Πως πέθαναν οι Θεοί του Ολύμπου;

Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται

ότι είναι ο ένας και μοναδικός θεός.

Νίτσε

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

περί τοῦ ἀποπαρδεῖν… οὐ καταισχύνει







περί το ποπαρδεν  ο καταισχύνει
πάvτες γάρ περδόμεvοι εσί


Ατό τό ρθρο μόλις καί μετά βίας ξίζει μιά πορδή.


 


λαβα μέ λεμήνυμα καί κοινολογῶ, όπως χω ποχρέωση, τήν παρακάτω πιστολή.

 Ἀγαπητέ μου Δόκτορα Γεώργιε Βούς.
 
Μέ διαίτερη συγκίνηση διάβασα τό δημοσίευμά σου γιά τήν ταπεινότητά μου, Πορδολογία τοι: πεα περί ζόντων ερίων.

Δυστυχς κανένας δέν βρέθηκε πού νά χει διαβάσει τό κλασικό ργο το Emile Zola " Γ" πό τό ποο χουν παρθε τά τόσο παινετικά γιά μένα ποσπάσματα.

λλά στά παλιά τα χρόνια κανένας δέν ντρεπότανε γιά μένα καί γι΄ατό φοβερός ριστοφάνης στίς Νεφέλες του μέ προσομοιάζει μέ τήν βροντή: "Τατ᾿ ρα κα τνόματ᾿ λλήλοιν, βροντ κα πορδή, μοίω".  
(Νεφέλες στ. 394)

Βέβαια πό τήν ρχαιότητα διέθετα καί μιά κάποια λεπτότητα σέ σους φοβόντουσαν- "στε νδεσμος ν πβδυλλν τε κακοδαμων π το δους κα πορδαλος ν" (Λουκιανός, Λεξιφάνης παρ. 10).

νδεσμος ο: τεμάχιον πανίου ο τάς τέσσαρας κρας συνάπτει τίς καί οτω σχηματίζει εδος σακκούλας διά στράγγισμα, «τσαντήλα».
ποβδύλλω: "πέρδομαι κρυφίως καί θορύβως, κρυφοκλάνω, κουφοκλάνω"  
πορδαλέος: " χων τήν ξιν το πέρδεσθαι, πορδαλάς, κλανιάρης". 

"στένω, κέχηνα, σκορδινμαι, πέρδομαι" νακράζει ν πορδας καί σκορδινισμος, Δικαιόπολις στούς "χαρνς" (στ. 30, ναστενάζω χασμουριέμαι τεντώνομαι καί κλάνω) καί ν πορδας ρχούμενος χορός κδηλώνει τή χαρά του στήν "ερήνη" (στ 335) ναβοώντας: "δομαι καί γέγηθα καί πέπορδα καί γελ" (εφραίνομαι καί χαίρομαι κλάνω καί γελ).

ντάξει κάποιες φορές φταναν καί ς τήν περβολή ο κωμωδιογράφοι γιά νά κάνουν τόν κόσμο νά γελάσει, πως στόν μιμίαμβο Χαρίτιον που περιγράφεται καί μιά στεία σκηνή, πό πλοίου πορδομαχία μλλον τήν διά πορδν σημαινομαίνων σκηνικά πόκρουση τν πιτιθεμένων.

Πρωρεύς καλε τόν δολον νά βάλει πορδή γιά νά ποτρέψει τούς πιτιθέμενους ο ποοι πλησιάζουν νοπλοι.

Πρ. να μή τρωθς, πορδήν βάλε.
Δλ. πορδήν;
Πρ. σχυρότατοι γάρ αται δοκούσι ποτροπαί.
Δλ. οδα τόν μόν πρωκτόν πιτήδειον ντα κρως ς τοτο, φ' ο μαστιγίας ν, τοσαύτα γάρ παρδον, στε πάντες λεγον τι ν τ πρωκτ μου Αόλου σκόν περιφέρω. Κυρία πορδή, άν διά σέ οκαδε σωθμεν, ργυρν σέ ποιήσας Δελφος ναθήσω.

(Αυτή τελευταία φράση ταιριάζη γάντι και για κάτι ψηλούς… και χοντρούς… σωτήρες που μαζί με το μπάμπα Φώτη, της ριστεράς ντε… πορδολογόντας… ποφάσισαν να μας διασώσουν…)
Μιμίαμβος Χαρίτιον κλίκ δ.

