Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Το ξεμάγεμα και η απομυστικοποίηση της εξουσίας



Curae leves loquuntur, ingentes stupent.
Τα μικρά παράπονα φλυαρούν, τα μεγάλα σωπαίνουν.
Σενέκας, Ιππόλυτος 607


Μα τι γίνεται σ΄αυτόν τον κόσμο; Είναι δυνατόν να απογυμνωθεί ποτέ η εξουσία από τα θέλγητρά της, το μαγνητισμό της, την ιδιαίτερη της αίγλη; Ίσως το πιο ισχυρό διεγερτικό της εξουσίας να είναι αυτή η ιδιάζουσα γαλαξιακή της άλως, αυτή η ακτινοβολία που εκπέμπει. Μπορεί λοιπόν ποτέ να την χάσει; Μα τότε θα συνέβαιναν πράγματα και θαύματα όπως θα έλεγε και ο φίλος μου ο Μιχάλης. Έχουμε ξαναγράψει ότι η εξουσία παραμένει ίδια και απαράλλακτη είτε προέρχεται από την αριστερά, είτε από την δεξιά. Όσο κυνικός και αν είναι αυτός ο εγωμονισμός, όσο απογοητευτική κι αν ακούγεται μια τέτοια διαπίστωση, δυστυχώς αποτελεί μια πολύ πικρή αλήθεια, στ΄αλήθεια. Δείτε την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ που σήμερα κυβερνούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που παλιά επέκριναν και κατήγγελλαν, ήγουν με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και με τους "μισθοσυντήρητους" της Βουλής σε καθαρά διακοσμητικό ρόλο.

Όμως στη χώρα που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα και θάλλει η για πρώτη φθορά αριστερά είναι ολοφάνερο αυτό ακριβώς το γεγονός:  Η εξουσία απομυθοποιείται, απομαγεύεται κάθε μέρα περισσότερο.

Γελάω απλώς με αυτούς που αν ήταν άλλη κυβέρνηση -δικαίως- θα έφριτταν 
με την εικόνα του Ύπατου Αξιωματούχου της χώρας γονατισμένου ανάμεσα σε κληρικούς και στρατιωτικούς (οποίος συμβολισμός;) αλλά τώρα δηλώνουν ότι «είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε Χριστιανού να γονατίζει μπροστά στις κάμερες».    


Είναι πρωτοφανές το γεγονός ότι όλα, συλλήβδην τα ΜΜΕ αλλά και τα αποκαλούμενα social media όταν αναφέρονται στον πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας χρησιμοποιούν το χαϊδευτικό του Πάκης -και μάλιστα περιπαιχτικά, ειρωνικά, απαξιωτικά. Για πρώτη ίσως φορά ο άνθρωπος που βρίσκεται στο ύπατο αξίωμα της χώρας δεν αποπνέει κανένα σεβασμό ως πρόσωπο. Αλλά και αυτός ακόμα ο πρόεδρος της κυβέρνησης της χώρας, σε πόσους σήμερα εμβάλλει έστω και αμυδρά το σεβασμό, αλήθεια ποιος σήμερα ζηλεύει και εποφθαλμιά τη θέση του; Ακόμα και ο πιο ματαιόδοξος, ο πιο μωροφιλόδοξος ο πιο αρχομανής, ακόμα και ο έσχατος, ο πιο ασήμαντος ηγήτορας της αντιπολίτευσης, ειδικότερα τη στιγμή αυτή, δεν ζηλεύει τον Τσίπρα, δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να είναι στη θέση του. Το μέγαρο Μαξίμου μοιάζει, τούτη τη στιγμή, τόπος τιμωρίας. Μα θα μου πει κάποιος, ο Τσίπρας θα ταξιδέψει σε λίγο στην Κίνα, θα δεχτεί τον αργότερα τον Juncker, και συνομιλούσε πριν λίγο με τον Πούτιν ενώ τον έχει δεχθεί και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο. Είτε μας αρέσει, είτε όχι ο Τσίπρας είναι ένας διεθνής αστέρας, έστω και αναλώσιμος. Ή, έστω, έχει αποκτήσει ο ίδιος τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας του Andy Warhol, για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα, και με σαφώς πιο εκθαμβωτική, με παγκόσμια εμβέλεια. Ύστερα όμως τι; Πως θα είναι το φινάλε όλης αυτής της φαντασμαγορίας, της πλαναισθησίας, αυτής της αυταπάτης;

Αν δεν έχουμε χάσει τελείως τη νοημοσύνη μας και αν δεν μας έχει απορροφήσει αυτός ο υδαρής χυλός της καθημερινότητας και των ανόητων προτύπων που τα συστημικά ΜΜΕ προβάλλουν, όλο αυτό το "γκλάμουρους" του Τσίπρα είναι μάταιο και κανένα όφελος δεν προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο αλλά και ενέχει κινδύνους για το παρόν αλλά και για το μέλλον της χώρας. Ποιος αμφισβητεί σήμερα πως ο Τσίπρας, έστω και αν δεν καθίσει στο άμεσο μέλλον στο σκαμνί κάποιου ειδικού δικαστηρίου, δεν θα πρέπει να απολογηθεί στην αμείλικτη κρίση της ιστορίας;

Έτσι λοιπόν για το παιδί με το πλατύ αθώο χαμόγελο και τα ευφάνταστα όνειρα, τώρα πια αποδείχτηκε πως δεν ήταν καθόλου αθώο, το παιδί, και ευφάνταστα τα όνειρα, αλλά μωροφιλοδοξίες και ματαιοδοξία μάλλον, που κατέληξε σε πραγματικό εφιάλτη για όλους μας.




Δεν τον ζηλεύω λοιπόν καθόλου έστω κι αν πήγε στην Ουάσινγκτον ή Το Πεκίνο και είδε να γελάει πίσω από την πλάτη του ο ίδιος ο Κλίντον με το σατανικό χαμόγελο του Ρασπούτιν. Ή, αν οι άσπονδοι φίλοι του στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες τρίβουν τα χέρια τους με ενθουσιασμό μετά από κάθε μυστική ή φανερή διαβούλευση μαζί του, μετά από κάθε καινούργια εκχώρηση του, μετά από κάθε αναμενόμενη ή απρομελέτητη κωλοτούμπα τόσο αυτού όσο και των χαμογελαστών παιδιών που εκείνος κανοναρχεί. Ποιος ζηλεύει τώρα το κλέος του έλληνα πρωθυπουργού, του Αλέξη Τσίπρα, ή τους αεσίφρονες υπουργούς του, ή την αδιάσπαστη, λόγω λίστας, κοινοβουλευτική του ομάδα στην οποία κυριαρχεί η δημοκρατία του κοιμητηρίου; Σε τι διαφέρει ο δεξιός αστός Λιάπης από τον δήθεν αριστερό αστό Φλαμπουράρη; Απλώς ο τελευταίος χρησιμοποιεί περισσότερα αυτοκίνητα και περιφρουρείται από περισσότερους αστυνομικούς. Μαξιμαλισμός!

