως στις ‘Αρπυιες προσωποποιούταν η καταστροφική δύναμη των καταιγίδων και των θυελλών. Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρινός σημειώvει στο λεξικό του, το λήμμα "αελλός" στο οποίο αποδίδει την έvνοια μαιvόμενος, (εδώ) ενώ στο Μέγα Ετυμολογικό λεξικό το επίθετο "ελλοv" αποδίδεται ως ταχύ. Τέλος, στο Γ:13 της Ιλιάδος συναντάμε μια και μοναδική φορά το επίθετο "ελλς"  ("κονίσαλος ρνυτ ελλς": κουρνιαχτός πυκνό σύννεφο σκόνης), το οποίο αναφέρεται στο σύννεφο σκόνης που σηκώνει ο άνεμος.

Ποια όμως είναι τα όρια της ασφαλούς πλεύσης για ένα πλοίο της εποχής εκείνης ; Τα δοκιμαστικά ταξίδια του Κερύνεια ΙΙ απέδειξαν ότι ένα σκάφος όπως το Κερύνεια Ι, φτιαγμένο γύρω στο 500 πχ μπορούσε να πλεύσει και να κρατηθεί στην πορεία του, υπό προϋποθέσεις, ακόμη και με άvεμο 8 μποφόρ. Παρ΄όλα ταύτα όμως, η άελλα είναι τέτοια ανεμοθύελλα που, όταν ξεσπάσει, χρειάζεται όλη η επιδεξιότητα και η ναυτοσύνη του καπετάνιου (γ:283) όχι για να κυβερνηθεί το σκάφος, αλλά για να μη βυθιστεί. Το πλεούμενο κλυδωνίζεται βίαια δεν ταξιδεύει πλέον, παρασύρεται από τους θυελλώδεις ανέμους. (Β:293, Τ:377 κ.α.). Η άελλα, στην ομηρική διαβάθμιση των ανέμων ανήκει στη βαθμίδα όπου το σκάφος πρέπει να βρει αμέσως ασφαλές αγκυροβόλιο. Αν δεν καταφέρει να προσορμίσει κάπου με ασφάλεια για να αποφύγει την θύελλα, η σωτηρία του επαφίεται στην vαυτοσύνη του πληρώματος και στην καλή ναυπήγηση του καραβιού.

Από τo λήμμα "άελλα" προέρχεται το προσωνύμιο της Ίριδας ελλόπος, το οποίο απαντάται μόνο στο λογοτυπικό μοτίβο "ὦρτο δ ρις ελλόπος γγελέουσα" (Θ:409, Ω:77 Ω:159 77). Η Ίρις, αγγελιαφόρος των θεών και με καθήκοντα θαλαμηπόλου της Ήρας, είναι η προσωποποίηση του ουρανίου τόξου, και κατά τον Ησίοδο, αδελφή των Αρπυιών. Όλες είναι θυγατέρες θαλάσσιων θεοτήτων, του Θαύμαντος και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας. Τις αδελφές της Ίριδας, τις Άρπυιες, ίσως θα πρέπει να τις δούμε ως τα πνεύματα, τους καταχθόνιους δαίμονες της θύελλας. Στην Ιλιάδα ο Όμηρος αναφέρει μόνο μια, την Ποδάργη, μητέρα των αθάνατων αλόγων του Αχιλλέα (Π:150), αλλά, στην Οδύσσεια αυτά τα δαιμονικά πλάσματα ταυτίζονται με τις θαλάσσιες καταιγίδες ( α:241, ξ:371, υ:77).

Εξάλλου, η έvνοια «δαίμονες της θύελλας» δεν αρκεί ως απόδοση. Οι ρπυιες είναι θηλυκά ιπτάμενα τέρατα που τρομοκρατούν τους ναυτικούς, δεν είναι ο άνεμος, αλλά αερικά, δαιμόνια του ανέμου και εκφράζουν εκείνο που πραγματικά τρομάζει το πλήρωμα ενός ιστιοφόρου: το απρόσμενο, το απροσδόκητο, και την αταξία του διατμητικού ανέμου, την καταστροφή που μπορεί να προέλθει από μια απροσδόκητη σπιλιάδα που κουρελιάζει τα άρμενα και αρπάζει τα κουρέλια τους.

