Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη



γγς μν  σ περ πάντων λήθη,
γγς δ  πάντων περ σο λήθη.
Μάρκος Αυρήλιος  Τα εις εαυτόν 7, 21

Σύντομα θα τα έχεις ξεχάσει όλα και 
σύντομα θα σε έχουν ξεχάσει όλοι.      




Ο Ζεύς και μνημοσύνη
              Marco Liberi (1640–1685),  Museum of Fine Arts (Budapest).            

Ουφ ησύχασα, έφυγε ένα βάρος από πάνω μου, ο πολυχρονεμένος μας πρωθυπουργός ήταν όπως πάντα σαφής, μιλούσε με τη γλώσσα της αλήθειας.
 
Καθόμανε λοιπόν στο καφενείο τις προάλλες όταν στην τηλεόραση έπαιξε η δήλωση του νέου μέγα-Αλέξανδρου.Στο παραδίπλα τραπέζι κάποιος θαμώνας έπινε αμέριμνος το καφεδάκι του και όταν άκουσε τη δήλωση του πολυχρονεμένου μας βεζίρη σχολίασε ευπρεπώς: «τι μας λέει μωρέ ο μαλάκας, εδώ γαμήθηκε ο Δίας κι αυτός το βιολί του, τι νομίζει ότι θα ξεχάσουμε τις μαλακίες του».

Έβαλα τα γέλια.

Σήμερα όταν λέμε "Γαμήθηκε ο Δίας" εννοούμε ότι όλα πάνε κατά διαόλου. Για τους αρχαίους ημών προγόνους, όμως, κάθε φορά που γαμούσε ο Νεφεληγερέτης Δίας κάποια, πάντα κάτι καλό προέκυπτε.
Για παράδειγμα όταν γάμησε την Ευρυνόμη προέκυψαν οι τρεις Χάριτες, γαμώντας δε κάποια άγνωστη στο δρόμο γυρίζοντας στο Όλυμπο γέννησε την Αλήθεια, την οποία παρεμπιπτόντως οι αρχαίοι παρίσταναν γυμνή ή ντυμένη με λευκή εσθήτα μέχρι που τη σκότωσε στις μέρες μας ο Αλέξης και κάτι άλλοι.          

Εν προκειμένω, όταν η Μνημοσύνη εκαταγαμήθη υπό του Διός, στην Πιερία προέκυψαν οι Μούσες. Εξάλλου, για τους αρχαίους ημών προγόνους, η τιτανίδα
Μνημοσύνη ήταν κόρη της Γαίας και του Ουρανού, η οποία λυσσωδώς κατεγαμήθη! εννιά συνεχόμενες νύχτες από το Δία και γέννησε εννεάδυμα. 

Οι οποίες μούσες, είναι πιθανόν να έχουν κληρονομήσει κάτι από τα γονίδια της μάνας τους, της Μνημοσύνης, συνεπεία τούτου, έχουν κάτι το αντιεξουσιαστικό πάνω τους, αφού μας βοηθούν να αντιμαχόμαστε την εξουσία στον αγώνα της μνήμης ενάντια στη Λήθη.

Γι' αυτό οι πάσης φύσεως εξουσιαστές, πάντοτε, το πρώτο που προσπαθούν να περιορίσουν, να λογοκρίνουν να καθυποτάξουν, και να καταπνίξουν, είναι τα έργα των Μουσών.

Είπαμε: Είναι μεγάλη υπόθεση η μνήμη. Άλλωστε: "Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη".

Για τον μέσο σημερινό άνθρωπο, η λήθη είναι κάτι επιθυμητό. Κάτι βολικό, που υπερνικά τις κοινωνικές έριδες και βοηθάει στην εθνική ομοψυχία και την ενότητα.