Ποτέ άλλοτε, το ξαναλέω, ποτέ άλλοτε τη χώρα δεν την εκπροσωπούσαν στο κοινοβούλιο άτομα τόσο σιγηλού, τόσο ευτελούς επιπέδου. Ποτέ άλλοτε τόσο ασήμαντοι, αεσίφρονες και μικρόνοες άνθρωποι δεν είχαν επιδράμει για να κορδακίζονται αναιδώς στο κοινοβούλιο των Ελλήνων. Και δεν εννοώ βέβαια μόνο τη χρυσή αυγή. Και ούτε βέβαια διαθέταμε ποτέ τόσο ασήμαντους, τόσο υποβαθμισμένους, τόσο κομπλεξικούς υπουργούς ή ανώτατους δημόσιους λειτουργούς όπως σήμερα.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα αποδεχόμασταν ότι ανέκαθεν η εξουσία παρήγαγε γέλιο. Ανέκαθεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης για σκιτσογράφους, κωμωδιογράφους, συγγραφείς επιθεωρήσεων και ηθοποιούς που ανέβαιναν στο παλκοσένικο μόνο και μόνο για να καυτηριάσουν αλλά και να σατιρίσουν τις πράξεις και τα πρόσωπα της εκάστοτε κυβέρνησης ή τους ποικιλόχρωμους αρχηγούς των κομμάτων. Θυμηθείτε εδώ τις αξέχαστες γελοιογραφίες που εμφάνιζαν τον Τσάτσο με τη γνωστή κότα που την κρατάει από το λουρί, το παρδαλό κατσίκι που συνόδευε τον Τσαλδάρη αλλά και τη σάτιρα στον Καραμανλή για τα φρύδια του, καθώς επίσης και τον μπαμπά Αντρέα και τον υιό Γιωργάκη 

Και τώρα; Μα τώρα που η πραγματικότητα ξεπερνά το γελοίο, έχουν στομώσει και οι πένες αλλά και οι εμπνεύσεις τόσο των σκιτσογράφων όσο και των κωμωδιογράφων. Πώς να κάνεις ένα σκετς γελοιοποιώντας ας πούμε τον Τσίπρα, όταν η πραγματικότητα ξεπερνάει και τους γελοιογράφους. Τι να σατιρίσεις ας πούμε από τον Κατρούγκαλο, είναι γνωστό ότι δεν γίνεται κανείς γελοίος με τις ιδιότητες που έχει, αλλά με τις ιδιότητες που προσποιείται ότι έχει. Τώρα, η ίδια η υπάρχουσα κατάσταση είναι γεμάτη από κωμικές σκηνές, γκάφες, ευτράπελα παρωδίες, μια γκροτέσκα εικόνα, ώστε ως εκ τούτου να προκαλείται αυθόρμητος ο γέλως (περί κλαυσίγελου μάλλον πρόκειται) αλλά και θυμός και αγανάκτηση και βαθιά απογοήτευση. Φερ´ ειπείν η διαπίστωση προσφάτως των κυβερνώντων ότι είναι αντισυνταγματική μια αντικυβερνητική συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Η κοινωνία αρχίζει να αποδέχεται μοιρολατρικά την κατάσταση και η απόγνωση του κόσμου είναι τέτοια που κανένα πενάκι σκιτσογράφου ή γραφίδα γελοιογράφου δεν μπορεί να ξεπεράσει... Το Μαξίμου είναι, καιρό τώρα, περίκλειστο και απροσπέλαστο από οποιαδήποτε πρόσβαση, περιφρουρούμενο από τις ειδικές αστυνομικές μονάδες, και κανένας εκ των υπουργών δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερα και πόσο μάλλον να εμφανιστεί και να παραστεί δημόσια σε διάφορες εκδηλώσεις. Η αριστερή κυβέρνηση τρομάζει πλέον και δεν θέλει πολλά-πολλά με τον λαό της!
Η πλήρης απομυθοποίηση και απομυστικοποίηση της μαγικής έλξης της εξουσίας! 

Η παταγώδης αποτυχία, η απόλυτη διακωμώδηση, ο απόλυτος διασυρμός της κυβέρνησης των Συριζα-ανέλ, του Κουίκ, του Σκουρλέτη, του Κατρούγκαλου ή της Τζάκρη, η ολική της αποκάρωση έχει αποστερήσει από κωμωδιογράφους και σατιρικούς τα βασικά εργαλεία, τα όπλα της δουλειάς τους. Και πιστέψτε με, είμαστε ακόμα στην αρχή.

Ο θίασος του παραλόγου, της εξωφρενικής γελοιότητας μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ. Κατέστησε πάλι επίκαιρο τον στίχο του Σεφέρη: "Κύριε, όχι με αυτούς, ας γίνει αλλιώς το θέλημά Σου"





Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Σημειώσεις από την Ιλιάδα.



Τους τελευταίους στίχους της Β' Ραψωδίας της Ιλιάδας, ο Όμηρος τους αφιερώνει στην απαρίθμηση των στρατευμάτων εκείνων που  ήταν σύμμαχοι με τους Τρώες. Ανάμεσα στους άλλους, αναφέρεται  και σε μια ομάδα πολεμιστών που επικεφαλής ήταν κάποιος Πάνδαρος. (κλικ εδώ)

Ο δ Zέλειαv vαιον πα πόδα νείατον δης
φνειο πίνοντες δωρ μέλαν Ασήποιο
Τρες, τν ατ' ρχε Λυκάονος γλας υἱὸς
Πάνδαρος, κα τόξον πόλλων ατς δωκεν.
Ιλιάδα Β΄824-827

Όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει περίπου τα εξής:

Οι Τρώες πάλι που κατοικούσαν στη Ζέλεια, κάτω από
την τελευταία υπώρεια της Ίδας, πλούσιοι, που έπιναν το σκοτεινό νερό του Αίσηπου, αυτοί είχαν αρχηγό το λαμπρό γιο του Λυκάονα, τον Πάνδαρο, που, το τόξο του του το είχε χαρίσει ο ίδιος ο Απόλλωνας.

Κι έτσι ο Όμηρος μας δίνει την ευκαιρία να πληροφορηθούμε και να γνωρίσουμε τον Πάνδαρο. Έναν από τους σχετικά άγνωστους και άσημους κομπάρσους στην Ιλιάδα, που όμως η περίπτωσή του θα άξιζε μια δεύτερη ματιά...

Αυτός ο Πάνδαρος, μας πληροφορεί ο Όμηρος, ήταν τοξότης και μάλιστα ξακουστός τοξευτής.

Και ήταν φημισμένος τοξευτής ακριβώς επειδή κατά πως μας παραδίδει ο ‘Ομηρος " κα τόξον πόλλων ατς δωκεν".

Ερώτηση:

Ακριβολογεί όμως ο Όμηρος όταν λέει πως "το τόξο του το είχε δωρίσει ο ίδιος ο Απόλλωνας".

Απάντηση:

Όλα δείχνουν πως ο Όμηρος ακριβολογεί (όμως εμείς, για να αποφύγουμε άσκοπες θεολογικές προστριβές με τα άθεα και με τα πολύθεα και τα ημιάθεα αδέρφια μας, ας δεχτούμε απλώς ότι ο Όμηρος ίσως ακριβολογεί αλλά ίσως και να μιλάει μεταφορικά).

Προσέξτε τώρα:

Σε κάθε περίπτωση, ο Όμηρος αποφεύγει να μας διαφωτίσει για ποιόν στην ευχή λόγο ο Φοίβος διάλεξε να δώσει το τόξο τον Πάνδαρο. Τουτέστιν, αποφεύγει να μας διευκρινίσει αν ο Πάνδαρος αξιολογήθηκε από τον θεό πως ήταν ο πιο άξιος πιο ικανός ή ακόμα και πιο εκλεκτός, για να του δωρίσει το τόξο.

Προφανώς δεν τον απασχολεί καθόλου αυτό τον ραψωδό μας, διότι εν προκειμένω το ζήτημα που τον απασχολεί είναι να μπούμε στον πειρασμό και να αναλογισθούμε τι ακριβώς σημαίνει να έχει κάποιος ένα θείο δώρο ή χάρισμα.