πιτήδειος, κατάλληλος για κάποιο σκοπό.
μαστιγίας, ξιος μαστιγώσεως, δολος νάξιος καί οτιδανός, λεεινός.
πέρδομαι, (ξ ο πορδή), το ποίου όριστος β΄εναι παρδον.
οκαδε,  στο σπίτι, προς την πατρίδα.

δη μως, πλησιάζουν ν πλοις ο χθροί, βάρβαροι μιβάρβαροι λαλάζοντες, ν τ μεταξύ πρωκτός παθαίνει φλογιστία λλά ταχέως πάλι λευθερώνεται καί ρχεται πορδοβολία. Ο πιτιθέμενοι οδαμς πομένουν τήν νίκητον πορδή λλά ποχωρον βάζοντάς το στά πόδια. πορδοκόπος νικητής παραμένει, καί εχόμενος λέγει:

Κυρία Πορδή, εκόνα χρυσήν σου ποιήσας
ς θεόν προσκυνήσω, σύ γάρ παρίστασαι μοί.

Βέβαια τήν χαλίνωτη φαντασία το ρυπαρο ποιητ πού περιέφερε τόν το Αόλου σκόν οδαμς πολείπεται καί τν νεωτέρων πως γιά παράδειγμα πό το ωάννη Βηλαρ γραφες, "περίπυστος πορδοκόπος", καί πού χωρίς νά θέλω νά κάνω κατάχρηση τς φιλοξενίας σου γαπητέ μου δόκτορα, παραθέτω λόκληρο το ποίημα δεδομένου τι δέν φίσταται νηρτημένο ν τ διαδικτύω καί εναι μαρτία κατά τήν γνώμη μου.

Γι' ατόν πού ρωτοσες πς λένε τόνομά του
ξέτασα καί μούπαν πατρίδα καί γενεά του
                            καί τό ξίωμά του 
φέντα μου, τόν κράζουν μεγάλον Πορδοκόπον
καί πόδειξιν ν θέλεις, μο επαν καί τόν τρόπον
                            νά μήν μπής σέ κόπον.
Σιμά του κάθου μόνον, κι κος τή μαρτυρία,
χωρίς πολλά ξορέξια, χωρίς πολυλογία
                             καμιάν μφιβολία.
τιμιότητά του ατό δέν τό ρνιέται,
λλά τό καμαρώνει, πολύ φιλοτιμειέται
                             καί ες ατό καυχιέται.
Δέν κλάν' φεντειά του, πως ο λλοι κλάνουν,
τές ρήχνουν πως ρθουν καί νοστες τές κάνουν,
                             μέ τό στανιό τές βγάνουν.
τιμιότητά του μέσως λογαριάζει
τόν ριθμό τούς πρτο, καί τόν χό ταιριάζει
                             καί τότε τές τινάζει.
Καί μάλιστα 'ς φίνει νά τές προσδιορίσης
κομματιαστές, καίργιες, χοντρές, λειανές, πίσης
                              καθώς νά τές θελήσης.
Βροντόφωνες τές θέλεις φυσητές καί γάλι;
                              μή φοβηθς νά σφάλη.
Καί κλάνει κάθε μήνα, χειμώνα καλοκαίρι,
καί νύχτα καί μέρα, καί αγή καί μεσημέρι
                             'ς τή νότια καί 'ς τήν ξέρη.
Τς φύσης εν' τό λάθος, πού 'ς ατό τό σμα
δέν μπόρεσε ν' λλάξη καθώς καί ες λλα κόμα
                               κλος καί τό στόμα.

Βέβαια κάποιες φορές καί ο ρχαοι ντρέπονταν γιά μένα γί ατό καί παροιμιώδης φράση, Βήξ ντί πορδς: πί περδόντων καί προσποιουμένων βήχειν γελν. κλαμβάνεται πί τν ν πορία τί πράττειν προσποιουμένων.

Καί πως εσχήμως ναφέρει Φώτιος στό λεξικό του κάποιοι
ποψοφεν· τό περδεσθαι, εσχήμως λέγων. εσχημονέστερον δέ διαπνεν καί ποπνεν.
ποψόφησις: τό ποιεν ψόφον, πόκωφον κρότον, τό ποπαρδεν πορδή.