Ετυμολογικά η άρπυια ή και αρέπυια : Η ίδια η λέξη παραπέμπει ευθέως στο ρήμα "αρπάζω" αυτό όμως το πιθανότερο να αφορά μόνο στην ηχητική συγγένεια της, προερχόμενη μάλλον από το "ρέπτομαι" (=αποσπώ, τρώγω), υποδηλώνοντας το φόβο της «αρπαγής».

Μέσα από την ονοματολογία των αρπυιών, τους μύθους και τους θρύλους, γύρω από αυτά τα θηλυκά ιπτάμενα τέρατα, διαβλέπουμε μία ακόμη υποτυπώδη κατάταξη των ανέμων, όχι πλέον σε σχέση με την ισχύ τους, αλλά σε σχέση με την τάξη και την κανονικότητα: ο "ορος πήμων" άνεμος που "παύσατο"(μ:168-180), μπορεί να αντιμετωπιστεί, αν είναι υπερβολικά ασθενής, ή αν πέσει τελείως υπάρχει η λύση των κουπιών. Αν είναι περισσότερο ισχυρός, το σκάφος μπορεί να συνεχίσει την πορεία του μουδάροντας τα πανιά του, και αν αρχίσει να γίνεται θυελλώδης (ι:80-83) ο καπετάνιος συνετά σκεπτόμενος θα ποδίσει. Κι αν ο άνεμος συνεχίσει να πνέει από αντίθετες κατευθύνσεις ή σε μη  επιθυμητή ένταση, το πλήρωμα θα περιμένει προσορμισμένο την όποια βελτίωση. (ι:67-75). Οι αιφνίδιες μεταβολές του καιρού με ισχυρούς ή θυελλώδεις ανέμους ανάμεσα στα νησιά του αρχιπελάγους, στο Σαρωνικό κόλπο και στο Ιόνιο πέλαγος, δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμοι: χτυπούν αιφνιδιαστικά, από απρόβλεπτες κατευθύνσεις, ξεσκίζουν το πανί αφήνοντας το καράβι έρμαιο στο κύμα.


Οι Βορεάδες, Καλαίς και Ζήτης, κυνηγούν τις Άρπυιες.
Λακωνικός κύλικας από τερακότα. 550 πΧ.

Κατά την Αργοναυτική εκστρατεία, τα δύο παιδιά του Βορέα και της Ωρειθυίας, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς– γνωστά ως Βορεάδες, προσπάθησαν –επί ματαίω, να εξοντώσουν αυτά τα θηλυκά τέρατα του ανέμου, τις ρπυιες. (Αργοναυτικά β 273). Η απόπειρά τους απέτυχε, η τάξη και η σταθερότητα του βοριά που φυσάει πάντα προς μία κατεύθυνση δεν κατάφερε να επικρατήσει στην αταξία των σπιλιάδων και των ανεμοσυρμών και οι ριπαίοι άνεμοι εξακολουθούν να εκφοβίζουν, τρομοκρατώντας τους ναυτικούς. Παρεμπιπτόντως ως γιοι του Βοριά, οι Βορεάδες είναι παγεροί και βίαιοι άνεμοι, οι οποίοι σε συνδυασμό με τις ‘Αρπυιες παραπέμπουν σε δαιμονικές θύελλες με τρομερούς βόρειους ανέμους.