Και μη φανταστείτε ότι στο μυαλό αλλά και στο έργο του ποιητή μας (αλλά και της Μούσας του) είναι τόσο ασύνηθες το γεγονός να έχει κάποιος ένα θείο δώρο ή χάρισμα. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: Ο Όμηρος περιγράφει στα έπη του έναν κόσμο γεμάτο θεούς, με τους θεούς να παρεμβαίνουν ακατάπαυστα και αδιάπτωτα και καθοριστικά στις ανθρώπινες υποθέσεις.Παίρνουν μέρος σε μάχες, και στα δύο στρατόπεδα, προστατεύουν και προφυλάσσουν θνητούς, τους εγχειρίζουν δώρα και θεία χαρίσματα... Ένα εκ των οποίων (ένα ανάμεσα στα τόσα πολλά σε τόσους πολλούς) είναι και το δοξάρι του Πάνδαρου.

Η πολεμική ικανότητα του τοξευτή Πανδάρου, συνεπώς, και η φήμη του, οφειλόταν στο τόξο που του είχε δώσει ο ίδιος ο Φοίβος -ότι κι αν σημαίνει η φράση. Σε αυτό ακριβώς το τόξο οφειλόταν η δόξα του Πάνδαρου, αυτό τον είχε κάνει περιβόητο, αυτό τον είχε κάνει απαραίτητο στην άμυνα της Τροίας. Η δύναμη του ήταν το τόξο του. Το τόξο του ήταν που τον έκανε δυναμικό ηγέτη του λαού του. Αν δεν το είχε, πιθανώς θα ήταν ένας απλός πολεμιστής και κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα είχε μείνει στην αιωνιότητα εφόσον δεν θα υπήρχε λόγος να τον αναφέρει ο Όμηρος.

Τον Πάνδαρο τον ξαναβρίσκουμε στην Δ΄ ραψωδία της Ιλιάδας.
Βέβαια  προκειμένου να κατανοήσουμε τι έχει συμβεί, καλό θα ήταν να αναφερθούμε πρώτα (περιληπτικά) σε όσα έχουν γίνει στην Γ΄ ραψωδία.

Η κατάσταση των πραγμάτων στην συγκεκριμένη στιγμή του έπους είναι η εξής:

Στην Γ΄ ραψωδία, οι Δαναοί και οι Τρώες έχουν αποδεχτεί να λύσουν τις διαφορές τους με μια μονομαχία μεταξύ του απατημένου Μενέλαου, με τον Αλέξανδρο- Πάρι, τον άνθρωπο που άρπαξε την Ελένη. Όποιος από τους δύο επικρατήσει στη μονομαχία θα πάρει για πάντα την Ελένη (μαζί με τους υπόλοιπους θησαυρούς που βούτηξε ο Πάρις), κι ύστερα οι δυο εμπόλεμες πλευρές θα κάνουν ειρήνη και οι Αχαιοί θα γυρίσουν στα σπίτια τους δίχως άλλες απαιτήσεις.

Όντως αρχίζουν να μονομαχούν και η μονομαχία κλίνει υπέρ του Μενελάου και εις βάρος του Πάρι, όταν ξαφνικά και απρόσμενα έχουμε θεϊκή εμπλοκή: Η Αφροδίτη σπεύδει να διασώσει -και σώζει- τη ζωή του Πάρι, μεταφέροντάς τον μέσα στα περίκλειστα τείχη της Τροίας.

Άνευ λόγου και ουσίας λοιπόν η προηγηθείσα συμφωνία των εμπολέμων. Ο Πάρις σώζεται, ως εκ τούτου οι ξαφνιασμένοι Τρώες υποστηρίζουν πως το αποτέλεσμα της μονομαχίας είναι ισόπαλο, ενώ οι -επίσης ξαφνιασμένοι- Αχαιοί ισχυρίζονται πως ο Μενέλαος νίκησε αφού ο Πάρις εγκατέλειψε τη μονομαχία, κατά συνέπεια πρέπει να τους παραδοθεί η Ελένη και οι υπόλοιποι θησαυροί που άρπαξε ο Πάρις απ' την Σπάρτη -μαζί με κάποιες  εύλογες πολεμικές αποζημιώσεις - και μετά ο καθένας να γυρίσει στο σπίτι του και στις δουλειές του.

Συγχρόνως με όλα αυτά οι θεοί (εκτός της Αφροδίτης, προφανώς) κάνουν μια καθ΄ όλα δημοκρατική συνέλευση σε ένα αμφιθέατρο κάπου στον Όλυμπο. Αποφασίζουν ότι το σωστό θα ήταν να μην διευκολύνουν το ειρηνευτικό σχέδιο που σχεδίασαν οι θνητοί -αντίθετα να παρέμβουν, ώστε να ανάψουν ξανά οι μάχες ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.

Τώρα θα μου πείτε "καλά, τι είδους θεοί είναι αυτοί ώστε να επικροτούν τον πόλεμο και όχι την ειρήνη;" ... και θα σας απαντήσω ότι δεν γνωρίζω, γνωρίζω μόνο ότι "πόλεμος πατήρ πάντων" όπως έλεγε ο ένας αρχαίος μπάρμπας μου, και "η βία είναι η μαμή της ιστορίας" έλεγε ένας άλλος πιο νεώτερος μπάρμπας.

Δεν γνωρίζω λοιπόν αν οι Ολύμπιοι θεοί είχαν διαβάσει Μαρξ και Ηράκλειτο -ή, ίσως, ο Μαρξ και ο Ηράκλειτος- το πιθανότερο- να πήραν γραμμή απ' τους Ολύμπιους, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση, ψήφισαν βία και πόλεμο.

Την υλοποίηση της απόφασής τους οι Ολύμπιοι την ανέθεσαν στην Αθηνά.

Η Αθηνά κατεβαίνει σαν "αστροβολίδα" απ' την οποία "πολλο π σπινθρες ενται", που πετάει σπίθες δηλαδή, (δεν ξέρω αν εδώ με αυτές οι λέξεις ο Όμηρος σηματοδοτεί κάποιο φυσικό φαινόμενο- ενδεχομένως- ένα φωτεινό μετέωρο που εισέρχεται στην ατμόσφαιρα) και μόλις καταφτάνει στο στρατόπεδο των Τρώων (οι οποίοι κοιτούν σαστισμένοι το φυσικό φαινόμενο), παίρνει τη μορφή ενός Τρώα του Λαόδοκου γιού του Αντηνορίδη και...

Κι ωστόσο μες στο πλήθος
των Τρώων γύριζε η θεά με την μορφήν ανθρώπου,
του ανδρειωμένου μαχητού Λαοδόκου Αντηνορίδη
ζητώντας του Λυκάονος το δοξασμένο αγόρι,
τον πολεμάρχον Πάνδαρον. Τον ήβρε που εστεκόταν
στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων,
που ήλθαν απ’ τον Αίσηπον μαζί του στην Τρωάδα.
Σιμά του εστήθη κι έλεγε με λόγια φτερωμένα:

«Θενά πεισθής, σ’ ότι θα ειπώ, Λυκαονίδη ανδρείε;
Θα ετόλμας στον Μενέλαον γοργό να σύρης βέλος;
Δόξαν απ’ όλον τον λαόν και χάριν θ’ απολαύσης
και ο βασιλέας μάλιστα θα σε τιμήση ο Πάρις.
Πρώτος αυτός με υπέρτιμα θα σε ανταμείψη δώρα,
εάν ιδή στην θλιβεράν πυράν ανεβασμένον
τον δυνατόν Μενέλαον από δικό του ακόντι.
Εμπρός, λοιπόν, ακόντισε τον ένδοξον Ατρείδην,
αφού στον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
αρνιών πρωτόγονων ταχθής να σφάξης εκατόμβην,
άμα στην θείαν  Ζέλειαν, στο σπίτι σου, γυρίσης.».
Στα λόγια τούτα επείσθηκεν ο ανόητος
Ιλιάδα ραψ. Δ΄84-104

Και πραγματικά, ο Πάνδαρος κάνει αυτό που του υπέδειξε η Αθηνά:

Αρπάζει το τόξο του, κάνει μια δέηση στον Απόλλωνα και σημαδεύει τον Μενέλαο.