Για τους αρχαίους ημών προγόνους -που η κούτρα τους έκοβε έτι περισσότερο από τη δική μας- το πράμα ήταν διαφορετικό: Η Λήθη πίστευαν οι πρόγονοι πως καταγόταν από μεγάλη γενιά: ήτανε κόρη της Έριδας, εγγονή της Νύχτας, και αδερφή του Ύπνου και του Θανάτου. Η μητέρα της η Έριδα είχε γεννήσει και κάμποσα άλλα, τερατόμορφα παιδάκια, αδερφάκια της Λήθης: Τον Πόνο, το Λιμό, την Άτη, τα Ψεύδη τις Μάχες κλπ. (Ησίοδος Θεογονία, 226).

Πίστευαν επίσης ότι στον Άδη, υπήρχε ένας ποταμός που λεγόταν Λήθη. Οι ψυχές των νεκρών έπιναν από τη Λήθη... έτσι ώστε να μη θυμούνται την προηγούμενη ζωή τους. 

Δεν την πολυγούσταραν τη Λήθη.

Αλλά το είπαμε, η Λήθη ήταν παιδί της Έριδας.

Υπήρχε όμως και η Μνημοσύνη, η προσωποποίηση της μνήμης.
Η εμφάνιση και η επικράτηση της εξουσίας, φανερώνει αυτομάτως την επικράτηση της Λήθης ενάντια στις Ελικωνιάδες κόρες του Δία και της Μνημοσύνης. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Αν οι Ελικωνιάδες κόρες του Δία επιβληθούν επί της Λήθης, η εξουσία θα πάει για βρούβες. Αλλιώς δε γίνεται.

Εν κατακλείδι, στη δωρική διάλεκτο η λέξις "λήθη" προφέρεται "λάθα" -και από τούτο δω το "λάθα" παράγεται αυτό που σήμερα αποκαλούμε "λάθος". Το λάθος απορρέει από τη λήθη. 

Αυτά τα συνεχόμενα λάθη και την λήθη πληρώνουμε σήμερα,
και, όπως όλοι γνωρίζεται, "ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου". 

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Ἀρχιερατικὸν ἑσπερινὸν καὶ δακρυγoνoκλασίαν





Ὅπως εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους τους πνευματικοὺς ἀνθρώπους like me, κάποτε, πρὶν ἀπὸ 2 χιλιάδες χρόνια, ὁ  γλυκύτατος Ἰησοῦς εἶχε μία περίεργη συνήθεια, ὁσάκις ἔβλεπε ἄρτους τοὺς ἔκλανε.
Δὲν κάνω πλάκα ρέ! Σοβαρολογῶ! Τὸ εὐαγγέλιο, εἶναι γεμάτο μὲ σχετικὲς ἀναφορές:

Δεῖτε ἐδῶ,  κατὰ Ματθαῖον 15:35-36, ὅπου:   “καὶ παραγγείλας τῷ ὄχλω ἀναπεσεῖν ἐπὶ τὴν γῆν έλαβεν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθύας καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασεν καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις“.

Κατὰ Ματθαῖον 26:26 : “ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβῶν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασεν καὶ δοὺς τοῖς μαθηταῖς εἶπεν· λάβετε φάγετε, τοῦτο ἐστιν τὸ σῶμά μου“.

Εἰς δὲ τὸ κατὰ τὸν Μάρκον 14:22, ἀναγιγνώσκουμε: “Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβῶν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου“.

Στὸ κατὰ Λουκᾶν 22:19 : “καὶ λαβῶν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασεν καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτο ἐστιν τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν“.

Εἰς δὲ τὴν Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴν Παύλου 11:23-24 ,  τὸ ἀνάγνωσμα: “ὅτι ὁ Κύριος  Ἰησοῦς ἐν τὴ νυκτὶ ἢ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μου ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον“

Δὲν ξέρω τί κολλήματα εἶχε ὁ μακαρίτης μὲ τοὺς ἄρτους. Πάντως τράβαγε κάποιο ζόρι: Ὅποτε ἔβλεπε μπροστά του ἄρτους, τοὺς ἔκλανε.