Στον λυσιτελή χώρο ανάμεσα στις δύο ακραίες καταστάσεις, τη γαλήνη- νηνεμία και την άελλα, ο άνεμος παίρνει διάφορα ονόματα προερχόμενα από τη ρίζα -ϝημι: αήτης (Ξ:254, Ο:626, δ:139, 567) είναι το πιο συχνό από αυτά. Η λέξη αυτή έχει ίσως ουδέτερο εvνοιολογικό φορτίο και υποδηλώvει απλώς την πνοή του ανέμου. Επιπρόσθετα, "α ηται", (πληθυντικός), δεν είναι γενικά και αόριστα οι άνεμοι, αλλά πιο συγκεκριμένα, οι πνοές του ανέμου, "α δ ηται μέλλιχα πνέοισιν" γράφει η Σαπφώ σε ένα από τα ποιήματά της, και ο ‘Ομηρος συμφωνεί γράφοντας στο δ:567 της οδύσσειας: "ζεφύροιο λιγ πνείοντος αήτας", όπου ζέφυρος είναι η γενική ονομασία του άνεμου και αήτες οι πνοές του. 

Το λήμμα ακρας σχηματίζεται, σύμφωνα με τους λεξικάριους, από το κρος+ημι. Αναφέρεται πάντοτε προσδιοριστικά για ανέμους ( β:421, ξ:253, ξ:299) και, μάλιστα, δηλώνει τον πιο επιθυμητό άνεμο, "ορον κρα Ζέφυρον" έστειλε η Αθηνά στο καράβι του Τηλέμαχου από την Ιθάκη στην Πύλο (β:420) ο οποίος δεν είναι μόνο ούριος και φουσκώνει το πανί αλλά επίσης προσδίδει την ανώτατη δυνατή ταχύτητα στο σκάφος, χωρίς να γίνεται επικίνδυνος για την πλεύση. Με τα σημερινά δεδομένα και για ένα ξύλινο σκάφος με πανί, θα λέγαμε ότι ο συγκεκριμένος άνεμος  είναι ένας ούριος, αμετάβλητος άνεμος μεταξύ 5 και 6 μποφόρ.

Στη συνέχεια, συναντάμε το επίθετο : "δυσαέος" εκ του δυσας (=κακός άνεμος, που πνέει αντίθετα, θυελλώδης άνεμος, Ε:865, Ψ:200, ν:99) καθώς και το "υπεραής" ( υπερμέτρως πνέων, σφοδρός, λάβρος). Το περας δεν αναφέρεται πλέον σε αήτη, αλλά σε αέλλη (Λ:297). Ακόμα πιο άγριος είναι ο ζαής, τρικυμιώδης άγριος ορμητικός άνεμος, που συζεύγνυται πλέον με την λαίλαπα (μ:313).Τέλος, ο αλιας είναι άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα. Είναι εκείνος που σπρώχνει το πλεούμενο από τη στεριά προς τη θάλασσα ή, πιο σωστά, ο άνεμος που επιτρέπει και βοηθάει στον απόπλου (δ:361).

Θύελλα και λαίλαψ

Η θύελλα, προέρχεται από την ΙΕ ρίζα *dhu-, ή *dheu-. Η φυσική σημασία της ρίζας (σκορπίζω, στροβιλίζω, κινούμαι ορμητικά) μας δίνει λέξεις  όπως "θύω" (τρέχω ορμητικά, «εφορμώ») ή "θύαμις" (ο Καλαμάς) ορμητικός ποταμός. Πρόκειται για κατάσταση καιρού και ανέμου απαγορευτική για την ιστιοπλοΐα. Η έκφραση "δειν μισγομνων νμων λθοσα θελλα" (ε:317) ή "πισπρχουσι δ᾽ἄελλαι παντοίων νέμων" (ε:304-5) δηλώνει μια «χαοτική» κατάσταση των ανέμων, ανεμοσυρμές, σπιλιάδες και ριπαίοι άνεμοι που πνέουν από κάθε κατεύθυνση, κάτι το σύνηθες σε θάλασσες όπως εκείνες των Εχινάδων ή του βόρειου αιγαίου. 