Όμως, μολονότι ο Πάνδαρος τοξεύει σωστά και πετυχαίνει τον Μενέλαο, ο Μενέλαος γλιτώνει επειδή η Αθηνά παρεμβαίνει "ς τε μήτηρ παιδς έργ μυαν θ δέϊ λέξεται πν" ("καθώς μητέρα διώχνει μύγαν από το βρέφος της, ενώ γλυκά κοιμάται"), και ο Μενέλαος απλώς τραυματίζεται -αλλά επιζεί.

Μετά το συμβάν αυτό είναι σαφές ότι οι Τρώες έχουν οριστικά καταπατήσει τη συμφωνία- και ο πόλεμος ξαναρχίζει.

Θα μου πείτε τώρα,

*Τι νόημα έχει το να σκοπεύει κάποιος με το τόξο που του έχει δωρίσει ο ίδιος ο Απόλλωνας αν είναι να επεμβαίνει η Παλλάδα και να ακυρώνει τη στόχευση του τοξευτή;

*Επίσης, για ποιό λόγο η Μούσα οδήγησε τον ποιητή να ονομάσει "ανόητο" (άφρονα στο κείμενο) τον Πάνδαρο; Για ποιό λόγο είναι "ανόητος" και άφρων εφόσον απλώς υπάκουσε στην προτροπή της θεάς -που είναι η θεά της φρόνησης;

*Και, εν κατακλείδι, που είναι ο Φοίβος και γιατί δεν προστατεύει την τιμή του τόξου του;

Και, υποθέτω, καθώς με ρωτάτε κάτι τέτοια, αρχίζει μέσα σας να σχηματοποιείται μια ιδέα που αναλύεται κάπως έτσι "τα δώρα των θεών δίδονται στους ανθρώπους όχι τόσο για την καλοπέραση αυτών των ίδιων, όσο για την εκτέλεση των απώτερων σχεδίων των θεών".

Ελπίζω να μην αρχίσετε τα παράπονα:

Δεν είναι δα και τόσο κακό το να ματαιώνονται τα σχέδια των θνητών. Πάντοτε ότι σχεδιάζουν οι θεοί είναι πιο σωστό.

Ο τοξευτής Πάνδαρος μετά από την αστοχία έχει μείνει κάγκελο και αναρωτιέται τι πήγε στραβά.

Στη συνέχεια τώρα…

Στην πέμπτη ραψωδία της Ιλιάδας, η Αθηνά συνεχίζοντας την παρέμβασή της εμψυχώνει και ενθαρρύνει τον Διομήδη, ο οποίος  με την παρότρυνση και τη συμπαράσταση και τα χαρίσματα που του δίνει η Παλλάδα, νικάει κατά κράτος τους Τρώες. Οι Τρώες πανικόβλητοι τρέχουν να κλειστούν στα τείχη και ο γιός του Τυδέα τους κατατροπώνει.

Ο Αινείας, ένας από τους βασικούς υπερασπιστές της Τροίας, προ του κινδύνου, ψάχνει πανικόβλητος τον Πάνδαρο με το τόξο που του είχε δωρίσει ο Απόλλωνας, προκειμένου να βοηθήσει να αναχαιτιστεί η φοβερή επίθεση του Διομήδη συνεπικουρούμενου υπό της Αθηνάς.

Λέει ο Όμηρος -σε μετάφραση του Πάλη, βέβαια:

Τότε ο Αινείας τον θωράει που λιάνιζε τους λόχους,
και τρέχει μέσα απ' τη σφαγή και των σπαθιών τους χτύπους,
τον παινεμένο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας.
Και βρήκε του Λυκά το γιο, αρχοντονιό αντριωμένο,
και πάει μπροστά του στέκεται και του μιλεί διό λόγια  
« Πάνταρε, πούναι η φήμη σου, πού οι φτερωτές σαΐτες
» και το δοξάρι, όπου κανείς εδώ άντρας δε σου βγαίνει
» μήτε παινιέται στη Λυκία πως σούναι ανότερός σου ;
» Μόνε στο Δία σήκωσε τα χέρια, κι' έλα τώρα
» τον άντρα αφτόν σαΐτεψ' τον που βλέπεις νά ! εκεί κάτου  
» όλους νικάει, κι' αφάνισε σημαντικά τους Τρώες,
» γιατί πολλών παλικαριών τους έχει φάει το μάτι,
» εξόν αν είναι αφτός θεός, που τούλειψαν σφαχτά μας
» και θύμωσε έτσι. Των θεών βαριά η οργή πλακώνει.»
Τότε ο λεβέντης Πάνταρος γυρίζει και του κάνει
« Αινεία, δημογέροντα των αλογάδων Τρώων,  
» σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ' όλα,
» απ' την ασπίδα κρίνοντας κι' απ' το χαλκένιο κράνος
» κι' απ' τ' άτια· μα καλά θεός κι' αν είναι δεν κατέχω.
» Μα αν είναι αφτός που εγώ θαρρώ, αν ο Διομήδης είναι,
» με δίχως χέρι αφτός θεού δεν κάνει τόσο θρήνος,  
» μόν κάπιος δίπλα τον βοηθάει θεός, κουκουλωμένος  
» με καταχνιά. Τι τούρηξα πολιώρα και τον βρήκα  
» δεξά στον ώμο, διάμεσα του τσαπραζού ως αντίκρυ·
» κι' έλεγα εγώ πως τούσκαψα το λάκκο, μα στον τόπο  
» δεν έμεινε... κάπιος μαθές θεός μας κατατρέχει.
» Έπειτα εδώ με πιά άλογα κι' αμάξι θες να σύρω ;
» Έ στου Λυκα τ' αρχοντικό ως έντεκά 'ναι αμάξα
» γερά καινούργια διαλεχτά, μ' ολόγυρα απλωμένα
» σεντόνια, και στου καθενός το πλάι από 'να στέκει  
» ζεβγάρι, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι.
» Σαν ξεκινούσα νάρθω εδώ, πολλές φορές μου τόπε
» ο γερο-ακοντιστής Λυκάς μες στ' όμορφό μας σπίτι·
» μες στο ζεμένο μούλεγε αμάξι να καθήσω
» κι' έτσι στης μάχης την καρδιά να τρέχω με τους πρώτους.  
» Μα εγώ δεν άκουγα, και νά! σα σκύλος μετανιώνω.
» Τα ζα λυπόμουν πούμαθαν να μου καλοχορταίνουν,
» μήπως τους λείψει εδώ ταγή μέσα σε τόσον κόσμο.
» Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι
» όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν.  
» Σε διό απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη
» και το Μενέλα, και τους διό τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο
» τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.
» Για αφτό δεν πήρα σε καλό το γυριστό δοξάρι
» τη μέρα εκείνη απ' το καρφί, σαν ξεκινούσα ο έρμος  
» να φέρω εδώ στον Έχτορα βοήθια και στους Τρώες.
» Μα να γυρίσω μιά φορά και να θωρήσω πάλι
» τη λατρεφτή πατρίδα μου, τ' αγαπητό μου τέρι,
» και στ' αψηλόσκεπο να μπω μεγάλο αρχοντικό μας,
» κι' ας μου το κόψει χέρι οχτρού αμέσως το κεφάλι,
» αν δεν το σπάσω εγώ σε διό και στη φωτιά αν δε ρήξω  
» τ' όπλο που βλέπεις, επειδής το κουβαλάω του κάκου !»
Ιλιάδα ραψ. Ε΄166-216

Εδώ ο Πάνδαρος προσυπογράφει την καταδίκη του. Δηλώνει πως από τούδε και στο εξής δεν πρόκειται να ξαναχρησιμοποιήσει το τόξο που του είχε δώσει ο Απόλλωνας. Το θεωρεί πλέον άχρηστο δώρο, ένα αντικείμενο που άδικα το κουβαλάει μαζί του. Μόνο και μόνο επειδή σώθηκαν δύο από τους εχθρούς που χτύπησε με το δοξάρι του, είναι βέβαιος πως ο Φοιβος τον ξεγέλασε. Ως εκ τούτου απορρίπτει το δώρο του Φοίβου. Θεωρεί τον Απόλλωνα ως έναν μπαμπέση θεό που προσφέρει ανώφελα δώρα στους θνητούς.