Καὶ γενικά, ὅσα λέω εἶναι ἔγκυρα καὶ πάψτε νὰ μὲ ἀμφισβητεῖτε!

Λόγω λοιπὸν αὐτῆς τῆς περίεργης συνηθείας τοῦ κυρίου μερικῶν, ἡ μητέρα μερικῶν ἐκκλησία διοργανώνει ενίοτε, όπως στὴν Καλαμάτα τὶς προάλλες ἒπ΄ εὐκαιρίαν τῆς ὑπαπαντῆς, τελετήν, ἤγουν “ἀρχιερατικὸν ἑσπερινὸν και ἀρτοκλασίαν”. Δὲν εἶχα τὴν τύχη νὰ παρευρεθῶ σὲ τέτοια τελετή, ἀλλὰ ὅπως λέγει ὁ τίτλος εἰς τὴν τελετὴ χοροστατεῖ κάποιος ἀρχιερέας, ἤγουν δέσποτας. Καὶ γιὰ νὰ χοροστατεῖ δέσποτας, ὑποθέτω πὼς μᾶλλον πρόκειται περὶ χοροεσπερίδας. Διότι γιὰ νὰ χοροστατεῖ ὁ δέσποτας, ὅλο καὶ κανὰ τσιφτετέλι θὰ παίζει... (Δὲν εἶμαι σίγουρος, πάντως).

Τώρα χθές, “τρεῖς κι ἑξήντα παίρνετε καὶ τὸν κόσμο δέρνετε“ φωνάζανε οἱ διαδηλώνοντες στὸ σύνταγμα μετὰ τὴν ἐπίθεση ποὺ δέχτηκαν ἀπὸ τοὺς ἀστυνόμους.

Τώρα ἐγὼ θυμήθηκα κι ἕνα παλιὸ σύνθημα ποὺ φωνάζανε στοὺς μπάτσους τὰ πρῶτα χρόνια της μεταπολίτευσης (δὲν ἔχω ἀκούσει νὰ τὸ λένε τώρα. Γιατί; ), εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ἐν πλήρει ἁπλότητι πώς:

Τρεῖς κι ἐξήvτα παίρvετε, κι ὄλo τὸ Χειμώvα
τρῶτε φασoυλάδα – κλάvετε δακρυγόvα,

Παιδικὸ τὰ σύνθημα, βεβαίως... Ἀλλὰ μισθολογικῶς ὀρθόν!

Βέβαια ὅταν οἱ μπάτσοι ρίχνουν δακρυγόνα γράφουσι χαρακτηριστικῶς τὴν ἄλλην ἡμέρα οἱ δημοσιογράφοι:
“Οι ἄνδρες τῶν ΜΑΤ ἔκαναν χρήση δακρυγόνων”, ὑπαινισσόμενοι ὅτι οἱ μπάτσοι τυγχάνουσιν “χρήστες” καὶ δὴ “ἐξαρτημένοι χρήστες” καὶ δὴ χρῆστες δακρυγόνων.

Ὅμως, τὸ προαναφερθὲν σύνθημα, ἐμπεριέχει κι’ ἕναν ὑπαινιγμὸν κατὰ τι παραπάνω! Ἔτι θρησκευτικότερον! Ὑπαινίσσεται, ὅτι ἡ χρῆσις δακρυγόνων ἐκ μέρους τῶν μπάτσων ἀποτελεῖ μέρος μίας θρησκευτικῆς τελετῆς, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἡ φασουλάδα μετουσιώνεται ὄχι εἰς σάρκα καὶ αἷμα (εἰς σάρκα καὶ αἷμα μετουσιώνονται μόνον τὰ κλὸμπ καὶ οἱ σφαῖρες ἐνίοτε τῶν μπάτσων) ἀλλὰ εἰς δακρυγόνα!