Η λέξη λαίλαψ  πιθανόν να σχηματίζεται με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, είναι όμως αγνώστου ετύμου (λαι–λαψ). Η λαίλαπα καταφθάνει μαζί με μαύρα σύννεφα ("π λαλαπι πσα κελαιν", Π:384) και προκαλείται από τον βορέα (ι:67-8) ή τον ζέφυρο (Δ:276-8). Πρέπει να τονίσουμε ότι η λέξη θύελλα χρησιμοποιείται κατά κανόνα κυριολεκτικά, ενώ η λαίλαψ εμπεριέχεται συχνά σε μεταφορές ("λαίλαπι σος",Υ:51).

Κλίμακα κατάταξης των ανέμων της εποχής του χαλκού.

Με βαση τα παραπάνω δεδομένα, πιθανώς μπορούμε να διακρίνουμε μια υποτυπώδη κλίμακα κατάταξης των ανέμων εκείνη την εποχή (την ύστερη εποχή του χαλκού, μην ξεχνιόμαστε) ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στη θαλάσσια ναυσιπλοΐα:
  1. Γαλήνη, νηνεμία: τα πανιά κρέμονται ξεφούσκωτα στις αντένες, το καράβι ακινητοποιημένο.
  2. Αλιαής: Το πλοίο αποπλέει και ανοίγεται στη θάλασσα.
  3. Ακραής: Επιθυμητός άνεμος ως προς την κατεύθυνση και την ισχύ του.
  4. Δυσαής: Αντίθετος μη επιθυμητός θυελλώδης άνεμος.
  5. Άελλα, υπεραής: σφοδρός και καταιγιστικός καιρός, το πλοίο πρέπει να ποδίσει για να προφυλαχτεί, ή κατ΄ελάχιστον, να καταβάλει κάθε προσπάθεια να μη βυθιστεί.
  6. Ζαής : Ο άνεμος κουρελιαζει και καταστρέφει τα πανιά, το πλοίο πρέπει αμέσως να βρει απάγκιο καταφύγιο.
  7. Λαίλαπα, ζαής: σκάφος και επιβαίνοντες στο απόλυτο έλεος των καιρικών φαινομένων. 
Βέβαια, ούτε κατ' ελάχιστον δεv μπορούμε vα μιλήσουμε για κλίμακα κατάταξης αvέμων με τη σημερινή έvνοια. Βλέπουμε, πάντως, μια εμπειρική ταξινόμηση, που προσδιορίζει όxι μόvο την έvταση, αλλά και διάφoρα άλλα ετερογενή χαρακτηριστικά, ανάλογα με την περίπτωση.

1) Την ένταση του ανέμου: τόση ώστε το σκάφος να μπορεί να πλεύσει με άνεση.
2) Την κατεύθυνση του ανέμου: έτσι ώστε να δίνει στα πανιά αέρα προς τη σωστή πορεία.
3) Τα στάδια του ταξιδιού: ο αλιαής σχετίζεται μόνο με τον απόπλου, ενώ ο ακραής με το κυρίως ταξίδι.

Ο "κμενος ορος" άνεμος είναι o επιθυμητός άνεμος εκείνος που ευνοεί και βοηθά την κίνηση του καραβιού (λ:8, β:420 κ.α.). Πνέει από την πρύμνη του πλοίου κατάπρυμα ή δευτερόπρυμα, μέσα στα όρια ανοχής των ιστίων του πλοίου.

Ετυμολογικά: "κμενος", η λέξη συνδέεται με τα "κω", "κέσθαι" με σημ. «αυτός με τον οποίο προχωρούμε καλά»
Αρχαίο < ορος «ευνοϊκός άνεμος», πιθανόν εκ του * ρϝος, που συνδέεται με τα ρήματα "ορνυμαι" (=ορμώ, ξεκινώ), "όρούω" (=ορμή).

Επομένως, ο ίκμενος ούρος άνεμος είναι συγκεκριμένα  «ο επιθυμητός άνεμος που δίνει τη σωστή κίνηση ώστε πλοίο να προχωράει καλά.