Ως εκ τούτου αποφασίζει, και διαπράττει το μοιραίο λάθος:  Φεύγει μαζί με τον Αινεία αποφασισμένος να αντιμετωπίσει  τον Διομήδη όχι με το δοξάρι που του είχε χαρίσει ο Απόλλωνας αλλά πολεμώντας με συμβατικά όπλα.

Τη σκηνή την περιγράφει κάπως έτσι ο ποιητής μας:

Κι' έπιασε πρώτος του Λυκά ο γιος ναν του μιλήσει
« Σκληρόκαρδε πολεμιστή, γιε του λαμπρού Τυδέα,
» λοιπόν δε σ' έφαγε η γοργή ρηξά, η πικρή σαΐτα·
» μα ας δούμε πάλι αν θα σε βρω με το κοντάρι τώρα ! »
Είπε, και σιώντας τίναξε το σουγλερό κοντάρι   
και στην ασπίδα τον βαράει· κι' εκείνη ως πέρα πέρα
πετάει, η μύτη η χάλκινη, και μπαίνει στα τσαπράζα.
Κι' έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μιά φωνή μεγάλη
« Σούσκισα ως μέσα την κοιλιά! Πολύ δε θα βαστάξεις
» λέω όρθιος πια, και μούδωκες μεγάλη εμένα δόξα !»     
Μα δίχως φόβο απάντησε ο δυνατός Διομήδης
« Δε βρήκες, πάρα αστόχησες. Μα εσείς θαρρώ ποτές σας
» δε θα τελιώστε, μοναχά σαν πέσει ο ένας χάμου
» κι' η γης ρουφήξει αχόρταγη το αίμας του το μάβρο.»
Είπε και ρήχνει. Κι' έστειλε του Δία η κόρη τ' όπλο  
στη μύτη, εκεί στο μάτι του σιμά, κι' αντίκρυ ο στόκος
βγήκε στο σνίχι κόβοντας τα δυό σβερκοποντίκια.
Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του,  
πλούμια χαλκένια ολόλαμπρη, και φέβγουν δίπλα τ' άτια·    
κι' άγλυκος χάρος την ψυχή τού πήρε και τη νιότη.
Ιλιάδα Ε΄276-296


Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του τοξευτή Πανδάρου, φίλοι μου, και αναλογιζόμενος την μικρή-θλιβερή ιστορία του μακάρι να διέθετα, δώρο απ΄ τους θεούς, το τάλαντο, να μπορούσα να συνθέσω μια μπαλάντα για το παλικάρι, τον Πάνδαρο, ο οποίος δεν κατανόησε -ή ίσως το πήρε χαμπάρι όταν ήταν πλέον αργά- για ποιο λόγο προσφέρονται στους θνητούς τα δώρα των θεών.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Το κλάμα ως ουσιοκρατική οντολογία της αριστεράς






Στην τελευταία, πολύ σημαντική, συνεδρίαση στο κοινοβούλιο  οι βουλευτές του Σύριζα ψήφιζαν ομοθυμαδόν κλαίγοντας, ψήφιζαν μέσα σε λυγμούς και κροκοδείλια δάκρυα, ψήφιζαν και με τα δύο χέρια, αλλά δακρυσμένοι, ψήφιζαν όλα αυτά που συγχρόνως κατήγγειλαν ως δοσιλογικά, προδοτικά και δυσβάσταχτα και για τον κόσμο και τους εργαζομένους. Πρόκειται για ένα φαιδρό μεν αντιληπτό όμως γεγονός που αποδεικνύει πόσο κοντά είναι η ενασχόληση της πολιτικής με το θέατρο, τις τεχνικές παραπλάνησης, θαμπώματος του λαού και παραπληροφόρησης και γενικά όλα αυτά τα τεχνουργήματα τα οποία διαθέτουν οι μηχανισμοί προπαγάνδας και το marketing της εξουσίας για να χειραγωγήσει, για να εξαναγκάσει, για να υποδουλώσει και για να πειθαναγκάσει, εντέλει, τα πλήθη.

Βέβαια είναι δουλειά των ειδικών να αναλύσουν την προέλευση του συνεχούς χαμόγελου των Συριζαίων ως επακόλουθο της βαθιάς ευδαιμονίας του να είσαι πλέον εξουσία. (Δεν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει το συνεχές, αφ' υψηλού χαμόγελο της κυρίας Τασίας από τα έδρανα του προεδρείου της Βουλής ).Τα ανεπιτήδεια γελάκια και τα επαναληπτικά χαχανητά των κυβερνώντων έχουν αρχή και - όπως πιθανολογώ - τέλος στο χαμόγελο του παιδιού, το ασυναγώνιστο μειδίαμα του Αλέξη μας. Το σημαντικότερο πολιτικό του επιχείρημα. Ο οδυρμός όμως, ο πόνος, ο μαρασμός, η ξινίλα ώρες-ώρες, η γκρίνια και η κλάψα κάποιες άλλες, έρχονται από το φόντο του χρόνου και έχουν γιγάντια παράδοση στην ιστορία της αριστεράς. Αποτελούν τρόπο τινά το βαθύτερο κισμέτι της, την ιστορική κληρονομιά της, την μεταφυσική της.

Μπορεί ο κλαυθμός να πνίγει τον ορθό λόγο και ο οδυρμός την κοινή λογική; Μπορεί να είναι επίπλαστο άλλοθι στις κάθε λογής κωλοτούμπες; Επιτρέπεται, με άλλα λόγια, ένα σύνδρομο "Μάρθας Βούρτση" κατ ευθείαν από τις Ελληνικές ταινίες του '60 και του '70, να βασανίζει την πολιτική - και την αισθητική - του σήμερα; 

Η ελληνική αριστερά έχει και ένα ακόμα χαρακτηριστικό: Είναι στιγματισμένη καθώς ηττήθηκε στον εμφύλιο, και ντροπιασμένη στις φυλακές και στα ξερονήσια, όπου χιλιάδες ανθρώπινα δράματα στιγμάτισαν επί χρόνια συμπεριφορές και νοοτροπίες. Ο καλός αριστερός άρα, οφείλει να είναι συνετός και κάπως σκυθρωπός όπως ο σύντροφος Κουτσούμπας. Αποφεύγει τα χαζοχαρούμενα γελάκια και αρέσκεται στον πόνο. Ακούει Καζαντζίδη και όχι τον Βιολάρη ή τον Δάκη και γνωρίζει ότι "το μερτικό του απ´ τη χαρά το έχουν πάρει άλλοι ..." Ειρήσθω εν παρόδω. Επειδή ...στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή. Και από αύριο πάλι, πίκρα και καημός... Αχ νάταν η ζωή μας Σαββατόβραδο! Κι ο Χάρος να 'ρχονταν μια Κυριακή το βράδυ!