λλά παράλληλα νά τονίσω δ τι πό τήν γάπη πού μου εχαν μέ φώναζαν τρυφερά καί φύσα, στε νά γράφει Πλάτων: "φύσας τέ καί κατάρρους νοσήμασιν νόματα τίθεσθαι ναγκάζειν τούς κομψούς σκληπιάδας, οκ ασχρόν δοκε;" (Πολιτεία Βιβλίο Γ' 405 d)

ς γνωστόν καί ραιότερος κλος, πορδές φήνει. Βέβαια ταν μως ρισμένες φορές βγαινα χωρίς τή μοσκοβολιά μου, πότε μπορε νά μουν λίγον δύσοσμη μέ νόμαζαν βδόλον καί χιουμοριστικά λεγαν:
"Τόν βδόλον δ΄οκ στιν τις ρς ποστναι δύναιτ΄ν".

βδόλος, ο, (βδέω) δυσωδία, βρμα (πορδς λύχνου)

λλα βέβαια εναι γνωστόν τος πάσι τι: καθένας τήν μπορδή του μοσκολίβανο τήν χει.
μουνα πάντα κοντά στό λαουτζίκο καί ατός πογράμμιζε πάντα τήν παρουσία μου νάλογα μέ τό τί εχε φάει:
Τό κρομμύδ’ κάν’ πορδίδι
καί τό σκόρδο κάνει μπόρδο.
παρουσία μου δέ, ταν πάντα ταυτώνυμη μέ τήν γεία γι’ ατό καί - Κλος κλασμένος γιατρός χεσμένος.
Καί βέβαια-
Κλος πού κλάνει γιατρό δέ φοβται.
κόμα δέ, ταν κάποιος σθενε, μφάνισή μου ποδηλώνει βελτίωση τς γείας του καί ς κ τούτου:
ρρωστιάρης ντας κλάνει, τν γιατρν τσέπη χάνει.

Εναι γνωστό τι γιά τούς γχειρισμένους πιό εχάριστος χος μετά τήν πέμβαση εναι πρώτη μφάνισή μου, πράγμα πού σημαίνει τι τό ντερο το σθενος δουλεύει κανονικά καί λεύθερη διαχέομαι πλέον στήν τμόσφαιρα.

Καί γιά τούς μή γνωρίζοντες, σέ λα τα προηγμένα μέρη πάντα προσεχαν μαζί μέ τήν λεύθερη διακίνηση τν δεν νά γίνεται καί λεύθερη διακίνηση τν κλανιν καί τσι εχαν στά κρεβάτια τους κλανιόλες.

Συγχρόνως στίς παλιές καλές ποχές πού τα παιδιά στήν Καζάρμα ντί λεκτρονικά παίζανε  κρυφτό, στή θέση το -μπέ-μπά-μπλόμ λέγανε:

ποιος κλασε νά πιε
καί στή Πόλη ν΄κουστε
πο ’φαε βαρειά κουκιά
καί το πόντικα τ’ ατιά

ποιος κλασε νά πιε,
νά τήν πορδοκαταπιε
νά τή βάλει στό βαρέλι
νά τήν πιε τό καλοκαίρι

Βέβαια πειδή εχα μιά ξεχωριστή συμπάθεια στήν τρίτη λικία εχα διαίτερες παφές μέ ατή καί τσι πολλές φορές κούγονταν ο συγγενες νά λένε:
Δέν ξίζει οτε τήν κλανιά τς γρις.
μως χωρίς νά θέλω νά γίνω περβολική καί νά συγκριθ μέ τούς Βασιλιάδες, πιστεύω τι σχύς μου εναι γάπη το λαο- ποος λαός τι εχε σημαντικό στή ζωή το τό ρωμάτιζε μέ μένα καί γι’ ατό λεγε:
Σπίτι μου σπιτάκι μου
μπόρδο καλυβάκι μου
ντικειμενικότητά μου δέν μο πιτρέπει νά ποσιωπήσω τι παρά τά τόσα σημαντικά πού μνημόνευσα μέχρι τώρα σέ να σημεο πέτυχα παταγωδς καί ατό εναι παγκοίνως γνωστό:
Μέ πορδές δέν βάφονται αγά.
ντιπαρέρχομαι, δίχως νά τούς δώσω καμία σημασία, σους ερωνικά προσπαθον νά παξιώσουν τήν παρουσία μου μέ τήν ρήση τι εμαι:
πελπις προσπάθεια το κώλου πρός ρθρωση λόγου.