Ο ακουστικός ήχος του ανέμου έχει έμμεση σύνδεση με την ιστιοπλοΐα: ο σωστός άνεμος είναι "λιγς ορος πιπνείσιν πισθεν" (δ: 357), «με μουσικό ήχο». Στην Ιλιάδα, τα: λιγεα (λγεια), λιγς, λιγ , όπως και το λιγυρός, ( "ρτο δ κμα πνοι πο λιγυρ" Ψ: 214), εκτός από τον ήχο (συριγμό) του ανέμου (Λ:5322, Ν:334 κ.α), προσδιορίζουν και την καθαρότητα του ήχου της ανθρώπινης φωνής (Α:248 κ.α.),τον ήχο της λύρας (Ι:186 κ.α.), αλλά και την οξύτητα του ήχου των αρπακτικών πουλιών (Ξ:190). Στην Οδύσσεια, το επίθετο "λιγυρ" και το σύνθετο "μελίγηρυν" αναφέρεται μόνο για το γλυκύλαλο τραγούδι (μ:44, μ:183, μ:188), ενώ η σημασία του λιγς μετατοπίζεται από το «καθαρός ή οξύς, διαπεραστικός συριστικός [ήχος]» στο καλλίφωνος, γλυκός, ο έχων καθαρή φωνή. Με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται ως  επιθετικός προσδιορισμός της κιθάρας (θ:67) και του ούριου ανέμου (γ:176).

Εκτός από τα προηγούμενα, οι ιδιότητες των ανέμων αναφέρονται με διάφορες άλλες λέξεις άλλοτε με κυριολεκτική και άλλοτε με μεταφορική σημασία. Όμως, οι λέξεις αυτές έχουν γενικότερη χρήση και δεν ταξινομούνται στον στενό πυρήνα του ναυτικού λεξιλογίου.

Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν οι ρηματικοι τύποι: "παιγίζων" (Β:148) και "παιγίζοντα" (ο:293) του ρήματος επαιγίζω.

π-αιγίζω (πί+ αγς ): 1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, επιπίπτω 2. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά 3. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα 4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με ορμή. 

Αγς: θύελλα ορμητική, φοβερή καταιγίδα, δέρμα κατσίκας αλλά και η ασπίδα του Δία. ΙΕ ρίζα *aig. 

Για τη λέξη αγίς, της οποίας το ακριβές νόημα ήταν ασαφές, οι περισσότεροι ετυμολόγοι συμφωνούν στο ότι η αρχική έννοια της λέξης αγίς ήταν «δέρμα κατσίκας», και ότι την αφορμή για την δημιουργία των λέξεων π-αιγίζω, κατ-αιγίζω και κατ-αιγίς την έδωσε ο τρόπος με τον οποίον ο αγίοχος Δίας επέσειε απειλητικά την αγίδα του.

Η ρίζα *aig – δημιουργεί ερωτηματικά διότι εξ αυτής παράγονται πλήθος λέξεων που ανήκουν σε διαφορετικά  εννοιολογικά πεδία.

Η αίγα (αξ) και πιθανόν, η αιγς αποτελούν τη βάση της μίας ομάδας παραγόμενων λέξεων όπως: αγεος, αγίοχος, αγιάζω κ.α. Μια άλλη ομάδα παραγόμενων λέξεων είναι αυτές που σχετίζονται με τη θάλασσα, όπως : αγιαλός, Αγαον, Αγινα, Αγιον αγιάλειος και πιθανώς η αγλη (λάμψη, γυαλάδα [της θάλασσας;], όποια απαστράπτουσα στιλπνότης), και, τέλος μια άλλη ομάδα αποτελείται από λέξεις σχετικές με τον ισχυρό άνεμο όπως: π-αιγίζω, κατ-αιγίζω και κατ-αιγίς. Οι ετυμολόγοι έχουν διατυπώσει διάφορες θεωρίες και υποθέσεις για τη σχέση που μπορεί να συνδέει αυτά τα εννοιολογικά πεδία, χωρίς όμως ακόμα να έχει δοθεί κάποια πειστική εξήγηση. 