Τὴν ὡς ἄνω σεμνὴ τελετή, δυνάμεθα νὰ  ὀνομάσομεν καὶ “δακρυγovoκλασίαν”, τῆς ἀρχαιοελληνικῆς – καὶ μὲ δεδομένο ὅτι ἀποτελεῖ νεοελληνικὴν τραγωδίαν -μποροῦμε νὰ ποῦμε ότι ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἑξῆς μέρη τῆς τραγωδίας  :

Πρόλογος: Οἱ μπάτσοι ἀνακοινώνουν στοὺς συγκεντρωθέντας νὰ διαλυθῶσι ἡσύχως.

α) Πάροδος: Μία ὁμάδα ἀνθρώπων προσεγγίζει σὲ κάποιο σημεῖο  ὅπου ἐνεδρεύει ὁμάδα μπάτσων.

β) Στάσιμο: Οἱ μπάτσοι ἐμποδίζουν τὴν ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων νὰ προχωρήσει. Οἱ ἄνθρωποι συνεπῶς εἶναι στάσιμοι.

Ἐπεισόδιο: Οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ προχωρήσουν ἄδοντες συνθήματα καὶ τὰ τοιαῦτα, οἱ μπάτσοι ἀγριεύουσι.

γ) Χορικόν: Οἱ μπάτσοι φρίττουσι -δὲν γουστάρουσι νὰ συνυπάρχουσι μὲ ἀνθρώπους. Ἀρχίζουν νὰ κλάνουσι δακρυγόνα.

δ) Έξοδος : Οἱ ἄνθρωποι, μὴν ἀντέχοντες τὴ μπόχα, ἀρχιζουσι νὰ ὑποχωρούσι -ἐνίοτε ψάλλοντας θρησκευτικοὺς ὕμνους στὴν τριαδικὴν θεότητα ποὺ λέγεται “Μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι”.

Εἰς τὸν χῶρο ἐπικρατεῖ ἄφατος συγκίνησις -ἅπαντες δακρύζουσι καὶ κλαίουσι, μακαρίζοντας τὴν θεὰν Τύχην διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐγεννήθηκαν ἄνθρωποι καὶ ὄχι χοῖροι. Πλεονάζουσας δὲ τῆς χαρᾶς των, οἱ ἄνθρωποι νομίζουσι πὼς ἦρθε τὸ Πάσχα, καὶ ἀρχιζουσι τὸ παντοειδὲς θορυβεῖν, ρίχνοντες ἀντικείμενα, φροῦτα καὶ μπουκάλια ἠμι-γεμάτα βενζίνης.

Κομμός: Τὴν ἄλλη ἡμέρα οἱ κυβερνῶντες καὶ οἱ μεγαλομπάτσοι φρίττουσιν διὰ τὸ συμβὰν ἀπὸ τηλεοράσεων καὶ ἐφημερίδων χύνοντες κροκοδείλια δάκρυα.

Ὅμως ὁ Βούς, ἔχει νὰ κάνει μίαν σημαντικὴ παρατήρησης: Πλεῖστοι ὅσοι τῶν συνανθρώπων μας, συχνάκις ἀρχίζουσι τὴν ρίψη λίθων πρὸς τὸ μέρος τῶν μπάτσων. Ἡ τάση αὔτη τῶν συνανθρώπων μας, φρονῶ πὼς ἔχει θρησκευτικὲς ρίζες:

Πηγάζει ἀπὸ τὴν πεποίθηση τῶν συνανθρώπων μας, ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ Δευκαλίωνα καὶ τῆς Πύρρας ἐστὶ ἀληθής. Ἤτοι, ὅταν ρίπτουν λίθους πρὸς τοὺς μπάτσους, τὸ πράττουν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἐκ τῶν λίθων θὰ ξεπεταχθοῦν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀντικαταστήσουν τοὺς μπάτσους, ἢ, ἔστω, ὅτι οἱ μπασκίνες ὦσιν ἄνθρωποι.