μως λα ατά πού σς φηγήθηκα σήμερα νήκουν στό παρελθόν. δόξα μου νήκει σέ λλες ποχές.
πως χει πε κάποιος:
ποχή εναι σάν τήν πορδή. μα φύγει δέν ξαναγυρνάει πίσω.
Σήμερα μιλνε παξιωτικά γιά μένα καί μέ συσχετίζουν μόνο μέ τούς κουραδόμαγκες:
Μαγκιά, κλανιά καί κλος φινιστρίνι.
Τέλος, νέκαθεν λλά διαίτερά τα τελευταα χρόνια εμαι μόνιμο θύμα φυλετικν διακρίσεων.
Θά χετε παρατηρήσει σφαλς τι ταν ξεχύνομαι πό σάς γαπητέ μου δόκτορα σύζυγος παίρνει να λίαν νοχλημένο φος καί λέει:
σά δέν ντρέπεσαι καημένε, μς ξεβρόμισες!
ταν μως ξέρχομαι πό τό δικά της ντελικάτα πίσθια διάχυσή μου συνοδεύεται μέ σχόλια νακούφισης:
Οφφφ, πιτέλους τόση ρα τήν βάσταγα, μέ εχε πεθάνει!

Ατή εναι πλέον ντικειμενική πραγματικότητα καί λοι ντρέπονται τώρα πιά γιά μένα. Ἡ τελευταία φορά πού εδα γραμμένο τό νομά μου μέ μεγάλα γράμματα ταν σέ να περίπτερο πού περιπτεράς εχε βάλει μιά πιγραφή τι πουλάει λεμονάδες- πορτοκαλάδες.
μως τό πλαίσιο πού εχε πιγραφή ταν μικρό πότε τά γραψε συντετμημένα:
ΛΕΜ/ΔΕΣ
ΠΟΡ/ΔΕΣ

Γιά λους ατούς τούς λόγους σς εχαριστ κ βάθους κοιλίας καί μέ τό σημαντικό ατό γράμμα πού διαβάσατε μπορ πλέον νά σς ποχαιρετίσω πενθυμίζοντας σς τή ρήση το μέγιστου Πετρόπουλου στις γραψε:

πό καταβολς κόσμου οδεμία διακωδωνηθεσα πορδή πέρασε παρατήρητος!!!

Καί τέλος κλείνοντας νά σς θυμίσω τό τόσο κολακευτικό γιά μένα, μολονότι σατυρικό, πίγραμμα το Νίκανδρου.

Πορδή ποκτέννει πολλούς διέξοδος οσα·
πορδή καί σώζει τραυλόν εσα μέλος.
οκον ε σώζει, καί ποκτέννει πάλι πορδή,
τοίς βασιλεύσιν σην πορδή χει δύναμιν.
Παλατινή νθολογία vol. 4 σατυρικά πιγράμματα Νίκανδρος π. 395  

ποκτείνω, θανατώνω φονεύω
εσα, μετοχή νεστώτα το ημι, πί χων κπέμπω κβάλω.
μέλος, τό χορικό λυρικό σμα μελωδία


Μετά τιμς
Μία μικρή, εγενική, καί θόρυβη πορδίτσα.


Καί διά τήν ντιγραφήν:
Δόκτωρ Γεώργιος Βούς
Εδικός Πορδολόγος καί σμολόγος


Υ.Γ
Λησμόνησα νά ναφερθ στή ρήση πού ποδίδεται στό μεγάλο Βενιαμίν Φραγκλίνο, καί βρίσκεται καταγεγραμμένη στό σύγγραμμα "Fart Proudly: Writings of Benjamin Franklin You Never Read in School" πό τήν πιμέλεια το Carl Japikse.

"Let every fart count as a peal of thunder for liberty. Let every fart remind the nation of how much it has let pass out of its control. So fart, and if you must, fart often.

But always fart without apology. Fart for freedom, fart for liberty… and fart proudly!"

Δετε το στό βιβλίο κάμνοντας κλίκ δ.

"φστε κάθε πορδή νά καταμετρηθε σάν  μιά μεγαλειώδης βροντή  γιά τήν λευθερία. φστε κάθε πορδή νά πενθυμίζει στό θνος πόσα πολλά πέτρεψε νά ξεφύγουν πό τόν  λεγχό του. Διά τοτο νά πέρδεστε καί ν χρειάζεται νά πέρδεστε συχνά.

λλά πάντα νά πέρδεστε χωρίς πολογία. Πορδίζετε γιά τήν λευθερία, πορδίζετε γιά νεξαρτησία καί πορδίζετε μέ περηφάνεια".