Να προσθέσω εδώ  ότι είναι προς διευκρίνιση και η σχέση της Αγας (κατσίκα) με τον αγιαλό και κατ’ επέκταση με κύρια ονόματα, όπως Αγαο, Αγινα ή Αγαί. Σημειωτέον ότι τα κατσίκια είναι τα μοναδικά εκτρεφόμενα ζώα που μπορούν και πίνουν υφάλμυρο ή θαλασσινό νερό. (Ακόμη και σήμερα σε αρκετά από τα ξερονήσια του Αιγαίου εκτρέφονται κατσίκια τα οποία επιβιώνουν πίνοντας υφάλμυρο ή το νερό της θάλασσας).

Να σημειώσουμε εδώ ότι όπως μας πληροφορεί ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός οι αρχαίοι Ελληνες τα μεγάλα κύματα τα ονόμαζαν αίγες. "μλιστα τος πλουσι· κα γρ τ μεγλα κματα αγας ν τι συνηθεαι λγομεν, κα λβρος ποιγζων φησν  ποιητς περ σφοδρο νμου λγων, κα τ φοβερτατον πλαγος Αγαον λγεται". (Ονειροκριτικόν, 2.12) 

Ορατότητα

Η φράση "κμα όος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν κα Βορέης πέωσε" (ι:80), με την οποία ο Οδυσσέας περιγράφει πώς ο βοριάς το κύμα και τα ρεύματα τον ξέσυραν πέρα από τον κάβο Μαλιά περιλαμβάνει τρία δραστικά στοιχεία που επηρεάζουν την πορεία ενός πλοίου: το κύμα, το θαλάσσιο ρεύμα και τον άνεμο. Όμως, εκτός από αυτά, συνυπάρχει και μία παθητική παράμετρος: η ορατότητα. Η μειωμένη ορατότητα προσθέτει μια ακόμα σημαντική δυσκολία στην πλεύση όχι μόνο στο ανοιχτή θάλασσα αλλά και την παράκτια αυξάνοντας τον κίνδυνο ατυχήματος.

Όπως και σήμερα έτσι και τότε, στη πλεύση χωρίς όργαvα,το αvάγλυφο της ξηράς είναι εκείvο που προσδιορίζει τη πορεία στη θάλασσα. Ο ναυτίλος, έχοντας υποτυπώσει στη μνήμη του την εικόνα της ακτογραμμής, δίνει την πορεία στον τιμονιέρη με την πλώρη του να κοιτάζει σε κάποιο εμφανές σημείο στον ορίζοντα, που συνήθως είναι η άκρη ενός κάβου ή ένα οποιοδήποτε χαρακτηριστικό σημείο που είναι ορατό στο μάτι του τιμονιέρη. Η αμφίδρομος ορατότητα βρίσκεται στον πυρήνα της πελαγοδρομίας στη Μεσόγειο, η αίσθηση που έχουμε όταν ταξιδεύουμε στη Μεσόγειο είναι πως στο βάθος του ορίζοντα θα δούμε μια στεριά και με βάση αυτή θα χαράξουμε την πορεία μας. Η αλήθεια είναι πως αυτή η αίσθηση δεν εκφράζει πάντοτε την πραγματικότητα. Μια ματιά στο χάρτη αρκεί για να διαπιστώσουμε ότι στη Μεσόγειο υπάρχουν εκτεταμένες θαλάσσιες εκτάσεις όπου εκ των πραγμάτων καμιά στεριά δεν διακρίνεται. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε πως, στη θάλασσα, η ακτίνα του οπτικού πεδίου ενός παρατηρητή είναι ανάλογη με το ύψος του παρατηρητή από την επιφάνεια της. Για παράδειγμα ένας παρατηρητής που βρισκόταν στην κόφα μιας φρεγάτας του μεσαίωνα είχε ευρύτερο οπτικό πεδίο από τον οπτήρα της τιμονιέρας. Αν θεωρήσουμε ότι το ύψος του ματιού του οπτήρα ενός πλοίου της εποχής του Ομήρου βρισκόταν περίπου τέσσερα με πέντε μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, τότε η ακτίνα της  ορατότητας του δεν ξεπερνούσε τα 4 με 4,5 μίλια, εν συγκρίσει με σήμερα, όπου από τη γέφυρα ενός σημερινού πλοίου η ορατότητα ξεπερνάει τα 9-10 μίλια.  Να σημειωθεί ότι σε συνθήκες απόλυτης διαύγειας , η ακτίνα του γεωμετρικού ορίζοντα αυξάνεται κατά 7-8% περίπου λόγω της επικρατούσας ατμοσφαιρικής διάθλασης.