Αυτή η αισθητική της κλαψομουνίασης και αυτή η οπτική έχουν γαλουχήσει γενιές και γενιές "κατατρεγμένων" κατασκευάζοντας αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί ψευδο-ιδεολογία σε τρόπον ώστε επί σειρά ετών σε κάτι γιορτές στις Πρέσπες αλλά και αλλού, πρωτοκλασάτοι υπουργοί του πασοκ, όπως ο Βενιζέλος και ο Άκης, ο Λιάνης και άλλοι, αγκαλιασμένοι να τραγουδάνε έμπλεοι συγκίνησης: Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη μας κυνήγησες… ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ… μας αδίκησες (sic)! Γι’ αυτό σας λέω. Είναι μεταφυσικό το κακό!

Επίσης ο αισθαντικός λαϊκός αοιδός απηχώντας ρητά άλλες εποχές και συνθήκες απαξιώνει την ευχαρίστηση της εργασίας θεωρώντας την εξ ορισμού βάσανο και σκλαβιά. Άλλο όμως να δουλεύει κάποιος στο ορυχείο από το γλυκοχάραμα κι άλλο αργόσχολος στο δημόσιο με πλαστό πτυχίο και ικανοποιητικές αποδοχές. Άλλο να είσαι στις φάμπρικες της Γερμανίας κι άλλο υπάλληλος στην Εφορία Καλαμάτας. Και τώρα που η κρίση και συνδικαλιστές έκλεισαν και βιοτεχνίες και εργοστάσια και επιχειρήσεις και μικρομάγαζα και ναυπηγεία, τώρα, τί κάνουμε τώρα; Κλαίμε με μαύρο δάκρυ και αυτή τη φορά υπάρχει σοβαρός λόγος!

Επειδή συνειδητοποιήσαμε όλοι πια, σήμερα, με τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, άστεγους, και πεινασμένους, το μέγεθος της παράνοιας και ότι αυτό που θα κληρονομήσουμε στα παιδιά μας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα μέλλον που διαγράφεται αβέβαιο και ζοφερό.

Η εργασία δεν είναι μόνο ταλαιπωρία και κόπος και ιδρώτας αλλά είναι και χαρά και επιβεβαίωση και έκφανση και προσφορά στο σύνολο και ουσιαστική ατομική δικαίωση. Εκτός κι αν η μόνη, επιθυμητή και ελκυστική, μορφή εργασίας είναι το δια βίου βόλεμα, με τις ευλογίες του πολιτικού συστήματος στο Δημόσιο.

Συντεχνιακές ομάδες, τυφλωμένες από την αβεβαιότητα της κρίσης στρέφονται η μια εναντίον της άλλης και όλες μαζί εναντίον ενός κράτους αξιολύπητου, θλιβερού και χρεοκοπημένου. Ιδού τα επέκεινα του χρόνιου λαϊκισμού, της κολακείας του συλλογικού ασυνείδητου - ο πάντοτε αθώος και απόκληρος αλλά περιούσιος, αυτός λαός και η αυταπάτη ότι οι ξένοι μόνιμα τον επιβουλεύονται - εθισμός σε βολικούς αλλά λίαν επικίνδυνους αστικούς μύθους. "Και συ λαέ βασανισμένε" που τραγουδούσε στη μεταπολίτευση ο Μίκης αλλά ύστερα τα βάσανα της επταετίας μεταμορφώθηκαν στους νταλκάδες του σκυλάδικου και στη "δυστυχία" όσων δεν ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές των λάιφ στάιλ περιοδικών της εποχής ως προς το γκλάμουρους και τη μούρη.

Ιδού η εθνική σχιζοφρένεια αλλά και η μυθολογία της μεταπολίτευσης που μας έφτασαν ως εδώ. Μύθους που άλλωστε κοινοποιούσαν και προπαγάνδιζαν έντονα τα τελευταία χρόνια και τα δεσπόζοντα μέσα ενημέρωσης, ιδιωτικά και δημόσια, με πρωτεργάτες αυτής της εξαπάτησης τους δημοσιογράφους οι οποίοι σε ρόλο διανοητών στην θέση των απόντων διανοουμένων και ως οι αποκλειστικοί καθοδηγητές της κοινής γνώμης, έπαιξαν στην κυριολεξία το χειρότερο παιχνίδι στις πλάτες του κοσμάκη, επικυρώνοντας τα ψεύδη της εξουσίας, αποπροσανατολίζοντας και αποσιωπώντας πραγματικά, την πιο συγκλονιστική είδηση: Το πικρό φαρμάκι της χρεοκοπίας και την βαθιά και από μακρού παρακμή της χώρας... 

Να γιατί μια χώρα που δεν παράγει ούτε οδοντογλυφίδες και έχει τρισάθλια παιδεία και πανάθλια τηλεόραση, διαθέτει στρατιά ολόκληρη δημοσιογράφων! Για να εξυψώνει το ασήμαντο και να θεσμοθετεί το χυδαίο και το ψεύδος. Κι ύστερα; Ύστερα οι δημοσιογράφοι έγιναν βουλευτές και υπουργοί, στην κατά παράδοση θέση των δικηγόρων και των γιατρών. (στην σημερινή κυβέρνηση έχουμε τουλάχιστον τρεις). Κι ύστερα; Ύστερα  ήρθαν τα δάκρυα!


ΥΓ. Και στο αποκορύφωμα του δράματος, στην κορωνίδα του κλάματος, το φοβερό επιχείρημα, και ίσως και το πιο χυδαίο: Αν μας ρίξετε "εμάς" θα έρθουν οι "άλλοι". Λες και οι πολλοί και κάποιοι ονειροβάτες, ψήφισαν το συριζα για κυβέρνηση για να παραμείνουν απλώς, κάποιοι Κατρούγκαλοι και η κυρία Τασία υπουργοί, και για να υπερψηφίζουν νέα, χειρότερα μνημόνια οι δήθεν αριστεροί. Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν αν θα παραμείνει, η για πρώτη φορά αριστερά, στην εξουσία αλλά εάν θα συνεχιστεί περαιτέρω η φτωχοποίηση και η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων, και η εξόντωση των παραγωγικών τάξεων και δεν θα πτωχεύσει εντελώς η χώρα. Γιατί τότε ο κλαυθμός και ο βρυγμός όλων μας θα είναι πραγματικός.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

ΠΕΣΤΕ ΝΑ ΡΘΟΥΝ ΘΕΟΛΟΓΟΙ, ΕΙΝΑΙ ΣΟΒΑΡΟΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ



Το ιερό και μαντείο του Απόλλωνα στα Δίδυμα

κέτης στήν ρχαία λλάδα ταν ερό καί παραβίαστο πρόσωπο. κέτης ζητοσε κατά κάποιο τρόπο συλία στούς ερούς vαούς, γνωρίζοντας τι κε δέν θά μποροσε κανείς νά τόν πειράξει. ταν νας θεσμός, θιμικ δικαίω, ερέως διαδεδομένος στόν ρχαο κόσμο, νας θεσμός πού λάχιστες μόνο φορές γνοήθηκε. Καί τότε πού γνοήθηκε, (π.χ. κυλώνειον γος) ο σεβες παραβάτες το γραφου νόμου ντιμετώπισαν τήν μνιν τν θεν. Στήν ρχαιότητα σ΄ λόκληρο τόν λληνικό κόσμο, προστάτη τν κετν θεωροσαν -πέραν το Διός καί τς Θέμιδος- τόν πόλλωνα

σχύλου, Εμενίδες στίχ. 576: "πόλλων:
κα μαρτυρσων λθον—στι γρ νμ
κτης δ νρ κα δμων φστιος
μν, φνου δ τοδ γ καθρσιος—
κα
ξυνδικσων ατς· αταν δ χω
τ
ς τοδε μητρς το φνου."