Τί νὰ πῶ ἐγώ... Ἴσως ἔχουν δίκαιον οἱ ἄνθρωποι... Ἴσως νὰ ὑπάρχει ἀκόμα ἐλπίδα...

Ἀλλὰ δὲν τὸ πολυβλέπω...



Δρ Γεώργιος ὁ Βοὺς

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ο Τσίπρας και το Αριστεροχώρι






«Το κόμμα πλέον απευθύνεται σε ευρύτερα ακροατήρια και όχι σε ένα αριστεροχώρι» είπε ο πολυχρονεμένος μας ηγέτης ο Αλέξης σαν απάντηση σε ενοχλητική ερώτηση κάποιου συντρόφου του στην τελευταία πολιτική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ.                                                                                          
Αυτό λένε οι ειδήσεις και για κάποιον αλλόκοτο λόγο η ρήση του πολυαγαπημένου ηγέτη μας μου θύμισε ένα παλιό, καλό ανέκδοτο που μου είχαν πει κάποτε:

Ήτανε, λέει, κάποτε δυο φίλοι που κάνανε με το αυτοκίνητό τους μια εκδρομή στην ενδοχώρα. Σταματήσανε για καφέ στην Κρυσταλλοπηγή, περάσανε από την Πάνω Ραχούλα, κάνανανε και μια βουτιά στην παραλία της Κάτω Ραχούλας, σταμάτησαν για φαγητό στην Πέρα Ραχούλα, είπανε να πάρουνε το δρόμο προς την Δώθε Ραχούλα, κι έτσι όπως πήγαιναν, φτάσανε σε μια διασταύρωση και κατάπληκτοι είδαν μια πινακίδα που έδειχνε: δεξιά προς Κερατοχώρι, αριστερά προς Πουστοχώρι.

Παραξενεμένοι από την πινακίδα και από τα ονόματα των χωριών, κοίταξαν στο χάρτη του αυτοκινήτου. Παραδόξως πως, το Πουστοχώρι δεν αναφερόταν καν στο  χάρτη.

Αποφάσισαν, περίεργοι καθώς ήταν, να πάνε να δούνε και να μάθουν πως είναι δυνατόν το χωριό να λέγεται Πουστοχώρι. Φτάνοντας κοντά στο χωριό είδαν μια πινακίδα: "Καλώς ήρθατε στο Πουστοχώρι". Βάλανε τα γέλια, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και συνέχισαν με τα πόδια προς το χωριό. Λίγο παρακάτω συνάντησαν έναν τύπο που σκάλιζε κάτι δέντρα.

"Γεια χαρά ρε φίλε" του είπαν, "πως το λένε το ειδυλλιακό και όμορφο χωριό σας"

Ο τυπάκος αδιάφορος τους έριξε μια ματιά και συνεχίζοντας το σκάλισμα τους λέει αδιάφορα: "Α! καλά δεν είδατε την πινακίδα Πουστοχώρι  λέγεται το χωριό μας". 

Συγκρατώντας τα γέλια τους τον ρωτάνε: "Κάτσε ρε φίλε, με το μπαρδόν δηλαδή... δεν είναι κομματάκι παράξενο όνομα για χωριό" "Τι να σας πω ρε παλικάρια...  από τον καιρό του παππούλη μου και του παππούλη του και βάλε Πουστοχώρι λέγεται το χωριό!" τους λέει ο τύπος και συνεχίζει το σκάλισμα.

Οι άλλοι παραξενεύονται: "Μα γιατί το είπατε  Πουστοχώρι ένα τόσο όμορφο και γραφικό χωριό" 

Ο άλλος σταματά το σκάλισμα, ξύνει για πέντε δευτερόλεπτα το κεφάλι του και τους λέει: "Τι να σας πω ρε παλληκάρια... δεν με έχει απασχολήσει ποτέ...  από παλιά  έτσι το λέμε... δεν ξέρω από τέτοια... αλλά μιας και θέλετε να μάθετε την ιστορία του χωριού, ένα λεπτάκι να φωνάξω τη γυναίκα μου που είναι και δασκάλα αυτή  κάτι παραπάνω θα ξέρει..."