Σε συνθήκες όμως μειωμένης ορατότητας  λόγω ομίχλης οι ναυτικοί εκείνης της εποχής που ταξίδευαν χωρίς όργανα, έχαναν σύντομα κάθε αίσθηση προσανατολισμού, αφού το φαινόμενο της κακής ορατότητας μπορεί να διαρκέσει ημέρες και ήταν εντελώς αδύνατο να εντοπίσουν κάποιο σημάδι στεριάς, ένα αστέρι ή ακόμα και τον ήλιο.


Μέτρηση των αποστάσεων την ομηρική εποχή.

Ο τρόπος με τον οποίο εκτιμούσαν οι ναυτικοί της αρχαιότητας τις διανυόμενες αποστάσεις ήταν τελείως διαφορετικός από τον σύγχρονο: μετρούσαν με βάση τον χρόνο δηλαδή μετρούσαν απόσταση σε ημέρες ταξιδιού, και όχι το δίαρμα, επίσης δεν είχαν τρόπο να υπολογίσουν την ταχύτητα και ασφαλώς δεν υπήρχαν χάρτες για το σχεδιασμό της πορείας αλλά ακολουθούσαν εμπειρικά ρότες (στην περίπτωση που το ταξίδι γινόταν σε γνωστές περιοχές) άλλως αν ταξίδευαν σε άγνωστες θάλασσες φρόντιζαν πάντα να βλέπουν στεριά. Η διανυόμενη ημερήσια απόσταση ήταν συνάρτηση του ανέμου και του κυματισμού, αφού καθοριστικό ρόλο  στην ταχύτητα του πλοίου είχαν οι επικρατούσες καιρικές συνθήκες.