"πόλλων: Νά μαρτυρήσω ρθα. Κατά τό νόμο, ατός νδρας κέτης μου εναι καί στό βωμό μου προσέπεσε. γώ τόν ξάγνισα. Καί ρχομαι ς συνήγορός του. Στό φόνο τς μητρός το συνυπαίτιος εμαι"

Ατό τό ξέρανε κόμα καί ο πέτρες (ο ρχαες πέτρες, τουλάχιστον).

Συνεπς, κέτης (πού εχε κοτζάμ προστάτη, τόν πόλλωνα δήλ.), ταν κάτι σάν ερό πρόσωπο. Διότι σου λέει λλος "δέν εναι καί λίγο πράγμα νά σέ προστατεύει Φοβος. Γιά νά σέ προστατεύει πόλλωνας, σημαίνει πώς εσαι ξιο προστασίας τομο... ν σουν πλά κυνηγημένος κύριε καί κάνας παπατζής καί ξεφτίλας, δέν θά τό δεχότανε πόλλων..." Μετρημένα κουκιά ταν τό θέμα, δηλαδή. Τόν κέτη πρέπει νά τόν σεβαστες, πειδή τόν τιμάει μέ τήν προστασία το Φοβος. Τελεία καί παύλα.

Βεβαίως μως ο κάτοικοι τς Κύμης στήνΑολίδα (Μ. σία), σέ κάποια φάση τό εδαν λλις τό πράγμα, καί κινδύνεψαν νά φανιστονε. Τή σκηνή περιγράφει ρόδοτος στό πρτο βιβλίο τν στοριν του (ροδ. Κλειώ: 153-160 περίπου) καί χει κάπως τσι:

ταν Κύρος (πρόκειται γιά τόν Κύρο τόν Μέγα δ) κατέλαβε τή Λυδία συνέλαβε τόν βασιλιά τς Λυδίας Κροσο, ( γνωστή στορία μέ τήν καύση του, ταν πικαλέστηκε τόν Σόλωνα) φήνει τήν χώρα στήν διοίκηση κάποιου Τάβαλου καί μέ τόν Κροσο αχμάλωτο γυρίζει πίσω στήν Περσία. νας λλος Λυδός νόματι Πακτύης (πού κατά πάσαν πιθανότητα ταν γωνιστής γιά τήν λευθερία τν Λυδν), δρύει τό Λυδικόν Λ.Κ.Κ-Λεκακά, κατά τό Πεκακα καί ξεκινάει τήν θνική ντίσταση τν Λυδν νάντια στούς Πέρσες. Γίνεται μεγάλος τζερτζελές, καί τελικά Πακτύης ττημένος, καί κυνηγημένος, φτάνει στήν Κύμη τς Αολίας προσφεύγοντας στά ερά τν θεν τς πόλεως κέτης. Ο κουφάλες ο Πέρσες, στέλνουν χαιρετίσματα στούς Κυμαίους, τι ν δέν τούς παραδώσουνε τόν τρομοκράτη Πακτύη, θά γίνουν μεγάλες φασαρίες καί θά χυθε αμα.

Ο Κύμιοι κλάσανε μαλλί. νθρωποι τανε καί φοβήθηκαν. Τόν καιρό κενο ταν μεγάλα τά ζόρια νά τά βάλεις μέ τούς Πέρσες, νθρώπινο ταν νά χεστονε ο Κυμαοι, θά μο πετε.

(Προσωπικς, διαφων μέ τοτο. χουμε ρχίδια, δέν χουμε. ν ντως χουμε, δέν τά χουμε πλς γιά νά τά ξύνουμε. Οτε τά ξεφτιλίζουμε στήν πρώτη δυσκολία. Καί ο ρχαοι Κύμιοι κείνης τς ποχς, ξεραν πώς ο κέτες τανε εροί καί κάτω πό τήν σκέπη το πόλλωνα. Τελεία καί παύλα. Τό νά παραδώσεις κέτη, σήμαινε πώς νοιγες κακές παρτίδες μέ τόν Φοβο).

Ο Κυμαοι μως, χεσμένοι, θεώρησαν σκόπιμο νά στείλουν μαντατοφόρους σέ να μαντεο κε κοντά, πού τό χρησιμοποιοσαν καί οἱἼωνες καί ο Αολες καί νά ναφέρουν τό λο ζήτημα στόν λοξία πόλλωνα "το ν Βραγχίδαι" μήπως καί λλαξε ποψη, μήπως καί παψε νά εναι προστάτης τν κετν, μπς καί μπορούσανε νά παραδώσουν τόν συγκεκριμένο κέτη καί νά ξεμπερδεύουνε.

Παραδόξως πς, πραν τήν πάντηση τι πόλλων ναί, τούς πιτρέπει νά τόν παραδώσουν.

Να κάνω μια παρένθεση εδώ με λίγα για τους Βραγχίδες:
λλοι μεγάλοι χαβαλέδες ο Βραγχίδαι. ντάξει, φιλόπερσοι τανε...

Τό παπαδόσογο τοτο ταν ερατικό καί μαντικό γένος τς ωνίας. Ο Βραγχίδες κμεταλλεύονταν τό μαντεο το πόλλωνα στήν πόλη Δίδυμα (18 χμ νότια της Μιλήτου) Τό 479, μετά τήν νίκη τν λλήνων πί το Ξέρξη στήν λλάδα καί τά ντίποινα  πού ρχισαν ο λληνες στά μέχρι τοδε περσικά δάφη, ο Βρανγχίδες, πού εχανε συνεργαστε γιά τά καλά μέ τούς Πέρσες ναντίον τν λλήνων, φοβηθήκανε καί ζητήσαν πό τόν Ξέρξη νά τούς πιτρέψει νά μετεγκατασταθον. Τό ατημά τους γινε δεκτό καί μετεγκατασταθήκανε στήν Σογδιανή, στίς χθες το ξου ποταμο, που χτίσανε ναό στόν Διδυμαο πόλλωνα καί μία πόλη, τήν λεγομένην Βραγχιδώv στυ (κοντά στό σημερινό Οζμπεκιστν). Τό 329, ταν Μέγας. λέξανδρος πέρασε τόν ποταμό, ο Βραγχίδες τόν ποδέχθηκαν μέ νθουσιασμό, λλά σύμφωνα μέ τόν Διόδωρο, τόν Κούρτιο καί τά ρχαιολογικά ερήματα στήν περιοχή, κενος κατέσφαξε τούς κατοίκους καί ξαφάνισε τήν πόλη.

συνεχίζω

μως νας Κυμαος "ριστόδικος ρακλείδεω νήρ τν στν ἐῶν δόκιμος"  νόματι ριστόδικος, γιός το ρακλείδη, νθρωπος μέ ρχίδια, τά πρε στό κρανίο μόλις κουσε πό τούς  θεοπρόπους τό χρησμό τν Βραγχίδων. Σού λέει "ντάξει, πουλημένα κορμιά εναι ο Βραγχίδες... πόλλωνας μως". Σκέφτηκε ριστόδικος τι κοτζάμ πόλλωνας δέν μπορε νά λλάξει διότητες καί χαρακτήρα πό τήν μία στιγμή στήν λλη. ντάξει, νά πνε νά γαμηθονε ο Βραγχίδες... πόλλωνας μως…
Κάτι πήγαινε στραβά στήν πόθεση.

τσι τούς τό ξέκοψε τι: "δέν πρέπει νά παραδώσουμε τόν Πακτύη ως του πάει στό μαντεο δεύτερη ποστολή μέ διαφορετικούς πεσταλμένους, καί νά ξαναρωτήσουνε τόν θεό γιά τό ζήτημα τς παραδόσεώς του στούς Πέρσες". Στήν νέα ποστολή, συμμετεχε καί διος ριστόδικος, πού νέλαβε νά θέσει μέ σαφήνεια τό ρώτημα:

"πειρωτν τάδε: ναξ, λθε παρ μέας κέτης Πακτύης Λυδός, φεύγων θάνατον βίαιον πρς Περσέων· ο δέ μιν ξαιτέονται, προεναι Κυμαίους κελεύοντες.  μες δ δειμαίνοντες τν Περσέων δύναμιν τν κέτην ς τόδε ο τετολμήκαμεν κδιδόναι, πρν ν τ π σε μν δηλωθ τρεκέως κότερα ποιέωμεν." 