Στρέφεται προς ένα σπιτάκι κρυμμένο από κάτι δέντρα και φωνάζει: 

-Αλέξηηη!!! 
 


Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Βραχέα άττα



Ένα εκπληχτικό κείμενο από τα Πριάπεια του Μιχαήλ Λελέκου.

Βραχέα άττα

Κατάρραχα του εν τω δήμω Κλεωναίων βουνού της Νιφίσης  εισί τινα γούπατα τερπνά και ωραία, άπερ καρπούνται καλλιεργούντες οι γέροντες της εν τω αυτώ δήμω μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Φανερωμένης, κατάνακρα δε και καθ’ έω της εξοχωτέρας κορυφής αυτού καλύβη και άλως, η αλωνίζονται κατ’ έτος οι εκεί σπειρόμενοι σπόροι.    

Μεταβάντες ώδε την α΄ του Θεριστού του αωξ εύρομεν παρά την άλω τυροκομούντας τους Κλεωναίους Ιωάννην Δ. Σκούπαν, Ιωάννην Δ. Καλαράν ή Νάνον, Παναγιώτην Αθ. Κίκαν, Δημήτριον Μίχου Λελέκον, Αναστάσιον Μαρίνον, Ιωάννην Ζουλουχάν, και άλλους, ους χαιρετήσαντες κατά το σύνηθες εκαθίσαμεν.

Ούτοι δε οι καλόγνωμοι και πεντάκαλοι ποιμένες άσμενοι δεξάμενοι έσφαξαν ευθύς αμέσως εν αρνίον τετράπαχον, ώπτησαν πόρρω πυράς πριΐνης, έπεμψάν τινα λαγουδευτήρα ποδάρκην εις τας εν ταις αρκτώαις υπορείαις του όρους πολίχνας άνω και κάτω Κλένιαν, και πολλήν και μυροβόλον αμβροσίαν αμπελίνην ήγαγον. 


Είτα δε εις την σκιάν πυκνοφύλλου και καλής αναδενδράδος καθίσαντες ηψάμεθα του οπτού και του ποτού και πολλά και αξιόλογα φύλλα ορεινά ερρυθμούμεν όντες έτι νηφάλιοι. Μετ’ ολίγον όμως τινές βραχέντες ηγέρθησαν και ίππευσαν, ίπποις ως, τα εν τη άλω δικριάνια και καρπολόγια των εν αυτή δουλευόντων μεν, αλλ’ απουσιαζόντων την στιγμήν εκείνην εργατών του μοναστηρίου, και περιστρεφόμενοι έλεξαν όλα σχεδόν τα προκείμενα Πριάπεια.


Μετά ταύτα, ότε το ρέον ρεύμα του νέκταρος εκάλαρρε πλέον και ουδόλως εφλοίσβει, το δε σθένος αυτού υπεσκέλιζε λακτίζον τους πάντας, ούτοι οι των ξυλίνων κνωδάλων κέντορες ωριμάσαντες έκλινον και υπό τα χαμόκλαδα λαρνούχου χθονός σφας αυτούς εκοίμησαν. Ημείς δε πάντα τα έπη της ευθυμίας επί τινα γλυκέα και ιλαρά χαράγματα λειμώνος αφέντες έβημεν ησύχως εις το κάτωθεν της άλωνος φρέαρ και περιεπατούμεν έως ου εξύπνησαν.


Είτα επανελθόντες και λαβόντες είπομέν τινα έτι, και οι μεν έμεινον, οι δ’ εφύγομεν.


Μιχαήλ Σ. Λελέκος