Γλωσσάριο

Ανεμολόγιο : Με τον όρο Ανεμολόγιο κυρίως εννοούμε αυτόν της πυξίδας εξ ου και ανεμολόγιο πυξίδας (compass card). Πρόκειται για χάρτινο δίσκο που αναπαριστά τον ορίζοντα, η περιφέρεια του οποίου υποδιαιρείται από 0° έως 360°
Τεταρτοκύκλιο: ο δίσκος του ανεμολογίου διαιρείται σε 4 τεταρτοκύκλια, προς 90 μοίρες έκαστο.
Ανεμόρρομβος: Κάθε τεταρτοκύκλιο, με τη σειρά του, είχε οκτώ μικρότερες υποδιαιρέσεις, τους ανεμόρρομβους που αντιστοιχούσαν σε 11º και 15Ά ο καθένας.
Βαρομετρικό χαμηλό : Πρόκειται για περιοχή όπου επικρατούν χαμηλότερες τιμές ατμοσφαιρικής πίεσης από τις γειτονικές περιοχές
Αντικυκλώνας: Πεδίο υψηλού βαρομετρικού
Ριπαίος άνεμοςο άνεμος του οποίου η ένταση μεταβάλλεται απότομα και παροδικά. Είναι ολιγόλεπτης διάρκειας, επαναλαμβανόμενος κατά μικρά χρονικά διαστήματα.
Αποθαλασσία: Ως Αποθαλασσία ή Σάλος, (κοινώς βουβό κύμα, φουσκοθαλασσιά ή ρεστία – swell / σουέλ), ονομάζεται ο κυματισμός εκείνος που δεν οφείλεται σε καιρικά φαινόμενα στο χρόνο που παρατηρείται αυτός, αλλά σε άνεμο που έπνεε σε προηγούμενο χρόνο, ενίοτε και ημέρες πριν, ή σε άλλη περιοχή. Με απλά λόγια, αποθαλασσία λέγονται τα παρατηρούμενα κύματα που φαίνονται να μην έχουν σχέση με τον επικρατούντα άνεμο στη περιοχή του παρατηρητή τόσο κατά διεύθυνση όσο και κατ΄ ένταση.
Ανεμοσυρμή: δυνατός άνεμος που παρασύρει, το ισχυρό ρεύμα αέρα.
Σπιλιάδα: απότομη ριπή ανέμου
Ρότα: Η πορεία του πλοίου, γραμμή πλεύσης.
Αντενοκάταρτα: Κεραία ή αντένα, αντενοκάταρτα, γενική ονομασία των οριζόντιων ξύλων από τα οποία κρέμονται τα πανιά ενός ιστιοφόρου.
Ξυλάρμενο (συνεκδοχικά) το ακινητοποιημένο ιστιοφόρο, ή οποιοδήποτε πλοίο ή σκάφος, στη θάλασσα, εκτός αγκυροβολημένου ή προσδεδεμένου κάπου, ακυβέρνητος (πλοίο ή σκάφος)
Μουδάρω: μειώνω την ιστιοφορία, σειροδετώ τα πανιά.
Γλήνη: μάτι, η κόρη του οφθαλμού.
Μαϊνάρω (ναυτικός όρος): λασκάρω, κατεβάζω το πανί, την άγκυρα, τη σημαία, ή κάποιο άλλο αντικείμενο σε ένα πλοίο.
Στιγγάρω (ναυτ. όρος) μαζεύω τα πανιά.
Κλυδωνίζομαι: κινούμαι όπως το πλοίο στην τρικυμία, ταρακουνιέμαι
Διατμητικός άνεμος: Απότομη τοπική και χρονική μεταβολή της διεύθυνσης και της ταχύτητας του ανέμου.
Άρμενα: όλα τα απαραίτητα ενός πλοίου για ιστιοδρομία, η αρματωσιά του, τα ξάρτια.
Ούριος άνεμος: χαρακτηρισμός για άνεμο που πνέει προς την κατεύθυνση της κίνησης ενός πλοίου, ευνοϊκός
Ποδίζω : (ναυτικός όρος) βρίσκω προσωρινό καταφύγιο από την κακοκαιρία.
Κόφα: η σκοπιά του παρατηρητή που βρίσκεται πάνω στον ιστό πλοίου, γνωστή σαν "φωλιά του κόρακα",
Γεωμετρικός ορίζοντας : είναι ο κύκλος στην επιφάνεια της θάλασσας που σχηματίζεται από τις εφαπτόμενες στην επιφάνειά της οπτικές ακτίνες του παρατηρητή.
Δίαρμα: η απόσταση που ένα πλοίο διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια.

Βιβλιογραφία
Αρχαίες πηγές
Ομήρου Ιλιάδα
Ομήρου Οδύσσεια
Απολλώνιος Ρόδιος: Αργοναυτικά
Αριστοτέλης: Μετεωρολογικά
Αύλος Γέλιος: Αττικαί Νύκτες
Αρτεμίδωρος: Ονειροκριτικόν,
Διογένης Λαέρτιος: Βίοι και γνμαι των εν σοφί εδοκιμησάντων,
Ευστάθιος: Παρεκβολα ες τν μήρου λιάδα κα δύσσειαν,
Ηρόδοτος: στορίαι,
Ησίοδος.
Θεόφραστος: Περ νέμων,
Παυσανίας: Ελλάδος Περιήγησις,
Στράβων: Γεωγραφικά,

Λεξικά

J.B.Hofmann : Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής.
Μέγα Ετυμολογικόν - Etymologicum magnum –
Ι. Σταματάκος: Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας.
Ιωάννου Πανταζίδου: Λεξικόν Ομηρικόν
Δημητράκου: Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης
Liddell & Scott :Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
Μπαμπινιώτης: Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας
Φωτίου Πατριάρχου: Λέξεων συναγωγή
Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς :Λεξικόν