Τό θεσε δηλαδή πιό γενικά τό ρώτημα ριστόδικος. ξήγησε στό θεό, τι Πακτύης δέν εναι νας πλός φυγάδας, λλά εναι κέτης, δηλαδή εναι ποχρέωση το θεο προστασία του. πίσης, ξήγησε τι Πακτύης δέν κινδύνευε πλς νά το δημεύσουνε τήν περιουσία του, λλά κινδύνευε νά τόν καθαρίσουνε σάν τρομοκράτη. Τέλος, ζητοσε πό τόν θεό "ξηγηθεν τρεκέως", δηλαδή σύμφωνα μέ τίς θεες διότητές του, δηλαδή "ρχιδάτα".  "ντρικά", πως λέμε σήμερα.
Κάτι τέτοια τούλεγε ριστόδικος, πιδιώκοντας νά ρίξει τόν πόλλωνα στό φιλότιμο.

λλά θεός τά εχε μπήξει, δέν μάσαγε. " δ ατις τν ατόν σφι χρησμν φαινε, κελεύων κδιδόναι Πακτύην Πέρσσι" Τό βιολί το πόλλωνας, μέ λίγα λόγια: τούς ξαναέλεγε νά εκδώσουν τόν Πακτύη στούς Πέρσες.

Ο γιγάντιος ναός του Απόλλων στα Δίδυμα από ψηλά

ριστόδικος, πού -πιθανόν- νά τονε θεοσεβάσμιος, τά πρε κατακέφαλα βλέποντας τόν Φοβο νά χει λλάξει χαρακτήρα. ρπαγμένος ριστόδικος, ρχισε νά φέρνει βόλτες γύρω πό τό ναό καί νά καταστρέφει τίς φωλιές πού εχαν φτιάξει τά σπουργίτια καί  τά λλα πουλιά  γύρω πό τό μαντεο.

Θρυλεται λοιπόν (κατά πώς λέει ρόδοτος), τι τήν ρα πού μπαρουτιασμένος ριστόδικος εχε βουτήξει μία σπουργοφωλιά καί τοιμαζότανε νά τή βροντήξει στό χμα, κούστηκε φωνή μεγάλη μέσα πό τό ναό, ποία λεγε:
"Ρέ λίθιε καί σεβέστατε κ τν νθρώπων, τί εναι ατά πο κάνεις; "νοσιώτατε νθρώπων, τί τάδε τολμς ποιέειν ; τούς κέτας μου κ το νηο κεραΐζεις ;"

Ατή τήν εκαιρία περίμενε καί ριστόδικος γιά νά ξηγηθε στόν Λοξία τοιουτοτρόπως:
"ριστόδικον δέ οκ πορήσαντα πρός τατα επεν "ναξ, ατός μέν οτω τοίσι κέτησι βοηθέεις, Κυμαίους δέ κελεύεις τόν κέτην κδιδόναι ; "
(Σά νά λέμε: "πα ρέ μάστορα, τώρα σέ πίασε πόνος καί σκασες μύτη γιά νά προστατεύσεις τούς κέτες σου, τότε γιατί ρέ μεγάλε χρησμοδοτες στούς Κυμίους νά παραδώσουνε ναν κέτη σου")

Καί (θρυλεται κατά τόν ρόδοτο) πόλλωνας πάντησε τσι: "τόν δέ ατις μείψασθαι τοίσιδε "ναί κελεύω, να γέ σεβήσαντες θάσσον πολησθε, ς μή τό λοιπόν περί κετέων κδόσιος λθητε πί τό χρηστήριον."
(Σά νά λέμε: "Ναί ρέ καραγκιόζηδες, σς σπρώχνω νά τόν παραδώσετε καί νά σεβήσετε τσι πράξις ατή νά σς καταστρέψει μία ρα ρχίτερα, γιατί μου χετε ζαλίσει τά ρχίδια μέ ρωτήσεις περί το ν σς πιτρέπει θεός νά προδώσετε ναν κέτη σας, δηλαδή μέ ρωττε ρέ ξεφτίλες άν γώ, κοτζάμ θεός, χω λλάξει καί ν παυσα νά χω πό τήν σκέπη μου τούς κέτες. ν θά πρεπε μόνοι σας νά καταλάβετε τι στόν αώνα τόν παντα ο κέτες θά εναι πό τήν προστασία μου").

Τατα λέγει ρόδοτος, καί συμπληρώνει τι τελικά ο Κυμαοι δέν παρέδωσαν τόν Πακτύαν, λλά τόν ξαπέστειλαν στή Μυτιλήνη.

παραπάνω στορία εναι νδιαφέρουσα, καί χαρακτηριστική του πνεύματος καί το θους το λοξία πόλλωνα.

ν κατακλείδι μπορομε νά συνοψίσουμε ς ξς: πάρχουν δύο κδοχές στήν στορία μας.

θεοσεβής κδοχή: πως γράφει καί πατέρας τς στορίας, πόλλων ρχικά δοκιμάζει τούς χρηστηριαζομέvους (στήν ρχή τούς δίδει παραπλανητικό χρησμό, νά παραδώσουν τόν κέτη). Τούς ποχρεώνει τσι νά τεθον πρό τν εθυνν των, πως καταδεικνύει καί στορία μέ τά πουλιά. Δίκαια λοιπόν ταλαιπωρονται, ο ζητοντες χρησμόν Κύμιοι, διότι προσέβαλαν τόν πόλλωνα μέ τήν ρώτηση πο το πέβαλαν, χοντας μάλιστα τήν πρόθεση νά φορτώσουνε λες τίς εθύνες στό μαντεο, γιά νά σώσουν τά τομάρια τους.

σεβής κδοχή: Τό ερατεο το πόλλωνα μηδίζει ( γιά νά εναι ξασφαλισμένοι ο παπάδες γνωστή στορία λλωστε). Κόφτε τό κεφάλι σς Κυμαοι. ργότερα, ταν τά πράγματα χουν συχάσει, κατασκευάζεται στορία μέ τίς φωλιές, γιά φανε τό ερατεο θικς μεμπτο.

Διαλέγετε καί παίρνετε.

Βούς θεολόγος δέν εναι, βέβαια, οτε καί θέλει νά γίνει. (Οτε ρόδοτος ταν).
Οτε στορικός εμαι. (Θεωρητικά, σύμφωνα μέ κάποιαν ποψη, ρόδοτος ταν στορικός).

λλά  βάση τς παραπάνω στιχομυθίας το θεο μέ τόν ριστόδικο, πιστεύω τι (καί μέ δεδομένο πώς ο θεοί δέν λλάζουνε διότητες καί χαρακτρες), μπορομε νά καταλήξουμε σέ να βασικό συμπέρασμα:

Ατοί πού παραδίνουν κέτες, θά χουν κακά μπλεξίματα μέ τόν πόλλωνα, καί τελικς θά χουν καί κακά ξεμπερδέματα...


(ποιαδήποτε μοιότης τς στορίας πού γράφει ρόδοτος, μέ πρόσωπα πράγματα καί γεγονότα τς σύγχρονης στορίας μας εναι συμπτωματική, πως π.χ παράδοσις το τσαλν, πού εναι να ζήτημα πού δέν ποτελε ντικείμενο τς παρούσης γραφς).